Με καταλύτη τον κορωνοϊό, μπαίνουμε σε μια νέα εποχή: Το υπερενισχυμένο κεφάλαιο της ψηφιακής τεχνολογίας επιτίθεται. Ένας παγκόσμιος μηχανισμός προπαγάνδας διαμορφώνει την κοινή γνώμη και το κοινό συναίσθημα. Οι άρχουσες τάξεις αδράχνουν την ευκαιρία, για να καταργήσουν θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα δύο αιώνων, όπως το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, της αυτοδιάθεσης του σώματος και της συμμετοχής στην οικονομική ζωή. Μαζί, μπαίνουν στο στόχαστρο και συλλογικά δικαιώματα, όπως του συνέρχεσθαι, του συνδικαλίζεσθαι και της συμμετοχής σε δημοκρατικές διαδικασίες. Η δημοκρατία και το εργατικό κίνημα μπαίνουν στον πάγο για απροσδιόριστο χρόνο. Ο δυτικός καπιταλισμός προσπαθεί να στρατιωτικοποιήσει τις κοινωνίες του, μιμούμενος το μεγάλο ανατολικό ανταγωνιστή του, την Κίνα. Θεσμοθετείται ο διαρκής έλεγχος της παραμικρής κίνησης του καθενός ανθρώπου από την εξουσία, με όπλο τις νέες τεχνολογίες. Η Υπαρκτή Αριστερά σχεδόν στο σύνολό της υιοθετεί το κυρίαρχο αφήγημα, υποτάσσεται στην υγειονομική τρομοκρατία, αποδέχεται το νέο μοντέλο οργουελικού ελέγχου και αποκαλύπτει την ιστορική της παρακμή και το βαθιά συστημικό χαρακτήρα της. Νέες εστίες αντίστασης αρχίζουν να αναδεικνύονται, αλλού δειλά και συγκεχυμένα κι αλλού πιο δυναμικά και πιο συγκροτημένα, μακριά όμως από τα παλιά στερεότυπα, δίνοντάς μας μια μικρή ιδέα από το επερχόμενο μέλλον.
Ασφαλώς, η είσοδος στη νέα εποχή επιφυλάσσει, όπως γίνεται πάντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μεγάλες απογοητεύσεις, δυσάρεστες αποκαλύψεις, επώδυνες ματαιώσεις και δομικές ανακατατάξεις. Το στοίχημα μπροστά σε όλα αυτά είναι να μπορέσουμε όσο γίνεται συντομότερα να ξεπεράσουμε την κατάσταση του πένθους και να δράσουμε ρεαλιστικά μέσα στις νέες συνθήκες.
Για μας που ζούμε στην Ελλάδα, αυτό σημαίνει με τα υπάρχοντα υλικά, με ευρύ και ευέλικτο πνεύμα, μακριά από τετριμμένες συνταγές ρουτίνας, μακριά από γνωστά και εν πολλοίς άνευ περιεχομένου στερεότυπα, να προσπαθήσουμε σε πρώτη φάση να συγκροτήσουμε ένα πλατύ μέτωπο αντίστασης με λαϊκά και μαχητικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να ανακόψουμε την επίθεση.
Εξαιρετικά διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε από τη Γαλλία και την Ιταλία. Στη Γαλλία, με συνεχείς διαδηλώσεις κάθε Σάββατο από τις 21 Ιουλίου μέχρι σήμερα, και με προμετωπίδα τις ιστορικές κατακτήσεις των ατομικών ελευθεριών και της δημοκρατίας, έχει αποτραπεί η περαιτέρω σκλήρυνση των μέτρων και τα ήδη υπάρχοντα περί «υγειονομικού πιστοποιητικού» έχουν σε ένα βαθμό καταστεί ανενεργά. Κεντρικό ρόλο εκεί παίζει το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, ένα πλατύ κίνημα βάσης, με σεβασμό στην πολυφωνία, που παρέχει βήμα έκφρασης και οργάνωση δράσης στα λαϊκά στρώματα. Στην Ιταλία, με πρωτοπόρους τους λιμενεργάτες και το λαό της Τεργέστης, έχει δυναμώσει κι απλωθεί σε όλες τις μεγάλες πόλεις ένα κίνημα ενάντια στο «πράσινο πάσο» και τα ολοκληρωτικού χαρακτήρα μέτρα. Εκεί ο ρόλος της οργανωμένης εργατικής τάξης, μέσω πρωτοβάθμιων μεν ζωντανών δε σωματείων, είναι ακόμα πιο διακριτός, παρόλο που η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έχει ουσιαστικά ταυτιστεί με την κυρίαρχη πολιτική.
Τα κινήματα αυτά αντίστασης στο νέου τύπου ολοκληρωτισμό, είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν είναι αυστηρά στοιχισμένα κάτω από κόκκινες, μαύρες ή μαυροκόκκινες σημαίες ούτε μιλάνε για σοσιαλισμό, κομμουνισμό ή γκρέμισμα του κράτους. Τα συνθήματά τους είναι οι κερδισμένες με αίμα και συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας, που όσο συζητήσιμες κι αν είναι, κινδυνεύουν πράγματι σήμερα από την επίθεση του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Στη χώρα μας αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Η μοναδική κοινωνική ομάδα που αντιστέκεται ενεργά στο νέο «ειδικό καθεστώς» είναι οι υγειονομικοί σε αναστολή, που συνεχίζουν για τρίτο μήνα τον αξιέπαινο αγώνα τους. Παρόλο που τα νέα μέτρα που ισχύουν από τις 6 Νοεμβρίου αντιμετωπίζουν τους ανεμβολίαστους, δηλαδή το σαράντα τοις εκατό του λαού, ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας και τους καταδικάζουν σε οικονομικό και κοινωνικό θάνατο, καμία σοβαρή αντίδραση δεν έχει υπάρξει. Στους κύκλους που είχαν διοργανώσει τις προηγούμενες κινητοποιήσεις, τόσο από τα δεξιά όσο κι από τ’ αριστερά, μοιάζει να υπάρχει μια αμηχανία κι ένα μούδιασμα αναντίστοιχο των περιστάσεων. Οι διαδηλώσεις κατά του υγειονομικού απαρτχάιντ που έγιναν από τις 14 Ιουλίου μέχρι και τις 2 Οκτωβρίου, δεν έχουν καμία συνέχεια. Κανένα κάλεσμα δεν έχει γίνει από κει και μετά, παρόλο που μια ικανή μερίδα κόσμου αγωνιά και ψάχνει σίγουρα τρόπο να εκφραστεί και να δηλώσει την αντίθεσή του στα νέα εξοντωτικά μέτρα.
Η ολιγωρία πρέπει να ξεπεραστεί. Ο χρόνος δεν συγχωρεί. Η πολυδιάσπαση, οι μικροκομματισμοί, οι μικροϋπολογισμοί, ο φόβος και η καχυποψία απέναντι στην έλλειψη «ιδεολογικής καθαρότητας» εκ μέρους του λαϊκού παράγοντα, πρέπει να μπούνε στην άκρη. Ο αγώνας ή θα δοθεί με τη συμμετοχή του λαού (και ακόμα καλύτερα της εργατικής τάξης) ή δεν θα έχει μέλλον. Ή θα έχει ένα εύρος και μια ελάχιστη απαιτούμενη μαζικότητα ή θα αποτελέσει ένα ακόμα τοπικής εμβέλειας επεισόδιο διαμαρτυρίας, προορισμένο για στενά ακροατήρια φοιτητών και διανοουμένων.
Στον αγώνα αυτό, οι ζωντανές δυνάμεις του χώρου της αριστεράς, του μαρξισμού, του κομμουνισμού, του αντικαπιταλισμού και του αναρχισμού που κατάφεραν να ξεκόψουν από την κυρίαρχη γραμμή, θα έχουν να παίξουν έναν καθοριστικό και πρωτοπόρο ρόλο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα κατανοήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης και θα υπερβούν τις κακές συνήθειες του παρελθόντος. Η νέα εποχή απαιτεί επανασυσπειρώσεις, αναδιατάξεις και υπερβάσεις. Γερά υλικά υπάρχουν, τόσο μέσα στον χώρο των οργανωμένων ομάδων όσο και στο χώρο των πολιτών. Θα πρέπει όμως άμεσα να συναντηθούν, να συνταχθούν και να δώσουν τον αγώνα ενάντια στην προέλαση του ολοκληρωτισμού. Ας τολμήσουμε τώρα, όχι αύριο. Οι εξελίξεις δεν περιμένουν.
Βασίλης Παπανικολάου