Του
Γιάννη Παπαμιχαήλ
Στη μνήμη του Θύμιου Παπανικολάου
και
Στη μνήμη του Γιώργου Βλασσόπουλου
Μετά το γνωστό, αναπάντητο μάλλον ερώτημα: «γιατί ο ελληνικός λαός δεν αντέδρασε πιο συστηματικά στα απίστευτα, μνημονιακά μέτρα που ελήφθησαν ερήμην του και εναντίον του από το 2010;»- και ανεξάρτητα από την άποψη που έχει ο καθένας για το επίμαχο θέμα των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας από τα διάφορα κράτη, η πρόσφατη υγειονομική κρίση μοιάζει να επεκτείνει και να γενικεύει την παραπάνω «νεοελληνική» απορία με τους εξής πάνω κάτω όρους: Πώς ο μέσος δυτικός πολίτης, τόσο βέβαιος μέχρι χθες για τη μορφωτική του πρόοδο και την κοινωνική του αξιοπρέπεια, τόσο σίγουρος ότι διαθέτει πολλά κατοχυρωμένα και αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και απεριόριστες σχεδόν νομικές ελευθερίες, μπορεί εύκολα και μαζικά, υπό τη μορφή της «σιωπηλής πλειοψηφίας» του πληθυσμού, να μεταβληθεί σε μονάδα ενός μεγάλου κοπαδιού υπηκόων έτοιμων, όπως έδειξε η υγειονομική κρίση, να πειθαρχήσουν στα αυταρχικά μέτρα και στα κελεύσματα της εξουσίας, ακόμα και αν είναι αντιφατικά, απάνθρωπα και εξευτελιστικά για την ανθρώπινη προσωπικότητα;
Πώς τόσοι και τόσοι «μεταμοντέρνοι σχετικιστές» και αποδομιστές της διπλανής πόρτας, πειθαρχούν με τόσο δομημένο και απόλυτο τρόπο σε ό,τι τους υπαγορεύει το καθεστώς; Πώς τόσοι άνθρωποι, με σπουδές, πτυχία, γνώσεις και πεποιθήσεις εναρμονισμένες με το πνεύμα της εποχής, ξέχασαν τόσο γρήγορα τα χειραφετητικά τους ιδεώδη, τις ευαισθησίες τους στα δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού των μειονοτήτων ή τις επιτρεπτικές, αναρχο-φιλελεύθερες ιδεολογίες που συνόδεψαν βήμα-βήμα τον ηθικό και πολιτικό εκσυγχρονισμό τους; Πώς σε μια κοινωνία ιδεοληπτικά επικεντρωμένη στην «ετερότητα» και στην ανεκτικότητα στις διαφορές, η καλλιέργεια του φόβου για τους «αόρατους εχθρούς των ιών και των μικροβίων», καθίσταται, πέραν κάθε μέριμνας για την ανάπτυξη της φυσικής ανοσίας, η λογική και ηθική βάση ενός αυτοαποκλεισμού, ενός κοινωνικού απομονωτισμού και μιας επιφύλαξης για τον Άλλο τόσο συστηματικής που μοιάζει να προέρχεται κυριολεκτικά από μια «κουλτούρα των ζόμπι»;
Τα κλασικά πειράματα της κοινωνικής ψυχολογίας πάνω στο θέμα της κοινωνικής επιρροής, του κομφορμισμού και της υπακοής έχουν δείξει την τάση των ατόμων άλλοτε να υπακούουν τυφλά σε διαταγές ανωτέρων ή «επιστημόνων ντυμένων με τις λευκές, ιατρικές τους στολές», ακόμα και όταν οι διαταγές αυτές είναι απολύτως παράλογες και απάνθρωπες (Μίλγκραμ κ.λπ.) και άλλοτε να εκλογικεύουν την υπακοή τους εμφανίζοντάς την εκ των υστέρων όχι ως μορφή δουλικής υποταγής, αλλά ως προϊόν της δικής τους ελεύθερης βούλησης και επιλογής (Φέστινγκερ κ.λπ.). Όμως, οι έρευνες αυτές, παρά το ενδιαφέρον τους, δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουν τα σημερινά φαινόμενα τα πρόθυμης εγκατάλειψης των νομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών από μια μεγάλη μάζα, έστω κατά φαντασία δικαιωματούχων. Άλλωστε, όπως έχει δείξει και το πείραμα του Μίλγκραμ, θα αρκούσε μια ένσταση από κάπου (έναν πειραματιστή ή ένα άλλο πειραματικό υποκείμενο), μια δημόσια έκφραση επιφύλαξης («συγγνώμη, αλλά τι είναι αυτό που κάνουμε εδώ;»), ώστε η κομφορμιστική τάση προς την υπακοή να μειωθεί απότομα: οι ρωγμές στην ομοφωνία τόσο των κατόχων συμβολικής εξουσίας, όσο και των εξουσιαζόμενων, μοιάζουν λοιπόν να δρουν ανασχετικά στην τάση μιας μεγάλης μερίδας ατόμων να απαλλάσσονται των λογικών και ηθικών ευθυνών τους για τις πράξεις τους, με το επιχείρημα της υπακοής στους ιεραρχικά ανώτερους ή στους ειδήμονες, εκφραστές του «ορθού λόγου».
Επειδή λοιπόν, κατά το διάστημα της πανδημίας, παρόμοιες «αιρετικές φωνές» επιφυλακτικών η ρητά διαφωνούντων πολιτών, αλλά και ειδικών επιστημόνων με διεθνείς περγαμηνές, ακούστηκαν πολλές και από παντού, στην βάση των πορισμάτων της κοινωνικής ψυχολογίας περί του ρόλου της ομοφωνίας στις διαδικασίες της πλειοψηφικής κοινωνικής επιρροής, θα περίμενε κανείς ότι οι τοπικές, επιστημονικά μάλλον δευτεροκλασάτες επιτροπές των καθεστωτικών γιατρών που με εντολή της πολιτικής εξουσίας εγκαταστάθηκαν στα επίσημε ΜΜΕ κατευθύνοντας τις συμπεριφορές των πολιτών στο όνομα της ιατρικής επιστήμης και του ορθού λόγου, θα είχαν πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες να εισακουσθούν απ’ ό,τι είχαν στην πραγματικότητα.
Για πολλούς αναλυτές, τόσο η πρόθυμη συμμόρφωση στις οδηγίες και στις εντολές του καθεστώτος, όσο και η διστακτική στάση ενός σαστισμένου και επιφυλακτικού τμήματος της κοινής γνώμης (των «ψεκασμένων» σύμφωνα με τους πολιτικά ορθούς «αψέκαστους» κύκλους), αποτελούν ενδείξεις της προπαγανδιστικής αποτελεσματικότητας των ΜΜΕ. Όπως και να έχει, οι πρόθυμοι να συμμορφωθούν από την αρχή στις αντιφατικές υγειονομικές οδηγίες της κυβέρνησης λόγω του φόβου των συνεπειών της ασθένειας ήταν πολλοί – ίσως περισσότεροι από εκείνους που αργότερα προσαρμόστηκαν θέλοντας και μη λόγω των μέτρων (τσουχτερών προστίμων κ.λπ.) καταστολής της κοινωνικής ανυπακοής. Λίγοι ή πολλοί, αυτοί οι τελευταίοι συνήθως συνέχισαν εξάλλου να αμφισβητούν την αυθαιρεσία και τις αντιφάσεις των κυβερνητικών μέτρων, ακόμα και μετά τη συμμόρφωσή τους σε αυτά: Όπως έχουν δείξει τα πειράματα περί της γνωστικής ασυμφωνίας και εξισορρόπησης (Φέστινγκερ), η παροχή υλικών κινήτρων ή η απειλή ανωτέρας βίας λειτουργούν ως «άλλοθι» και παρεμποδίζουν την εκ των υστέρων αλλαγή στάσεων και πεποιθήσεων, δηλαδή την εκλογίκευση της υποταγής από τα άτομα που, εξαγοραζόμενα ή εκβιαζόμενα, συμβιβάζονται και συμπεριφέρονται με τρόπο ανακόλουθο προς τις αρχικές πεποιθήσεις τους.
Παράλληλα, ως προς την πολυφωνία των πηγών πληροφόρησης και επιρροής, είναι αναμφισβήτητο ότι ο πλουραλισμός των μέσων επικοινωνίας και η ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων έχουν εν μέρει ανατρέψει τις παραδοσιακές ιεραρχίες της γνώσης. Αληθεύει επίσης ότι η συνωμοσιολογούσα, «λαϊκίστικη» καχυποψία απέναντι «στους πλούσιους», στην εξουσία ή στους ίδιους τους επιστήμονες που σχετίζονται ή εξαρτώνται άμεσα από αυτήν, συνοδεύει αυτό που συνήθως αποκαλείται «εκδημοκρατισμός» στο πεδίο της απόκτησης γνώσεων-πληροφοριών και της μετάδοσης απόψεων με αξιώσεις ορθολογικής εγκυρότητας. Ταυτόχρονα, φαίνεται να αληθεύει ότι ο χειρισμός της πανδημίας μοιάζει εκ των πραγμάτων να υλοποιεί την πιο βαθιά επιθυμία των απανταχού «προοδευτικάριων»: να αποκλείσουν από τον δημόσιο λόγο (ίσως και τον δημόσιο χώρο) τους «σκοταδιστές» και να στιγματίσουν την αναρχο-αυτόνομη απόφαση των ιδίων ή κάποιων άλλων να μην σκύβουν το κεφάλι μπροστά στις εξουσιαστικές αξιώσεις της επιστήμης. Να θέλουν με άλλα λόγια να διατηρήσουν ένα είδος «αυτεξούσιου» που υπερβαίνει τις ανοχές των σημερινών, μεταδημοκρατικών, δυτικών καθεστώτων «πεφωτισμένης» δεσποτείας. Τα υπό συζήτηση ακόμα «τσιπαρίσματα» των ανθρώπινων πληθυσμών, μετά από εκείνη των οικόσιτων ζώων, καθώς και τα υγειονομικά διαβατήρια για όλες τις μετακινήσεις, προαναγγέλλουν ήδη ότι ο 21ος αιώνας που μόλις αρχίζει, θα είναι η χρυσή εποχή της ανάπτυξης των τεχνολογιών και των κοινωνιών της επιτήρησης, παρά τις όποιες αντιρρήσεις των παραδοσιακών «λαϊκιστών» ή των αφελών δικαιωματιστών που πίστεψαν ότι τα νομικά τους δικαιώματα ήταν πραγματικά.
Με άλλα λόγια, μοιάζει σήμερα θεμιτό να προβλέψουμε ότι οτιδήποτε θα είναι τεχνικά εφικτό στο πεδίο του εγκλεισμού και της επιτήρησης, αργά ή γρήγορα, όχι μόνο θα εφαρμόζεται με διάφορα προσχήματα, αλλά και θα επεκτείνεται προς το πεδίο της εκ των προτέρων προγραμματισμένης αποτροπής κάθε παρέκκλισης από την καθεστωτική νομιμότητα, χωρίς, όπως φαίνεται, αυτό να δημιουργεί μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, όπως άλλωστε δείχνει ως τώρα η συλλογή δεδομένων από το παγκόσμιο υπερ-πείραμα της πανδημίας.
Υπάρχει μήπως κάποια αντίφαση μεταξύ του φιλελεύθερου, νομικού δικαιωματισμού των κατά φαντασίαν πολιτών-του κόσμου- και της σχεδόν μοιρολατρικής αποδοχής από μέρους τους του καθεστώτος της γενικευμένης επιτήρησής τους ή της συναίνεσής τους στον «προσωρινό» περιορισμό των ελευθεριών και των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων τους; Κατά την άποψή μας η αντίφαση είναι μόνο φαινομενική – ενδεχομένως μάλιστα ο φιλελεύθερα δικαιωματούχος πολίτης να αποτελεί τρόπον τινά την απαραίτητη προϋπόθεση του μονίμως επιτηρούμενου ή του ζώντος υπό περιορισμό, εκτός της επίσημης φυλακής. Δεν είναι λίγοι άλλωστε οι ευρωπαίοι ιδίως κοινωνικοί επιστήμονες (μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος), ή οι πολιτικοί φιλόσοφοι, που εδώ και 20 χρόνια «το έβλεπαν να έρχεται»…
Πράγματι στη φιλελεύθερη λογική, οι άνθρωποι, οι «πολίτες» διαθέτουν τα νομικά τους δικαιώματα «αυτομάτως» και αποκλειστικά με την φυσική ιδιότητα του ατόμου του ανθρώπινου είδους και όχι ως μέλη μιας πολιτικής κοινότητας ή μιας ιστορικά συγκροτημένης συλλογικότητας στην οποία συνανήκουν μαζί με τους άλλους, ομοίους τους. Η παραπάνω νομικίστικη, απολύτως τυπική και αφηρημένη προσέγγιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εκκενώνει συνεπώς από την οπτική της το κοινωνικο-πολιτικό σκέλος του ορισμού της ανθρώπινης ελευθερίας, της ατομικότητας – ή, πιο αριστοτελικά, της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Παραγνωρίζει για να το πούμε αλλιώς, την θεμελιώδη για τις κοινωνικές επιστήμες διαλεκτική σύλληψη των σχέσεων του ανθρώπινου ατόμου με το περιβάλλον του, σύμφωνα με την οποία, αν οι ανθρώπινες κοινωνίες απαρτίζονται από άτομα και παρά την συγκυριακή σταθερότητά τους, τείνουν να μεταβάλλονται στο χρόνο, είναι ακριβώς επειδή τα ανθρώπινα άτομα «απαρτίζονται από κοινωνίες». Επειδή δηλαδή εξανθρωπίζονται ιστορικά με την κοινωνικοποίησή τους, συνεπώς αφομοιώνοντας συμβολικά και πρακτικά εφόδια: γνώσεις, τεχνικές, μοντέλα σκέψης, ιδέες και αξίες της κοινωνίας, ούτως ώστε να είναι σε θέση να παράγουν με την εργασία τους ένα εξελισσόμενο στον χρόνο, ανθρωπογενές περιβάλλον που μεσολαβεί τεχνικά, κοινωνικά και πολιτικά μεταξύ των ανθρώπινων κοινωνιών και της φύσης. Έτσι, η έννοια και η αίσθηση της ελευθερίας στην ανθρώπινη ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα, έχει μια συγκεκριμένη πολιτική υπόσταση, ακριβώς επειδή είναι σύμφυτη με ένα συλλογικό συνανήκειν, επειδή δηλαδή διαθέτει ρίζες μέσα στις ιστορικές και εδαφικές συνθήκες της ζωής μιας κοινότητας και των συνεχών αγώνων της για την βελτίωσή τους.
Αυτές οι πραγματικές ελευθερίες δεν είναι αποκλειστικά ατομικές ή τυπικές, ούτε αναδεικνύονται με τρόπο αφηρημένο, όπως συμβαίνει με τις κούφιες φιλελεύθερες διακηρύξεις δικαιωμάτων, που στον νεώτερο δυτικό κόσμο αρκούνται στην τυπική αναγνώρισή τους «για όλους τους ανθρώπους», ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες και χωρίς καμία αναφορά στις ηθικο-πολιτικές υποχρεώσεις του ατόμου απέναντι στην ομάδα του. Είναι ωστόσο φανερό ότι κανένα τυπικό «δικαίωμα στη ζωή» ή στην «ιδιοκτησία» δεν εξασφαλίζει το άτομο από μια απόπειρα φόνου εναντίον του, από μια κλοπή ή από μια κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων λόγου χάρη από το κράτος, «λόγω χρεών». (Προφανώς, διαμεσολαβημένο από τράπεζες, το ψηφιακό χρήμα, με τη σταδιακή από-υλοποίηση των συναλλαγών και την κατάργηση του φυσικού χρήματος, διευκολύνει ιδιαίτερα παρόμοιες κατασχέσεις «πιστωτικών μονάδων»...)
Εντούτοις, η φιλελεύθερη ιδέα μιας αποκλειστικά συμβατικής κοινωνίας, η εύρυθμη λειτουργία της οποίας στηρίζεται στο σεβασμό των νομικών της κανόνων, καθιστά την κοινωνική αλληλεγγύη συνώνυμη της απο-πολιτικοποιημένης, εθελοντικής, αστικής φιλανθρωπίας και τον κοινωνικό έλεγχο των ατομικών συμπεριφορών κάτι «πιο απόμακρο» από το όποιο συγκεκριμένο «χέρι» ή «μάτι του γείτονα» (του συναδέλφου, του συνεργάτη, του συμπατριώτη, κ.λπ.). Στις σύγχρονες, χαοτικές μητροπόλεις που κατοικούνται από άτομα αποξενωμένα μεταξύ τους και ανταγωνιστικές μικροομάδες συμφερόντων, η κρατικώς και αστυνομικώς ασκούμενη, γενικευμένη επιτήρηση της συμμόρφωσης των πολιτών ως δείγμα της υποταγής που οφείλουν οι επιτηρούμενοι στην επιτηρούσα αρχή, αποτελεί την πίσω πλευρά του αναρχο-φιλελεύθερου ατομισμού. Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο αν σε συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, στο όνομα της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας, ο πρώην κατά φιλελεύθερη φαντασία δικαιωματούχος «πολίτης του κόσμου», βρίσκεται ως άτομο μπροστά στις αναμενόμενες πολιτικο-κοινωνικές συνέπειες της εξατομίκευσής του και ενδεχομένως του φιλελεύθερου ριζοσπαστισμού του: ψυχοπολιτικά ανέστιος, ένθερμος υποστηρικτής των απο-υλοποιημένων διευκολύνσεων στο πεδίο των συναλλαγών, «απομαγευμένος» στο πεδίο των πολιτικών και θρησκευτικών του πεποιθήσεων (αλλά πιστός της πολιτικής θρησκείας του δικαιωματισμού), εξ ορισμού «διαφορετικός» (και πάντως όχι όμοιος με τους άλλους), «ανεκτικός» (δηλαδή αδιάφορος και δουλικός) … στις πιο ακραία ριζοσπαστικές εκδοχές της, ένα τέτοιο πολιτισμικά αποικιοκρατούμενο, «προοδευτικό» άτομο αισθάνεται πιο εκσυγχρονισμένο όταν διατηρεί χαλαρούς μόνο δεσμούς με κάποια συγκεκριμένη οικεία κοινότητα και με την πολιτική ιστορία της. Όταν έχει συναισθηματικά και γλωσσικά αποστασιοποιηθεί επαρκώς από τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, την προφορά ή και την ίδια τη γλώσσα της κοινωνικής ομάδας ή της κοινωνίας από την οποία κατάγεται. Όταν με την αφηρημένη νομική εγγραφή του στους «απανταχού δικαιωματούχους» και υπό την εξιδανικευμένη ιδιότητα του κοσμοπολίτη, ταυτίζει την παραπάνω αποστασιοποίηση με την μορφωτική και ηθική «πρόοδο» (ή, κάποτε και με τις μετανεωτερίζουσες ιδεολογίες του καθεστωτικού «αντιρατσισμού»…). Όταν έχει εγκαταστήσει τον φιλελεύθερο, ναρκισσευόμενο ατομισμό του στα ιδεολογικά πλαίσια ενός ιδεατού ειρηνευμένου κόσμου, με πολλούς αγοραίους ανταγωνισμούς, αλλά χωρίς πραγματικές κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις – κυρίως δε χωρίς ιστορικά δραστήρια συλλογικά υποκείμενα.
Ένα τέτοιο συγκεκριμένο, μοναχικό άτομο, βρίσκεται σήμερα, «ξαφνικά», ενώπιον στερήσεων και καταναγκασμών οργουελικού τύπου. Ο σαστισμένος φιλελεύθερος δικαιωματούχος, για να μην περιθωριοποιηθεί (π.χ. ως «ψεκασμένος») ή να μην τιμωρηθεί ως παραβάτης, είναι πλέον νομικά και ηθικά εξαναγκασμένος να αποδεχτεί, άλλοτε με δυσφορία άλλοτε όχι, την περιστολή των πλέον στοιχειωδών ελευθεριών του – ιδίως εκείνων που ισχύουν μετά την κατάργηση της δουλείας (όπως να αποφασίζει ο ίδιος για τις ιατρικές παρεμβάσεις επί του σώματός του), ή την κατάργηση αυτονόητων για τον νεώτερο δυτικό κόσμο δικαιωμάτων του (να μην κρύβει δημοσίως το πρόσωπό του, να μην βιώνει τον υποχρεωτικό, κατ’ οίκον εγκλεισμό του για πολλούς συνεχόμενους μήνες, ούτε την κατάσταση του κοινωνικού απομονωτισμού σαν να ήταν λεπρός του μεσαίωνα κ.λπ.).
Εντός του παγκόσμιου σκηνικού της υγειονομικής κρίσης και της έμφασης στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού όλου του πληθυσμού, να λοιπόν σκαναρίσματα, να συχνές εξακριβώσεις στοιχείων, να υγειονομικά διαβατήρια για να μετακινηθείς … οι νομικοί που διατηρούν τις δημοκρατικές ευαισθησίες τους αναρωτώνται συχνά σε τι είδους αστική δημοκρατία ζούμε, όταν τα εθνικά κράτη και οι δυνάμεις ασφαλείας, δεν φαίνονται να ανησυχούν ιδιαίτερα από την μαζική «παραβίαση» των συνόρων από ομάδες λαθρομεταναστών που διακινούνται από οργανωμένα κυκλώματα, ενώ παράλληλα στο όνομα της δημόσιας υγείας, καθιστούν με τρόπο ρητό, όλο και πιο δύσκολη την καθημερινή ζωή των πολιτών που επέλεξαν και αποφάσισαν να ασκήσουν το δικαίωμα της κριτικής ή της άρνησης να αποδεχτούν μια συγκεκριμένη ιατρική πράξη πάνω στο σώμα τους. Πράγματι, τι είδους πατερναλιστικός ολοκληρωτισμός υποσκάπτει τα θεμέλια της αστικής δημοκρατίας όταν τα αστικά δημοκρατικά συντάγματα καταστρατηγούνται «για το καλό μας» με τρόπο τόσο προκλητικό, ή όταν ο θεσμός της δικαιοσύνης, χωρίς να κρατά πλέον ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα, έχει πάψει να λειτουργεί;
Οι εύλογες αυτές απορίες προέρχονται κατά την άποψή μας από την παραγνώριση εκ μέρους των παραπάνω νομικών της σπουδαιότητας που έχει για το νέο διεθνοποιημένο καθεστώς πολιτικής κυριαρχίας η κυνική υποτίμηση του παραδοσιακού πολιτικού στοιχείου και η μονομερής θεμελίωση της κοινωνικής ευταξίας στον νομικό πειθαναγκασμό που ολοκληρώνει κανονιστικά την «ανοιχτή κοινωνία των πολιτών» στο πιο αφηρημένο και τυπικό της επίπεδο: το κανονιστικό δηλαδή πλαίσιο της λειτουργίας της – εκείνο λόγου χάρη που παραβιάζεται σήμερα με τις απόψεις και την στάση των «ψεκασμένων – ανεμβολίαστων», ενώ ο λαθρομετανάστης δεν παραβιάζει στο κάτω-κάτω της γραφής παρά ένα, ούτως ή άλλως «ιστορικά ξεπερασμένο» και γεωγραφικά συγκεκριμένο πολιτικό όριο: τα σύνορα. Αυτό που διαφεύγει συνεπώς της προσοχής των έγκριτων και ευαίσθητων νομικών, είναι και πάλι το πολιτικό στοιχείο των παραπάνω φαινομενικών αντιφάσεων: η εδραίωση της αστικής πολιτικής αντεπανάστασης που έλαβε χώρα κατά το διάστημα του τελευταίου μισού αιώνα με διαδοχικά μικρά βήματα και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, πολλές από τις οποίες περιείχαν πρακτικά στοιχεία διευκόλυνσης των συναλλαγών και απεμπλοκής από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του εθνικού παρελθόντος. Η αντεπανάσταση αυτή σηματοδοτεί την ιστορική μετατόπιση της πραγματικής πολιτικής εξουσίας σε διεθνή, οικονομικο-πολιτικά κέντρα λήψης αποφάσεων και την ανάδειξη του νέου συμβατικού, κανονιστικού πλαισίου που («οφείλει να») διέπει την ζωή υπό επιτήρηση των μεταεθνικών «πολιτών του κόσμου» ως εξατομικευμένων δικαιωματούχων με λίγο ή πολύ περιορισμένα δικαιώματα. Το αφήγημα της «μεγάλης επανεκκίνησης» περιγράφει την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης αυτής της αντεπανάστασης και τους επόμενους στόχους της.
Είναι συνεπώς η παραπάνω μετάβαση από το ριζοσπαστικά φιλελεύθερο, νομικώς δικαιωματούχο άτομο στον ανελεύθερο, «ούτε καν δούλο πολίτη του κόσμου» που βρίσκεται επί διαρκή επιτήρηση, που μοιάζει σήμερα να εξηγεί καλύτερα γιατί τόσοι πολλοί δυτικοί πολίτες από όλο το εκλογικό φάσμα, ακόμα και αν δεν πείθονται απόλυτα από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, δεν δείχνουν καμία ιδιαίτερη διάθεση να αντισταθούν σε οτιδήποτε – και ιδίως να αντισταθούν συλλογικά, ως λαοί και λαϊκά στρώματα, με την απαιτούμενη μάλιστα υπερβατική αυταπάρνηση. Με άλλα λόγια, «συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια»: η ατομική συνείδηση των απολαϊκοποιημένων – απελεύθερων δικαιωματούχων, των εξατομικευμένων πρώην δούλων, είναι «αταβιστικά» συνηθισμένη τόσο στην ιδέα της προσωρινότητας των όποιων νομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που τους έχουν παραχωρηθεί, όσο και σε εκείνη της μακραίωνης πολιτικής σταθερότητας του ζυγού επί του τραχήλου των μακρινών κάπως προγόνων και ενδεχομένως των απογόνων τους. Το άτομο αυτό, όχι μόνο δεν εξεγείρεται, αλλά και ήδη όπως φαίνεται συνηθίζει στα πάντα. Γνωρίζει κατά βάθος πως δεν υπάρχουν οριστικά πολιτικά κεκτημένα, ότι τα δικαιώματα που φαίνονται να «εκχωρούνται από τον ηγεμόνα» είναι εύκολο να καταργηθούν, αν δεν περιφρουρούνται συλλογικά. (Ως συνήθως ο ανώτερος κλήρος πήρε ήδη θέση υπέρ της νέας καθεστωτικής νομιμότητας: όπως δήλωσε ο μητροπολίτης Πειραιώς, «Είπαμε να υπάρχουν δικαιώματα, όχι να γίνουν και είδωλα»…).
Ο μετανεωτερικός πολίτης, ως τυπικά εγγράμματος και πληροφορημένος, αλλά αφελής και φιλοσοφικά ανυποψίαστος, συνήθισε αφενός να δέχεται ως ορθολογική και επιστημονική την βιολογική αναγωγή όλης της ανθρώπινης πραγματικότητας στο γονίδιο (του ανθρώπινου σώματος στον οργανισμό, της προσωπικότητας στην νευρωνική οργάνωση του εγκεφάλου κ.λπ.). Να ισχυρίζεται ως απομαγευμένη συνείδηση ότι «δεν πιστεύει στα θαύματα», αλλά εντούτοις να αναζητά την αποκατάσταση της χαμένης ισορροπίας του σε φαρμακευτικά σκευάσματα, «χάπια ευτυχίας» και γονιδιακές θεραπείες που παρέχονται προληπτικά δωρεάν, λόγου χάρη υπό μορφή εμβολίου για κορωνοϊούς… Το άτομο αυτό έμαθε να στιγματίζει ως σκοταδιστική κάθε μορφή «συνωμοσιολογίας» που αμφισβητεί τις επίσημες αλήθειες. Συνήθως όχι μόνο εκλογικεύει την δική του υποταγή, αλλά και απεχθάνεται τους «απείθαρχους»: ως δοσίλογος-μασκοφόρος θα καταγγείλει ευχαρίστως στις αρχές τους ανυπάκουους γείτονες και συμπολίτες του, για λόγους «προστασίας της δημόσιας υγείας»… Εύκολα θα μεταβληθεί σε τηλε-εργαζόμενο εξάρτημα του πολύπλοκου μηχανισμού διαχείρισης και αναπαραγωγής μιας διεθνοποιημένης τεχνοφεουδαρχικής κοινωνίας με την πεποίθηση μάλιστα ότι έτσι θα έχει «προοδεύσει».
Για όλους τους παραπάνω λόγους τα υγειονομικά διαβατήρια και όλα τα υπόλοιπα σημερινά ή μελλοντικά μέτρα αποκλεισμού των όποιων αντιφρονούντων από το δημόσιο χώρο, δεν αποτελούν απλώς κάποια σύγχρονα πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων που το άτομο αποκτά αποδεχόμενο ένα τσίμπημα, όπως παλιότερα οι πολίτες ενός πολιτικά και στρατιωτικά ηττημένου λαού αποκτούσαν τα διαπιστευτήρια της πολιτικής τους ορθότητας υπογράφοντας τη δήλωση ότι «αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμό»: στα παλιά πιστοποιητικά, το ιδεολογικό και πολιτικό κριτήριο του αποκλεισμού ήταν πασιφανές συνεπώς και οι άμεσες ή έμμεσες ιδεολογικές αντιστάσεις των αποκλεισμένων. Το υγειονομικό διαβατήριο αντίθετα θεμελιώνεται νομικά σε μια προσχηματικά μη πολιτική ορθολογικότητα. Αποκτάται από τον κάθε δικαιωματούχο δικαιωματικά με την έμπρακτη αποποίηση των ατομικών του δικαιωμάτων, σκέψης, κριτικής, επιλογής, αυτοδιάθεσης, άρνησης κάποιων υγειονομικών μέτρων που τον αφορούν. Από εκεί και ύστερα, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη, η μέριμνα κάθε πρόθυμα δουλικού υπηκόου να διατηρήσει ως «ελεύθερος δικαιωματούχος δυτικός πολίτης» κάποια επίφαση ηθικής αξιοπρέπειας παρά την εκχώρηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων του στον ηγεμόνα του, αναλαμβάνει το ψυχολογικό έργο της εκλογίκευσης της υποταγής και της εκ των υστέρων ιδεολογικής μεταβολής της σε ελεύθερη συνειδητή επιλογή.
Με άλλα λόγια, για να είναι πολιτικά αποτελεσματική ως προς την οικοδόμηση της υπακοής του δυτικού πολίτη, η τωρινή πολιτική ορθότητα οφείλει να απαιτεί την πρόθυμη, αλλά και τυφλή συμμόρφωσή του σε προκλητικά αντιφατικές αποφάσεις, όπως ακριβώς τις υπαγορεύει και τις ανασκευάζει κατά βούληση το καθεστώς. Σε κανονιστικούς καταναγκασμούς και νομικούς κανόνες αυθαίρετους που κατά περίπτωση μπορούν να τεκμηριώνονται με ψευδοορθολογικά επιχειρήματα ή όχι. Αν όλα αυτά αντιβαίνουν τα ισχύοντα αστικοδημοκρατικά συντάγματα, τόσο το καλύτερο! (Άλλωστε, πάντα θα βρεθεί ένας συνταγματολόγος υπηρεσίας που θα αποφανθεί το αντίθετο, νομιμοποιώντας όλες τις αυθαιρεσίες.) Οι υγειονομικές διατάξεις της εκτελεστικής εξουσίας δεν νοείται καν να είναι αμφιλεγόμενες: βρίσκονται αξιωματικά, δογματικά πέραν κάθε επιστημονικής συζήτησης ή πολιτικής κριτικής. Λαμβάνονται σε διεθνές επίπεδο από διεθνείς οργανισμούς, προφανώς «για το καλό όλων». Έτσι, οι μεταφασίζουσες δυτικές μαζικές «δημοκρατίες» μπορούν επιτέλους να ταξινομήσουν τους εκ πεποιθήσεως εχθρούς τους, να στιγματίσουν ψυχολογικά και μορφωτικά τα «αντικοινωνικά στοιχεία τους», ενδεχομένως να τα «θεραπεύσουν» ψυχιατρικά ή να τα τιμωρήσουν με ένα μακρύχρονο κατ’ οίκον περιορισμό.
Συνοπτικά: Ο μεταμοντερνισμός αποδόμησε την λογική εγκυρότητα και το ηθικο-πολιτικό «αφήγημα» κάθε ιστορικής συλλογικότητας, «απελευθερώνοντας» υποτίθεται τα άτομα από τους κοινωνικούς και πολιτικούς τους δεσμούς με το παρελθόν και το όποιο ιστορικό πεπρωμένο τους. Παράλληλα, η φιλελεύθερη πολιτική θρησκεία του δικαιωματισμού, απολαϊκοποίησε και αποϊστοριοποίησε τον ήδη εξατομικευμένο δυτικό άνθρωπο, στριμώχνοντάς τον στην νομική και ιδεολογική ταυτότητα του «φυσικού» κατόχου ατομικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, του οποίου οι απόψεις, οι προτιμήσεις και οι συμπεριφορές καταγράφονται και υπόκεινται σε διαρκή, εξ αποστάσεως πολιτικό έλεγχο.
Ύστερα, από το 2020, ο επιτηρούμενος προ-μετάνθρωπος άρχισε να υφίσταται κατ’ εξακολούθηση καταναγκασμούς. Ήδη αναδύεται διαφανής, ρευστός, εύκαμπτος, πειθαρχικός, σκίζοντας το νομικό κουκούλι του προκατόχου του, του «απελεύθερου» δικαιωματούχου.
Προγραμματίζεται να ζήσει ήσυχα, ειρηνικά, στο αέναο, αγοραίο παρόν, μπαίνοντας σταδιακά στο υλικό και συμβολικό καλούπι του μετανθρώπου.