Είναι αληθές πως η συστηματική ενασχόληση με τον λόγο και τα πεπραγμένα προσωπικοτήτων παρελθόντων χρόνων αποτελεί, στις πλείστες των περιπτώσεων, ένα ταξίδι διαφώτισης και γνώσης. Ως εκ τούτου, η αναζήτηση της αλήθειας, δίχως απόλυτες φόρμες και πνιγηρές παρωπίδες, αποτελεί και τον κατάλληλο ραβδοσκοπικό δίχαλο σε κάθε πνευματικό ταξίδι για την διεύρυνση και τον εμπλουτισμό της αναρχικής θεώρησης.
Στο παρόν κείμενο Ο τίτλος του κειμένου σχετίζεται με το τέλος του Σωκράτη και θα γίνει σαφέστερα αντιληπτός στο γ΄ μέρος. Παραπέμπει βέβαια και στην ταινία των αδελφών Taviani, Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα (1972), η οποία αναφέρεται στην ομάδα αναρχικών, που προσπάθησε να απελευθερώσει ένα χωριό απ’ τον κρατικό ζυγό, αλλά η επιχείρηση απέτυχε κι ο Τζούλιο Μανιέρι συνελήφθη. Στη φυλακή, θυμάται το τραγούδι, που έδωσε τον τίτλο στην ταινία και που τραγουδούσε, όταν ήταν μικρός, όταν τον κλείδωναν σαν τιμωρία μέσα στο σκοτάδι. θα παρουσιάσουμε τον βίο και τις απόψεις του Σωκράτη, σε μια προσπάθεια να αναδείξουμε αφ’ ενός την σημασία του απελευθερωτικού του λόγου στους συγχρόνους του κι αφ’ ετέρου την απελευθερωτική δυναμική που παρουσιάζει το σύνολο της ζωής του εν γένει και του ήθους του, ειδικότερα στις μέρες μας. Προφανώς κι ένα μέρος των λεγομένων του, ουδόλως λειτουργεί απελευθερωτικά για τους εξουσιαζόμενους τού σήμερα. Τούτο βεβαίως σε καμμία των περιπτώσεων δεν δύναται να αποτελέσει τροχοπέδη στο να ψηλαφίσουμε λεπτομερώς όσα ο ίδιος μάς άφησε προφορικώς παρακαταθήκη και διασώθηκαν βεβαίως από τους μαθητές του μέσω της καταγραφής. Όπως άλλωστε και οι ουκ ολίγες από τις de profundis διαφωνίες μας με τους λεγόμενους «κλασσικούς» αναρχικούς του 19ου αιώνα ουδέποτε μας εμπόδισαν να αναδείξουμε τα αποθησαυρίσματα τού λόγου και, κυρίως, των εμπειριών τους.
Ωστόσο, θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε για άλλη μια φορά πασίδηλο πως μια αναρχική ομάδα, αν πραγματικά αγωνιά για την συνολική απελευθέρωση, οφείλει να μένει σταθερά κι αταλάντευτα στο αντιπολιτικό μονοπάτι. Μ’ άλλα λόγια, δεν ομονοεί σε καμία των περιπτώσεων με τις πάσης φύσεως δημοκρατικές φλύκταινες, ασχέτως αν αυτές εκκινούν από ένα καθόλα «ένδοξο» παρελθόν ή αν πάλι αποτελούν δακρύβρεχτο πόθο της «αντιεξουσιαστικής» αριστεράς και των συν αυτής. Το αντιπολιτικό- αντικρατικό λοιπόν μονοπάτι δεν αποτελεί έναν ακόμη πομφόλυγα ελιγμού στο ημερολόγιο καταστρώματος κάποιων διασκεδαστών της καφενειακής μαρίδας, τόσο κάλπικο μάλιστα όσο ένα χαρτονόμισμα των έντεκα ευρώ. Αντιθέτως αποτελεί μια συγκεκριμένη, εν πολλοίς αναλυμένη και, κυρίως, ανιδιοτελή στάση και πρόταση συγκεκριμένων αναρχικών ομάδων και συλλογικοτήτων απέναντι στην σκλαβωμένη κοινωνία.
Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω, δεν προτιθέμεθα να αφήσουμε στα χέρια κανενός ακαδημαϊκού «ειδικού» το όποιο μονοπώλιο άποψης, όσον αφορά πραγματικά φωτισμένους ανθρώπους που προσέφεραν απεριόριστα στο απελευθερωτικό μονοπάτι, με τίμημα μάλιστα την ζωή τους για αυτό, όπως ο Σωκράτης. Ας δούμε, λοιπόν, κατ’ αρχάς το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έδρασε ο ίδιος κι εν συνεχεία μια παρουσίαση όσων σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με την γενικότερη παρουσία του στην πόλη-κράτος της Αθήνας.
Όταν η ίδια η δύναμη γίνεται αδυναμία
Το 471/470 Π.χ., όταν γεννήθηκε ο Σωκράτης, η Αθήνα είχε ήδη προ πολλού αποτρέψει τον περσικό κίνδυνο (οι περσικοί πόλεμοι είχαν τελειώσει το 479 Π.χ.), η πόλη είχε ανοικοδομηθεί και ανακαινιστεί (478 Π.χ.), χτίζοντας γύρω της τείχη, είχε απαγορεύσει τις δημόσιες θέσεις για τους πολίτες τέταρτης κλάσης και είχε γίνει θαλάσσια ηγεμονία υπό τον Αριστείδη και τον Κίμωνα (277 Π.χ.), ενώ ο Θεμιστοκλής εκείνη την ίδια εποχή (471 Π.χ.) κατηγορούνταν για συνωμοσία κατά της ελευθερίας των ελλήνων και εξοριζόταν.Η Αθήνα, στην οποία ο φιλόσοφος μεγάλωνε, αύξαινε την κυριαρχία της με τα μακρά τείχη που περιέκλειαν πλέον και τον Πειραιά (464 Π.χ.), είχε κάνει μερικές ακόμη ναυμαχίες μικρότερης σημασίας με τους Πέρσες και τους είχε απωθήσει (462 Π.χ.), εκστράτευσε ακόμη και στην Αίγυπτο, για να βοηθήσει τον σατράπη Ίναρο, που επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά της Περσίας (460 Π.χ.) και, το σημαντικότερο, ασκούσε απροκάλυπτα την ηγεμονική της πολιτική στις πόλεις-κράτη (459 Π.χ.), που στους τύπους αποτελούσαν τους συμμάχους της. Διήγε μάχες με όποιον της εναντιωνόταν (Κόρινθος, Αίγινα, Βοιωτία, Επίδαυρος) και προκαλούσε σοκ και δέος, με αποτέλεσμα πολλές άλλες πόλεις να σπεύδουν… οικειοθελώς να δηλώσουν σύμμαχοί της (Αχαιοί, Φωκείς κ.ά.). Όσοι σύμμαχοι τολμούσαν ν’ αποστατήσουν (Εύβοια, Μέγαρα κ.ά.) δεν είχαν καλό τέλος. Οι Ρωμαίοι εξουσιαστές, μάλιστα, έσπευσαν στην πόλη της Αθήνας (454 Π.χ.), για να γνωρίσουν τους νόμους του Σόλωνα και να πάρουν μαθήματα πολιτικής, που, όπως έδειξε η ιστορία, τους φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμα κατόπιν. Παρά την ισχυρή της δύναμη, η Αθήνα έμενε να αντιμετωπίσει το αντίπαλο δέος της Πελοποννησιακής συμμαχίας, με την οποία διαρκώς υπέγραφε ανακωχές, αλλά και δεν έπαυε να μάχεται χωρίς σταματημό. Η ανακωχή του 445 Π.χ. απλώς ανανέωνε μια παλιότερη, που δεν είχε ληφθεί υπ’ όψιν.
Τότε πια, η αθηναϊκή ηγεμονία φτάνει στο απόγειό της. Και μαζί της η αθηναϊκή δημοκρατία, που για να θρέψει την «ισότητα» των πολιτών τηςΠρονόμιο αθηναίου πολίτη είχαν όσοι άρρενες ενήλικες είχαν εκπληρώσει την στρατιωτική τους θητεία (18 ως 20) και κατάγονταν από πατέρα και μητέρα αθηναίους (σύμφωνα με μια ρύθμιση του Περικλή)· με άλλα λόγια, το πολιτικό κριτήριο στηριζόταν στις σχέσεις αίματος· ας μην το ξεχνάμε αυτό. Είχε δηλαδή φυλετικά κριτήρια η διάκριση του αθηναίου πολίτη και των προνομίων του στην αθηναϊκή δημοκρατία. Την ιδιότητα του πολίτη μπορούσαν να αποκτήσουν και μέτοικοι, εφ’ όσον είχαν προσφέρει σημαντικό έργο στην πόλη (π.χ. Αριστοτέλης). , την έχτισε πάνω στην ανισότητα των μη πολιτών και την εκμετάλλευση των όποιων «συμμάχων». Ο Περικλής απ’ το 444 Π.χ. κυβερνάει ουσιαστικά δίχως αντίπαλο. Ο αθηναίος στρατηγός εξουσιάζει για 25 χρόνια και επρόκειτο να κυριαρχεί για άλλα 15, μέχρι ο θάνατος μόνο να τον καθαιρέσει. Η ακμή της πόλης είναι τόση, που όχι μόνο χτίζει Παρθενώνες και ρετουσάρει το δημόσιο προφίλ της, αλλά στέλνει αποικιστές στους Θούριους, στην Κάτω Ιταλία, που τότε λεγόταν και Μεγάλη Ελλάδα (444 Π.χ.). Τους αποικιστές συνοδεύουν ο Ηρόδοτος, ο Πρωταγόρας και ο Ιππόδαμος (ο πολεοδόμος, που έδωσε το όνομά του στην οργάνωση της πόλης σε οικοδομικά τετράγωνα). Μια άλλη σημαντική αποικία της Αθήνας είναι κι η Αμφίπολη (437 Π.χ.) κι η Ηράκλεια (432 Π.χ.). Το πνεύμα του αποικισμού είναι η διάδοση μιας πολιτισμικής πραγματικότητας κι η επιβολή της, όχι με την ωμή βία, αλλά μέσω της συνήθειας, μιας έμμεσης μορφής επιβολής ακόμη αποτελεσματικότερης. Με άλλα λόγια, οι αποικίες ήταν εκπρόσωποι του αθηναϊκού πολιτισμού σε μακρινές από την Αθήνα περιοχές. Ο εκπολιτισμός αυτός ακολουθήθηκε ως πολιτική τακτική υποδούλωσης ποικιλοτρόπως απ’ τον Αλέξανδρο ως τους Αμερικάνους εξουσιαστές και τους Ευρωπαίους σήμερα.
Η εξουσιομανία, όμως, της Αθήνας δε μένει αναπάντητη. Με αφορμή τις προστριβές της Κέρκυρας και της Κορίνθου, που ήδη είχαν ξεκινήσει απ’ το 439 Π.χ. –ο Θουκυδίδης είναι αναλυτικότατος επί του θέματος– ξεκινά ο πελοποννησιακός πόλεμος (431 Π.χ.) μεταξύ της Αθηναϊκής Συμμαχίας με ηγερία την Αθήνα και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας με αρχηγό τη Σπάρτη. Σα να μην έφταναν τα δεινά του ίδιου του πολέμου –που ενέπλεξε και κατέστρεψε όχι μονάχα τον τότε ελλαδικό κόσμο, αλλά και τις υφιστάμενες εξουσιαστικές δομές του (πόλεις-κράτη)–, ξεσπάει εντός των αθηναϊκών τειχών επιδημία πανώλης (430 Π.χ.), ο μεγάλος λοιμός, που διαρκεί 15 χρόνια και παίρνει στο πέρασμά της και τον Περικλή (μόλις το 429 Π.χ., στην αρχή του πελοποννησιακού πολέμου). Μέχρι το 404 Π.χ., που τελειώνει ο πόλεμος, η Αθήνα θα καταστραφεί οικονομικά και πολιτικά και θα ηττηθεί απ’ την ειδική τού πολέμου Σπάρτη, που είχε καταστήσει τον πόλεμο ως τρόπο ζωής. Αποτέλεσμα της ήττας, πέρα απ’ τις υλικές καταστροφές και την απώλεια τόσων ανθρώπινων ζωών, είναι η οικονομική της διάλυση, η επιβολή τυραννικού πολιτεύματος, ο εξαναγκασμός της σε βαρείς φόρους στους νικητές και το γκρέμισμα των τειχών που προστάτευαν την κυριαρχία της.
Στη δίνη όλων αυτών των γεγονότων, ο Σωκράτης προτίμησε να κρατήσει αποστάσεις, πέραν από ελάχιστες εξαιρέσεις. Δεν αναμείχθηκε με την πολιτική, όπως κάλλιστα θα μπορούσε, όντας δημοφιλής και με φίλους σε ανώτερες θέσεις στην Αθήνα. Έλαβε μέρος μόνο σε τρεις μάχες, στη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου: στην πολιορκία της Ποτίδαιας, στο Δήλιο της Βοιωτίας και στη μάχη της Αμφίπολης. Βέβαια, κανείς δε θα ψάξει τα ίχνη των ξυπόλητων βημάτων του Σωκράτη στην Αμφίπολη, δε θ’ αναζητήσει τα γεγονότα. Αρκούν τα παγερά μνημεία της εξουσίας, που μόνο μέγεθος κι αλαζονεία επιδεικνύουν, για να τραβήξουν για καιρό την προσοχή και να γίνουν σύμβολα «ελληνικότητας» και «εθνικής υπερηφάνειας».
Όταν δικάστηκαν οι δέκα αθηναίοι στρατηγοί με την κατηγορία ότι δεν περισυνέλεξαν τα πτώματα της ναυμαχίας των Αργινουσών, ο Σωκράτης, καθώς ανήκε στη φυλή που δίκαζε τότε την υπόθεση, ήταν ο μόνος που εναντιώθηκε σε μια ισοπεδωτική αντιμετώπισή τους, προτείνοντας να δικαστεί ο καθένας τους ξεχωριστά και όχι όλοι μαζί, κάτι που δεν ήταν αποδεκτό για την αθηναϊκή δημοκρατία. Η επιλογή τους να σώσουν τη ζωή τους κι αυτή των στρατιωτών τους, απ’ το να μαζέψουν τα πτώματα των συμπολεμιστών τους, ήταν καταδικαστέα για μια πόλη που δεν παρέλειπε να στήνει πολεμικά ηρώα. Τα πτώματα έπρεπε να περισυλλεχθούν πάσι θυσία. Η απόφαση του δικαστηρίου τους έκρινε ένοχους για παράβαση καθήκοντος, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο Σωκράτης, λοιπόν, δε θέλησε να τους καταδικάσει, αλλά να εξετάσει την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, ώστε να μη φανεί άδικος απέναντί τους και να εντοπίσει τα κίνητρα της πράξης τους. Δε σταμάτησε, όμως, να λέει τη γνώμη του και σε πιο δύσκολους καιρούς. Το 404 Π.χ. εναντιώθηκε στους τριάντα τυράννους Το ολιγαρχικό καθεστώς των Τριάκοντα διήρκησε οκτώ μήνες στη διάρκεια του 404 Π.χ., μετά τη λήξη του πελοποννησιακού πολέμου. Ακολούθησε το δρόμο κάθε δικτατορίας, εξολοθρεύοντας όποιον στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο της κι έπεσε, όταν οι τύραννοι άρχισαν να στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου. Ας μην ξεχνούμε πως η εξουσία εξευτελίζει κι αυτούς που την ασκούν. επειδή αρνήθηκε να γίνει καταδότης και να συλλάβει έναν αθηναίο δημοκράτη, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο. Από αυτή του την άρνηση δεν φαίνεται να αντιμετώπισε σοβαρές διώξεις.
Φτάνοντας, όμως στο 399 Π.χ., σε ηλικία περίπου 70 ετών, έμελε να ζήσει την τελευταία πράξη του δράματος, όπου ο ίδιος θα επέλεγε τελικά το τέλος. Σε μεγάλη ηλικία πια κι έχοντας ήδη διατυπώσει – και πάντοτε μόνο προφορικά– τις απόψεις του και δημιουργήσει ομάδες μαθητών, μεταξύ των οποίων ο Πλάτων, ο Ξενοφώντας κι ο Αλκιβιάδης, η πόλη του, που ποτέ δεν εγκατέλειψε για να ζήσει ως κοσμοπολίτης, τού έθεσε το ερώτημα: εξορία ή θάνατος. Είχε να επιλέξει ανάμεσα στην πόση του κωνείου και στην αποβολή του απ’ την πόλη, μια ποινή που για μια πόλη-κράτος έμοιαζε με θάνατο, αλλά μόνον πολιτικό.
Το δικαστήριο της Ηλιαίας εκείνη τη μοιραία χρονιά τον δίκασε με τις κατηγορίες της ασέβειας στους θεούς και της διαφθοράς των νέων. Οι κατηγορίες αυτές για μια πόλη σαν την Αθήνα ισοδυναμούσαν με τρομοκρατία κατά μία σημερινή έννοια, καθώς τέτοιες πράξεις απειλούσαν την ουσία της κυριαρχίας επί των εντός των τειχών εξουσιαζομένων. Η φιλοσοφία, η προσωπικότητα κι ο τρόπος ζωής του Σωκράτη είχαν ισχυρή επίδραση στους νέους. Οι μαθητές του τού ήταν ως επί το πλείστον αφοσιωμένοι και μάλιστα αυτοί ανέλαβαν να καταγράψουν όσα είπε, φέρνοντάς τα ως εμάς, ακόμη κι αν δεν ξέρουμε την ακριβή διατύπωση των λόγων του.
Εκτός από ενσυνείδητους συντρόφους –μιας και μοιράζονταν κοινή πνευματική τροφό– όμως, είχε και ισχυρούς αντιπάλους. Σε μια εποχή που η Αθήνα προσπαθούσε να ανακάμψει απ’ την ήττα του πελοποννησιακού πολέμου και η υπέρ-δύναμή της είχε καταβαραθρωθεί σε βαθμό εξευτελισμού, θα μπορούσαμε να πούμε, κάθε τι που συνέβαινε έπρεπε να φιλτράρεται απ’ τα «όσια και ιερά» της πόλης. Οι πολίτες «όφειλαν» να καταπνίξουν όποια ατομική και προσωπική τους φωνή, προκειμένου να κυριαρχήσει η άποψη του συνόλου. Η πολιτική είχε αναδειχτεί για άλλη μια φορά νικήτρια.
Μέσα σε τέτοιο κλίμα, ένας αντισυμβατικός άνθρωπος, όπως ο Σωκράτης, που υποστήριζε ότι δεν διδάσκει και δεν έχει μαθητές, αλλά τον ενδιαφέρει να αναζητήσει την απόλυτη αλήθεια, πιστεύοντας στην ατομική ηθική, δεν χωρούσε πουθενά. Μάλιστα, όχι μόνο δεν χωρούσε, αλλά αποτελούσε κι εμπόδιο, καθώς οι ιδέες του διασπείρονταν από στόμα σε στόμα. Η φωνή του έπρεπε να πάψει. Η μαιευτική του μέθοδος, μέσα απ’ τον διάλογο και τις ερωταποκρίσεις, ήθελε να υπενθυμίσει στον συνομιλητή του την αναλλοίωτη ουσία που έφερε ήδη μέσα του, αλλά η μνήμη του είχε αποβάλει.
Σωκράτης Σωφρονίσκου Αλωπεκεύς
Ποιος ήταν ο Σωκράτης; Ήταν ο επικίνδυνος για τη δημοκρατία, που διακήρυσσαν οι σφογγοκωλάριοι της εξουσίας, καταδικάζοντάς τον; Ήταν ο διεφθαρμένος σοφιστής, που διακωμωδούσε ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του (ιδιαίτερα στις Νεφέλες) και που φαίνεται να αντιμετώπιζε με χιουμοριστική διάθεση κι ο ίδιος; Ήταν αυτός που μας παρουσιάζει ο συντηρητικός και φιλοκρατιστής μαθητής του Πλάτων; Τις περισσότερες φιλοσοφικές ιδέες του Σωκράτη και γεγονότα της ζωής του, τα αντλούμε απ’ αυτόν, ομολογουμένως, καθώς βάζει τον δάσκαλό του να πρωταγωνιστεί σε πολλά του έργα. Μήπως ήταν εκείνος που περιγράφει ο άλλος του μαθητής, ο Ξενοφώντας, που προσπαθεί να περισώσει ό,τι θυμάται απ’ τον δάσκαλό του; Ίσως να ήταν, τελικά, αυτός που διάλεξε να ξυπνήσει μέσα στον καθένα τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Σωκράτης είναι όλα τα παραπάνω, αφού έτσι τον εκλάμβαναν οι γύρω του, αλλά και τίποτε απ’ αυτά. Όπως άλλωστε συμβαίνει με τον καθένα μας, που γεννιέται μέσα στα πρόσωπα των άλλων και πεθαίνει εκεί, αλλά κι επιστρέφει στον εαυτό του, για να νικήσει τη λήθη.Βιογραφίες του Σωκράτη μπορεί να βρει κανείς εύκολα· εξ άλλου δεν είναι πρόθεση μας να μακρηγορήσουμε για το βίο του. Καίτοι, ας αναφέρουμε ότι ήταν αθηναίος κι απ’ τους δυο γονείς του και μάλιστα αρχικά λένε ότι εξάσκησε το επάγγελμα του πατέρα του· ήταν δηλαδή γλύπτης και αντλούσε την καταγωγή του απ’ τον Δαίδαλο. Όπως δείχνουν τα πράγματα έζησε ως φτωχός από επιλογή, ασκώντας την τέχνη του εκ-μαιευτήρα της αλήθειας. Είναι πασίγνωστο ότι απέφευγε να παίρνει ενεργό μέρος στην πολιτική κι επέλεγε να πορεύεται τον δικό του δρόμο, αδέσμευτο κομματικά, Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν πολιτικές διαιρέσεις με έντονες μεταξύ τους διαμάχες, με κυριότερα τρία πολιτικά κόμματα που έδρασαν στους κόλπους της αθηναϊκής δημοκρατίας: το κόμμα των πεδιακών, το κόμμα των παραλίων και το κόμμα των διακρίων, ενώ μετά την τυραννίδα μονιμοποιήθηκαν δύο πολιτικοί σχηματισμοί, το ολιγαρχικό και το δημοκρατικό κόμμα. ακολουθώντας την εσωτερική του πεποίθηση για το σωστό. Εν τέλει, έφτασε να θεωρείται ολιγαρχικός από τους δημοκρατικούς και δημοκρατικός απ’ τους ολιγαρχικούς. Οι δημοκρατικοί, μάλιστα, που διαδέχτηκαν τους Τριάκοντα και ασκούσαν μια δημαγωγική πολιτική, που θα ζήλευαν κι οι σύγχρονοι πολιτικοί, με εμπάθεια στράφηκαν εναντίον του, καθώς ήταν μια ενοχλητική παρουσία, απ’ την οποία ήθελαν ν’ απαλλαγούν.
Δεν ζούσε μοναχικά. Είχε γυναίκα την Ξανθίππη, με την οποία έκανε τρεις γιους κι ο μεγαλύτερος, ο Λαμπροκλής, παρουσιάζεται ως μειράκιο την εποχή της εκτέλεσής του, ενώ ο πιο μικρός ήταν ακόμη παιδί. Ο Ξενοφών παρουσιάζει την Ξανθίππη ανυπόφορη και δύστροπη. Μάλιστα, όταν στο Συμπόσιο (του Ξενοφώντα) τον ρωτάει ο Αντισθένης γιατί παντρεύτηκε μια γυναίκα τόσο δύσκολη, όσο η Ξανθίππη και δεν την εκπαιδεύει, εκείνος απαντά αφοπλιστικά: όπως όσοι θέλουν να μάθουν να δαμάζουν άλογα, ξεκινάνε απ’ τα πλέον άγρια, γιατί, αν καταφέρουν να δαμάσουν εκείνα, δε θα δυσκολευτούν και με τα πιο εύκολα, έτσι κι αυτός, αν κατάφερνε να ζει με την Ξανθίππη, δε θα βρισκόταν κανείς να τον δυσκολέψει μετά. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους. Κι η… συνταγή της Ξανθίππης διευκόλυνε τα πράγματα.
Η προσωπικότητά του ήταν, όπως είναι φυσικό για έναν έντιμο άνθρωπο, σύμφωνη με τον τρόπο ζωής του. Όλοι όσοι μιλούν για την εξωτερική του εμφάνιση συμφωνούν ότι ήταν μεν άσχημος, αλλά ωστόσο γοητευτικός. Είχε πλατιά, πλακουτσωτή και γυρτή μύτη, μάτια γουρλωτά, χοντρά και σαρκώδη χείλη και μια «μάλλον ανοικονόμητη κοιλιά», όπως ο ίδιος λέει στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα. Το βλέμμα του ήταν πολύ έντονο. Κοιτούσε τους ανθρώπους με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που τους έμενε αξέχαστος, αλλά δεν ήταν σε θέση να περιγράψουν. Όταν τον χαρακτηρίζουν, λοιπόν, άσχημο, αναφέρονται προφανώς στα πρότυπα ομορφιάς, όπως αποτυπώθηκαν στα λεγόμενα κλασσικά γλυπτά (και μας άφησαν οι Ρωμαίοι, με τα χοντροκομμένα αντίγραφά τους, ως αμυδρή εικόνα). Γιατί η ομορφιά και η ασχήμια όχι μόνον είναι σχετικές, αλλά και τελείως απατηλές τις περισσότερες φορές. Για τον Σωκράτη πάντως όμορφο (καλόν) ήταν το ωφέλιμο (αγαθόν).
Δεν ενδιαφερόταν ούτε για την εξωτερική εμφάνιση ούτε για τις ανέσεις. Περιφερόταν συνήθως ξιπόλητος και φορούσε έναν και μοναδικό, παμπάλαιο μανδύα, ενώ οι επικριτές του τον φώναζαν «άπλυτο». Ακόμη κι οι μαθητές του παραδέχονταν ότι το να τον δει κανείς με παπούτσια και πλυμένο ήταν σπάνιο και ενδεικτικό κάποιου ιδιαίτερου γεγονότος. Διέθετε αντοχή, εγκράτεια –όχι αδιαφορία– στις υλικές απολαύσεις και αυτοκυριαρχία. Και στον χειμώνα της ναυμαχίας της Ποτίδαιας λένε ότι βάδιζε ξιπόλητος στο παγωμένο έδαφος. Οι άλλοι στρατιώτες, που είχαν φασκιωθεί, για να προστατευτούν απ’ το κρύο, τον αντιπάθησαν, καθώς νόμιζαν πως το ’κανε για να τους εξευτελίσει. Εκείνος, όμως, δεν είχε τέτοιες προθέσεις, καθότι έντιμος κι ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Όσον αφορά τις ερωτικές του προτιμήσεις, αυτές δεν παρέκλιναν απ’ αυτές της εποχής του, που αποδέχονταν ως κάτι φυσικό τον έρωτα μεταξύ ανδρών, χωρίς αυτό να δηλώνει απόλυτη επιλογή. Μ’ άλλα λόγια, η επιλογή του εραστή δεν απέκλειε αυτή της ερωμένης. Απεναντίας, η μία συμπλήρωνε την άλλη, κατά κάποιον τρόπο. Οι απόψεις του για τον έρωτα αποτελούν μάλιστα κι ένα ξεχωριστό φιλοσοφικό κομμάτι, που παρουσιάζει σε κάποια έργα του ο Πλάτων.
Οι ρίζες της φιλοσοφίας του Σωκράτη
Μιλώντας για τις απόψεις του, ας αναφερθεί πως είναι γνωστή η σχέση του Σωκράτη με τον Πυθαγόρα και τους Ορφικούς, όπως επίσης και η αντίθεσή του με τους σοφιστές, που αποτελούσαν το αντίπαλον δέος του στη φιλοσοφία.Για τους σοφιστές, δεν υπήρχε μια παγιωμένη αλήθεια, αναλλοίωτη, αλλά είχε ένα σχετικιστικό πρόσημο. Για τον Σωκράτη, απ’ την άλλη, ήταν ζωτικής σημασίας ν’ αναζητήσει την απόλυτη αλήθεια. Παρόλο που τα έργα των σοφιστών κάηκαν σχεδόν ολοσχερώς Το 410 Π.χ. ο σοφιστής Πρωταγόρας καταδικάστηκε απ’ την Αθήνα για αθεΐα και τα έργα του κάηκαν στην πυρά, ενώ ο ίδιος, προσπαθώντας να διαφύγει στη Σικελία, πνίγηκε με το καράβι που τον μετέφερε. Βέβαια, μην ξεχνάμε ότι κι ο ίδιος ο Πλάτωνας, όπως λέγεται (Αριστόξενος, Βίοι ανδρών) –αν και δεν είναι βέβαιο– προσπάθησε να κάψει τα έργα του Δημόκριτου. Όποιοι χαίρονται με τις πυρές των ιδεών των αντιπάλων, θα πρέπει να ξέρουν ότι οι ιδέες είναι τόσο αδιάβροχες όσο και ανθεκτικές σε υψηλές θερμοκρασίες. ήδη απ’ την αρχαιότητα ακόμη και τα ελάχιστα αποσπάσματά τους είναι αρκετά, για να ξεσηκώνουν και σήμερα ακόμη συζητήσεις. Αν και οι απόψεις των σοφιστών παρουσιάζονται ακόμη και στις μέρες μας ως αντίρροπες θεωρήσεις σε σχέση με τον Σωκρατικό λόγο, εν τούτοις αποτελούν κατ’ ουσίαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος με σταθερή αξία, που κυλάει διαρκώς και δεν χορταριάζει. Οι απόψεις αμφοτέρων ήταν ανατρεπτικές και ενόχλησαν τους συγχρόνους τους.
Ο Πυθαγόρας (ίσως 570-500/490 Π.χ.), που επέδρασε στη σκέψη του Σωκράτη, υπήρξε φιλόσοφος και μαθηματικός, που είχε ιδρύσει ένα δικό του πνευματικό ρεύμα, τους πυθαγόρειους. Μάλιστα, απ’ τον ίδιο δεν είχε σωθεί τίποτε, αλλά οι απόψεις του άρχισαν να καταγράφονται αργότερα απ’ τους μαθητές του, όπως, δηλαδή, συνέβη και με τον ίδιο τον Σωκράτη, αλλά κι αργότερα με τον Ιησού. Μέσα απ’ την επιστήμη, ο Πυθαγόρας επεδίωκε μια κάθαρση, όπως μαθαίνουμε απ’ τον Ιάμβλιχο. Του αποδιδόταν παντογνωσία και σαμανισμός, με την έννοια ότι εκστασιαζόταν, ήταν δηλαδή μάγος και θεραπευτής. Παρουσιάζεται ακόμη ως εισηγητής της γεωμετρίας στην Ελλάδα απ’ την Αίγυπτο (πυθαγόρειο θεώρημα). Λέγεται ότι αυτός πρώτος χρησιμοποίησε τη λέξη «κόσμος», για να δηλώσει το όλον. Προσπάθησε να ερμηνεύσει αριθμητικά το σύμπαν και υποστήριξε ότι σταδιακά ο άνθρωπος μπορεί να κερδίσει την αθανασία.
Οι Ορφικοί αποτελούσαν μία μυστηριακή λατρεία, που εμφανίστηκε περίπου στον 6ο αι. Π.χ. Οι μύστες θεωρούσαν ότι ο Ορφέας αναμόρφωσε τη λατρεία του Διονύσου, δίνοντάς της μια καθαρά πνευματική διάσταση. Μέσα από μια σειρά τελετουργικών (νηστείες, καθαρμοί, πνευματική εκγύμναση, αποχή απ’ το κρέας, εξορκισμοί) αναζητούσαν την απαλλαγή απ’ τον κύκλο των διαρκών μετενσαρκώσεων, ώστε να κερδίσουν τη θεία πληρότητα κι αθανασία.
Οι παραπάνω επιδράσεις είναι εμφανείς στη θεωρία του Σωκράτη, που υπερασπίστηκε ως το τέλος τις ιδέες του. Οι απόψεις του για την αναζήτηση της αιώνιας, αμετάβλητης αλήθειας, ο τρόπος ζωής του, απαλλαγμένος απ’ τα περιττά και προσανατολισμένος στην λιτότητα, η επιλογή του να συνομιλεί μόνο με κάθε ενδιαφερόμενο και συνήθως παρουσία άλλων, εν είδει διαλεκτικών αγώνων για την αποκάλυψη της αλήθειας, συνεχίζουν όχι μόνο ν’ αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ «ειδημόνων» και μη, αλλά και να τροφοδοτούν τη σκέψη και τον προσανατολισμό σ’ έναν άλλον τρόπο ζωής. Η οικουμενικότητα των απόψεών του, επειδή στρέφονταν στον άνθρωπο, που ζούσε ανάμεσα σε ανθρώπους, συνεχίζει να εμπνέει όχι απλώς μια φιλοσοφική ιδέα, αλλά κι ένα συγκεκριμένο modus vivendi. Και μάλιστα, χωρίς τούτες οι απόψεις να καταγραφούν απ’ τον ίδιο ποτέ. Όπως κάθε ιδέα, που τείνει να συγκροτηθεί σε μια συνολική θεώρηση του κόσμου, αρχικά είναι απλή. Έπειτα, από τη συναναστροφή και τη συζήτηση, η ιδέα δοκιμάζεται. Συνήθως, όμως, οι διαπρύσιες ιδέες στο πέρασμα τους στον κοινωνικό ιστό, καταλήγουν να χάσουν την αρχική τους ρευστότητα και να γίνουν συμπαγείς και άτεγκτες. Έτσι, αργότερα αναλαμβάνουν κάποιοι μαθητές να τη συγκροτήσουν σε κανονιστική θεωρία, σε κώδικα συμπεριφοράς, μια ηθικολογία, που μετατρέπει τις ιδέες σε ιδεολογίες (πολιτική θεωρία του Πλάτωνα) ή ακόμη και θρησκείες (χριστιανισμός).
Ο Σωκράτης ισχυριζόταν πως δε δίδασκε και δεν είχε μαθητές. Πράγματι, η διδασκαλία είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει συνήθως έναν πομπό κι έναν δέκτη. Ο Σωκράτης δεν αρκέστηκε ποτέ στον ρόλο του πομπού, παντογνώστη. Αλίμονο! Η σοφία του στηριζόταν ακριβώς στην παραδοχή της άγνοιάς του. Ενώ στα πρώτα του χρόνια ακολούθησε το επάγγελμα τού πατέρα του (λιθοξόος), στην ώριμη ηλικία του ακολούθησε το επάγγελμα της μητέρας του, της Φεναρέτης. Έγινε, δηλαδή μαιευτήρας. Έφερνε στο φως, μέσα από το βάθος τού κάθε συνομιλητή του, όποιος κι αν ήταν αυτός, όποια κι αν ήταν η κατάστασή του –οικονομική, μορφωτική, πνευματική– την αλήθεια που κρυβόταν. Η αλήθεια του καθένα, έβγαινε με πόνους στην ζωή, σαν βρέφος, παίρνοντας τις πρώτες της ανάσες στο φως. Δεν τον ένοιαζε να μεταδώσει μια έτοιμη γνώση, αλλά να βοηθήσει το συνομιλητή του να την γεννήσει ο ίδιος. Το αγαπημένο του μέρος ήταν η αρχαία αγορά της Αθήνας, όπου συναντούσε τόσο τους δικαστές και τους πλούσιους της πόλης, όσο και τους τεχνίτες και τους φτωχούς. Τον ήξεραν και τον αναγνώριζαν οι πάντες.
Απέκτησε με τον καιρό μια ομάδα ανθρώπων γύρω του, που θα μπορούσαν να ονομαστούν μαθητές του, αλλά ήταν μάλλον κάποιοι που πίστεψαν σ’ αυτόν και τον ακολουθούσαν ως σύντροφοι στις συζητήσεις του. Μερικοί ανάμεσά τους έγιναν πολύ γνωστοί κατόπιν κι ο καθένας τους τον έβλεπε με τα δικά του μάτια, περισώζοντας το παλίμψηστο της μνήμης του. Έτσι στα κείμενα του Πλάτωνα βλέπουμε τον ειρωνικό και ερωτικό Σωκράτη, στον Ξενοφώντα τον βαθιά σκεπτόμενο, αλλά χωρίς να δίνεται βαρύτητα στο φιλοσοφικό του πνεύμα, στον Αισχίνη τον παιδαγωγό με ιδιαίτερα διαδραστική προσωπικότητα στον Αριστοφάνη, τον ορφικό-πυθαγόρειο, τσαρλατάνο και σοφιστή (παρ’ όλο που αποτελούσε το αντίβαρο των σοφιστών), αλλά δοσμένο με χιούμορ, που κι ο ίδιος ο Σωκράτης αποδεχόταν ευχάριστα. Ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνα, ήταν ο πρώτος που εξέτασε το ίδιο το περιεχόμενο της φιλοσοφίας του και αναγνώρισε τις μεθόδους του.
Ήταν αυτά κι άλλα ακόμη, όπως δείχνουν τα πράγματα. Τον απασχολούσε πάνω απ’ όλα η αρετή κι η ευδαιμονία, που δε θα την ορίζαμε με το σημερινό περιεχόμενο της ευτυχίας. Άλλωστε, ευτυχία είναι η καλή τύχη, ενώ ευδαιμονία το καλό πνεύμα. Η τελευταία δε βασίζεται στην τύχη. Είναι ζήτημα προσωπικής δουλειάς και προσπάθειας. Περνάει μέσα από έναν ηθικό βίο, που ακολουθεί δηλαδή κάποιες προσωπικές αρχές, οδηγώντας στην αρετή. Δεν έχει ουδεμία σχέση με την απόκτηση υλικών αγαθών ή φήμης, ούτε καν σωματικής υγείας, αλλά με την κατάσταση της ψυχής μας. Πρότεινε ότι, πάνω απ’ όλα, ο άνθρωπος πρέπει να είναι καλός κι αγαθός. Η εκμαίευση ξεκινάει με το να οριστούν οι παράμετροι ενός ζητήματος (έν αρχή ην τ’ όρίζειν), αλλά όχι για να παγιώσει μια έννοια, όπως κάνει ένα λεξικό, μα για να βρει την ουσία ενός ζητήματος, το αντικείμενο της κουβέντας. Πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει, για παράδειγμα, μια συζήτηση για την αρετή, αν ο καθένας την αντιλαμβάνεται αλλιώς; Αυτός είναι ο λόγος που η συζήτηση εκκινεί απ’ τη συμφωνία πάνω στον ορισμό της ουσίας της. Δεν τον ένοιαζε να διορθώνει και να λέει αυτός ποιο είναι το σωστό. Μέσα απ’ τη συζήτηση και την μαιευτική του μέθοδο, προσπαθούσε να αποκαλύψει την πλάνη, που ήταν μετά ζήτημα του καθενός αν θα την απομάκρυνε ή όχι απ’ τη σκέψη του. Οδηγούσε στην σοφία η ίδια η παραδοχή της άγνοιας εκ μέρους του συνομιλητή του. Ερχόταν έτσι η κάθαρση, το πνεύμα καθάριζε απ’ τις αυταπάτες του. Έμενε λοιπόν από ’κει και πέρα στη διάθεση του συνομιλητή να θέσει τα νέα ερωτήματα, για να βρει τον δικό του δρόμο προς την πραγματική γνώση.
Νυν υπέρ πάντων η πόλις
Επειδή μεγάλο μέρος των ιδεών του Σωκράτη διασώθηκαν λόγω του Πλάτωνα, που εμφανίζει σε διαλογική μορφή τα περισσότερα έργα του, παρουσιάζοντας τη διαλεκτική μέθοδο του φιλοσόφου, είναι σημαντικό να διακρίνουμε τις ιδέες τού ενός απ’ τού άλλου. Περισσότερο απ’ όλους ο Πλάτωνας συγκρότησε την πολιτική του θεωρία πάνω στο γόνιμο έδαφος που άφησε ο Σωκράτης. Μόνο που στο πλατωνικό σύμπαν, οι ιδέες κατάντησαν τυραννικοί δυνάστες, που με την τεχνική τους εκλογίκευση θέλησαν να φτιάξουν το καλούπι του ιδανικού ανθρώπου, της ιδανικής πολιτείας, αλλά κι αυτού ακόμη του ιδανικού σύμπαντος, φυτεύοντάς του την συμπαντική τάξη. Για τον Πλάτωνα τα πάντα ήταν ζήτημα ευταξίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στράφηκε στις αυλές των τυράννων, για να υλοποιήσει τις ιδανικές του πολιτείες, με τραγικά μάλιστα αποτελέσματα και για τον ίδιο (κατέληξε να πωληθεί ως δούλος).Ο Σωκράτης, όμως, επ’ ουδενί δεν υποστήριζε την ιδανική πολιτεία· απλώς πρόσφερε ακούσια τα υλικά σε έναν αρχιτέκτονα σαν τον Πλάτωνα να τη δομήσει. Το προσωπικό ήθος του Σωκράτη, που το εφάρμοσε σε όλη τη ζωή του, περιελάμβανε την αναζήτηση της πνευματικής ελευθερίας. Απλώς, πίστευε ότι, για να απελευθερωθεί η ψυχή, θα έπρεπε να αποδεσμευτεί κι απ’ το σώμα, μιαν ιδέα, που ο χριστιανισμός την έκανε μάστιγα. Η ελευθερία του Σωκράτη ξεκινούσε πριν απ’ όλα απ’ το ίδιο το άτομο. Αυτή η άποψη θεωρήθηκε η βασική του ύβρις απέναντι στην πόλη, που δεν εγκατέλειψε ποτέ, πέρα από κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις. Η Αθήνα, όσο προσπαθούσε ν’ αναζητήσει τα παλιά της μεγαλεία, που αφηγήθηκε, προκειμένου να τα κάνει κτήμα ες αεί ο συνομήλικός του Θουκυδίδης, σφίχτηκε γύρω απ’ τον εαυτό της. Στη θέση των τειχών που έριξε γύρω της, έφτιαξε άλλα στο εσωτερικό της. Έκανε αυτό που υπαγορεύει η άμυνα: αρνήθηκε τα λάθη της, οχυρώθηκε στη νοσταλγία του ενδόξου παρελθόντος της και, το κυριότερο, γιγάντωσε αυτό που αποτέλεσε προγενέστερα βασικό συστατικό της επιτυχίας της, ως μορφής εξουσιαστικής οργάνωσης: τη συντριβή της ατομικότητας προς όφελος της πολιτείας.
Η έννοια της πολιτείας μάλιστα συμπυκνώνει τόσο το γεωγραφικό περιεχόμενο, όσο και αυτό του πολιτεύματος. Η Αθήνα αυτό-χρίστηκε ιδανικός εκφραστής της δημοκρατίας, εκτρέφοντας αιώνες αργότερα τις φρούδες ελπίδες της ευρωπαϊκής διανόησης και της σύγχρονης αριστεράς, που ευαγγελίζεται άμεσες δημοκρατίες, για το καλό της αυτοδιαχείρισης μέσα στα όρια πάντοτε του παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού. Ενδεχομένως, αυτή η εμμονή στην ιδανική πολιτεία με το ιδανικό πολίτευμα των αγαθών πολιτών να ήταν απ’ τα πιο επιτυχή μυθεύματα, που για αιώνες τρέφουν την επιφανειακή ηρεμία της σύγχρονης Δύσης. Μια ηρεμία, όπως εκείνη της αθηναϊκής δύναμης, που βασίστηκε στα σαθρά θεμέλια της εκμετάλλευσης. Ό,τι έκανε η Αθήνα στους συμμάχους της, το έκαναν πολλά κράτη –της Δύσης και της Ανατολής– στις αποικίες και στις περιοχές που εξουσίαζαν. Στην Ευρώπη συγκεκριμένα, οι δύο μεγάλες παγκόσμιες ανθρωποσφαγές έφεραν τον αλληλοσπαραγμό των τότε ευρωπαϊκών δυνάμεων που μέχρι πριν συναγωνίζονταν για την επικράτηση στον υπόλοιπο κόσμο.
Η αθηναϊκή δημοκρατία «αγαπάει» τους πολίτες της και μόνον αυτούς· είναι λίγοι, εκλεκτοί, που έλκουν την ιδιότητά τους απ’ την «χρηστή» καταγωγή. Τρέφεται απ’ τους διαχωρισμούς των ανθρώπων σε κατηγορίες: τους κατατάσσει σε δούλους, ελεύθερους ή μέτοικους και τους λεγόμενους ελεύθερους σε ευγενείς, ζευγίτες και θήτες, μεταξύ άλλων. Η ιδιότητα του πολίτη είναι προνομιακή σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες, αλλά απ’ την άλλη περισφίγγει σα μέγγενη το άτομο και του αποστερεί την ανθρωπινότητά του. Η ιδιαιτερότητά του αποσιωπάται και η ισόβια πολιτική ζωή γίνεται ένα είδος ισόβιας κάθειρξης. Δεν είναι τυχαίο ότι η εξορία για έναν αθηναίο πολίτη ισοδυναμούσε με θάνατο. Είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι είχε συνδέσει την πόλη με την ταυτότητά του, με το σύνολο της ύπαρξής του. Ο βίος καταντούσε πολιτικός ή αβίωτος.Εδώ ταιριάζει η φράση του V. Ehrenberg (The Greek State): Επειδή οι έλληνες δεν χώριζαν κράτος από κοινωνία, η αντίληψή τους έπασχε από μια αξεπέραστη θεμελιακή αντίφαση.
Το ίδιο σήμερα συμβαίνει με τα λεγόμενα αναπτυγμένα κράτη, που ασκούν εφαρμοσμένη πολιτική… υψηλών προδιαγραφών, με νόμους που εφαρμόζονται πιστά και τυφλά σχεδόν, αλλά και με εξουσιαζόμενους που ζουν ως πολίτες, τρέφοντας αμέριστη εμπιστοσύνη για το κράτος τους. Γίνονται, μάλιστα προσπάθειες, ανεπιτυχείς προς το παρόν, να ενταχθεί και το ελλαδικό κρατίδιο σε αυτή τη λογική. Είναι αλήθεια ότι οι νεοέλληνες ουδέποτε ένιωσαν εμπιστοσύνη για τους κρατικούς θεσμούς κι ούτε έζησαν πραγματικά ως πολίτες. Διαρκώς διαβιούσαν για πολλά χρόνια στα όρια τής λογικής τού κράτους και το ταύτιζαν με δυνάστη. Ίσως γιατί το σύγχρονο ελλαδικό κράτος φυτεύτηκε ως πολιτισμικός καρπός από ξενόφερτα μπλοκ εξουσίας. Σήμερα, πρόλαβαν και φάνηκαν νωρίς τα ματωμένα δόντια της πολιτικής, πριν κερδίσει την εμπιστοσύνη κανενός.
Για την αξία, λοιπόν, της προσωπικής ελευθερίας, που έδειξε ο Σωκράτης στους συνανθρώπους του, δε θα μπορούσε να είναι αρεστός. Ήταν η αθηναϊκή αλογόμυγα, όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος τον εαυτό του (Απολογία, 30e-31a), που συγκρουόταν με τις παραδοσιακές βεβαιότητες κι αφύπνιζε την αμφισβήτηση. Αναμενόμενο η πόλη να θέλει να τον τιμωρήσει. Αναζητούσε τον προσωπικό του δρόμο. Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει ότι ο Σωκράτης με τις μεθόδους του ξυπνούσε και δεν αποκοίμιζε συνειδήσεις. Είναι προφανές ότι τον ενδιέφερε η ατομική πορεία του καθενός, να βελτιώσει τον εαυτό του πρώτα κι έπειτα τις σχέσεις του με τον κόσμο. Μια Αθήνα, όμως, που φοβόταν και τη σκιά της, δε θα τον άφηνε να διαδηλώνει όσα πίστευε έτσι ανενόχλητος, αποδεικνύοντας ότι κι οι πιο «σοφοί» –όσοι απολάμβαναν κύρος, πλούτο και τιμές, όσοι βρίσκονταν σε ανώτερα αξιώματα– δεν ήταν και τόσο σπουδαίοι ούτε ήξεραν καλύτερα για το τι θα έπρεπε να γίνει. Πώς, όμως, θα τους ανήκε το δικαίωμα να αποφασίζουν αυτοί για όλη την πόλη, αν δεν ήταν τόσο σοφοί, όσο δήλωναν; Αν δεν ήξεραν τίποτε, όπως απεδείκνυε με τη διαλεκτική του μέθοδο ο κοσμαγάπητος Σωκράτης, τότε γιατί να τους αποδέχονται οι εξουσιαζόμενοι ως κυβερνήτες; Την απάντηση την έδωσαν λίγα χρόνια αργότερα οι ίδιοι, στην δίκη που τον έσυραν. Η πραγματική αιτία, για την οποία δικάστηκε, ήταν βέβαια ότι η μέθοδός του αποδεικνυόταν στην πράξη αντιεξουσιαστική, στα πλαίσια της κοινωνίας που τον γέννησε.
Αυτό μου συμβαίνει από παιδί· μια φωνή μέσα μου, που, όταν έρχεται, πάντα με αποτρέπει από μια μελλοντική πράξη, αλλά ποτέ δε με προτρέπει. Αυτό είναι που εναντιώνεται στο να ασχοληθώ με τα πολιτικά ζητήματα και μου φαίνεται ότι κάνει θαυμάσια. Γιατί, Αθηναίοι, να ξέρετε καλά ότι, αν εγώ είχα από παλιά επιχειρήσει ν’ ασχοληθώ με τα πολιτικά πράγματα, θα με είχατε σκοτώσει εδώ και πολύ καιρό και ούτε τον εαυτό μου θα είχα ωφελήσει σε τίποτε ούτε εσάς. Μη μου κρατάτε κακία, επειδή λέω την αλήθεια.Ευρισκόμενος ενώπιον του δικαστηρίου, με κατήγορους που διέθεταν τις περγαμηνές των ευυπόληπτων πολιτών, ο Σωκράτης διατύπωσε μια απολογία με διάθεση να δικαιωθεί ή να πεθάνει, χωρίς να αφήσει κανένα ενδιάμεσο περιθώριο. Η δίκη έγινε σε ανοιχτό χώρο στην αγορά της Αθήνας, με υφασμάτινα παραπετάσματα για σκέπαστρα, προκειμένου να προστατεύουν απ’ τον ήλιο του Ιουνίου. Φαινομενικά, βασικός κατήγορος του Σωκράτη εμφανίζεται ο Μέλητος, «ένας άγνωστος νέος με ίσια μαλλιά κι αραιό μούσι», που μιλάει εκ μέρους των ποιητών. Στην πραγματικότητα, ήταν το ανδρείκελο του βασικού κατηγόρου Άνυτου, ενός απ’ τους πιο ισχυρούς δημοκρατικούς πολιτευτές, ηγετικής φυσιογνωμίας στη μάχη εναντίον των Τριάκοντα και εκπροσώπου στη δίκη των πολιτικών, των εμπόρων και των τεχνιτών. Είχε επί της ουσίας πολιτικές διαφωνίες με τον Σωκράτη, καθώς δεν τον έβρισκε τόσο δημοκράτη όσο θα ήθελε. Ας μην ξεχνάμε ότι η περίοδος αυτή για την Αθήνα είναι τα χρόνια ανάδειξης των δημαγωγών της, που κι ο Αριστοφάνης δεν χάνει ευκαιρία να σατιρίσει. Άλλος κατήγορός του ήταν ο Λύκων, άγνωστος κατά τα άλλα, εκπρόσωπος των ρητόρων. Βασικό μέλημά τους ήταν, στο όνομα των πολιτών που εκπροσωπούσαν, να απαλλαγούν απ’ την παρουσία της αλογόμυγας της πόλης.
Σωκράτης, Απολογία (31d-e).
Οι κατήγοροί του είχαν ήδη περάσει απ’ την ελεγκτική του μέθοδο και η άγνοια κι η ανηθικότητά τους είχαν αποκαλυφθεί. Οι κατηγορίες φτιάχτηκαν έτσι, ώστε να μη φανεί ότι η δίωξη στηριζόταν σε πολιτικές θέσεις. Οι δημοκρατικοί είχαν συμφωνήσει να δοθεί αμνηστία στους πολιτικούς τους αντιπάλους. Για τον Σωκράτη, που θεωρούνταν ολιγαρχικός στα μάτια τους, έπρεπε να βρεθούν άλλου είδους κατηγορίες. Έτσι, προβάλλουν αδικήματα θρησκευτικής και ηθικής φύσεως. Το ένα είναι ότι ο φιλόσοφος δεν αναγνωρίζει τους θεούς της πόλης, αλλά θέλει να εισάγει «καινά δαιμόνια», μ’ άλλα λόγια νέες θεότητες. Το άλλο είναι, ότι διαφθείρει τους νέους, μέσω των συναναστροφών που έχει μαζί τους και της διδασκαλίας του. Προτεινόμενη ποινή: θάνατος. Η άλλη εναλλακτική ήταν να αυτοεξοριστεί, ώστε ν’ απαλλαγεί. Κανείς δε θα τον αναζητούσε, εφ’ όσον απάλλασσε την αθηναϊκή δημοκρατία απ’ την παρουσία του.
Η απάντηση του Σωκράτη σε όλα τα παραπάνω παρουσιάζεται στην Απολογία, που συνέγραψε ο Πλάτων και δείχνει ν’ αποτυπώνει αν όχι κατά λέξη, τουλάχιστον το γενικό πνεύμα των λόγων του. Ακόμη κι αν ο Πλάτων έκανε προσθήκες κι εξιδανικευμένες περιγραφές, ο φιλόσοφος πράγματι στάθηκε απέναντι στο δικαστήριο της Ηλιαίας και μίλησε έτσι περίπου. Η πολιτεία τον δίκασε για τις «αμαρτωλές» κοινωνικές του απόψεις, σύμφωνα με τα κριτήριά της. Απ’ την αρχή της απολογίας του, ο Σωκράτης κάνει εμφανή την περιφρόνησή του τόσο για τους κατηγόρους του, όσο και για τον όχλο και τη μάζα που τους εξέθρεψε.
Εξ αρχής δηλώνει ότι θα πει όλη την αλήθεια, χωρίς ωραίους και περίτεχνους λόγους με πολλά στολίδια. Θα μιλήσει με τις λέξεις που χρησιμοποιεί και στην αγορά (§17). Ξεκινάει απ’ όσους τον κατηγορούν ότι με τη διδασκαλία του διαφθείρει τους νέους. Δεν αποδέχεται καν την ιδιότητα του δασκάλου και δεν αναγνωρίζει όσους τον συναναστρέφονται ως μαθητές. Το αποδεικνύει με την παρατήρηση ότι δεν πληρώνεται όπως οι σοφιστές, προκειμένου να τους διδάξει, αλλά απλώς συνομιλεί μαζί τους, τους συναναστρέφεται. Σ’ όσους τον αντιμετωπίζουν ως επικίνδυνο, εξαιτίας της σοφίας του, απαντά ότι η μόνη του σοφία, που ο ίδιος δε βρήκε κανέναν άλλο να διαθέτει, αποτελεί η αναγνώριση της προσωπικής του άγνοιας. Το έχει δηλώσει δημοσίως πως ένα πράγμα γνωρίζει· ότι δεν γνωρίζει τίποτε (το γνωστό εν οίδα ότι ουδέν οίδα). Ψάχνοντας, μάλιστα, να βρει ένα σοφό είτε ανάμεσα στους πολιτικούς είτε στους πολίτες κάθε κατηγορίας (και στους τεχνίτες, που θεωρούνταν κατώτεροι), εξέτασε κάθε περίπτωση ξεχωριστά και με τη συζήτηση ανακάλυψε την έλλειψη σοφίας τους, γεγονός που τον κατέστησε μισητό σε δυσβάστακτο βαθμό. Τελικά, έβγαλε το συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη σοφία πολύ λίγο αξίζει κι ίσως καθόλου, μπροστά στη θεϊκή (§ 18-23).
Η κατηγορία για αθεΐα ή ότι εισάγει καινούριους θεούς στη λατρεία της πόλης κρύβει περισσότερα από όσα με την πρώτη ματιά μπορούμε να αντιληφθούμε. Για τους αθηναίους, η πίστη στους θεούς της πόλης ισοδυναμούσε με πίστη στους νόμους και το πολίτευμα. Οι δώδεκα θεοί δεν εκπροσωπούν απλώς ανθρώπινες ιδιότητες, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν επιπροσθέτως τους θεματοφύλακες της τάξης και της ασφάλειας στην πόλη. Καθιέρωναν μια πραγματικότητα, που απαιτούσε υπακοή και πίστη. Η θεσμοθετημένη θρησκεία αυτή την περίοδο έχει πάρει συγκεκριμένες διαστάσεις, που βρίσκουν την έκφρασή τους στους εντυπωσιακούς ναούς και τα μνημεία τέχνης που την υπηρέτησαν. Η κατηγορία, λοιπόν, αυτή ισοδυναμούσε με ανυπακοή προς την εξουσία, με αμφισβήτηση της επιβεβλημένης πραγματικότητας. Η θεϊκή του αταξία απειλούσε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά των εφησυχασμένων συνειδήσεων.
Στη συζήτησή του με τον βασικό του κατήγορο Μέλητο πάνω στην εν λόγω κατηγορία, ο Σωκράτης απαντάει κάτι πολύ πιο ουσιώδες απ’ το να αρνηθεί ή να παραδεχτεί το ατόπημα της αθεΐας (§ 26d-e). Δηλώνει ότι πιστεύει τα ίδια με τον Αναξαγόρα, που ομοίως είχε πρωτύτερα καταδικαστεί για τις απόψεις του. Το συμπέρασμά του είναι (§28):[…] πολλοί με μίσησαν πολύ, να ξέρετε πως αληθεύει. Αυτό το μίσος θα με καταδικάσει. Όχι ο Μέλητος ή ο Άνυτος, αλλά η συκοφαντία και ο φθόνος των πολλών. Αυτά καταδίκασαν βέβαια πολλούς και σπουδαίους ανθρώπους στο παρελθόν και νομίζω θα καταδικάσουν και στο μέλλον. Δεν υπάρχει κανένας φόβος να τελειώσει το πράγμα με μένα. Και σ’ όποιον πιστεύει ότι δεν αξίζει να κινδυνεύω να πεθάνω για την ενασχόλησή μου, θα απαντούσα ότι είναι λάθος να νομίζει ότι πρέπει να υπολογίζει τον κίνδυνο του θανάτου ένας άνθρωπος που μπορεί να ωφελήσει έστω και λίγο· αντίθετα, μόνο εκείνο πρέπει να εξετάζει: όταν κάνει κάτι, αν η πράξη του είναι δίκαιη ή άδικη και αν αρμόζει σε καλό ή κακό άνθρωπο […].
Μέσα από μια σειρά ερωτήσεων, ο Σωκράτης στη δίκη του αναγκάζει τον Μέλητο να παραδεχτεί ότι επιδιώκει κάτι ακραίο κι ενδιαφέρεται μόνο να κολακεύσει το ακροατήριο και το δικαστήριο. Ο βασικός του κατήγορος ομολογεί ότι θεωρεί πως κανείς άλλος εκτός απ’ τον Σωκράτη δε διαφθείρει τους νέους. Ο Σωκράτης τον ειρωνεύεται: οι νέοι θα ήταν πολύ ευτυχισμένοι, αν μόνο ένας τους διέφθειρε, ενώ οι άλλοι τους ωφελούσαν (§24d-25c).
Ευθαρσώς δηλώνει πως δε θα σταματήσει να φιλοσοφεί κι ουδόλως σκοπεύει να χαριστεί στους αθηναίους· τους κατηγορεί ότι φροντίζουν περισσότερο για τη φήμη τους και τον πλουτισμό, ενώ παραμελούν τη φρόνηση, την αναζήτηση της αλήθειας και τη φροντίδα της ψυχής τους (29d). Εκείνος, όμως, δε θα σταματήσει να τους παρακινεί για την βελτίωση της ψυχικής τους κατάστασης, ακόμη κι αν πρόκειται να πεθάνει πολλές φορές γι’ αυτό. Πιστεύει ότι δεν υπάρχει τρόπος ο χειρότερος να βλάψει τον καλύτερο, ακόμη κι αν ο πρώτος εκτελέσει τον δεύτερο, ή τον εξορίσει ή του στερήσει την ιδιότητα του πολίτη. Θεωρεί χειρότερο να διαπράξει κανείς αδικία, όπως αυτή που θα διαπράξουν σε βάρος του οι Αθηναίοι, αν τον καταδικάσουν (30 d-e).
Ούτε η εξουσία τον τρόμαξε, ώστε να αδικήσει κάποιον, είτε στην περίοδο της δημοκρατίας είτε της τυραννίας των Τριάκοντα. Δεν αποδέχεται ότι υπήρξε καν δάσκαλος κανενός (32c-d, 33a). Ωστόσο, διαπιστώνει ότι πολλοί τον εκτιμούν γι’ αυτό που είναι. Προτιμάει να θανατωθεί, παρά να διασυρθεί. Άλλωστε, είναι ήδη 70 ετών, οπότε η θανατική καταδίκη φρονεί πως θα τον απαλλάξει απ’ τον εκφυλισμό των γηρατειών: Πραγματικά, πολλές φορές παρατήρησα ανθρώπους που θεωρούνται σπουδαίοι, όταν δικάζονται, να κάνουν ποταπά πράγματα, επειδή νομίζουν ότι θα πάθουν κάτι φοβερό, αν πεθάνουν, σα να επρόκειτο να μείνουν αθάνατοι, αν εσείς δεν τους σκοτώσετε (35a).
Η απολογία του Σωκράτη ουσιαστικά δεν έχει τα στοιχεία εκείνα που θα της έδιναν την κυριολεκτική της σημασία. Μοιάζει να μην ενδιαφέρεται για την απόφαση. Ο κατηγορούμενος δικαιούνταν να προτείνει μία ποινή που θα θεωρούσε δίκαιη για τον εαυτό του. Αν πρότεινε την εξορία, οι αθηναίοι θα ήταν ικανοποιημένοι και θα συμφωνούσαν να απαλλαγούν απ’ αυτόν με πιο αναίμακτο τρόπο. Δεν επέμεναν να τον σκοτώσουν. Ίσα-ίσα, θα τους βόλευε η εξορία του Σωκράτη, για να φανούν οι ίδιοι επιεικείς και να μην εγείρουν αντιδράσεις, καθώς ο φιλόσοφος ήταν δημοφιλής. Ωστόσο, ο ίδιος θα έχανε την ουσία της φιλοσοφίας και του τρόπου ζωής του: θεώρησε προτιμότερο το άλγος οιασδήποτε επικείμενης τιμωρίας, από την αυτοαναίρεση ενός έντιμου βίου. Γι’ αυτό, προτείνει ως ποινή κάτι αδιανόητο για τα αυτιά που τον ακούν: να σιτίζεται ισόβια δωρεάν στο πρυτανείο, ως αναγνώριση εκ μέρους των αθηναίων της προσφοράς του στον πνευματικό γίγνεσθαι της πόλης. Με τον τρόπο αυτό τους εξωθεί να πάρουν την απόφασή τους. Όταν μαθαίνει το απευκταίο εις βάρος του ούτε οργίζεται ούτε ξαφνιάζεται. Απορεί, μάλιστα, που η αναλογία των ψήφων υπέρ του ήταν τόσο μεγάλη. Η καταδίκη του ήρθε με 281 ψήφους. Περίμενε μεγαλύτερη συμμετοχή στην καταδικαστική απόφαση (36d).
Ας μην ξεχνάμε ότι σ’ αυτή τη δίκη συγκρούστηκαν δύο κόσμοι. Ήταν η κορύφωση της αντιπαράθεσης μεταξύ πολιτικής και φιλοσοφίας· καίτοι, μιας φιλοσοφίας που δεν καθόταν σε έδρανα, αλλά στοχαζόταν πάνω στην ουσία της ζωής. Ο Σωκράτης άκουγε τη συνείδηση και την ελεύθερη βούλησή του, δεν του αρκούσε η υπακοή στους νόμους ενός κράτους. Η αθηναίων πολιτεία, όμως, που τον δίκασε, όπως και κάθε πολιτεία, ορθώς ένιωσε πως μια θρυαλλίδα αδούλωτης ψυχής ψηλάφιζε ενδελεχώς τα κρατικά της στεγανά, που όσο στέρεα κι αν παρουσιάζονταν, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα άθροισμα λουστραρισμένων αυταπατών. Όταν κάποιος υπακούει μόνο στην ελεύθερη έκφρασή του, φυσικό επακόλουθο είναι ν’ αμφισβητήσει τις παραδεδεγμένες πραγματικότητες, που τα πλήθη αποδέχονται σιωπηλά. Και τότε, δεν είναι διόλου απίθανο, η πρότερη έννομη τάξη να εκτραπεί σε ατραπό Αναρχίας.
Τη φυλακή τη θεωρεί υποτιμητική, ότι ταιριάζει σε δούλο (37c). Η εξορία που γι’ άλλους θα ήταν δυσβάστακτη τιμωρία, καθώς θα τους απόκοβε απ’ την πόλη τους (όπως αναπτύχθηκε στο α’ μέρος), τον ίδιο δε θα τον ενοχλούσε, εφ’ όσον πάλι θα ήταν σε θέση να συνομιλεί με τους νέους και να φιλοσοφεί (37b-e). Το ζήτημά του είναι ότι δε θα τους κάνει την χάρη να τον εξορίσουν. Όταν ακούει ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι ο θάνατος, θεωρεί ότι καταδικάστηκε, όχι επειδή δεν είχε επιχειρήματα, αλλά γιατί δεν ήταν ξεδιάντροπος και δουλοπρεπής, ώστε να κλαίει, παρακαλώντας, για να τον αθωώσουν (38d-e). Πιστεύει πως η κακία, που νίκησε την ψυχή των κατηγόρων του, τρέχει πιο γρήγορα απ’ την εσχατιά του βίου. Τέλος, κάνει μια ορφική τοποθέτηση για το θάνατο, εκφράζοντας μια προσδοκία μετά θάνατον ζωής. Ακόμη, λέει, κι αν ο θάνατος ήταν μεγάλος ύπνος, πάλι γι’ αυτόν θα ήταν αγαθός, αφού η ψυχή του θ’ απελευθερωνόταν.
Αλλά έφτασε πια η ώρα να πηγαίνουμε· εγώ, για να πεθάνω κι εσείς, για να ζήσετε. Ποιος απ’ τους δυο μας πηγαίνει σε καλύτερη μοίρα δεν το ξέρει κανείς άλλος παρά ο θεός (42).
Περιμένοντας στο κελλί
Το διάστημα που ο Σωκράτης μένει φυλακισμένος, μέχρι να εκτελεστεί η καταδίκη του σε θάνατο (αφού επιστρέψει το αθηναϊκό πλοίο απ’ τη Δήλο) το μαθαίνουμε απ’ τον Πλάτωνα στο έργο του Κρίτων. Η φυλακή του Σωκράτη δεν είναι ξεκάθαρο που βρισκόταν. Ίσως σε κάποιες σπηλιές κοντά στο λόφο του Φιλοπάππου, ίσως στο κτήριο που λειτουργούσε ως δημόσια φυλακή στα ΝΔ της αγοράς, για όσους επρόκειτο να εκτελεστούν. Μάλλον θα ταίριαζε ως φυλακή του η τελευταία. Στο κείμενο αυτό του Πλάτωνα, ο φιλόσοφος συνδιαλέγεται με τον φίλο του Κρίτωνα, ο οποίος προσπαθεί να τον πείσει να το σκάσει, δωροδοκώντας τον φρουρό, καταφεύγοντας σε άλλη πόλη για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Σωκράτης, όμως, είναι ανένδοτος. Δεν δέχεται την απόλυτη εξουσία της πόλης πάνω στον πολίτη, δέχεται όμως ότι η σχέση τους βασίζεται στην ισχυρή εξάρτηση. Θεωρεί ότι, αφού ούτε η δική του πόλη δεν μπόρεσε να τον καταλάβει, ποια άλλη πόλη θα μπορούσε να το κάνει.Όταν ο Κρίτων μπαίνει στο κελί του, τον βρίσκει να κοιμάται ήσυχος και θαυμάζει την ηρεμία του. Ο Σωκράτης δεν ενδιαφέρεται για τη γνώμη των πολλών ούτε τον νοιάζει που θα τον θανατώσουν. Ο Κρίτων στηρίζει τα επιχειρήματά του στον ομηρικό ηθικό κώδικα, Ο ομηρικός ηθικός κώδικας παραμένει ζωντανός αιώνες μετά και σε διαφορετικές κοινωνίες απ’ αυτήν που τον γέννησε. Αυτό που πρέσβευε ήταν ότι μέσα στα πλαίσια της πόλης, το άτομο μπορεί να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά και να συνεργάζεται με τους υπόλοιπους, όταν μπορεί να υπερασπίζεται τους οικείους του και να βλάπτει τους εχθρούς του. Απ’ τον ομηρικό ηθικό κώδικα διαπνέεται κι ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη, δια στόματος Περικλή. τονίζοντας την αξία της κοινής γνώμης. Τον Σωκράτη, όμως δεν τον φοβίζει η δύναμη των πολλών, σα να ήταν παιδάκι, με φυλακίσεις και πρόστιμα (46c).
Στο έργο Κρίτων ο Σωκράτης παρουσιάζεται να υποστηρίζει πως η ανυπακοή στους νόμους αποτελεί σφάλμα (50a-c)· θεωρεί την αψήφησή τους αδικία, μια άποψη που ο Πλάτων ανέπτυξε στα πολιτικά του έργα, όπως οι Νόμοι και η Πολιτεία. Για τον Πλάτωνα ο νόμος εκφράζει μια θεϊκή αλήθεια, είναι ο τρόπος να διατηρηθεί η τάξη επί γης και ουρανού. Λογικό φαίνεται να έβαλε μια τέτοια άποψη και στο στόμα του δασκάλου του. Ωστόσο, ανάλογου ύφους θεώρηση δεν διακρίνεται στην Απολογία. Παρ’ όλο που δεν φεύγει απ’ την Αθήνα και παραμένει μετά την καταδικαστική απόφαση, δεν συμφωνεί με τους νόμους της (52b-53). Αποδέχεται, βέβαια, την απόφαση που όρισε γι’ αυτόν η πόλη. Δεν εμπιστεύεται τους δικαστές ούτε τους ανθρώπινους μεταβλητούς νόμους. Πιστεύει ωστόσο στους φυσικούς νόμους που ξεπερνούν τις ανθρώπινες αδυναμίες. Άλλωστε, δεν γνωρίζουμε αν αυτή η συνάντηση με τον Κρίτωνα συνέβη πράγματι, φέροντας αυτά τα χαρακτηριστικά. Ο Πλάτων επιδιώκει να πλάσει την πορεία του Σωκράτη προς το θάνατο μέσα από στάδια. Ακόμη δίνει βαρύτητα στον κόσμο των ιδεών, όταν καταγράφει τα έργα του. Μονάχα στον Φίληβο, ώριμο έργο του, συμφιλιώνει σε μια ενότητα το αισθητό και το νοητό, το περατό και το άπειρο (Γένεσις εις ουσίαν, 26d), παύοντας να περιφρονεί το αισθητό, χάριν του ιδεατού.
Ο Σωκράτης, αντιμετωπίζοντας ένα ζήτημα εν τη γενέσει του, δεν υπήρξε επ’ ουδενί τόσο δογματικός, όσο ο Πλάτων, που, όχι απλώς συνέχισε τις ιδέες του, αλλά θέλησε να τις ενισχύσει με σκυρόδεμα, κάνοντάς τες σκληρές κι άτεγκτες, όμοιες με ιδεολογήματα. Δεν ήταν, όμως, ο Σωκράτης που δογμάτισε υπέρ του κόσμου των ιδεών. Αναζήτησε μία αλήθεια πέρα απ’ τον αισθητό κόσμο (τον κόσμο που μπορούσε να αντιληφθεί με τις αισθήσεις του), όπως θα έκανε κι ένας σαμάνος, που θα πίστευε πέρα απ’ όσα του φανερώνουν τα μάτια του. Ο Πλάτων επιχείρησε να εκλογικεύσει ακόμη και το ά-λογο. Ποτέ δε συμφιλίωσε, ούτε καν στον Φίληρο, που προαναφέρθηκε, το αισθητό με το νοητό. Γι’ αυτόν ήταν ζήτημα υποταγής, όχι συμφιλίωσης. Η πολιτεία με τους νόμους της είναι θεϊκή για τον Πλάτωνα. Ο άνθρωπος ως πολίτης προσπαθεί να μοιάσει στους θεούς.
Ωστόσο, για τον Σωκράτη είναι ζήτημα εντιμότητας να παραμείνει πιστός στη θέση του. Οποιαδήποτε προσπάθεια να ξεφύγει του θανάτου θα αναιρούσε όσα υποστήριξε με την ίδια τη ζωή του. Θ’ αναιρούσαν την ηθική του ακεραιότητα, η οποία δομήθηκε όχι χάρη στη γνώμη και την αποδοχή των πολλών, αλλά χάρη στις προσωπικές του αρχές, που τον έκαναν ό,τι υπήρξε. Κι αυτή η ύπαρξη διαπερνά το βραχύ του βίου, δεν φοβάται το θάνατο και στέκει ακλόνητη, ατενίζοντας την αιωνιότητα.
Οι τελευταίες στιγμές
Αμέσως μετά την εκτέλεση της καταδίκης, οι αθηναίοι μετάνιωσαν για την απόφασή τους. Ως φόρο τιμής στη μνήμη του και μάλλον σε μια προσπάθεια να ξεπλύνουν τις ενοχές τους, έκλεισαν τις παλαίστρες και τα γυμναστήρια, τιμώρησαν τους κατηγόρους του και του έστησαν χάλκινο άγαλμα. Ήταν, όμως, πια αργά. Η τελευταία πράξη του δράματος παίζεται στον Φαίδωνα του Πλάτωνα, όπου οι μαθητές και οι φίλοι του Σωκράτη πηγαίνουν να τον αποχαιρετήσουν. Ο Φαίδων είναι αυτός που περιγράφει τα γεγονότα.Το έργο αυτό του Πλάτωνα είναι της ωριμότητάς του. Μέσα απ’ την κορύφωση του ήρωα που θριαμβεύει στον πόνο, επιχειρεί ν’ αναδείξει την αθανασία της ψυχής. Ο Πλάτων, πριν το γράψει, είχε κάνει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο, όπου ήρθε σ’ επαφή με τους ορφικούς και τους πυθαγόρειους και μελέτησε συστηματικότερα τις απόψεις τους. Στο έργο του αυτό, ο Σωκράτης παρουσιάζεται διαφορετικά· ως ιδανικός άνθρωπος και φιλόσοφος που στέκεται αγέρωχος μπροστά στο θάνατο. Ο Φαίδων περιγράφει στον Εχεκράτη τις αναμνήσεις του απ’ τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη. Ο Εχεκράτης δεν μιλά σχεδόν καθόλου, εμφανίζεται σε κάποιες στιγμές ως σχολιαστής. Ο Φαίδων μεταφέρει τους διαλόγους που άκουσε. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν δούλος απ’ την Ηλεία, που ο Σωκράτης έβαλε έναν πλούσιο φίλο του να τον εξαγοράσει, γιατί εντυπωσιάστηκε απ’ την ευφυΐα του. Μάλιστα, ο Φαίδων διατηρούσε και σε μεγάλη ηλικία μακριά κώμη, κάτι που φαινόταν αστείο στους Αθηναίους. Ο Εχεκράτης ήταν ένας πυθαγόρειος, που δεν υπήρξε μαθητής του Σωκράτη.
Μιας κι έπρεπε να περιμένουν το πλοίο απ’ τη Δήλο, Το πλοίο, με το οποίο κάποτε είχε πάει ο Θησέας στην Κρήτη: αν τα κατάφερνε ο Θησέας να εκπληρώσει τον άθλο του εναντίον του Μινώταυρου, είχε τάξει στον Απόλλωνα να στέλνει κάθε χρόνο θεωρία στην Δήλο κι είχε μείνει από τότε η συνήθεια. Ώσπου να γυρίσει το καράβι, η πόλη έπρεπε να μένει καθαρή από θανάτους, οπότε κι η θανατική καταδίκη του Σωκράτη έπρεπε να αναβληθεί. πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα. Ο Σωκράτης δεν έμεινε μόνος τις ώρες του δεσμωτηρίου· εκεί ήταν ο Απολλόδωρος, ο Κριτόβουλος μαζί με τον πατέρα του, ο Κρίτων, ο Ερμογένης, ο Επιγένης, ο Αισχίνης, ο Αντισθένης, ο Κτήσιππος ο Παιανεύς, ο Μενέξενος, και μερικοί άλλοι από τους ντόπιους. Από τους ξένους ήταν ο Σιμμίας και ο Κέβης από την Θήβα, ο Φαιδωνίδης από τα Μέγαρα, ο Ευκλείδης και ο Τεριγίων. Από την πρώτη ημέρα στο δεσμωτήριο τον επισκέπτονταν, μαζεύονταν όλοι μαζί απ’ έξω και περίμεναν να μπουν να τον επισκεφθούν. Όσο περίμεναν, συζητούσαν. Την τελευταία μέρα μαζεύονται όλοι να τον δουν. Ο Σωκράτης τούς ζητάει να απομακρύνουν την Ξανθίππη, που τον θρηνεί. Λίγο πριν, ο φύλακας τον απάλλαξε απ’ τις αλυσίδες που τον είχαν δεμένο στα χέρια και τα πόδια. Ο φιλόσοφος προσπαθεί να τους φτιάξει το κέφι με αστεία. Πότε καταφέρνουν να γελάσουν και πότε κλαίνε.
Οι παριστάμενοι κι ο Σωκράτης συζητούν για την ψυχή, που είναι αθάνατη. Δεν έχει τίποτε μαζί της, όταν πηγαίνει στον Άδη, παρά μονάχα την παιδεία και τον τρόπο ζωής που έκανε πριν. Η συζήτηση κρατάει επί μακρόν. Ώσπου, φτάνει το καράβι απ’ τη Δήλο. Η ώρα έχει έρθει.
Πλένεται πριν πιει το δηλητήριο, για να μην μπουν κατόπιν στον κόπο να τον πλύνουν οι γυναίκες. Ρυθμίζει πρακτικά ζητήματα και δίνει εντολή ν’ αποχωρήσουν οι γυναίκες και τα παιδιά (116e). Το ηλιοβασίλεμα πλησιάζει. Ο φύλακας που του φέρνει το κώνειο, του εκφράζει την εκτίμησή του, λέγοντάς του ότι δεν του το προσφέρει ουσιαστικά ο ίδιος, αλλά όσοι τον καταδίκασαν κι αποχωρεί δακρυσμένος. Ο Σωκράτης, αν και έχει στη διάθεσή του κι άλλες ώρες, δεν θέλει να καθυστερήσει περισσότερο. Οι οδηγίες που του δίνει ο δούλος καθώς του προσφέρει το ποτήρι είναι να περπατήσει, αφού το πιει, ώστε να κυκλοφορήσει ταχύτερα στο αίμα του. Τότε θα νιώσει τα πόδια του βαριά. Έπειτα, θα πρέπει να ξαπλώσει και το δηλητήριο θα ενεργήσει. Εκείνος το παίρνει, λέγοντας: πρέπει να ευχόμαστε η μετοίκησή μας να είναι καλότυχη, αυτό εύχομαι και πίνει με ηρεμία το κώνειο. Αυτή τη φορά κανείς εκ των παρισταμένων δεν κατορθώνει να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Ο Σωκράτης, όμως, τους ζητά να πάψουν και να κάνουν ησυχία. Ακολουθεί τις οδηγίες του δούλου και σύντομα παύει να νιώθει τα πόδια του. Όσο η παράλυση εξαπλώνεται, σκεπάζει μ’ ένα μαντήλι το πρόσωπό του που πλέον κοιτάζει το θάνατο. Για μια στιγμή, όμως, το ξεσκεπάζει για την τελευταία παραγγελιά: Κρίτωνα, οφείλουμε προσφορά έναν κόκορα στον Ασκληπιό. Να εξοφλήσετε το χρέος, μην το αμελήσετε.Κρίτων, τω Ασκληπιώ οφείλομεν αλεκτρύονα, απόδοτε και μή αμελήσετε. Κι ο Κρίτων: εν τάξει, μήπως θέλεις τίποτε άλλο; Εκείνος τίποτε άλλο δεν ήθελε, δεν ήταν πια εκεί. Δεν απάντησε, είχε στυλώσει το βλέμμα.
Αυτή η τελευταία φράση ήταν αρκετή, για να ξεσηκώσει θύελλα συζητήσεων απ’ τους μεταγενέστερους μελετητές. Γιατί τάζει ο Σωκράτης έναν κόκορα στον θεό της υγείας; Ήταν η ζωή του μια αρρώστια που θεραπεύτηκε, όπως λέει ο Nietzsche; Κι όμως, δεν ήταν. Για τον Σωκράτη, ο εαυτός μας είναι η ψυχή μας, ενώ το σώμα το όργανο που αυτή καθοδηγεί και το χρησιμοποιεί για τη ζωή. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο ίδιος δεν ήταν ένα απρόσωπο πρόσωπο αρετής, αλλά ένας αθηναίος με σάρκα και οστά (Zeller, Die Philosophie der Griechen). Θεραπεύτηκε απ’ τη σπατάλη μιας μάταιης ζωής, όπως την έβλεπε να διαβρώνεται απ’ την ανηθικότητα και την πολιτική. Και με το τελευταίο τάμα ένωσε ζωή και θάνατο. Τα χρωστούμενα της ζωής παραμένουν και μετά θάνατον. Η ζωή για τον Σωκράτη δεν ήταν μόνο η δική του, ήταν η ζωή της ανθρωπότητας που νοσούσε. Δεν υποστήριζε την αυτοκτονία. Σήμερα δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς θα αντιδρούσε η παραδοξολογία κι η ειρωνεία του. Δε θα είχε, μάλλον, καν την «πολυτέλεια» να πιει το κώνειο. Θα έπρεπε να ζει σε μια ολόκληρη κοινωνία-φυλακή, η οποία το τελευταίο που αναζητά είναι η ευδαιμονία της ελευθερίας και το πρώτο ο ακόρεστος κορεσμός της ύλης. Τελικά, όμως, κέρδισε το στοίχημα με τον εαυτό του. Χωρίς να γράψει λέξη, τον ξέρουν όλοι και πολλοί χρησιμοποιούν τις μεθόδους του και ενδιαφέρονται για τις ιδέες του.
Η ζωή διαχύθηκε μέσα στον θάνατο. Όσο το σώμα του άφηνε τη ζωή, η ψυχή του κοιτούσε την αιωνιότητα. Το πνεύμα του, ανέγγιχτο στον χρόνο, ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι παρόν. Πριν λίγα χρόνια μάλιστα, το 2012, ξαναδικάστηκε από μια κουστωδία ευρωπαίων και αμερικανών δικαστών, που παρακολουθήθηκε διαδικτυακά από χιλιάδες αργόσχολους καναπεδόφιλους. Η απόφαση αθωωτική. Τι να πει κανείς· έκαστος στο είδος του και οι εξουσιαστές στις πολιτικές τους μασκαράτες. Άλλωστε, ένας νεκρός Σωκράτης είναι ακίνδυνος για τους εκάστοτε δικαστές. Οι ζωντανοί είναι επικίνδυνοι και καταδικάζονται παντού και πάντα στα δικαστήρια του κόσμου τούτου.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση
Το κείμενο, Ο Σωκράτης είχε έναν κόκκορα…, δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 142 και 143Σχετικά βιβλία:
James A. Colaiaco, Σωκράτης εναντίον Αθηναίων
W.C. Guthrie, Σωκράτης
Κωστής Παπαγιώργης, Σωκράτης: ο νομοθέτης που αυτοκτονεί
Βασίλης Αναστασιάδης, Τα αίτια της καταδίκης του Σωκράτη
Ψαρομηλίγκος Αρτ., Λάζου Β, Καρτάλης Κ. (επιμ.), Οι μεγάλες δίκες: Η δίκη του Σωκράτη (συλλογικό)
Diels H.-Kranz W., Οι προσωκρατικοί
Πλάτων, Απολογία Σωκράτους
Πλάτων, Κρίτων
Πλάτων, Φαίδων
anarchypress.wordpress.com