Του Κώστα Ράπτη
Μπορεί να υπάρξει κάτι χειρότερο από ένα lockdown μέσα στο καταχείμωνο; Ένα blackout ίσως –αλλά σε αυτή την περίπτωση οι πολιτικές επιπτώσεις είναι απολύτως αδύνατο να προβλεφθούν.
Ήδη το Κόσοβο ξεκίνησε τις διακοπές ρεύματος από την Τετάρτη, λόγω του συνδυασμού της χαμηλής εγχώριας παραγωγής ηλεκτρισμού και των υψηλών τιμών εισαγωγής ενέργειας. Η μικρή βαλκανική χώρα των 1,8 εκατ. κατοίκων, που βασίζεται στις εισαγωγές για το 40% των ενεργειακών της αναγκών, έχει διαθέσει 20 εκατ. ευρώ για την προμήθεια ρεύματος, ποσό επταπλάσιο του αντίστοιχου για την ίδια περίοδο πέρσι.
Το ότι πρόκειται για την φτωχότερη χώρα της Ευρώπης δεν σημαίνει ότι άλλες ισχυρότερες δεν έχουν βυθισθεί επίσης στην ενεργειακή κρίση. Και στην περίπτωσή τους διακυβεύεται όχι μόνο η θέρμανση των νοικοκυριών, αλλά και η απρόσκοπτη λειτουργία του μεταποιητικού τους κλάδου.
Ήδη η Aluminium Dunkerque στη Γαλλία, κορυφαία παραγωγός αλουμινίου, περιέκοψε τις τελευταίες δύο εβδομάδες την παραγωγή της κατά 4%, ενώ η επίσης γαλλική Nyrstar προγραμματίζει διακοπή της παραγωγής ψευδαργύρου τον Ιανουάριο και η ρουμανική Azomures έχει ήδη διακόψει την παραγωγή λιπασμάτων.
Σε βιομηχανίες με υψηλή κατανάλωση ενέργειας, όπως είναι η παραγωγή αλουμινίου ή λιπασμάτων, η κερδοφορία εξανεμίζεται. Λ.χ. με τις τρέχουσες τιμές στη Γαλλία η παραγωγή ενός τόνου αλουμινίου, ο οποίος πωλείται προς 2.800 δολάρια, απαιτεί κατανάλωση ενέργειας κόστους 11.000 δολαρίων.
Τα προθεσμιακά συμβόλαια Ιανουαρίου για το φυσικό αέριο στην αγορά της Ολλανδίας, που αποτελεί το σημείο αναφοράς, καταγράφουν οκταπλασιασμό της τιμής σε ετήσια βάση, την ίδια στιγμή που η πληρότητα των αποθηκευτικών χώρων ανέρχεται σε 57% στη Γερμανία (έναντι 78% την ίδια εποχή του χρόνου το 2019) και σε 41% στην Ολλανδία και 37% στην Αυστρία.
Και όμως: η Ευρωπαϊκή Ένωση προτιμά σε αυτή τη συγκυρία να κλιμακώνει τις νεοψυχροπολεμικές εντάσεις με την Ρωσία, διεκδικώντας για γεωπολιτικούς λόγους την συνέχιση της μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου προς Δυσμάς μέσω του απαρχαιωμένου δικτύου της Ουκρανίας και φέρνοντας προσκόμματα (δια των γερμανικών ρυθμιστικών αρχών) στην έναρξη λειτουργίας του νέου υποθαλάσσιου αγωγού NordStream2, στο όνομα της υπεράσπισης του κοινοτικού πλαισίου ρύθμισης της ενεργειακής αγοράς.
Το ότι σύντομα απειλείται να ριχτούν τα κράτη μέλη σε έναν διαγκωνισμό απόσπασης αποθεμάτων από τους γείτονες και αποθησαύρισής τους ενώπιον της κρίσης δεν κρίνεται ως εξίσου μεγάλος για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Στην πραγματικότητα, μοιάζει σαν να επαναλαμβάνεται το φιάσκο της ευρωπαϊκής προμήθειας εμβολίων πέρσι, όταν οι κάθε άλλο παρά αλληλέγγυες συμπεριφορές, εν μέσω ανεπαρκούς σχεδιασμού, επιχειρήθηκε να καλυφθούν με την αναζήτηση εξωτερικών αποδιοπομπαίων τράγων. Η Ρωσία, που καταγγέλλεται ότι απεργάζεται την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης και ταυτοχρόνως ότι δεν αυξάνει τις εξαγωγές βρίσκεται κατά μία έννοια στην ίδια θέση με τη Βρετανία που καταγγελλόταν ότι δεν εκπληρώνει τις παραγγελίες του Astra Zeneca, την ίδια στιγμή που οι πολιτικές ηγεσίες από την άλλη πλευρά της Μάγχης άνοιγαν τον χορό της αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας και ασφάλειάς του.
Και όμως: στη Γερμανία, όπου πλέον συγκυβερνούν οι Πράσινοι, ο προγραμματισμένος τερματισμός λειτουργίας τεσσάρων σχετικώς νέων πυρηνικών σταθμών προχωρά κανονικά, στο όνομα της ενεργειακής μετάβασης. Όμως, σύμφωνα με το όραμα μιας Ευρώπης ελεύθερης άνθρακα μέχρι το 2050, η οποία ταυτοχρόνως μειώνει σταδιακά τους πυρηνικούς της σταθμούς, όπως έπραξε η Γερμανία και προτίθεται να πράξει η Ισπανία, το φυσικό αέριο είναι το αναγκαίο "γεφύρωμα”, μέχρι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειες να κυριαρχήσουν στο ενεργειακό μείγμα.
Στην πραγματικότητα, η βαθύτερη πηγή των δεινών θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην στρεβλή αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία όπως εξασφάλισε μια νομισματική ένωση δίχως δημοσιονομική ένωση, έτσι και άφησε την ενεργειακή ενοποίηση στα μισά του δρόμου. Ενώ ταυτόχρονα η έλλειψη στρατηγικής διορατικότητας άφησε εκτός οπτικού πεδίου τις πιθανές παρενέργειες μιας εσπευσμένης μετάβασης στην πράσινη ενέργεια χωρίς επαρκή σχεδιασμό.
Και ενώ αντικειμενικά μεγάλωνε την εξάρτησή της από το φυσικό αέριο, η ευρωπαϊκή πλευρά επέλεγε να διαμορφώσει ένα πλαίσιο ανταγωνισμού, με κύριο χαρακτηριστικό τον διαχωρισμό παρόχων από διανομείς, που θα καταπολεμούσε το ρωσικό οιονεί μονοπώλιο. Παράλληλα, στρεφόταν από τα μακροπρόθεσμα διακρατικά συμβόλαια σε μία λογική διαπραγμάτευσης στην αγορά. Όλα αυτά με αρκετή ενθάρρυνση από τις ΗΠΑ, οι οποίες αντιμετωπίζουν εχθρικά την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες για λόγους τόσο γεωπολιτικούς (ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με την ευθυγράμμιση Ρωσίας-Γερμανίας) όσο και στενότερα οικονομικούς, αφού το ιδιοτελές συμφέρον τους είναι η προώθηση του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά.
Μόνο που ο έως τώρα σχεδιασμός προσέκρουσε σε δύο σκοπέλους. Ο πρώτος είναι ότι η διαμόρφωση των τιμών δίχως μακροπρόθεσμα συμβόλαια βάζει στο παιχνίδι την αγορά παραγώγων (futures), που λειτουργούν καταλυτικά για την αυτοτροφοδοτούμενη αύξηση των τιμών το τελευταίο διάστημα. Και ο δεύτερος λόγος είναι ότι εντέλει... κάποιος θα πρέπει να βάλει το αέριο. Και από αυτή την άποψη η ρωσική Gazprom επέχει θέση φυσικού μονοπωλίου.
Και τα πράγματα έκανε πολύ χειρότερα η ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας μετά την πανδημία που έστρεψε το δια θαλάσσης διακινούμενο υγροποιημένο φυσικό αέριο μαζικά προς τους καλοπληρωτές της Ασίας – ιδίως την Κίνα η οποία αντιμετωπίζει κρίση στην παραγωγή άνθρακα και δοκιμάζεται ήδη από τοπικές διακοπές της ηλεκτροδότησης. Η Ευρώπη έρχεται έτσι αντιμέτωπη με μια χειμωνιάτικη κρίση δίχως προηγούμενο στη μεταπολεμική περίοδο.