Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
Έτσι, καθώς πέθαινε και έχοντας την πιθανότητα μιας θέσης στον παράδεισο, αναρωτήθηκε τι νόημα θα είχε για την ίδια μια αιώνια αδιάλειπτη παραδείσια γαλήνη, αν εκείνος αργοκαιγόταν στην κόλαση.
Κι’ ήταν η πρώτη στ’ αλήθεια φορά που της φάνηκε απίστευτα ανόητη η σωτηρία της. Μια σωτηρία δίχως νόημα. Τι μαλακίες είναι αυτές, θύμωσε κάπως.
Ήξερε βέβαια καλά πως, έτσι κι αλλιώς, στη σωτηρία της δεν γύρευε μιαν ηθική αξιολόγηση των γειτόνων ή μια νομική δικαίωση υπογεγραμμένη από τα χέρια του Θεού.
Η σωτηρία της ήτανε, λέει, να γίνει σώα, ολάκερη, ακέραια. Να μην γνωρίσει η ύπαρξη της άλλο ακρωτηριασμό. Να λευτερωθεί, ρε παιδί μου, η ύπαρξη της απ’ το θάνατο.
Όπως και να το πεις, εκείνη δεν είδε φωτεινά τούνελ και καταυγάζουσες αποχρώσεις του λευκού, κατά πως λέγαν οι έχοντες επιθανάτιες εμπειρίες.
Ίσως γιατί ετούτη η διαβολεμένη σκέψη της είχε καρφωθεί στο μυαλό. Τι να την κάνω της σωτηρία δίχως εσένα. Τι να σωθώ εγώ δίχως σου.
Στο αναμεταξύ, όλοι οι άλλοι θα συνέχιζαν να πεθαίνουν, κάποιοι να γεννιούνται και κάποιοι να πιστεύουν πως υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας. Κάποιοι άλλοι θα φαντάζονταν πως το κορμί αποσυντίθεται σαν τις ανάλαφρες φτερούγες ενός πουλιού, που λιώνουν στο χώμα και πως η ψυχή διαφεύγει του χάροντα και δραπετεύει κάπου μακριά. Κάποιοι άλλοι, τέλος, θα προσδοκούσαν να μην πεθάνουν ποτέ.
Όμως η δική της προσδοκία ήταν διαφορετική. Εκείνη με θράσος σχεδόν προσδοκούσε, λέει, ανάσταση και του σώματος. Επανασύνθεση φτού κι απ’ την αρχή. Ξαναζωντάνεμα της υλικής της υπόστασης. Κανονική Ανάσταση εδώ και τώρα, σαν να λέμε δηλαδή.
Ζόρικα πράγματα τέτοιες προσδοκίες. Τελείως ξένες στη φυσική μας πραγματικότητα των ζωντανών. Έξω απ’ την πραγματικότητα κι ως εκ τούτου ανέκφραστες με τα γλωσσικά ιδιώματα των ζωντανών.
Χασκογέλασε σ’ αυτήν ιδέα. Με ποιόν άραγε θα μπορούσε να μοιραστεί αυτή την κοινή εμπειρία της υπέρβασης των ορίων της φύσης; Και στη στιγμή το χαμόγελο ξεγελάστηκε και μαράθηκε σαν ανθάκι στη σκέψη της δικιάς του κόλασης. Γιατί τώρα ήξερε καλά πως η ανάσταση της δεν είχε νόημα, αφού εκείνος ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να κοινωνήσει μαζί του τούτη τη πρωτόφαντη εμπειρία της, κόντρα στο λογικό της φύσης, κόντρα στα όρια. Όμως εκείνος έχασκε μισερός. Τι να το κάνει εκείνη το ολόκληρο της; Τι νόημα είχε το αμοίραστο ολόκληρο της! Τι νόημα είχε χωρίς εκείνον!
Είχε γνωρίσει ανθρώπους πολλούς στη ζωή της. Πρόλαβε. Πολλοί βεβαίωναν τη συνέχιση της ύπαρξης μετά το θάνατο. Ζητούσαν πίστη σ’ αυτήν την επαγγελία, γύρευαν την λογική της θυσιασμένη σε τούτο το ανεξήγητο δόγμα. Βαστούσαν ένα χοντρό κιτάπι πεποιθήσεων και πεισματικά γυρεύανε την εγγραφή της. Άλλοι πάλι της μίλησαν για τη σιγουριά της αθανασίας της ψυχής που τη σκαπουλάρει τελευταία στιγμή απ’ το θνητό καβούκι της. Άλλοι πάλι έλεγαν με κάμποση κρυμένη πίκρα για τη σιγουριά του τίποτα, για το μηδέν που μας περιμένει. Τι μανία με τις βεβαιότητες τους! Σίγουρα δεν υπήρχε άλλος πολιτισμός που να ‘χει τόση ανάγκη από βεβαιότητες. Γέλασε κάπως.
Γέλασε με εκείνον τον ήσυχο τρόπο που χαμογελούν οι πεθαμένοι.
Εκείνη είχε αποκλείσει όλες αυτές τις εκδοχές. Δεν είχε ανάγκη προβολής των επιθυμιών της και διανοητικών ησυχασμών. Το νήπιο το είχε αφήσει ξοπίσω της σε δύσκολους καιρούς εσπευσμένης ενηλικίωσης.
Εκείνη κρεμόταν στην εμπειρία των γιαγιάδων της. Κακά τα ψέματα. Δεν υπάρχει τίποτα στη φύση του ανθρώπου που να είναι αθάνατο.
Κι η ανάσταση; Η εδώ και τώρα; Είπαμε, δεν είναι στη φύση του ανθρώπου. Αυτή τη φύση που σαν ο άνθρωπος πεθαίνει, διαλύεται αποσυντίθεται και τελειώνει και μαζί χάνονται για πάντα όλοι οι τρόποι που γνώριζε να εκδηλώνεται. Οι αισθήσεις απ’ τ’ αγγίγματα, η νόηση και οι ζυγαριές των συναλλαγών της, η κρίση και τα χαζοδίκαια της, η φαντασία που χειραγωγήθηκε, ο λόγος που έδωσε μορφές στα πράγματα γύρω, η θέληση που καμώθηκε την ακατάβλητη, η μνήμη η επιλεκτική, η επιθυμία που ντράπηκε και κρύφτηκε ενοχικά, όλα αυτά χάθηκαν πια.
Κι η ανάσταση, η σωτηρία απ’ τον θάνατο τότε, πώς; Η ανάσταση που τώρα δεν είχε νόημα στην απουσία του; Η ανάσταση, που έμοιαζε τώρα ανόητη φάρσα μπροστά στη δική του κόλαση. Η ανάσταση πώς; Τι να την κάνω την δική μου ανάσταση μπρος στην κόλαση σου, ψιθύρισε κι άκουσε τον ψίθυρο της φωνή οργισμένη να την καίει.
Έμπηξε μύρια κλάματα εκεί καταμεσής του παραδείσου κι η μια ανάσα της κλουθούσε στο κατόπι την άλλη, με τον τρόπο που ο πνιγμένος γυρεύει μια σταλιά αέρα να αγκιστρώσει τη ζωή.
Κι υγράνθηκαν τα λιτά μαλλιά κι οι παρειές που ζευγαρώναν τον πρώτο κοριτσίστικο έρωτα. Πως γίνηκε η ανάσταση οδύνη; Παραδείσια απελπισία. Απόγνωση σε ακατάβλητη ισχύ.
Ας χάσω τον παράδεισο, κραύγασε σχεδόν. Στο διάβολο ας πάει, αν δεν είσαι εδώ! Στο διάολο ο παράδεισος αν δεν τον μοιράζομαι μαζί σου!
Ας τμηθεί η άτμητη ατομικότητα μου, ας υπερβεί η ύπαρξη τον εαυτό της, να πραγματωθεί η νέα ύπαρξη σαν αυτοπροσφορά, ανυπάκουη μαθήτρια, αδέσμευτη από κάθε προκαθορισμό τρόπου ύπαρξης, εκτός προδιαγραφών της φύσης και της μίζερης πραγματικότητας του Εγώ. Ας κορυφωθεί η ελευθερία της ύπαρξης στην αγάπη, εκεί στην κορφή όπου όχι πρώτα υπάρχεις και μετά αγαπάς αλλά υπάρχεις μόνο στο βαθμό και στο μέτρο που αγαπάς. Ειδάλλως, να ορίζομαι ανύπαρκτη! Ας νικηθεί η φύση, προσευχήθηκε.
Ένα δάκρυ της στροβιλίστηκε κι έσκασε στην άκρη των δακτύλων εκείνου που πρόβαλε αίφνης φωταυγής από το πουθενά με τον άρρητο λόγο του. Δίπλα του, ένας νεαρός, ακόμη με το βλέμμα άγριο απ’ την παρελθούσα νύχτα, αχνοφέγγιζε περπατώντας σαν μωρό που βαστά γερά το χέρι της μάνας του μη και χαθεί μες στο πλήθος. Να ο γιος σου, της είπε, ο λαμπρός συνοδός του, σπρώχνοντας τον απαλά προς το μέρος της. Κι εκείνη χαμογέλασε στην προσμονή της αγκαλιάς του.
Και βρήκε έτσι ο Παράδεισος τη σημασία του.