Πρόλογος από: Γιώργο Κουτσαντώνη και Μιχάλη Θεοδοσιάδη
Στην ταινία «Τα τέρατα» του γνωστού Ιταλού σκηνοθέτη Dino Risi, σε ένα σημείο αναφέρεται με προκλητικό και ελιτίστικο τρόπο:
Κάποιος βλέποντας ότι οι ηλίθιοι ήταν η πλειοψηφία, σκέφτηκε την ίδρυση του Κόμματος των Ηλιθίων, αλλά κανείς δεν τον ακολούθησε. Έτσι άλλαξε το όνομα σε Κόμμα των Ευφυών και τότε όλοι οι ηλίθιοι τον ακολούθησαν.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο της
Σιμόν Βέιλ
Η Σιμόν Βέιλ (Simone Weil, 3 Φεβρουαρίου 1909 – 24 Αυγούστου 1943) ήταν Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια.
Μετά την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο, έγινε καθηγήτρια. Δίδαξε καθ'όλη την δεκαετία του 1930 με αρκετά διαλείμματα εξαιτίας των προβλημάτων υγείας της και για να αφιερωθεί στον πολιτικό ακτιβισμό, κάτι που την βοήθησε στο συνδικαλιστικό κίνημα με το οποίο τάχθηκε υπέρ των αναρχικών στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και για περισσότερο από ένα χρόνο δούλεψε ως εργάτρια, κυρίως σε εργοστάσια αυτοκινήτων, ώστε να κατανοήσει καλύτερα την εργατική τάξη. Η Βέιλ έγραφε βιβλία καθ'όλη την διάρκεια της ζωής της, αν και τα περισσότερα από τα γραπτά της δεν έλαβαν αρκετή προσοχή παρά μόνο μετά τον θάνατό της. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η δουλειά της έγινε διάσημη στην ηπειρωτική Ευρώπη και σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Η σκέψη της συνεχίζει να αποτελεί ένα αντικείμενο εκτεταμένης μελέτης σε ένα ευρύ φάσμα τομέων. Μια μελέτη απέδειξε ότι μεταξύ του 1995 και του 2012 είχαν δημοσιευτεί πάνω από 2.500 επιστημονικά έργα για αυτήν. Ο Αλμπέρ Καμύ την χαρακτήρισε ως "το μοναδικό μεγάλο πνεύμα της εποχής μας".
Για την Κατάργηση των Κομμάτων το οποίο προτείνουμε να διαβαστεί παράλληλα με προηγούμενη ανάρτησή μας: Simone Weil – Σκέψεις για τη γενική κατάργηση των πολιτικών κομμάτων. Σε αντίθεση με τα τέρατα του Risi, η Σιμόν Βέιλ, με τον στιβαρό και δομημένο λόγο της, δεν ασκεί απλά μια ειρωνική και καυστική κριτική στα πολιτικά κόμματα. Η Βέιλ χωρίς να υποτιμά τον άνθρωπο «ξεμπροστιάζει» τον ίδιο το θεσμό και τον απογυμνώνει από την φαινομενική του αίγλη. Χρησιμοποιεί τη λογική και ορίζει ρητά ως θεραπευτική επιλογή/ανάγκη την απελευθέρωσή μας από τα κόμματα, τα οποία (όπως γράφει η ίδια) σαν τη λέπρα αρρωσταίνουν τη σκέψη και τη λογική.Μετά την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο, έγινε καθηγήτρια. Δίδαξε καθ'όλη την δεκαετία του 1930 με αρκετά διαλείμματα εξαιτίας των προβλημάτων υγείας της και για να αφιερωθεί στον πολιτικό ακτιβισμό, κάτι που την βοήθησε στο συνδικαλιστικό κίνημα με το οποίο τάχθηκε υπέρ των αναρχικών στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και για περισσότερο από ένα χρόνο δούλεψε ως εργάτρια, κυρίως σε εργοστάσια αυτοκινήτων, ώστε να κατανοήσει καλύτερα την εργατική τάξη. Η Βέιλ έγραφε βιβλία καθ'όλη την διάρκεια της ζωής της, αν και τα περισσότερα από τα γραπτά της δεν έλαβαν αρκετή προσοχή παρά μόνο μετά τον θάνατό της. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η δουλειά της έγινε διάσημη στην ηπειρωτική Ευρώπη και σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Η σκέψη της συνεχίζει να αποτελεί ένα αντικείμενο εκτεταμένης μελέτης σε ένα ευρύ φάσμα τομέων. Μια μελέτη απέδειξε ότι μεταξύ του 1995 και του 2012 είχαν δημοσιευτεί πάνω από 2.500 επιστημονικά έργα για αυτήν. Ο Αλμπέρ Καμύ την χαρακτήρισε ως "το μοναδικό μεγάλο πνεύμα της εποχής μας".
Επιπλέον, μας είναι γνωστό ότι η φιλοσοφία της Βέιλ έχει βαθιές θρησκευτικές και μεταφυσικές βάσεις. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν τη φέρνει σε αντίθεση με τη ρεπουμπλικανική ηθική (την ηθική της δημοκρατίας, με άλλα λόγια). Αντίθετα, η σκέψη της Βέιλ παρότι εκλαμβάνει ως αφετηρία της θεωρητικά σχήματα τα οποία -τυπικά τουλάχιστον- δε συσχετίζονται με τη δημοκρατική παράδοση της δύσης (θα έλεγε κανείς), οδηγείται σε μια υβριδική φιλοσοφία που προσεγγίζει μια από τις βασικότερες πτυχές αυτής της παράδοσης: τη σημασία της ατομικής δόξας, που αποτελούσε βασική συνιστώσα της Αθηναϊκής δημοκρατίας, του αἰὲν ἀριστεύειν, κοινώς του ανταγωνισμού όλων των προσωπικών απόψεων κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της εκκλησίας του δήμου. Ένας από τους λόγους που οφείλουμε να αποκηρύξουμε τα πολιτικά κόμματα, όπως λέει η Βέιλ, έγκειται στο γεγονός ότι τα κόμματα προσπαθούν να διαλύσουν και να πολτοποιήσουν όλα τα πολιτικά υποκείμενα, προσπαθώντας να τα συνενώσουν κάτω από μία ιδεολογική ομπρέλα, εφόσον κάθε άτομο και κάθε υποκείμενο συνθλίβεται μέσα στους ιεραρχικούς τους μηχανισμούς ώστε να απαιτείται πάντα να μιλάει κάποιος άλλος εξ ονόματός αυτών, κάποιος που εκφράζει τη «γενική βούληση». Τούτη η πολιτική ομογενοποίησης και σαλαμοποίησης, έχοντας εκμηδενίσει όλους τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς γνώμων, παραβλέπει τη σημασία της σύγκρουσης ιδεών, ως αποτέλεσμα του λεγόμενου self-reliance (αυτοδυναμία) κατά τον Ralph Waldo Emerson, οδηγώντας στο GroupThink, στη λογική του consensus που κατά βάση πρόκειται για ιδεολογική ειρηνοποίηση. Το να εγγυώνται, λοιπόν, τέτοιοι πολιτικοί οργανισμοί τον «εκδημοκρατισμό» της κοινωνίας είναι αντίφαση εν τοις όροις, καθότι στρεβλώνει την ιδέα περί δημοκρατίας.
———- / ———-
Κοριτσάκια που θαρρούσαν ότι πρόσκεινται στον γκωλισμό σαν να ήταν το γαλλικό ισοδύναμο του χιτλερισμού, πρόσθεταν: «Η αλήθεια είναι σχετική, ακόμη και στη γεωμετρία». Άγγιζαν άθελά τους την ουσία. Αν δεν υπάρχει αλήθεια, είναι νόμιμο να σκεφτόμαστε κατά τον άλφα ή βήτα τρόπο. Έχουμε μαύρα μαλλιά, καστανά, κόκκινα, ή ξανθά, από φυσικού μας. Η σκέψη, όπως τα μαλλιά, είναι τότε προϊόν μια φυσικής διεργασίας αφαίρεσης. Αν παραδεχτούμε ότι υπάρχει μια αλήθεια, δεν επιτρέπεται να σκεφτούμε παρά αυτό που είναι αληθινό. Σκεφτόμαστε τότε κάτι, όχι επειδή τυχαίνει να είμαστε Γάλλοι, καθολικοί ή σοσιαλιστές, αλλά επειδή το ακατάβλητο φως του αυτονότητου μας υποχρεώνει να σκεφτούμε έτσι και όχι διαφορετικά.
Πώς να προσυπογράψουμε διακηρύξεις που δεν γνωρίζουμε; Αρκεί να υποταχτούμε άνευ όρων στην αυθεντία από την οποία εκπορεύονται.
Γι’ αυτό ο άγιος Θωμάς (ενν. ο Ακινάτης) δεν θέλει να υποστηρίξει τις διακηρύξεις του παρά διαμέσου της αυθεντίας της Εκκλησίας, εξαιρώντας κάθε άλλο επιχείρημα. Επειδή, λέει, δεν χρειάζονται περισσότερα γι’ αυτούς που τις αποδέχονται, ενώ κανένα επιχείρημα δεν θα έπειθε αυτούς που τις αρνούνται.
Έτσι το εσωτερικό φως του αυτονόητου, αυτής της ικανότητας αντίληψης που παραχωρήθηκε άνωθεν στην ψυχή του ανθρώπου για να ανταποκρίνεται στην επιθυμία της αλήθειας, έχει απορριφτεί, καταδικασμένο σε έργα δουλοπρεπή, κάπως σαν να κάνεις προσθέσεις, αποκλείοντας κάθε έρευνα που σχετίζεται με το πνευματικό πεπρωμένο του ανθρώπου. Το κίνητρο της σκέψης δεν είναι πια η άνευ όρων και καθορισμών επιθυμία της αλήθειας, αλλά η επιθυμία συμμόρφωσης με μια εκ των προτέρων θεσμοθετημένη διδασκαλία.
Το γεγονός ότι η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός κατέπνιξε έτσι σε τόσο ευρεία κλίμακα το πνεύμα της αλήθειας -και αν δεν το κατάφερε ολοκληρωτικά με την Ιερά Εξέταση, τούτο οφείλεται στο ότι η μυστική (εμπειρία) πρόσφερε ένα ασφαλές καταφύγιο- αποτελεί τραγική ειρωνεία. Το έχουν παρατηρήσει επανειλημμένα. Εκείνο που έχουν παρατηρήσει λιγότερο είναι μια άλλη τραγική ειρωνεία. Ότι το κίνημα εξέγερσης ενάντια στην κατάπνιξη των πνευμάτων υπό το καθεστώς της Ιεράς ‘Εξέτασης προσανατολίστηκε έτσι ώστε να εξακολουθήσει το έργο της κατάπνιξης.
Η Μεταρρύθμιση και ο ουμανισμός της Αναγέννησης, διπλό προϊόν αυτής της εξέγερσης, συνέβαλαν τα μέγιστα στη δημιουργία, ύστερα από τρείς αιώνες ωρίμανσης, του πνεύματος του 1789. Από εδώ προήλθε ύστερα από ένα διάστημα ή δημοκρατία μας, θεμελιωμένη στο παιχνίδι των κομμάτων, που το καθένα τους είναι μια μικρή κοσμική Εκκλησία, οπλισμένη με την απειλή του αφορισμού. Η επίδραση των κομμάτων έχει μολύνει ολόκληρη τη διανοητική ζωή της εποχής μας.
Ένας άνθρωπος που προσχωρεί σε ένα κόμμα έχει προσέξει ότι υπάρχουν πιθανώς στην πράξη και στην προπαγάνδα αυτού του κόμματος πράγματα που του φάνηκαν σωστά και καλά. Ποτέ του όμως δεν μελέτησε τη θέση του κόμματος αναφορικά με τα προβλήματα του δημόσιου βίου. Μπαίνοντας στο κόμμα, αποδέχεται θέσεις που αγνοεί. Έτσι, υποτάσσει τη σκέψη του στην αυθεντία του κόμματος. Όταν, σιγά σιγά θα μάθει τις θέσεις αυτές, θα τις αποδεχτεί ανεξέταστα.
Είναι ακριβώς το ίδιο που συμβαίνει σε όποιον προσχωρεί στην καθολική ορθοδοξία, τη σύμφωνη με τη σύλληψη του άγιου Θωμά [1].
Εάν ένας ρωτούσε, ζητώντας την κάρτα του μέλους : «Συμφωνώ με το κόμμα στο τάδε, τάδε και τάδε σημείο. Δεν έχω μελετήσει τις άλλες θέσεις του και διατηρώ όλες μου τις επιφυλάξεις, για όσο δεν θα το έχω κάνει», θα τον παρακαλούσαν σίγουρα να ξαναπεράσει αργότερα.
Στην πραγματικότητα όμως, πλην σπανίων εξαιρέσεων, όποιος εισέρχεται σε ένα κόμμα υιοθετεί πειθήνια την πνευματική στάση που θα εκφράσει αργότερα λέγοντας: «Όντας μοναρχικός, όντας σοσιαλιστής, σκέφτομαι ότι…». Είναι τόσο αναπαυτικό! Γιατί αυτό δεν είναι σκέψη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αναπαυτικό από το να μη σκέφτεσαι.
Όσο για το τρίτο χαρακτηριστικό των κομμάτων (βλέπε εδώ σ. 26) και για το ότι πρόκειται για μηχανές παραγωγής συλλογικού πάθους, είναι τόσο ορατό που δεν χρειάζεται να αποδειχτεί. Το συλλογικό πάθος είναι η μοναδική ενέργεια την οποία διαθέτουν τα κόμματα για να ασκήσουν εξωτερική προπαγάνδα και πίεση στην ψυχή κάθε μέλους.
Ομολογείται ότι το πνεύμα του κόμματος αποτυφλώνει τον άνθρωπο, τον καθιστά αναίσθητο στο δίκαιο, εξωθεί ακόμη και έντιμους πολίτες σε πιο άγρια και ωμή επίθεση κατά αθώων. Το ομολογούμε, αλλά δεν σκεφτόμαστε να καταργήσουμε τους οργανισμούς που παρασκευάζουν αυτό το πνεύμα.
Ωστόσο, απαγορεύουν τα ναρκωτικά.
Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι εξαρτημένοι από αυτά. Αλλά θα υπήρχαν περισσότεροι, εάν το κράτος οργάνωνε την πώληση του όπιου και της κοκαΐνης σε όλα τα καπνοπωλεία, με διαφημιστικές αφίσες που να ενθαρρύνουν την κατανάλωσή τους.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο θεσμός των κομμάτων φαίνεται να συνιστά σχεδόν απόλυτο κακό. Είναι κακά στην ίδια τους την αρχή, και έχουν κακές πρακτικές συνέπειες.
Η κατάργηση των κομμάτων θα ήταν το σχεδόν απόλυτο καλό. Είναι εμμενώς νόμιμο καταρχήν και δεν φαίνεται πρακτικά παρά να έχει αγαθές συνέπειες.
Οι υποψήφιοι θα έλεγαν στους ψηφοφόρους όχι ότι «έχω αυτή την ετικέτα» -πράγμα που πρακτικά δεν μαθαίνει τίποτα στο κοινό σχετικά με τη συγκεκριμένη στάση τους απέναντι σε απτά προβλήματα- αλλά θα τους έλεγαν: «σκέφτομαι αυτό, εκείνο και το άλλο απέναντι σε αυτό, εκείνο και το άλλο σοβαρό πρόβλημα».
Οι εκλεγμένοι θα συνασπίζονταν και θα διαλύονταν ανάλογα με τη φυσική κινητικότητα που δημιουργεί ή συμφωνία ή ή διαφωνία απόψεων. Μπορώ Θαυμάσια να είμαι σύμφωνος με τον κ. Α. για την αποικοκρατία και να διαφωνώ μαζί του για την ιδιοκτησία των χωρικών. Το αντίστροφο με τον κ. Β. Εάν το θέμα ήταν η αποικιοκρατία θα πήγαινα, πριν τη συνεδρίαση, να κουβεντιάσω λίγο με τον κ. Α. ή, εάν ήταν η ιδιοκτησία των χωρικών, με τον κ. Β.
Η τεχνητή συγκρότηση σε κόμματα έχει συμπέσει τόσο λίγο με πραγματικές συγγενικές απόψεις, που ένας βουλευτής μπορεί να διαφωνεί σε όλες τις συγκεκριμένες στάσεις με ένα συνάδελφο του ίδιου κόμματος και να συμφωνεί με βουλευτή άλλου κόμματος.
Πόσες φορές στη Γερμανία, στα 1932, ένας κομμουνιστής και ένας ναζιστής, κουβεντιάζοντας στο δρόμο, έπαθαν σκοτοδίνη όταν διαπίστωσαν ότι συμφωνούν σε όλα!
Μπροστά από το Κοινοβούλιο, καθώς υπήρχαν περιοδικά ιδεών, φυσικό ήταν να δημιουργούν γύρω τους και τα ανάλογα περιβάλλοντα. Αυτά τα περιβάλλοντα έπρεπε να διατηρούνται σε ρευστή κατάσταση. Αυτή η ρευστότητα κάνει αυτά τα περιβάλλοντα συγγενών απόψεων να διακρίνονται από τα κόμματα και τα εμποδίζει να ασκούν κακή επιδραση. Όταν συναναστρεφόμαστε φιλικά αυτόν που διευθύνει ένα τέτοιο περιοδικό, αυτούς που γράφουν συχνά σε αυτό, όταν γράφουμε κι εμείς οι ίδιοι, ξέρουμε ότι είμαστε σε επαφή με το περιβάλλον αυτού του περιοδικού. Αλλά δεν ξέρούμε εάν εμείς οι ίδιοι ανήκουμε σ’αυτό. Δεν υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στο έξω και το μέσα. Σε ευρύτερο κύκλο βρίσκονται αυτοί που διαβάζουν το περιοδικό και γνωρίζουν έναν ή δύο από τους συγγραφείς του. Ακόμα πιο πέρα οι τακτικοί αναγνώστες που αντλούν από αυτό κάποια έμπνευση. Πιο μακριά οι ευκαιριακοί αναγνώστες. Κανενός ομως δεν θα του περνούσε από το νου να σκεφτεί ή να πει: «Όντας συνδεδεμένος με αυτό το περιοδικό, σκέφτομαι ότι…».
Όταν οι συνεργάτες ενός περιοδικού παρουσιάζονται στις εκλογές, θα έπρεπε να τους απαγορεύεται να παρουσιάζονται με την ιδιότητα συνεργάτη. Θα έπρεπε να απαγορεύεται στο περιοδικό να τους προσφέρει αξιώματα ή να βοηθήσει άμεσα ή έμμεσα την υποψηφιότητά τους, ή έστω απλώς να άναφερθεί σ’ αυτήν.
Κάθε ομάδα «φίλων» τέτοιου περιοδικού έπρεπε να απαγορεύεται.
Εάν ένα περιοδικό εμπόδιζε τους συνεργάτες του, επί ποινή αποκλεισμού, να συνεργαστούν σε οποιεσδήποτε άλλες εκδόσεις, θα έπρεπε να ανασταλεί η έκδοση του μόλις αποδεικνυόταν το γεγονός.
Αυτό προϋποθέτει ένα καθεστώς τύπου που θα καθιστούσε αδύνατο να συνεργαστείς σε εκδόσεις ατιμωτικές.
Κάθε φορά που ένα τέτοιο περιβάλλον θα επιχειρούσε να προσδιοριστεί με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μέλους, θα υπήρχε ποινική καταστολή, όταν θα είχαμε επιβεβαίωση του γεγονότος. Εννοείται ότι θα υπήρχαν παράνομα κόμματα. Αλλά τα μέλη τους δεν θα είχαν ήσυχη συνείδηση. Δεν θα μπορούσαν πιά να επιδείξουν δημόσια πνεύμα δουλαγωγίας. Δεν θα μπορούσαν να προπαγανδίζουν τίποτα εν ονόματι του κόμματος. Το κόμμα δεν θα μπορούσε πιά να τα κρατά σ’ ένα αδιέξοδο δίκτυο ενδιαφερόντων, αισθημάτων και υποχρεώσεων.
Κάθε φορά που ένας νόμος είναι αδέκαστος, δίκαιος και θεμελιωμένος σε μια θεώρηση του κοινού αγαθού, αφομοιώσιμη από το λαό, αδυνατίζει όλα όσα απαγορεύει. Τα αδυνατίζει από μόνο το γεγονός ότι υπάρχει και ανεξάρτητα από τα κατασταλτικά μέτρα που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν εφαρμόζοντάς τον.
Αυτή η ενυπάρχουσα μεγαλοσύνη του νόμου είναι παράγοντας της δημόσιας ζωής, που την έχουμε από καιρό λησμονήσει και στην οποία πρέπει να επανέλθουμε.
Φαίνεται ότι τα κωλύματα που αναγνωρίζομε στην ύπαρξη παράνομων κομμάτων απαντώνται σε βαθμό υψηλότερο στα νόμιμα κόμματα.
Γενικά θα λέγαμε ότι μια προσεκτική εξέταση δεν αφήνει να φανεί από κάθε άποψη κανενός είδους κώλυμα ως επακόλουθο της κατάργησης των κομμάτων.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο τα απρόσκοπτα μέτρα αυτού του είδους είναι εκείνα που έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να ληφθούν. Λένε: αν ήταν τόσο απλό, γιατί δεν εφαρμόστηκαν πολύ πρωτύτερα;
Κι όμως, γενικά, τα σπουδαία πράγματα είναι εύκολα και απλά.
Αυτό το γεγονός θα άπλωνε την εξυγιαντική του επενέργεια πολύ πέρα από τα δημόσια πράγματα. Γιατί το πνεύμα του κόμματος κατάφερε να τα μολύνει όλα.
Οι θεσμοί που καθορίζουν το παιχνίδι της δημόσιας ζωής σε μια χώρα επηρεάζουν πάντα τη σκέψη στην ολότητά της, εξαιτίας του γοήτρου της εξουσίας.
Φτάσαμε στο σημείο να μη σκεφτόμαστε σχεδόν καθόλου, σε κανέναν τομέα, παρά να παίρνουμε θέση «υπέρ» ή «κατά» μιας γνώμης. Έπειτα αναζητούμε επιχειρήματα, ανάλογα με την περίπτωση, είτε υπέρ είτε κατά. Είναι ακριβώς σαν να μεταθέτουμε την προσχώρηση σε ένα κόμμα.
Όπως στα πολιτικά κόμματα, υπάρχουν δημοκράτες που αποδέχονται πολλά κόμματα, το ίδιο και στο πεδίο των γνωμών τα ανοιχτά πνεύματα αναγνωρίζουν άξια στις γνώμες με τις οποίες διαφωνούν.
Αυτό σημαίνει να έχεις χάσει την ίδια την αίσθηση του αληθινού και του ψευδούς.
Άλλοι, έχοντας πάρει θέση για μια γνώμη, δεν συναινούν να εξεταστεί τίποτα αντίθετό της. Να η μετάθεση του ολοκληρωτικού πνεύματος.
Όταν ο Αϊνστάιν ήρθε στη Γαλλία, όλοι οι ανήκοντες σε περιβάλλοντα διανόησης, περιλαμβανομένων ακόμη και των σοφών, διαιρέθηκαν σε δύο στρατόπεδα, υπέρ του και κατά. Κάθε νέα επιστημονική σκέψη έχει τους οπαδούς της και τους αντιπάλους της. Και οι δύο υποκινούνται σε θλιβερό βαθμό από το κομματικό πνεύμα. Άλλωστε, αποκρυσταλλώνονται λίγο-πολύ σε αυτά τα περιβάλλοντα τάσεις και φατρίες.
Στην τέχνη και τη λογοτεχνία τα πράγματα είναι ακόμη πιο ξεκάθαρα. Ο κυβισμός και ο υπερρεαλισμός υπήρξαν κάτι σαν κόμματα. Ήμασταν «ζιντιανοί», όπως ήμασταν «μωρουαϊστες» [2]. Για να έχουμε όνομα, χρειάζεται να περιστοιχιζόμαστε από ομήγυρη θαυμαστών εμπνεόμενων από κομματικό πνεύμα.
Το ίδιο δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αφοσίωση στο κόμμα και σε μια Εκκλησία, ή πάλι σε μια αντιθρησκευτική στάση. Ήμασταν υπέρ ή κατά της πίστης στο Θεό, υπέρ ή κατά του χριστιανισμού, και ούτω καθεξής. Φτάσαμε στο σημείο, στο χώρο της θρησκείας, να μιλούμε για αγωνιστές.
Ακόμη και στα σχολεία δεν έχουμε άλλο τρόπο να ενδυναμώσομε τη σκέψη των παιδιών παρά καλώντας τα να τοποθετηθούν υπέρ ή κατά. Παραθέτουμε μια φράση από έναν μεγάλο συγγραφέα και τους λέμε: «Συμφωνείτε ή όχι; Αναπτύξτε τα επιχειρήματά σας». Στο διαγώνισμα οι δύστυχοι μαθητές, όντας υποχρεωμένοι να τελειώσουν την έκθεση μέσα σε τρείς ώρες, δεν έχουν ούτε πέντε λεπτά για να αναρωτηθούν αν συμφωνούν. Κι όμως είναι τόσο εύκολο να τους πούμε: «Μελετήστε αυτό το κείμενο και εκφράστε τις σκέψεις που σας έρχονται στο νου».
Παντού σχεδόν -συχνά και για καθαρά τεχνικά προβλήματα- η διεργασία της υπεράσπισης, το να πάρουμε θέση υπέρ ή κατά, υποκατέστησε τη διεργασία της σκέψης.
Είναι κάτι σαν λέπρα, που προέρχεται από τα πολιτικά περιβάλλοντα και που εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, προσβάλλοντας τη σκέψη σχεδόν στο σύνολό της.
Είναι αμφίβολο αν μπορούμε να θεραπεύσουμε αυτή τη λέπρα, που μας σκοτώνει, αν δεν κάνουμε την αρχή καταργώντας τα πολιτικά κόμματα.
___________
[1]. Ας σκεφτούν οι αναγνώστες και το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο της Βέιλ Επιστολή πρός έναν Ιερέα (μτφρ. Π. Υφαντής, Ευθύνη, Σειρά Αναλόγιο, 2007, σ. 46): «Η θωμιστική αντληψη για την πίστη συνεπάγεται έναν «ολοκληρωτισμό» έξίσου ή καί περισσότερο ασφυκτικό από έκείνον του Χίτλερ. Διότι άν τό πνεύμα αποδέχεται όχι μόνο όσα η Εκκλησία έχει αναγνωρίσει ως αρκούντως υποχρεωτικά για την πίστη αλλά και όσα αυτή θα αναγνωρίσει ενδεχομένως ως τέτοια, η διανόηση πρέπει να είναι φιμωμένη και περιορισμένη σέ δουλικά καθήκοντα»
[2]. Οι πρώτοι, προφανώς, οπαδοί του Αντρέ Ζίντ, συγγραφέα μεταξύ άλλων των βιβλίων Ποιμενική συμφωνία. Επίγειες τροφές κ.ά. (βραβειο Νόμπελ 1947). Οι δεύτεροι οπαδοί του Αντρέ Μωρουά (1885-1967), επίσης συγγραφέα, ακαδημαϊκού και βιογράφου διασημοτήτων, όπως του Σέλλεϋ, της Γεωργίας Σάνδη κ.ά.
[2]. Οι πρώτοι, προφανώς, οπαδοί του Αντρέ Ζίντ, συγγραφέα μεταξύ άλλων των βιβλίων Ποιμενική συμφωνία. Επίγειες τροφές κ.ά. (βραβειο Νόμπελ 1947). Οι δεύτεροι οπαδοί του Αντρέ Μωρουά (1885-1967), επίσης συγγραφέα, ακαδημαϊκού και βιογράφου διασημοτήτων, όπως του Σέλλεϋ, της Γεωργίας Σάνδη κ.ά.