Όταν μιλάμε για τον όμιλο Tönnies βέβαια μιλάμε για εντελώς διαφορετική κλίμακα μεγεθών. Όχι μόνο η συγκεκριμένη μονάδα είναι το μεγαλύτερο σφαγείο της Ευρώπης, πρόκειται και για έναν επιχειρηματικό κολοσσό με μονάδες ανά τον κόσμο, από τις οποίες πέρυσι «πέρασαν» 20,8 εκατομμύρια γουρούνια. Το 2019 παρουσίασε αύξηση εσόδων κατά 9,8% στα 7,3 δισεκατομμύρια ευρώ, με την προσωπική περιουσία του πατριάρχη της οικογενειακή αυτής επιχείρησης Clemens Tönnies να αποτιμάται από το περιοδικό Forbes στα δύο δισεκατομμύρια ευρώ. Όχι τυχαία λοιπόν ο συγκεκριμένος κύριος παρουσιάζεται συχνά ως υπόδειγμα καπιταλιστή, με τον οποίο αρέσκονται να συγχρωτίζονται πολιτικοί όλων των κομμάτων εξουσίας. Ο ίδιος πάλι επιλέγει να «αναβαθμίζει» το προφίλ του εμπλεκόμενος (τι πρωτότυπο!) με το ποδόσφαιρο, κρατώντας εδώ και είκοσι χρόνια τα ηνία της ηγεσίας της ιδιαίτερα λαοφιλούς (αν και μονίμως άτιτλης) ομάδας της Σάλκε. Όπου βέβαια τελευταία δεν τα πάει και τόσο καλά όχι μόνο εξαιτίας της βαθμολογικής θέσης της ομάδας (15 αγώνες χωρίς νίκη) αλλά κυρίως εξαιτίας της επιλογής του να απολύσει εν μέσω πανδημίας πολλούς χαμηλόμισθους ή περιστασιακά απασχολούμενους υπαλλήλους, γεγονός που έχει προκαλέσει την μήνη των οπαδών. Οι οποίοι οπαδοί θεωρούν πως ο πρόεδρος τους (γνωστός και για τις κατά καιρούς ρατσιστικές του τοποθετήσεις) τσαλαπατά τις αξίες του συλλόγου τους, που αντιπροσωπεύει μια περιοχή της οποίας η φυσιογνωμία έχει καθοριστεί από την σκληρή εργασία των ανθρακωρύχων της.
Η βιομηχανία κρέατος βέβαια δεν είναι ένας τυχαίος βιομηχανικός κλάδος, και αυτό όχι μόνο επειδή το 14,5% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου οφείλονται στην εκτροφή και επεξεργασία ζώων. Τα σφαγεία του Σικάγο υπήρξαν ο τόπος εκείνος που πρώτη φορά εμφανίστηκε η γραμμή παραγωγής και επιταχύνθηκε η εντατικοποίηση της εργασίας, ενώ ακόμα και σήμερα οι εταιρίες του κλάδου είναι περιώνυμες για τις εργασιακές τους συνθήκες. Ειδικά στον συγκεκριμένο όμιλο η ανάθεση των επιμέρους τμημάτων της παραγωγής σε υπεργολαβίες (που είναι εκείνες που προσλαμβάνουν και τους εργάτες) αποτελεί σημαντικό ανάχωμα στην κοινή πάλη των εργαζομένων, οι οποίοι επιπλέον κατά κανόνα δεν κατέχουν την γερμανική, δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα τους και φοβούνται πολύ περισσότερο μια ενδεχόμενη απόλυση. Έτσι βιώνουν και εντονότερη εκμετάλλευση, υφιστάμενοι συνεχείς παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας. Κατά κανόνα πληρώνονται μόνο για οκτώ ώρες δουλειάς, εργαζόμενοι στην πραγματικότητα ως και δωδεκάωρα, ενώ από τους ήδη πενιχρούς τους μισθούς παρακρατούνται «έξοδα» για σίτιση, στέγαση αλλά και τον προστατευτικό εξοπλισμό που χρησιμοποιούν. Η εργοδοσία τους στοιβάζει σε μικρά γεμάτα υγρασία και μούχλα διαμερίσματα, για τα οποία καταβάλλουν εξωφρενικά ενοίκια, ενώ η εργασία στο υγρό κρύο των - 6 βαθμών Κελσίου είναι ιδιαίτερα ανθυγιεινή. Το συγκεκριμένο μικροκλίμα ευνοεί επιπλέον την διασπορά του ιού, ιδίως όταν δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες αποστάσεις ασφαλείας ανάμεσα στα πόστα.
Το ζήτημα όμως είναι το τελικό προϊόν να είναι όσο το δυνατόν φθηνότερο. Ειδικά για την γερμανική περίπτωση η διαθεσιμότητα φθηνού κρέατος (ιδιαίτερα χοιρινού), σε τιμές πολύ χαμηλότερες εκείνων των φρούτων και των λαχανικών είναι ένα πολύ κρίσιμο στοιχείο ιδεολογικής νομιμοποίησης του συστήματος. Μια από τις μεγαλύτερες έννοιες του καπιταλισμού άλλωστε ήταν ανέκαθεν η εξασφάλιση φθηνών τροφίμων για τους εργαζόμενους των αστικών κέντρων ώστε αυτοί να μην διεκδικούν μισθολογικές αυξήσεις ή (ακόμα χειρότερα) προκαλούν αναταραχές και εξεγέρσεις. Η διαδικασία αυτή βέβαια ούτε ομαλή είναι ούτε χωρίς αντιφάσεις. Προϋποθέτει είτε υπερεκμετάλλευση της εγχώριας αγροτιάς, είτε τις αθρόες εισαγωγές αγροτικών προϊόντων που και αυτή δύναται να προκαλέσει την δυσαρέσκεια της. Σε διάφορες χώρες όπως η Ρωσία, η Αργεντινή και η Βραζιλία δημιουργούνται έτσι τεράστιες μονοκαλλιέργειες, ενώ στον λεγόμενο «τρίτο κόσμο» δημιουργούνται νεοαποικιακού τύπου συνθήκες εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και λεηλασίας των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Μια από τις σημαντικότερες αιτίες των συχνών λοιμών που πλήττουν την Αφρική και δημιουργούν τα προσφυγικά ρεύματα άλλωστε δεν είναι ο υποτιθέμενος «υπερπληθυσμός» αλλά η εξάρτηση πολλών χωρών από την καλλιέργεια εξαγώγιμων ειδών (βλ καφές, κακάο, μάνγκο, λουλούδια κλπ), τα οποία φυσικά η μεγάλη πλειονότητα των καλλιεργητών τους δεν θα δοκιμάσει ποτέ.
Και βέβαια μια άλλη συνισταμένη του συστήματος της εξασφάλισης φθηνής τροφής (και συναίνεσης) είναι η εκμετάλλευση των εργαζομένων στην ίδια την καπιταλιστική «μητρόπολη». Ακόμα και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την ένωση των δύο Γερμανιών για παράδειγμα στα εδάφη της πάλαι ποτέ Λαοκρατικής Δημοκρατίας οι μισθοί παραμένουν θεσμικά χαμηλότεροι, με σκοπό την με στόχο την «προσέλκυση επενδύσεων» (μέχρι σήμερα πάντως καμία ναυαρχίδα του γερμανικού καπιταλισμού δεν έχει την έδρα της ανατολικά). Επιπλέον το ιδιαίτερα ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας (εθελοντικός χωρισμός των παιδιών μετά την 4η δημοτικού σε τρεις κατευθύνσεις ανάλογα με τις «ικανότητες») μαζί με μια εξαιρετικά καλά οργανωμένη πολιτική κοινωνικών επιδομάτων που στοχεύουν να εγκλωβίζουν στην φτώχεια έχουν δημιουργήσει ένα μειοψηφικό, αλλά πάντως πολύ υπαρκτό, στρώμα επισφαλώς εργαζομένων. Το οποίο όχι μόνο δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή (απέχοντας κατά κανόνα από τις εκλογές) αλλά εξοβελίζεται και κοινωνικά και χωρικά, μπορεί έτσι με ευκολία να αγνοείται από τα κόμματα εξουσίας. Τα πράγματα όμως έχουν αρχίσει να στενεύουν και για μεγάλα κομμάτια της μορφωμένης και καταρτισμένης νέας γενιάς, της οποίας οι προοπτικές φαντάζουν όλο και πιο σκοτεινές καθώς το κοινωνικό κράτος αποδομείται, οι μισθοί καθηλώνονται και το κόστος ζωής (ιδίως εκείνο των ενοικίων) ανεβαίνει. Ήδη ένα πολύ μεγάλο μέρος των συνταξιούχων (ένας στους πέντε) απειλείται από την «φτώχεια στα γεράματα» (Altersarmut), κάτι που οδηγεί πολλούς να μεταναστεύουν σε χώρες όπου το κόστος ζωής είναι χαμηλότερο.
Κυρίως όμως ο γερμανικός καπιταλισμός εκμεταλλεύεται εδώ την άμεση πρόσβαση του στις τεράστιες δεξαμενές φθηνού εργατικού δυναμικού της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης για την κάλυψη των θέσεων ανειδίκευτης εργασίας στην βιομηχανία και την αγροτική συγκομιδή (η ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στην Ε.Ε πρόσφερε εδώ σπουδαίες υπηρεσίες). Έτσι η γερμανική αστική τάξη δεν έχει έτσι ανάγκη να περιμένει το πότε και το πόσοι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες θα καταφέρουν τελικά να φτάσουν στο έδαφος της, ούτε να ασχοληθεί με το να τους εκπαιδεύσει και υποτάξει στους εργασιακούς ρυθμούς της εντατικοποιημένης εργασίας.
Η γερμανική βιομηχανία άλλωστε, σε αντίθεση με τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, βασίζεται πολύ περισσότερο σε ένα εργατικό δυναμικό υψηλής κατάρτισης που μπορεί άμεσα να ενταχθεί στην παραγωγή και να χειριστεί τα μηχανήματα υψηλής ακρίβειας στα οποία βασίζεται η παραγωγή. Αυτό το δυναμικό (ειρωνεία και τραγωδία μαζί) για άλλη μια φορά της το παρέχει σε αφθονία, και κυρίως δωρεάν, ο ευρωπαϊκός νότος, έχοντας πρώτα πληρώσει για την κατάρτιση του. Γι αυτό και η χώρα δεν έχει και ιδιαίτερο πρόβλημα στο να δέχεται κάθε χρόνο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένων, μη άμεσα εντάξιμων στην παραγωγή, που την βοηθούν όμως να καλλιεργεί ένα «φιλάνθρωπο» και «κοσμοπολίτικο» προφίλ, κόντρα στα φαντάσματα του παρελθόντος της. Η πολιτική αυτή επιπλέον παρέχει σημαντικότατες ενέσεις νομιμοποίησης (αλλά και άλλοθι) από μια κοινωνική πλειοψηφία που τουλάχιστον στα λόγια είναι αρκετά ευαίσθητη σε ζητήματα ανθρώπινων δικαιωμάτων (όσο βέβαια τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν θίγουν τους Άγιους Συμμάχους ΗΠΑ και Ισραήλ).
Πίσω όμως στην βιομηχανία κρέατος τώρα η αδιαφορία της για την υγεία των εργαζομένων της προφανώς συνοδεύεται και από αδιαφορία για τον γενικότερο πληθυσμό (φτάνει βέβαια να δει κανείς το τι τον ταΐζει). Η τεράστια ισχύς του λόμπι της απέτρεψε την κυβέρνηση του τοπικού κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, το πολυπληθέστερο της χώρας, από το να πάρει έγκαιρα τα απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της νόσου, με αποτέλεσμα σήμερα όχι μόνο η Γερμανία αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη να απειλείται με ένα δεύτερο κύμα πανδημίας. Ήδη οι περιοχές Gütersloh και Warendorf έχουν μπει εκ νέου σε Lockdown μέχρι τις 30 Ιουνίου, με το φαινόμενο να είναι ακόμα σε εξέλιξη, ενώ παρουσιάζονται νέες εστίες και σε άλλες βιομηχανίες επεξεργασίας κρέατος (Wiesenhof).
Όλα αυτά δεν είναι παρά τα αποτελέσματα μιας διπλής ηθικής που ενώ απαγορεύει και κυνηγά τις υπαίθριες δραστηριότητες των πολιτών δείχνει χαρακτηριστική εμμονή στο να αγνοεί το τι συμβαίνει σε χώρους μαζικής κατοικίας και εργασίας, ιδίως σε τέτοιους που επιδιώκεται να λειτουργήσουν ως μοντέλα για την επιβολή επισφαλών εργασιακών σχέσεων και στην υπόλοιπη κοινωνία. Οπότε τα όποια αισθήματα συμπόνιας για τους κινδύνους που διατρέχει η πολιτική καριέρα του πρόεδρου του κρατιδίου, υποψήφιου αρχηγού των Χριστιανοδημοκρατών και επίδοξου καγκελάριου Armin Laschet μάλλον θα είναι γενικώς «συγκρατημένα».
Άλεξ Κάντζιας - Ρόντε
kommon.gr