Για τον Μαρξ, το μαρξισμό και την αριστερά
Βασισμένο σε ομιλία του στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, στις 16 Σεπτεμβρίου 2010.Εδώ θα αναφερθώ ειδικά στον Μαρξ και το Μαρξισμό, δεδομένου ότι αποτελεί ένα βήμα πιο μπροστά από τον καπιταλισμό αλλά τελικά δεν κατάφερε να δαμάσει και να εξαφανίσει την παρουσία του Χάους με τη μορφή μιας νέας Εξουσίας που ακύρωνε στην πράξη τον τελικό στόχο δηλαδή το θρίαμβο της Αρμονίας μέσα στις νέες κοινωνίες που προήλθαν από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Από όλα τα γραπτά μου και την κριτική μου στο σύστημα αυτό, που ο ίδιος υπηρέτησα αφιερώνοντας μάλιστα σ’ αυτό τα καλλίτερα χρόνια της ζωής μου, επέλεξα τον Πρόλογο σ’ ένα βιβλίο για τον Μαρξ που έγραψε ο Γιάννης Γαλανός, με τον οποίο βρεθήκαμε στην ίδια Σκηνή στο Δ΄ Τάγμα πειθαρχικής διαβίωσης της Μακρονήσου (1949):
Στη Μελέτη μου για τη «Συμπαντική Αρμονία» αναφέρομαι κάπου στη Σοβιετική Ένωση και τις υπόλοιπες χώρες του Υπαρκτού Σοσιαλισμού:
Η διαλεκτική σχέση «Θέση - Αντίθεση = Σύνθεση», όπως και το αντίθετο, «Θέση χωρίς Αντίθεση = Αποσύνθεση», μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί τον πυρήνα του κάθε υπαρκτού. Τον πυρήνα της ζωής και την αιτία του θανάτου. Μέσα στην Αρμονία και στη Μουσική εάν θεωρήσουμε ότι η συνήχηση μεταξύ δύο φθόγγων αποτελεί τη λύση της μεταξύ τους αντίθεσης, τότε διαπιστώνουμε ότι η Μουσική είναι η κατεξοχήν Τέχνη της διαρκούς εφαρμογής της διαλεκτικής σχέσης «Θέση - Αντίθεση = Σύνθεση».
Ας μου επιτραπεί εδώ να κάνω μια μικρή παρένθεση αναφερόμενος στην πολιτική μου εμπειρία. Είναι γνωστό ότι είχα πολλές και μεγάλες διαφορές με διάφορες ηγεσίες της ελληνικής και της διεθνούς Αριστεράς. Οι περισσότερες από αυτές είχαν αφετηρία την περιφρόνηση από την πλευρά τους μέσα στην πράξη αυτού του βασικού διαλεκτικού Νόμου, περιφρόνηση που οδήγησε στα γνωστά αποτελέσματα. Γιατί τι έκαναν στην ουσία οι κομουνιστές ηγέτες και ιδιαίτερα αυτοί που ήσαν επί κεφαλής Κρατών; Αποφάσισαν να καταργήσουν το Νόμο των Αντιθέσεων πιστεύοντας ότι το Κόμμα μπορεί να είναι ταυτόχρονα και Θέση και Αντίθεση. Νόμιζαν ότι έτσι θα εξαφανίσουν τις πραγματικές αντιθέσεις. Όμως όσο περισσότερο πετύχαιναν στο σκοπό τους, μ’ άλλα λόγια όσο περισσότερο εμπόδιζαν να εκδηλωθεί ελεύθερα η ζωτική Αντίθεση που εξασφαλίζει τη δημιουργό διαιώνιση της ζωής, τόσο λιγότερο λειτουργούσε ο Διαλεκτικός Νόμος και έτσι δεν υπήρχαν πια «συνθέσεις», δηλαδή ανάπτυξη και πρόοδος, έως ότου φτάσαμε στην αποσύνθεση, δηλαδή στην καταλυτική εφαρμογή του φυσικού νόμου «Θέση χωρίς Αντίθεση = Αποσύνθεση». Κλείνω την παρένθεση.Νομίζω ότι μέσα σ’ αυτό το μικρό απόσπασμα περικλείεται το απόσταγμα της κριτικής μου στάσης όχι μόνο απέναντι σ’ αυτά τα καθεστώτα αλλά και στους πνευματικούς τους πατέρες Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν.
Όσον αφορά στον Καρλ Μαρξ, υπήρξε σίγουρα ένας απ’ τους μεγαλύτερους διανοητές της ανθρωπότητας. Ποιο όμως είναι κατά τη γνώμη μου το «αμάρτημά» του; Το ότι συνέδεσε τη φιλοσοφία του με την πολιτική τόσο στενά, ώστε μετά το θρίαμβο της Οκτωβριανής Επανάστασης ο Μαρξισμός να καταστεί όργανο κρατικής ή πιο καλά κομματικής πρακτικής. Έγινε δηλαδή δόγμα, που όπως συνέβη και με το Χριστιανισμό, χρησιμοποιήθηκε από μειοψηφίες για να επιβάλουν τις προσωπικές τους απόψεις και συμφέροντα υπό το κάλυμμα απόλυτων Αρχών, απέναντι στις οποίες δεν ήταν επιτρεπτό να υπάρξει δεύτερη γνώμη. Έτσι, όπως ήταν φυσικό, η κατάληξη ήταν ο Ολοκληρωτισμός.
Για να συνειδητοποιήσουμε πόσο επιζήμια είναι αυτή η στενή σύνδεση μιας οποιασδήποτε φιλοσοφίας με την πολιτική σε βαθμό που να καταστεί κρατικό δόγμα, αρκεί να σκεφτούμε την περίπτωση που η «Πολιτεία» του Πλάτωνος θα έπαιρνε μονοπωλιακά όπως ο Μαρξισμός κρατική οντότητα.
Δε θα είχαμε μήπως τότε την εμφάνιση ενός ολοκληρωτισμού και μάλιστα εξαιρετικά σκληρού; Να λοιπόν πού οδηγεί η σύζευξη μιας συγκεκριμένης Φιλοσοφίας με μια πολιτική πρακτική που μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ενός κρατικού μορφώματος που όπως θα δούμε με τη θεωρία του Μαρξ, μπορεί να χρησιμεύσει στους πολιτικούς ηγέτες της νέας εξουσίας ως πρόσχημα για κάθε είδους παραμορφώσεις της ουσιαστικής και πραγματικής σκέψης του φιλοσόφου.
Αυτές καθαυτές οι θεωρίες των Μαρξ και Ένγκελς παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους, κατά την άποψή μου αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία μονοδιάστατα. Ο ιστορικός υλισμός λ.χ. αναλύει και εξηγεί μόνο μια πλευρά της ανθρώπινης ιστορίας αφήνοντας απ’ έξω την πνευματική πλευρά του ανθρώπου και τις δύο βασικές της εκδηλώσεις, τη θρησκεία και την τέχνη. Από κει και πέρα όλοι οι μαθητευόμενοι Μάγοι-Μαρξιστές απόλυτοι κυρίαρχοι λαών και εθνών ξοφλούσαν με τσιτάτα, ως προς τη θρησκεία «το όπιο του λαού» και ως προς την τέχνη «ένα απλό εποικοδόμημα». Κάτι δηλαδή σαν κεραμίδια… Με το περίφημο απόφθεγμα: η βία είναι η μαμή της ιστορίας εξόπλισαν τους μέλλοντες εξουσιαστές να χρησιμοποιήσουν ελεύθερα τη βία για να εξυπηρετήσουν δήθεν την ιστορική νομοτέλεια. Άλλο όπλο φοβερό κι αυτό, η ιστορική νομοτέλεια, που με τον καιρό εξελισσόταν σε ιστορική αναγκαιότητα και τέλος σε ιστορική βεβαιότητα. Και ποιος άραγε κατείχε την απόλυτη βεβαιότητα; Φυσικά ο ηγέτης που ό,τι κι αν αποφάσιζε έπρεπε να γίνει με κάθε τρόπο, μιας και ο λόγος του εξυπηρετούσε το ιστορικό γίγνεσθαι, την πορεία προς τα εμπρός. Και ποιος μπορούσε να έχει το δικαίωμα να διαφωνήσει με μια τέτοια άποψη;
Ας θυμηθούμε μόνο τρία παραδείγματα, όπως εκείνο του διδύμου Χρουτσώφ-Λυσένκο για τη μεταβολή της Σιβηρίας σε σιτοβολώνα, που κινητοποίησε εκατομμύρια ανθρώπους και απορρόφησε κολοσσιαία ποσά, για να γίνει στο τέλος μια τρύπα στο νερό. Ή εκείνα του Μάο, το πρώτο για τους «οικογενειακούς» φούρνους παραγωγής ατσαλιού, που πήγε την οικονομία χρόνια πίσω και το δεύτερο η σύλληψη και εφαρμογή της πολιτιστικής επανάστασης με τις πασίγνωστες τραγικές συνέπειες για τον Κινέζικο Λαό. Κι όλα αυτά γιατί ο Ένας τελικά ηγέτης, ο μοναδικός κάτοχος του μυστικού της ιστορικής αναγκαιότητας για να πάει η χώρα μπροστά, ο θεσμικά βέβαιος, το αποφάσισε μόνος αυτός στο όνομα των εκατοντάδων εκατομμυρίων του Λαού. Ο Λαός! Ένας άλλος μύθος που έλαβε σάρκα και οστά μέσα από τις θεωρίες του Μαρξ. Και κατ’ αρχήν έχουμε τη δαιμονοποίηση απ’ τη μία μεριά και την αγιοποίηση απ’ την άλλη των κοινωνικών τάξεων. Υπήρχαν πράγματι ιστορικές συγκυρίες κατά τις οποίες το άγιο προλεταριάτο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην πάλη του παλιού με το καινούριο.
Κι αυτό συνέβη κυρίως στις προηγμένες βιομηχανικά χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η τσαρική Ρωσία την εποχή της επανάστασης. Μετά όμως στις μεγάλες επαναστάσεις που ακολούθησαν και πέτυχαν, όπως στην Κίνα και την Ινδοκίνα είτε απέτυχαν όπως στη χώρα μας, πρωτοπόρα κοινωνική τάξη αναδείχθηκαν οι αγρότες. Επίσης στην Αντίσταση κατά του Ναζισμού και στην Ελλάδα κατά της Χούντας, την πλειοψηφία των αγωνιστών την αποτελούσαν οι αστοί και οι διανοούμενοι και ακολουθούσαν οι εργάτες και μετά οι αγρότες. Όμως ως φαίνεται όλα αυτά δεν είχαν σημασία και έτσι οι μαρξιστές εξακολουθούσαν και εξακολουθούν να μιλούν για τον πρωτοποριακό ρόλο του προλεταριάτου και λέγοντας «Λαός» να εννοούν μόνο την εργατική τάξη. Φυσικά αυτή η αγιοποίηση-δαιμονοποίηση χωρίζει κάθετα την κοινωνία με την καλλιέργεια του ταξικού μίσους μεταθέτοντας την ομαλή πορεία, την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τελικά την ευτυχία ενός λαού στο σύνολό του μετά την επανάσταση και την επικράτηση της «εργατικής τάξης» δηλαδή ενός νεφελώματος πίσω από το οποίο κρύβεται η κομματική εξουσία που φυσικά όπως είδαμε, θεωρεί ότι είναι ο μοναδικός φορέας και εκφραστής της ιστορικής νομοτέλειας-βεβαιότητας, δηλαδή η μοναδική νομιμοποιημένη ιστορικά πολιτική δύναμη για να αποφασίζει για το μέλλον όλου του λαού, δηλαδή όχι μόνο της εργατικής τάξης αλλά και για την τύχη και των εχθρών της, αν συμβεί να πάρει την εξουσία.
Γιατί θεωρεί ότι μόνο όσοι πιστεύουν ότι εκφράζουν την ιστορική νομοτέλεια και τα πραγματικά συμφέροντα ΟΛΟΥ του λαού έχουν το ιστορικό δικαίωμα να εφαρμόσουν δικτατορικά, με την έννοια ότι οι αποφάσεις της επαναστατικής (μαρξιστικής) ηγεσίας αποτελούν θέσφατα (dicta) που θα πρέπει να ακολουθήσουν όλοι είτε συμφωνούν είτε δε συμφωνούν. Άλλωστε επάνω σ’ αυτή τη λογική στηρίζεται η ανάγκη της επιβολής της Δικτατορίας του Προλεταριάτου.
Θα έλεγα τέλος ότι ο μαρξισμός έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με τη φιλοσοφία όσο και με τη σκέψη και την τέχνη των αρχαίων Ελλήνων. Κι αυτό γιατί αν και δεν το λέει καθαρά, ο ιστορικός υλισμός θεωρεί τον ιδεαλισμό ως κατώτερο είδος φιλοσοφίας και επομένως την ίδια γνώμη και στάση θα πρέπει να έχουμε και για όσα έργα δημιουργήθηκαν κάτω από την επίδρασή του. Δεν είναι όμως μόνο η αρχαία Ελλάδα στο στόχαστρο αλλά το σύνολο της πνευματικής δημιουργίας και ειδικά της Τέχνης που όπως είπα θεωρείται ως εποικοδόμημα και όχι ως θεμέλιο στην ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών.
Ο Λένιν εκφράζοντας τη γνώμη του για την ποίηση θέλησε να αποδείξει ότι ο καθένας μπορεί να γίνει ποιητής, φτάνει να έχει τον κοινό νου και έγραψε ένα μεγάλο ποίημα που δημοσιεύθηκε για να αποσυρθεί ευθύς μετά, ώστε να προφυλαχθεί ο ηγέτης από τη γελοιοποίηση. Γιατί φυσικά ο ποιητής, όπως ο κάθε καλλιτέχνης, δημιουργεί, δηλαδή γεννά πνευματικά έργα δηλαδή έχει μια ιδιότητα που αρνούνται να την παραδεχθούν οι «υλιστές» αρνούμενοι έτσι να δουν την ουσία της Τέχνης, που σε πείσμα της ύλης αποτελεί το θρίαμβο της ιδεολογικής, θα έλεγα «θεϊκής» πλευράς του ανθρώπου. Το «θεϊκός» με την έννοια ότι έως σήμερα μόνο η Τέχνη έχει κατορθώσει να κάνει αθάνατο τον άνθρωπο μέσω των Ιδεών, της Σκέψης και των καλλιτεχνικών έργων.
Ο Άνθρωπος είναι ένα ιδιαίτερο ζωικό είδος, ψυχικά ανεξερεύνητο, πνευματικά άπληστο και σαρκικά ανικανοποίητο με φοβίες, αβεβαιότητες, ανασφάλειες και με τρομακτικά ένστικτα, έτσι που καμία Φιλοσοφία, καμία Τέχνη και πολύ περισσότερο κανένα θρησκευτικό, φιλοσοφικό, πολιτικό δόγμα ή σύστημα δεν μπορεί να τον ικανοποιήσει ολοκληρωτικά και απόλυτα και προπαντός αποκλειστικά. Τελικά το απόλυτο γι’ αυτόν είναι μόνο ο θάνατος, ενώ η ζωή είναι μια αέναη προσπάθεια και συνεχής αλλαγή, προϊόν της λογικής του υπεροχής, που τον οδηγεί σε συνεχή αναζήτηση μεταθέτοντας τους ορίζοντες που κατακτά όλο και πιο μακριά, έτσι που το κυνήγι για την κατάκτηση νέων οριζόντων να μην τελειώνει ποτέ. Ο άνθρωπος είναι ένα μικροσκοπικό σύμπαν, όπως άλλωστε κάθε τι που ζει σ’ αυτόν τον πλανήτη, με τη διαφορά από το φυτικό και το ζωικό κόσμο ότι αυτός όσο πιο πολύ συνειδητοποιεί τη θέση του και την ασημαντότητά του μέσα σ’ αυτό το Σύμπαν που τον περιβάλλει, αυξάνει μέσα του ο ίλιγγος που τον ξεχωρίζει απ’ όλα τα άλλα είδη και που τον οδηγεί συχνά σε πράξεις αλληλο- και αυτοκαταστροφής.
Γι’ αυτό θα πρέπει να αφήνουμε «όλα τα λουλούδια ν’ ανθίζουν» ελεύθερα, όλες τις Φιλοσοφίες, Δοξασίες, Καλλιτεχνικά και Πνευματικά έργα, κοινωνικά συστήματα να υπάρχουν, ώστε κάθε φορά ο κάθε άνθρωπος, η κάθε ομάδα ανθρώπων, κόμμα, λαός, έθνος να επιλέγει ελεύθερα αυτό που του αρέσει, που του ταιριάζει και που θεωρούν ότι τους βοηθά.
Δεν είναι μόνο οι εργασιακές σχέσεις ή οι ταξικές αντιθέσεις ούτε η οικονομία και η οικονομική εκμετάλλευση που διαμορφώνουν τους ανθρώπους και τις κοινωνίες. Χίλιοι δυο παράγοντες και στοιχεία φανερά ή άγνωστα παρεμβαίνουν, πολλές φορές από το πουθενά και διαμορφώνουν κάθε φορά το ιστορικό γίγνεσθαι μέσα στο οποίο παίρνουν την τελική τους μορφή και κίνηση οι κοινωνίες των ανθρώπων.
Υπάρχουν ακόμα ορισμένα στεγανά, απόκρυφα, μυστικά, μυστηριώδη και ανεξερεύνητα όρια που δεν κατόρθωσε ακόμα να εκπορθήσει ο άνθρωπος. Όπως λ.χ. το μυστήριο της ζωής. Το ίδιο συμβαίνει και με τα είδη που κι αυτά είναι αποτελέσματα γένεσης όπως τα έργα Τέχνης, καθώς και οι κάθε είδους πνευματικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές αποκαλύψεις που συνήθως ξεκινούν μέσα από τη σκέψη κάποιου συγκεκριμένου διανοητή, φιλοσόφου ή επιστήμονα. Άρα πλάι στη ζωική διαδικασία γένεσης υπάρχει και η πνευματική, που μάταια προσπαθεί να μας εξηγήσει η θεωρία του ιστορικού υλισμού υποβαθμίζοντάς την στα επίπεδα μιας συνηθισμένης ζωώδους άρα ελεγχόμενης διεργασίας. Όχι, δεν μπαίνουν σε πειραματικό σωλήνα η ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου, ώστε να είναι εφικτό η οποιαδήποτε εξουσία να μπορεί να προσδιορίζει κατά την επιθυμία της τα μυστηριώδη προϊόντα που έχουν αφετηρία την γένεση ζωής ζωικής είτε πνευματικής. Όπως δεν μπορούν να υπεισέλθουν στο μυστήριο της σύλληψης, δεν μπορούν να παρέμβουν στη διαμόρφωση του εμβρύου και τελικά στον κόσμο του νεογέννητου, κατά τον ίδιο τρόπο είναι ανίκανοι να καθορίσουν και τα έργα της πνευματικής δημιουργίας, μία από τις μορφές της οποίας είναι και η γένεση των ιδεών. Αυτή η συνολική και μυστηριακή λειτουργία της γένεσης, ειδικά στον πνευματικό τομέα, δημιουργεί τη μοναδικότητα του ανθρώπου επάνω στη γη και αλίμονο σ’ αυτόν ή σ’ αυτούς που θα επιχειρήσουν να την χειραγωγήσουν. Και αυτό ακριβώς είναι που επιχείρησαν να κάνουν οι μαρξιστές ηγέτες κόβοντας στα δυο τον ολοκληρωμένο άνθρωπο με αποτέλεσμα να τον αποξηράνουν ψυχικά και πνευματικά και να οδηγήσουν τις κοινωνίες τους στην αποσύνθεση.
Και για να ξαναγυρίσω στην αρχή, το «παιχνίδι» των αντιθέσεων που οδηγεί σε συνθέσεις δηλαδή στην πορεία προς τα εμπρός και προς τα άνω είναι κατεξοχήν έργο της ελεύθερης σκέψης, της ελεύθερης πνευματικής δημιουργίας και της αδέσμευτης ψυχικής έκφρασης που καμία εξουσία θρησκευτική, στρατιωτική ή πολιτική οπλισμένη με οποιοδήποτε δόγμα δεν κατάφερε έως σήμερα να καθυποτάξει.
Συμπερασματικά βγάζω το καπέλο μου στον Μαρξ ως διανοητή και φιλόσοφο, πιστεύω όμως ότι ο μαρξισμός ως κοινωνικό πείραμα (μετά την επιτυχή και σωτήρια για τους λαούς επαναστατική περίοδο) δε συνέτεινε απλά στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης αλλά λόγω της μεγάλης του ακτινοβολίας οδήγησε μεγάλες μάζες σε όλο τον κόσμο σε διαστρεβλωτικές απόψεις και πρακτικές ως προς την ουσία του ανθρώπου και του ανθρώπινου πολιτισμού, σε βαθμό που να τον θεωρώ συνυπεύθυνο για τη σημερινή ψυχική και πνευματική αποξήρανση που τελικά μας αφοπλίζει οικουμενικά σε μια κρίσιμη ιστορικά στιγμή, που απέναντι στην παντοδυναμία του στρατοκρατούμενου αμερικανικού ιμπεριαλισμού ο απλός άνθρωπος δεν έχει άλλο όπλο για να αντισταθεί εκτός από τις πολιτιστικές του αξίες, τις πνευματικές του κατακτήσεις και την ηθική θωράκιση που αποτελούν την πανοπλία του ολοκληρωμένου ανθρώπου και πολίτη.
Τελικά όμως για όλα αυτά τα τόσο αρνητικά φταίει ο Μαρξ ή ο μαρξισμός; Δηλαδή μήπως φταίνε αυτοί που προσάρμοσαν το μαρξισμό στη θεολογία του Κράτους; Μήπως δεν είναι ο ίδιος ο Μαρξ που είχε πει «εγώ δεν είμαι μαρξιστής» όταν είδε ότι η θεωρία του άρχισε να παίρνει μια δυναμική προς τον κρατισμό; Μήπως δε θεωρούσε τους μαρξιστές περισσότερο ως Λασαλιστές, αφού παρερμήνευαν το μαρξισμό ως «θρησκεία του Κράτους»;
Αντίθετα πουθενά ο Μαρξ δε λέει ότι εναποθέτει τις ελπίδες του στο Κράτος, ένα κράτος κηδεμόνα (κράτος «νάνι-νάνι» όπως το αποκαλούσε ειρωνικά). Εκείνος θεωρούσε το άτομο υπεύθυνο του εαυτού του, των παιδιών του, της κοινωνίας. Όπως στο Χριστιανισμό όπου το άτομο γίνεται «πρόσωπο», δηλαδή μια έννοια πυκνότερη από το άτομο. Το «πρόσωπο» που είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, αυτεξούσιο και υπεύθυνο και όχι ενεργούμενο του Θεού.
Ο Μαρξ έκανε κριτική της πολιτικής οικονομίας και των αντιθέσεων του καπιταλισμού λέγοντας ότι «δε δίνει συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος». Δεν καθόρισε επομένως τι είναι ο Σοσιαλισμός.
Επίσης στην «Κριτική του προγράμματος της Gota» επαναλαμβάνει την ευαγγελική ρήση «είπα και ελάλησα, αμαρτίαν ουκ έχω». Προειδοποίησε επομένως τους κομματικούς του σοσιαλισμού για την «κρατικίστικη δεισιδαιμονία», για την ψευδαίσθηση ότι το Κράτος μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνία, αφού κατά την άποψή του «η κοινωνία δε μετασχηματίζεται εκ των άνω, από μια “φωτισμένη πρωτοπορία”».
Τέλος θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Μαρξ ήταν μια «κλασική» προσωπικότητα, ουμανιστική, αναγεννησιακή. Πίστευε στην αυτοτέλεια του εποικοδομήματος (επομένως και της Τέχνης και του Πολιτισμού, αφού τα θεωρούσε εποικοδόμημα). Πίστευε ότι η πολιτική δεν είναι αντανάκλαση της τέχνης. Ήταν εναντίον του Κρατισμού και της «υποβάθμισης της ατομικότητας από τη λατρεία των μαζών».
Στην πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί ένας «αριστερός Χεγκελιανός», αφού θυσίασε τη νεότητά του μελετώντας τον Χέγκελ. Δηλαδή τον πατέρα της ιδεαλιστικής διαλεκτικής. Στο τέλος παραδέχθηκε ότι το μόνο που έκανε ήταν να «αναποδογυρίσει την ιδεαλιστική διαλεκτική» και να την βάλει «με το κεφάλι επάνω και τα πόδια κάτω», ότι επομένως δεν προσέθεσε τίποτα σ’ αυτήν.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι ο Μαρξ ήταν μια μεγάλη πνευματική μορφή πέραν και πάνω από το Μαρξισμό (όπως άλλωστε είχε δηλώσει και ο ίδιος). Δε θα ήταν επομένως δίκαιο να αναγάγει κανείς σ’ αυτόν όλες τις παραμορφώσεις που έγιναν στο όνομά του.