Την άρνησή μου να συναινέσω στο εξευτελιστικό και απάνθρωπο μέτρο απαγόρευσης εισόδου των ανεμβολίαστων ατόμων σε χώρους πολιτισμού, την έκανα ξεκάθαρη από το καλοκαίρι, τόσο με την ιδιότητα μου ως σκηνοθέτης, όσο και ως ηθοποιός.
Αυτή την θεατρική σεζόν επρόκειτο να συμμετάσχω σε δύο θεατρικές παραστάσεις, από τις οποίες αποχώρησα τον Σεπτέμβρη, προκειμένου να μην συνεργαστώ με θεατρικούς χώρους που επιτρέπουν την είσοδο μόνο σε εμβολιασμένους.
Η πρώτη παράσταση ήταν η «Μεταμόρφωση» του Κάφκα στο θέατρο Πόρτα, σε σκηνοθεσία Τάσου Σαγρή και η δεύτερη ήταν η παράσταση «Στον Δούναβη και τον Σηκουάνα» στο θέατρο Αγγέλων Βήμα, σε σκηνοθεσία της Μονίκα Βουδούρη.
Εξήγησα στους σκηνοθέτες τις θέσεις και τις ενστάσεις μου και δρομολογήθηκε συναινετικά εν τέλει η αντικατάστασή μου. Ήμουν εξ' αρχής αντίθετος στα lockdown, στην υποχρεωτικότητα και στην καταστροφική διαχείρηση της πανδημίας.
Πίστευα πάντα στη βασική αρχή της αντιμετώπισης των επιδημιών στην κοινότητα, με κατάλληλα μέτρα πρόληψης και ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Όχι με μέτρα δημόσιας τάξης και ελεγχόμενης κατεδάφισης της οικονομίας.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να ερμηνεύσω Κάφκα, Ιονέσκο, Βισνιέκ και Καρατζάλε, κείμενα κατ' εξοχήν ανατρεπτικά και κριτικά απέναντι στην εξουσία, μπροστά σε κοινό το οποίο υποχρεούται να επιδεικνύει ταυτότητα και πιστοποιητικό εμβολιασμού.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να νομιμοποιήσω τη διάκριση των ανθρώπινων ομάδων και να συνυπογράψω τον αποκλεισμό των φίλων μου, των συναδέλφων μου και όλων των συνανθρώπων μου που δεν έχουν κάνει εμβόλιο, από τον χώρο του θεάτρου.
Τέτοιον πολιτισμό δεν τον χρειάζομαι και δεν τον υπηρετώ. Πολιτισμό που υποκλίνεται στην εξουσία και αναπαράγει τυραννικές νόρμες. Πολιτισμό που διδάσκει τη συμμόρφωση στους κανόνες, όσο παράλογοι και απάνθρωποι και αν είναι.
Οι χώροι του θεάτρου και του κινηματογράφου που αγάπησα, ήταν χώροι μυσταγωγίας, χώροι ελευθερίας και χώροι δημοκρατίας. Εκεί όπου τα βλέμματα και οι ανάσες μας τέμνονταν σε έναν ορίζοντα ονείρου, έρωτα και επανάστασης.
Είναι φανερό ότι τέτοιοι χώροι απαγορεύεται να υπάρχουν πια. Ήταν φανερό ήδη από πέρσι ότι το σχέδιο της κυβέρνησης είναι να κλείσουν όλα τα μικρά θέατρα. Ότι η τέχνη από εδώ και πέρα μόνο στην παρανομία θα μπορεί να ανθήσει.
Ήμουν στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός όταν γκρεμίστηκε το τείχος της ντροπής. Βρέθηκα έξω από το Υπουργείο Πολιτισμού, διαμαρτυρόμενος για την εγκατάλειψη της κινηματογραφικής κοινότητας στο έλεος της πανδημίας.
Βρέθηκα στους δρόμους με το κλαδικό σωματείο μου, το ΣΕΗ, για τη διεκδίκηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στο ελεύθερο θέατρο. Αγωνίστηκα επί χρόνια για την ενίσχυση του πολιτισμού και τα εργασιακά δικαιώματα των καλλιτεχνών.
Όμως με θλίψη διαπιστώνω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων μου έχει σκύψει το κεφάλι. Τα έκτακτα μέτρα ελέγχου και διαχωρισμού που αποδέχονται σήμερα, αύριο θα γίνουν μόνιμα. Και θα έχουν πλέον και τη δική τους υπογραφή.
Η υποτιθέμενη ελευθερία που κερδίζουν οι εμβολιασμένοι έχει ημερομηνία λήξης. Όπως και το άνοιγμα των χώρων πολιτισμού υπό καθεστώς apartheid. Σύντομα θα έχουμε νέο καθολικό lockdown και θα κλείσουν για άλλη μια φορά όλα τα θέατρα.
Παραγωγές θα τιναχτούν στον αέρα, άνθρωποι θα μείνουν άνεργοι, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα κηρύξουν πτώχευση. Το μοντέλο λειτουργίας που προωθεί η κυβέρνηση μέσα από αυτά τα μέτρα είναι βιώσιμο μόνο για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Όσοι μικροί χώροι πολιτισμού λοιπόν εφαρμόσανε ήδη αυτά τα μέτρα διαχωρισμού, έχουν συνυπογράψει το κλείσιμό τους. Και έχουν απωλέσει το όποιο ηθικό πλεονέκτημα είχαν ως τώρα, έναντι των μεγαθήριων, όπως η Στέγη και το Παλλάς.
Το ηθικό πλεονέκτημα χάνεται για το κοινό και τους καλλιτέχνες που δέχτηκαν αυτή τη συνθήκη υποταγής. Η ψυχή του πολιτισμού μας εκχωρείται αυτή τη στιγμή στην ολιγαρχία. Και ο άνθρωπος εκδιώχνεται από τον ιερότερο χώρο έκφρασής του.
Μόνο με πολιτική ανυπακοή μπορούμε να διεκδικήσουμε το πραγματικό άνοιγμα του πολιτισμού. Μόνο με αντίσταση στην εξουσία μπορούμε να διαφυλάξουμε την ψυχή μας. Αν υπάρχουν έστω και λίγοι άνθρωποι που τολμούν να το κάνουν, αρκούν.
Μάνος Τσίζεκ