Ὅσοι πέφτουν κάθε μέρα ἀπὸ τὰ σύννεφα, ἀπορώντες καὶ ἐξιστάμενοι γιὰ τὰ ἀπανωτὰ μέτρα τῆς κλιμακούμενης ὑγειονομικῆς τυραννίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅ,τι διαθέτουν στοιχειῶδες φιλότιμο, ἀποδεικνύουν ταυτόχρονα ὅτι δὲν κατανοοῦν τὴν οὐσία τῆς δημοκρατίας. Καὶ γι’ αὐτὸ ξορκίζουν τὴν σημερινὴ δημοκρατικὴ δυστοπικὴ πραγματικότητα καταφεύγοντας στὸν ἀντιχουντισμὸ («ἔχουμε χούντα») καὶ τὸν ἀντιφασισμὸ («ἔχουμε φασισμό»).
Οὔτε χούντα ἔχουμε, οὔτε φασισμό.
Ἔχουμε φιλελεύθερη προεδρευομένη κοινοβουλευτικὴ δημοκρατία σὲ μιὰ φιλελεύθερη καὶ δημοκρατικὴ Εὐρώπη (εἴτε αὐτὴ εἶναι τῆς Μέρκελ καὶ τοῦ Μακρὸν εἴτε τοῦ Ὄρμπαν καὶ τοῦ Σαλβίνι). Οἱ κυβερνήσεις ἀναδεικνύονται μὲ ἐλεύθερες καὶ πολυκομματικὲς ἐκλογές, στὶς ὁποῖες ἔχουν καὶ δικαίωμα καὶ ὑποχρέωση νὰ συμμετέχουν ὅλοι οἱ πολῖτες. Στὸ κάτω-κάτω καμμία χούντα καὶ κανένας φασισμὸς (ποὺ δὲν εἴχαμε ποτὲ στὴν Ἑλλάδα) δὲν πῆρε ποτὲ τέτοια μέτρα.
Τὰ παίρνουν δημοκράτες βγαλμένοι μὲ τὴν ψῆφο τοῦ λαοῦ, μὲ ἐκλογὲς τῶν ὁποίων τὴν ἀξιοπιστία δὲν ἔχει ἀμφισβητήσει κανένας καὶ μὲ ἐκλογικὸ νόμο ποὺ ἔχει θεσπίσει ἡ Βουλὴ (ὁ ὁποῖος ὁρίζει καὶ τί σημαίνει κάθε φορὰ «λαϊκὴ πλειοψηφία»), ἀποτελούμενη ἀπὸ τὰ κόμματα ποὺ ἀνέδειξε ἡ ψῆφος τοῦ λαοῦ.
Ἡ δὲ ἀντιπολίτευση (κι αὐτὴ βγαλμένη μὲ τὴν ψῆφο τοῦ λαοῦ) οὐδέποτε ἔχει ἀμφισβητήσει τὴν συνταγματικὴ νομιμότητα τῶν κυβερνητικῶν μέτρων «γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς πανδημίας». Καὶ αὐτὸ ποὺ ἰσχύει γιὰ τὴν νομοθετικὴ καὶ τὴν ἐκτελεστικὴ ἐξουσία ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν δικαστική. Κανένας θεσμὸς τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας δὲν ἔχει ἀμφισβητήσει τὴν δημοκρατικὴ συνταγματικότητα τῶν μέτρων. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν λεγόμενη «τέταρτη ἐξουσία»: τὸν τύπο, ὁ ὁποῖος τυγχάνει τῆς ἀποδοχῆς τῆς μεγάλης πλειονότητας τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει νὰ «ἐνημερώνεται» ἀπὸ τοὺς κατ’ ἐξοχὴν φορεῖς του. Καὶ τὸ ἴδιο, τέλος, ἰσχύει καὶ γιὰ ὅλους τοὺς θεσμοὺς τῆς «κοινωνίας τῶν πολιτῶν» (ἰατρικοὶ σύλλογοι, νομικοὶ σύλλογοι, ἐπαγγελματικὲς ὀργανώσεις, ἐπαγγελματικοὶ σύλλογοι κ.λπ.). Κομμάτι δύσκολο νὰ γίνει πιστευτὸ ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μετετράπησαν ἐν μία νυκτὶ σὲ «χουντικοὺς» καὶ «φασίστες» (ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴν συζήτηση περὶ τοῦ τί σημαίνει πραγματικὰ «φασισμός», γιατὶ θὰ μπλέξουμε τὰ μπούτια μας μὲ τὶς ἀμυγδαλές μας).
Ἀλλὰ γιὰ ξεκαθαρίσουμε τὴν θέση μας. Δὲν ἀλλάξαμε ἄποψη. Τὴν ἴδια ἔχουμε μὲ αὐτὴ ποὺ διατυπώσαμε ἀμέσως ἐκείνη τὴν ἀποφράδα νύχτα τῆς 23ης Μαρτίου τοῦ 2020. Ἀντισυνταγματικὰ εἶναι τὰ μέτρα. Ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸ γενικὸ ἀπαγορευτικὸ (lock down) βάσει τοῦ ἄρθρου γιὰ τὴν κήρυξη κατάστασης ἐκτάκτου ἀνάγκης, ὅπως ἔχουμε ἐπανειλημμένως ἐξηγήσει ἀναλυτικά. Καὶ τὰ ἴδια καὶ χειρότερα ἰσχύουν γιὰ τὸν προωθούμενο ὑποχρεωτικὸ ἐμβολιασμό.
Ἀλλὰ μήπως τὸ ἔργο τῆς μετατροπῆς τοῦ συντάγματος σὲ πατσαβούρι ἀπὸ κυβερνώντες καὶ ἀντιπολιτευόμενους ἐναλλάξ δὲν τὸ ζήσαμε καθ’ ὅλη την προηγούμενη δεκαετία τῶν μνημονίων; Ὕστερα ἀπὸ τὰ «σημεῖα καὶ τέρατα» ποὺ ἔγιναν τότε, ὁ λαὸς ξεκίνησε μὲ Γιωργάκη, συνέχισε μὲ Σαμαρᾶ, κορύφωσε μὲ Τσίπρα καὶ τελείωσε μὲ Μητσοτάκη, ἀποδεικνύοντας ἔμπρακτα ὅτι τὸ πρόβλημά του δὲν εἶναι ἡ ὑποθήκευση τῆς χώρας, ἡ καταστροφή της οἰκονομίας καὶ ἡ ληστεία τῆς τσέπης του, ἀρκεῖ αὐτὰ νὰ τὰ κάνει ὁ ἐκλεκτὸς τῆς ψήφου του.
Κι ἐπειδὴ θεμέλιο τῆς δημοκρατίας εἶναι ἡ «λαϊκὴ κυριαρχία», ὁ λαὸς διὰ τῆς ἐκλογῆς τῶν ἀντιπροσώπων του (μιᾶς καὶ εἴμαστε κομματάκι πολλοὶ γιὰ νὰ συνεδριάζουμε δέκα ἑκατομμύρια στὴν «ἐκκλησία τοῦ δήμου») εἶναι αὐτὸς ἀκριβῶς ποὺ ἀποφάσισε ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει στὴν «Εὐρώπη», στοὺς τραπεζίτες, στοὺς ντόπιους ὀλιγάρχες, στὶς μεγαλοσυμμορίες, στοὺς καναλάρχες, στοὺς πολιτικάντηδες, στοὺς μουσουλμάνους καὶ στὶς «μειονότητες», ὅπως ὁ κατάδικος ἀνήκει στὸ κελί του.
Ἡ δημοκρατία ἀνάμεσα στὰ δικαιώματα ποὺ ἐγγυᾶται εἶναι καὶ τὸ δικαίωμα τῆς αὐτοκαταστροφῆς τοῦ ἴδιου τοῦ λαοῦ, ἀρκεῖ αὐτὸ νὰ τὸ θέλει ἡ ἑκάστοτε πλειοψηφοῦσα αὐθεντία -γιατὶ ἡ δημοκρατία στηρίζεται στὴν αὐθεντία τῶν «πολλῶν», ποὺ ἔχουν δίκιο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι… πολλοί. Γιατὶ «ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ λαοῦ», ὅπως λέει καὶ τὸ «μότο» γνωστὴς λαϊκῆς ἐφημερίδας.
Θὰ πεῖ κανείς ὅτι ὁ λαὸς ἐκλέγει μὲν ἀλλὰ ἐκλέγει χειραγωγούμενος. Καμμία ἀντίρρηση. Ἀλλὰ ὁ λαὸς πάντα χειραγωγούμενος κάνει τελικὰ τὶς ἐπιλογές του. Γιατὶ οἱ «πολλοὶ» δὲν ἔχουν ποτὲ δική τους γνώμη -γιατὶ ἁπλούστατα δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ ἔχουν, ἀλλὰ ἄγονται καὶ φέρονται ἀπὸ τοὺς ἑκάστοτε λίγους. Ὁπότε οἱ «πολλοὶ» υἱοθετοῦν πάντοτε τὴν γνώμη κάποιας ὀργανωμένης καὶ ἰσχυρῆς μειονότητας ποὺ μπορεῖ νὰ τοὺς ἐπηρεάσει.
Ὅπότε, ἀντισυνταγματικότατα μὲν δημοκρατικότατα δὲ ἐπιβάλλονται τὰ ἐν λόγω μέτρα. Ὅπως θὰ ἐπιβληθοῦν καὶ τὰ πολλὰ ἄλλα καὶ χειρότερα ποὺ ἕπονται βραχέως. Διότι, ὅπως ὁρίζει καὶ τὸ ἴδιο τὸ ἀκροτελεύτιο ἄρθρο τοῦ Συντάγματος: «ἡ τήρηση τοῦ Συντάγματος ἐπαφίεται στὸν πατριωτισμὸ τῶν Ἑλλήνων». Ὅπου ὁ «πατριωτισμὸς» μεταφράζεται σὲ «δημοκρατισμό». Ἄλλωστε καὶ τὸ ἀδίκημα τῆς ἐσχάτης προδοσίας δὲν ἀφορᾶ, ὅπως νομίζουν πολλοί, τὴν προδοσία τῆς χώρας ἀλλὰ τὴν ἀνατροπὴ τῆς δημοκρατίας.
Ὅμως, ἡ δημοκρατία ὅλα τὰ μπορεῖ (ὅπως λέμε «ὁ λαὸς ἅμα θέλει, μπορεῖ»). Γι’ αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ καταργήσει καὶ τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτὸ (δηλαδὴ τὸν ἀνώτατο πολιτειακὸ νόμο ἤτοι τὸ Σύνταγμα) καὶ νὰ ἐξακολουθήσει νὰ εἶναι δημοκρατία. Γιατί ἡ δημοκρατία δὲν εἶναι τὸ κράτος τοῦ δῆμου-λαοῦ, ἀλλὰ τὸ πολίτευμα τῆς αἱρετῆς ὀλιγαρχίας ποὺ κυβερνᾶ τὸν δῆμο μὲ τὴν ψῆφο τοῦ δήμου. Κι ὅταν αὐτὴ ἡ αἱρετὴ ὀλιγαρχία, ποὺ ὅπως κάθε ὀλιγαρχία ἐνδιαφέρεται πρωτίστως γιὰ τὸν ἑαυτό της, δὲν μπορεῖ νὰ κυβερνήσει μὲ τὸ παλιὸ «κοινωνικὸ συμβόλαιο», τότε τὸ καταργεῖ ἐπικαλούμενη τὸ ἔκτακτο τῶν περιστάσεων καὶ θεσπίζει ἕνα νέο χειραγωγώντας ἀναλόγως τὸν λαὸ γιὰ νὰ τὸ «ὑπογράψει» διὰ τῆς συμμορφώσεώς του στὶς νέες ἀνάγκες τῶν καιρῶν (γιὰ «νὰ μὴν πέσει ἡ χώρα στὰ βράχια», γιὰ νὰ «νὰ μὴν χαθεῖ οὔτε μία ἀνθρώπινη ζωὴ» κτλ., κτλ., κτλ.).
Ὁ Πλάτων ἔλεγε ὅτι ἡ τυραννίδα δὲν προέρχεται ἀπὸ ἄλλο πολίτευμα παρὰ ἀπὸ τὴν δημοκρατία («οὐκ ἐξ ἄλλης πολιτείας τυραννὶς καθίσταται ἢ ἐκ δημοκρατίας»), δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἀκρότατη [καὶ ἐπιφατικὴ -σημειώνουμε ἐμεῖς] ἐλευθερία γεννιέται ἡ μεγαλύτερη καὶ ἀγριότερη δουλεία («ἐξ οἶμαι τῆς ἀκροτάτης ἐλευθερίας δουλεία πλείστη τε καὶ ἀγριωτάτη»). Κι ὁ γέρο-Πλάτων, ποὺ εἶχαν δεῖ πολλὰ τὰ μάτια του, δὲν ζοῦσε νὰ μὴν τὸ λησμονοῦμε, στὴν ἐποχὴ τῆς κοινοβουλευτικῆς δημοκρατίας (τῆς ἔμμεσης, τῆς «κακῆς») ἀλλὰ τὴν σκέτης δημοκρατίας (τῆς ἄμεσης, τῆς «γνήσιας», τῆς «καλῆς»). Ὁπότε δὲν ἤξερε ὅτι ἡ δημοκρατία, ὅπως ἐξελίχθηκε στὶς μέρες μας, μπορεῖ κάλλιστα νὰ εἶναι μιὰ τυραννία δημοκρατική, ἀρκεῖ ἔτσι νὰ ἐξυπηρετοῦνται καλύτερα τὰ συμφέροντα τῆς (πραγματικὰ) ἄρχουσας μειονότητας, ποὺ ἔχει ἀποφασίσει νὰ ξεκινήσει τὸ μεγάλο παιχνίδι ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συνδυάζοντας τὴν πιὸ απάνθρωπη ὅψη τοῦ καπιταλισμοῦ μὲ τὴν πιὸ βάρβαρη πλευρὰ τοῦ κρατικοῦ κομμουνισμοῦ, μὲ στήριγμα τὴν σύγχρονη τεχνολογία καὶ ἀρωγὸ τὴν ἐθελόδουλη (δημοκρατικὴ) μᾶζα. Ὅπως εἶπε ἄλλωστε (στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα) καὶ ὁ Ἀμερικανὸς μεγαλοκαπιταλιστῆς, Τζέϊ Γκούλντ: «μπορῶ νὰ προσλάβω τὴν μισὴ ἐργατικὴ τάξη γιὰ νὰ σκοτώσει τὴν ἄλλη μισή».
Ὅσοι (κάλλιστα) ἀνησυχεῖτε γιὰ τὰ «μέτρα», ἄς ἔχετε ὑπ’ ὄψιν σας ὅτι τὸ μεγάλο παιχνίδι θὰ τὸ παίξουν μέχρι τέλους, καὶ ἡ μοῖρα ποὺ ἐπιφυλάσσεται σὲ ὅλους ἐμᾶς ποὺ θέλουμε νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν ἀξιοπρέπειά μας μέχρι τέλους εἶναι νὰ γίνουμε «νέοι Ροβινσῶνες Κροῦσοι», ὅπως μᾶς πληροφόρησε προσφάτως ὁ δημοκράτης συνταγματολόγος, Νῖκος Ἀλιβιζάτος.
Κι ὅσοι ὑπολογίζετε τὰ 1200 εὐρὼ τὸν χρόνο γιὰ τὰ νέα «προστίματα», ὑπολογίστε καὶ τὸ ὅτι ἡ Ἐφορία μπορεῖ νὰ σᾶς πάρει τὸ σπίτι γιὰ χρέη πρὸς τὸ Δημόσιο ἄνω τῶν 500 εὐρώ, ὅπως θέσπισε ὁ Ὑπουργὸς Δικαιοσύνης τοῦ Σύριζα, Σταῦρος Κοντονῆς, μὲ εἰσήγηση στὴν Βουλὴ τῆς καλῆς μου ἀριστερῆς συμφοιτήτριας, Μαρίας Τριανταφύλλου, ποὺ ἀνήκει κι αὐτὴ στὸν «κόσμο τοῦ ἀγῶνα», μαζὶ μὲ τὸ σύνολο τῶν ἀγωνιστῶν «ὑπὲρ τοῦ ἀνθρώπου» (ὅπως θἄλεγε κι ὁ Μπαλαούρας) ποὺ χειροκροτοῦν μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια τὸν ἀναδυόμενο Δημοκρατικὸ Δεσποτισμὸ μὲ ἄλλοθι τὸν «ἀντιφασισμὸ» (φυσικά!).
Ἑβδομήντα Ἕξη χρόνια μεταπολεμικῆς Δυτικῆς Δημοκρατίας.
Περαστικά μας!