Πάλι το ξυπνητήρι. Μια μέρα θα το πετάξω από το μπαλκόνι του τέταρτου, αλλά όχι προς τα κάτω, προς τα πάνω, μήπως και πετύχει κανένα αερόστατο, από αυτά που δεν με πήραν ποτέ μαζί τους. Μια σφεντόνα χρειάζομαι και σταθερό χέρι για να βρω τον στόχο, αλλά ποιο σταθερό χέρι να βρω, όταν δεν βρίσκω σταθερό πάτωμα να περπατήσω. Ζάλη πάλι και ανακατωσούρες, καλά να πάθω, μια ζωή ανακατεύομαι στις τρικυμίες των άλλων, ναυαγοσώστρια σε ρηχά νερά. Πες μου τώρα ποιος σηκώνεται από το κρεβάτι, ποιος φοράει τα ρούχα της δουλειάς και τα καλλυντικά της προσποίησης. Θα τα πετάξω όλα μια μέρα, μαζί με το ξυπνητήρι, να πάνε να βρουν άλλα σώματα, πιο υποτελή, γιατί το δικό μου επαναστατεί κάθε που αλλάζει ο καιρός. Φιλοσοφίες πάλι, λες και είναι ποτέ σταθερός ο καιρός. Άντε το καλοκαίρι για δυο τρεις μέρες σε κανένα νησί, που βουτάς στα ίδια κύματα ελπίζοντας να μην σε καταπιούν. Τσουνάμι μετά, όπως πάντα, αδύνατον να μείνεις για πολύ σε τόπους απανεμιάς, σου βγάζει γλώσσα η ρουτίνα και ξεκινάς για τα βαθιά. Πότε έμπλεξα εγώ σε αυτήν την ρουτίνα, πότε με πήγαν τα χρόνια σε νερά αβαθή, πότε έμαθε η υποταγή ότι δεν έχω άλλες αντιστάσεις;
Πάλι ξυπνητήρι, κάθε τρία λεπτά χτυπάει το γαμημένο, χτύπα ρε, λίγες είναι οι ώρες που θα μετρήσεις ακόμα. Νεύρα πάλι, ξεκινούν οι μέρες και δεν έχω που να ξεσπάσω, ο άχρηστος δεν κοιμάται εδώ, φοβάται λέει να μην θεωρήσω τις καταστάσεις δεδομένες, δεν ξέρει ότι στα δεδομένα εγώ σηκώνομαι και φεύγω. Τώρα τελευταία βέβαια αυτό, παλιότερα δεν πήγαινα πουθενά, επτά χρόνια κυλιόταν στον καναπέ μου ο Γιάννης, ο πρώτος μου έρωτας, τι έρωτας δηλαδή, καυσόξυλο για το τζάκι ήταν, τον έβαζα να σιγοκαίει μήπως και ζεσταθεί λίγο το δωμάτιο από την μοναξιά, μήπως και ζεσταθεί λίγο το σώμα μου κάθε φορά που με ακουμπούσαν τα κρύα χέρια του. Από το λύκειο μαζί, κάναμε κοπάνες στα μαθηματικά γιατί και σε εκείνον φαινόταν αδιανόητο αυτό το ένα συν ένα ίσον δύο. Ένα συν ένα ίσον ένα συν ένα, λέγαμε, μπορεί να μπαίνουν στην ίδια εξίσωση, αλλά ποτέ δεν γίνονται κάτι άλλο από αυτό που κουβαλούν από τα γεννοφάσκια τους. Και με τον Γιάννη την τηρήσαμε την εξίσωση, καθένας περπατούσε με τα δικά του πόδια στον δικό του δρόμο, μια φορά αγκαλιά δεν με πήρε όταν κάναμε βόλτα, αν τύχαινε και βρισκόμασταν σε λεωφόρους με διαχωριστική νησίδα στη μέση νιώθαμε ανακούφιση, ο ένας στην μια μεριά και ο άλλος στην άλλη, να μας χωρίζουν τα τσιμέντα και οι σειρήνες των περιπολικών. Μόνο τον καναπέ μοιραζόμασταν με τον Γιάννη και αυτό γιατί δεν είχα και άλλο έπιπλο να καθίσεις στην πρώτη μου γκαρσονιέρα όταν πέρασα στην Φιλοσοφική. Επανάσταση τότε η γκαρσονιέρα, ήμουν η μόνη φοιτήτρια από Αθήνα που μόλις πέρασε πανεπιστήμιο έφυγα από το πατρικό της. Τι έφυγα δηλαδή, το έσκασα, μόλις είδα το όνομά μου στους επιτυχόντες της ελληνικής φιλολογίας άνοιξα το συρτάρι με τις κάλτσες που έκρυβα όσα χρήματα μάζευα από συγγενείς σε γιορτές και γενέθλια, κατέβηκα στο περίπτερο να πάρω εφημερίδα με μικρές αγγελίες και την επόμενη μέρα είχα κλείσει το πρώτο σπίτι που είδα στη Νίκαια. Οι γονείς μου έξαλλοι, πριν προλάβουν να καμαρώσουν για πρώτη φορά την ατίθαση χοντρή τους κόρη έπρεπε να καταπιούν και την πρώτη τους εγκατάλειψη. Οι φίλοι μου έκπληκτοι επίσης, όχι τόσο γιατί έφυγα από το σπίτι, όσο γιατί προτίμησα την χαβούζα της Νίκαιας από τον καθαρό αποστειρωμένο αέρα της Κηφισιάς. Που να τους εξηγείς τώρα ότι αυτό μου φάνηκε το πιο μακρινό προάστιο και μόνο εκεί θα ένιωθα ασφαλής, μακριά από όσα μου έκοβαν τον αέρα στο πατρικό μου; Πήρα τηλέφωνο τον Γιάννη και σε δύο μέρες είχαμε βρει έναν πράσινο καναπέ και ένα φουρνάκι από το υπόγειο του σπιτιού τους, τα φορτώσαμε στην καρότσα του πατέρα του – οικοδόμος εκείνος, όπως και ο δικός μου πατέρας άλλωστε – και τα ρίξαμε στην γκαρσονιέρα της Νίκαιας. Έτσι έμεινα οκτώ χρόνια στη Νίκαια, σε μια γκαρσονιέρα τέσσερα επί έξι, με έναν καναπέ, ένα φουρνάκι και μια τηλεόραση που ήρθε αργότερα σαν δώρο από τον πατέρα μου στην τελευταία του προσπάθεια να συμφιλιωθούμε.
Ξυπνητήρι τελικά λέω να σε σπάσω, σου το είπα; Ελπίζω μόνο να σπας αθόρυβα, γιατί δεν θα αντέξω πάλι την γκρίνια του διπλανού ότι ακούει θορύβους από το δωμάτιό μου. Τις προάλλες μου έκανε δήθεν παράπονα πάλι, «Δεσποινίς Κατερίνα τα βράδια το κρεβάτι σας τρίζει πολύ έντονα και το προσκεφάλι του χτυπάει στον τοίχο που κοιμάμαι, θα σας παρακαλούσα να είστε πιο συνετή». Θα με παρακαλούσες να κάτσω να με γαμήσεις, το βλέπω στο βλέμμα σου όταν καρφώνεται στο στήθος μου, αλλά δεν θα σου κάνω την χάρη, μείνε στο δωμάτιο σου να την παίζεις όσο με ακούς. Μια ζωή το ίδιο πρόβλημα με τους άντρες, αν δεν τους ανοίξεις τα πόδια θα είσαι απλά άλλη μια πουτάνα στον τέταρτο. Και ο Γιάννης έτσι με αντιμετώπιζε, τα δύο πρώτα χρόνια που δεν του καθόμουν ζήλευε μέχρι και τον περιπτερά που αγόραζα τσιγάρα και μόλις πήρε αυτό που ήθελε με άφηνε στην γωνιά του καναπέ να ρουφάω το ένα μάρλμπορο πίσω από το άλλο. Καλός ο Γιάννης, με βοήθησε πολύ τότε με την μετακόμιση κι έτσι το πήρα απόφαση να χάσω την παρθενιά μου, είχε γεμίσει και το δωμάτιο με κεριά, χαμογελούσε και για πρώτη φορά στη ζωή του και ενέδωσα, αν ήξερα βέβαια τι θα ακολουθούσε μπορεί και να του έχωνα κανένα κερί στον κώλο. Επτά χρόνια μέτρησα δίπλα στον Γιάννη, δύο στο λύκειο και πέντε στο πανεπιστήμιο και μόλις πήρα το χαρτί, την ίδια την ημέρα της αποφοίτησης, μπήκα στη γκαρσονιέρα, τον σήκωσα από τον καναπέ, τον έβγαλα έξω και του πέταξα και τις παντόφλες από το μπαλκόνι. Φώναζε αυτός τότε, «τι νομίζεις ότι κάνεις, ούτε μια μέρα δεν θα αντέξεις μόνη σου, τα πράγματα είναι δικά μου, μην το ξεχνάς», μωρέ δεν το είχα ξεχάσει, έβγαλα το φουρνάκι από την πρίζα και το πέταξα μπροστά του στον δρόμο, έχει χάρη που δεν έχω σταθερό χέρι, αλλιώς στο κεφάλι θα τον πετύχαινα. Την επόμενη μέρα ευτυχώς ήρθαν και δυο μαθητές μου και με βοήθησαν να κατεβάσω τον καναπέ στα σκουπίδια, ευτυχώς που τους είχα κι εκείνους, ντράπηκα βέβαια λίγο που είδαν σε τι χάλι μένω αλλά μπροστά στην καταιγίδα των χωρισμών η ντροπή πάντα υποχωρεί.
Μαθήματα είχα ξεκινήσει από την πρώτη μέρα σχεδόν που πέρασα στο πανεπιστήμιο, άλλος τρόπος για να ζήσω δεν υπήρχε, ευτυχώς που μεγαλόδειχνα και λίγο και μπορούσα να υποστηρίξω το «τελειόφοιτη φοιτήτρια φιλοσοφικής» που έβαζα στις αγγελίες. Μέσα σε έξι μήνες είχα ήδη δέκα ιδιαίτερα, ήμουν και φθηνή και καλή με τα πιτσιρίκια και στη Νίκαια με προτιμούσαν. Τι πιτσιρίκια δηλαδή, κοτζάμ παλικάρια, ένας από αυτούς ήταν και μεγαλύτερός μου γιατί είχε χάσει δυο χρονιές. Εγώ βέβαια τσιμουδιά, μια φορά που ένας από αυτούς μου έφερε τούρτα με κεριά στα γενέθλιά μου την ώρα του μαθήματος τον μάλωσα, «λείπει ένα κεράκι Δημήτρη μου, 23 είμαι, έχω χάσει χρονιά». Πάντα είχα ένα ψέμα εύκαιρο, να καλύπτει τις αλήθειες που μεγάλωναν μέσα μου και έπρεπε να κρύψω από τους άλλους. Και η σχέση μου με τον Γιάννη ένα ψέμα ήταν, ανάγκη να κρατηθούν δύο άνθρωποι από την γύμνια του άλλου, μήπως και σκεπάσουν με ένα ξένο σώμα το δικό τους.
Ώρα να σηκωθώ. Άλλη μια μέρα σε τροχιά, να προλάβω να πιω καφέ, να ντυθώ γυναίκα, προϊσταμένη, ερωμένη, φίλη των ξένων, εχθρός των δεδομένων, να χαμογελάω αυτάρεσκα, να χαϊδεύω με μέτρο, να είμαι όσα μου διάλεξαν και δεν έμαθα να γίνω. Βάζω τον ελληνικό να ψήνεται και πετάω στο μπολ δυο κουταλιές δημητριακά, μια μέρα θα ξυπνήσω και θα φάω μια τούρτα μπισκότο μόνη μου, θα δικαιολογώ όσα μου στέρησα, θα προσεύχομαι για όσα κράτησα μακριά. Βάφω τα μάτια μου με πράσινη σκιά, φωτίζω τα βλέμματα για να μην σκορπίζουν σκοτάδια, πασαλείβω τα χείλη μου με κόκκινο κραγιόν, είμαι έτοιμη, ένα μαύρο φόρεμα και η μέρα θα ακολουθήσει τις ίδιες πάντα βεβαιότητες.
Πίνω δυο γουλιές καφέ και βγαίνω στο δρόμο, το αυτοκίνητο είναι πάλι στο συνεργείο, χθες το πρωί έβαλα μέσα την πίσω δεξιά πόρτα, αυτά τα στενά της Καλλίπολης δεν θα τα συνηθίσω ποτέ. Στην στάση ένας πενηντάρης μου ρίχνει λάγνα βλέμματα, σκύβω το κεφάλι, πάντα σκύβω το κεφάλι, δεν αντέχω πια τα βλέμματα, δεν αντέχω να θυμάμαι βλέμματα. Στο λεωφορείο ο κόσμος στριμώχνεται, εγώ δεν μπορώ, με στρίμωχναν πολύ όταν ήμουν μικρή, στο κρεβάτι μου έφθαναν πάντα ξένα χέρια, το σώμα μου ακουμπούσε στον τοίχο, το στόμα μου έμενε βουβό, τα μάτια μου φώναζαν, τα πόδια μου φώναζαν, με στρίμωχναν, όποιος μπορούσε ερχόταν, με στρίμωχναν, ήμουν παιδί, με στρίμωχναν, μια μέρα με στρίμωξε και ο μπαμπάς μου.
Κατεβαίνω στην επόμενη στάση, θέλω αέρα, θέλω να εκπαιδεύσω τα πόδια μου να περπατούν, θέλω να εκπαιδεύσω τα μάτια μου να βλέπουν ορίζοντα, θέλω τα μάτια μου να μην φωνάζουν πια. Μετά τον Γιάννη ήρθε ο Πέτρος, αθόρυβα, σχεδόν ακάλεστα. Ήταν τρυφερός ο Πέτρος, ήταν ο μόνος που προσπαθούσε να με φροντίσει, να με πείσει ότι άξιζε τον κόπο να συνεχίσω, ότι δεν θέλουν όλοι να με στριμώξουν και μετά να φύγουν αφήνοντας το δωμάτιο σκοτεινό. Τον κράτησα τον Πέτρο, έγινα η αδερφή του, η μάνα του, η καλύτερή του φίλη, πλάγιαζα στο πλευρό του και ονειρευόμουν σπίτια δίπλα στην θάλασσα και βόλτες σε παραλίες ερημικές. Με χάιδευε και ένιωθα οικεία, σαν να με χαϊδεύει το ίδιο μου το χέρι, και έτσι έκανα έρωτα μαζί του, με το δικό μου χέρι, γιατί το δικό του ούτε να το δω τελικά. Μια σχέση στην συγκατάβαση, η αδερφή του εγώ, η μάνα του εγώ, αλλά η ερωμένη του ποτέ. Το είχα πάρει απόφαση, έτσι θα ήταν η ζωή μου, ένας άνθρωπος δίπλα μου να διώχνει την μοναξιά και τους εφιάλτες κι εγώ να του μαγειρεύω μπιφτέκια στο φούρνο και ζεστές αγκαλιές. Δύο χρόνια έζησα με τον Πέτρο, μετά μου παρήγγειλε σύνθετο, μια μεγάλη τηλεόραση να βλέπουμε ταινίες, καινούρια κουζίνα να ψήνουμε πίτες, καινούριες κουβέρτες να σκεπάζουμε λύπες. Έφυγα αθόρυβα, τον άφησα σπίτι μου μια μέρα και δεν γύρισα ποτέ, το πρόσωπό μου αρνιόταν πια να ξαπλώσει σε μαξιλάρια συγκατάβασης. Την τρίτη ημέρα του απάντησα στο τηλέφωνο, εκείνος ήταν ακόμα σπίτι και με περίμενε, εγώ στους δρόμους, κοιμόμουν στο αυτοκίνητο, προσπαθούσα να χωρέσω την φυγή μου στο πορτμπαγκάζ και να το ρίξω στην θάλασσα. Έφυγε εκείνος τελικά χωρίς να βρεθούμε, πήρε και τα πράγματα και τα στρίμωξε σε ένα δώμα στην ταράτσα του πατρικού του.
Τώρα δουλειά, η ερωμένη κοιμάται, η προϊσταμένη ξυπνάει, προσπαθώ να μην τις αφήνω μαζί αυτές τις δύο, δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις και εργατικά ατυχήματα. Η χοντρή κόρη του μπαμπά αδυνάτισε, έμαθε να χτενίζει τα μαλλιά της, να ντύνεται γυναίκα και να μην τρώει τα νύχια της για να μπορεί να γδέρνει τους άλλους με αυτά. Η διευθύντρια με κοιτάει με μισό μάτι, προσπαθεί να με κάνει να πειθαρχήσω, την αφήνω να το πιστεύει, τα νύχια μου δεν κάνουν για το κρέας της. Οι πελάτες ζητούν υπογραφές και το τηλέφωνό μου, δεν τους τα αρνούμαι ποτέ, τα δίνω απλόχερα και χαμογελαστά, άλλωστε το νούμερο που καλούν το απόγευμα είναι ανενεργό εδώ και τρία χρόνια. Σήμερα ένας επιμένει, του λέω ότι δεν χρησιμοποιώ τηλέφωνα, εκείνη την ώρα χτυπάει το κινητό μου, το σηκώνω μπροστά του και τον κοιτάω στα μάτια, φεύγει. Πάντα φεύγουν οι άντρες όταν τους κοιτάς στα μάτια, τους είναι αδύνατο να παραδεχθούν την ντροπή. Οι συνάδελφοι με θαυμάζουν, με αφήνουν να παίρνω πρωτοβουλίες, μιλούν στους πελάτες με τα καλύτερα λόγια για εμένα, στέλνουν όλους τους πελάτες σε εμένα, δεν δουλεύουν ποτέ, κάθονται με τα χέρια σταυρωμένα και με προσκυνούν. Ευτυχώς έρχεται το μεσημέρι, η τράπεζα αδειάζει, το μυαλό μου αδειάζει, το σώμα μου χαλαρώνει, ξεκουμπώνω το δεύτερο κουμπί του πουκαμίσου και βγαίνω έξω.
Στο λεωφορείο πάλι το ίδιο αίσθημα, στριμώχνονται σώματα, χνώτα, μνήμες που θέλω να κατεβάσω στην επόμενη στάση και να συνεχίσω χωρίς αυτές. Ήμουν έξι χρονών, ένας φίλος του πατέρα μου ερχόταν κάθε βράδυ σπίτι, εγώ κλεινόμουν στο δωμάτιό μου, άνοιγε την πόρτα μου, οι γονείς μου τον άφηναν. Πλησίαζε πάντα αθόρυβα, εγώ κολλημένη στον τοίχο, τα χέρια του μου χάιδευαν την πλάτη, το πρόσωπό μου κολλημένο στον τοίχο, το στόμα του μου φιλούσε τους ώμους, τα χέρια μου κολλημένα στον τοίχο, το χέρι του κατέβαινε χαμηλά, η κοιλιά μου κολλημένη στον τοίχο, το χέρι του μου κατέβαζε το παντελόνι, τα πόδια μου κολλημένα στον τοίχο, με χάιδευε χαμηλά, η φωνή μου κολλημένη στον τοίχο, με βίαζε, η ζωή μου κολλημένη στον τοίχο.
Μια μέρα ο πατέρας μου τον έδιωξε, γέλασα, ήμουν χαρούμενη, ήμουν παιδί για ένα βράδυ. Την επόμενη η πόρτα μου άνοιξε ξανά, ήταν ο μπαμπάς, γέλασα, ήταν ο μπαμπάς, με κόλλησε εκείνος στον τοίχο.
(Σε εκείνη και σε όσες σαν εκείνη)