Κορίτσι 6 χρόνων μένει χωρίς γονείς έξω από την Ασφάλεια

Κυριακή 2 Ιουλίου 2017



Από τις πρώτες ώρες της επιβολής δικτατορίας, οι μηχανισμοί των χουντικών έδρασαν ακαριαία, κάνοντας συλλήψεις αριστερών και αντιχουντικών αγωνιστών σε όλη τη χώρα.

Η Λέσβος δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ισα ίσα, η επέλαση των οργάνων της χούντας στο νησί ήταν άμεση, καθώς στο νησί η ΕΡΕ (το κόμμα της Δεξιάς) είχε πολύ μικρή δυναμική σε σχέση με την ΕΔΑ, που ήταν πρώτη δύναμη.

Ενδεικτικό είναι πως τις δύο πρώτες μέρες του πραξικοπήματος (Παρασκευή 21 και Σάββατο 22 Απριλίου 1967) έγιναν στη Μυτιλήνη και στα χωριά συλλήψεις περίπου διακοσίων στελεχών της ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη.

Μεταξύ αυτών ήταν και οι γονείς ενός κοριτσιού μόλις έξι ετών... που αποφάσισε να στείλει γράμμα στον τότε υπουργό Δημοσίας Τάξεως, ζητώντας τους γονείς της πίσω.

Πενήντα χρόνια μετά, η Μερόπη Φράγκου διηγείται στην «Εφ.Συν.» την ιστορία της, μια ιστορία που δυστυχώς αφορά πολλές παρόμοιες οικογένειες ανά την Ελλάδα.

Η Μερόπη θυμάται πολύ καλά εκείνη τη μέρα:

«Κάθε μέρα πριν πάνε στη δουλειά τους, οι γονείς μου, Χρήστος και Μαρία, άκουγαν ραδιόφωνο. Εκείνη τη μέρα, Μ. Παρασκευή ήταν, 21η Απριλίου 1967, δεν πρόλαβαν να το ανοίξουν. Με το που έγινε η δικτατορία, τους έπιασαν αμέσως. Για μας ήταν ξαφνικό, δεν το περιμέναμε, παρ' όλο που και οι δύο μου γονείς ήταν οργανωμένοι στην Αριστερά. Το ΚΚΕ και αργότερα η ΕΔΑ είχαν μεγάλη δύναμη στη Λέσβο.

Τις πρώτες μέρες της δικτατορίας έπιασαν πολλούς αγωνιστές. Η πορεία τους ήταν προδιαγεγραμμένη: αφού τους αποσπούσαν βίαια από τις οικογένειές τους, τους μετέφεραν αρχικά στην Ασφάλεια και μετά στην Παιδαγωγική Ακαδημία (που ήταν κλειστή εκείνες τις μέρες λόγω Πάσχα - το ίδιο κτίριο είχαν χρησιμοποιήσει και οι ναζί κατακτητές ως στρατόπεδο κράτησης την περίοδο 1941-44). Αμέσως μετά, ακολουθούσε η εξορία (Γιούρα, Αϊ-Στράτης, Λέρος...) και στην καλύτερη των περιπτώσεων η φυλακή. Οι γονείς μου βίωσαν και τα δύο».
Η Μερόπη Φράγκου στη μέση, γύρω στα 11 (1971-1972) με τους γονείς της (Χρήστος και Μαρία Φράγκου) 

Ο πατέρας:

«Γεννημένος το 1919, από νωρίς είχε μπει στην Αντίσταση. Εκανε συνολικά 14 χρόνια εξορία. Ωστόσο η ιστορία του στον αγώνα αποτελεί ακόμη μυστήριο για μένα, καθώς για τη δράση του στην Κατοχή δεν μιλούσε ποτέ. Μα ούτε για τα βασανιστήρια στις εξορίες μιλούσε κι ας τον ρωτάγαμε συχνά. Συνήθως άλλαζε κουβέντα. “Ο,τι έγινε έγινε”, έλεγε.

Ο πατέρας μου είχε μια αδελφή που ήταν παπαδιά. Οταν έμεινα μόνη, με τους γονείς στην εξορία, η ίδια δεν θέλησε να αναμειχθεί καθόλου, δεν βοήθησε, δεν ασχολήθηκε. Ηταν παπαδιά και κράτησε τη στάση που κράτησε η Εκκλησία επί χούντας. Ο πατέρας, πριν τον συλλάβουν, είχε λευκοσιδηρουργείο: έφτιαχνε σκάφες, ντεπόζιτα νερού, μαγκάλια κ.λπ. Ηταν από τους πρώτους που εξορίστηκαν στα Γιούρα, από αυτούς που έχτισαν τα καταλύματα. Μετά, εξορία στον Αϊ-Στράτη, σχεδόν όλη την περίοδο που χρησιμοποιήθηκε το νησί, από το 1955 και μετά, ως τόπος εξορίας. Οταν γεννήθηκα το 1960, εκεί ήταν. Μετά Αίγινα, στη δικτατορία πάλι Γιούρα και Λέρο.

Για τις εξορίες μόνο ευτράπελα και καταστάσεις αστείες μας έλεγε, για να γελάσουμε. Μια ιστορία που θυμάμαι ήταν μια φορά που τους επισκέφτηκε ο Αρχιεπίσκοπος και τρώγανε μια σούπα με δύο δάχτυλα μαμούνια. Επίτηδες, για να δει τι έτρωγαν, πρόσφεραν ένα πιάτο στον Αρχιεπίσκοπο, να τον κεράσουν. Αυτός αηδίασε βέβαια και είπε “τι ωραίοι κύαμοι, αλλά δεν θέλω να σας τους στερήσω”. Κύαμοι είναι τα κουκιά...

Για τα βασανιστήρια το μόνο που είχε αναφέρει είναι για την παλιά Γυάρο, που τους έβαζαν με μια γάτα μες στο τσουβάλι και τους έριχναν στη θάλασσα και... όποιος επιζούσε τον μάζευαν απ' τη θάλασσα - ή τη γάτα ή τον άνθρωπο. Από την άλλη, η εξορία ήταν και μεγάλο σχολείο, κυριολεκτικά. Ο πατέρας μου, για παράδειγμα, στην εξορία έλαβε μαθήματα από τους πιο μορφωμένους, έμαθε λογιστικά.

Μετά τις εξορίες, ο ίδιος γύρισε πιο επιφυλακτικός. Είδε πολλούς να αλλάζουν στάση. Και δεν αναφέρομαι σε όσους υπέγραψαν - αυτούς τους καταλάβαιναν κάπως, ήταν σκληρά εκεί, είχαν οικογένειες. Ακόμα και με συντρόφους του, που άλλοι βρέθηκαν μετά τη διάσπαση στο ΚΚΕ και άλλοι στο ΚΚΕ Εσωτ., δεν είχε πρόβλημα. Είχε μόνο με όσους άλλαξαν στάση ριζικά. Με αυτούς που όχι μόνο υπέγραψαν αλλά έγιναν πιο δεξιοί κι από τους δεξιούς. Αυτό τον είχε πολύ πικράνει. Ωστόσο, ήταν πολιτικοποιημένος και οργανωμένος έως το τέλος, πάντα συζητούσαμε πολιτικά, άκουγε όλες τις ειδήσεις, ήταν ενημερωμένος ώς το τέλος.

Πέθανε το 2009, σε ηλικία 90 ετών. Η μητέρα μου είχε πεθάνει 14 χρόνια πριν, το 1995. Από τότε ο πατέρας δεν βγήκε ποτέ από το σπίτι - ούτε στην μπροστινή αυλή, μόνο μια φορά που χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο. Ετσι αποφάσισε να την πενθήσει». 

Η μητέρα:

«Η μητέρα το 1967 ήταν 39 ετών και ήταν οργανωμένη στην ΕΔΑ (σ.σ. Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά). Η ίδια, το γένος Χαλβατζή, είχε πατέρα ναυτικό που ήταν οργανωμένος με το καΐκι του στο ΕΛΑΝ (σ.σ. το Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό ήταν το αντιστασιακό ναυτικό που έδρασε σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας την περίοδο της Κατοχής και διαλύθηκε μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας).

Είχε πάρει την οικογένεια και μένανε έξω από τον Βόλο, στη Γατζέα. Ηταν οικογένεια με τρία παιδιά, δύο αδελφές και έναν αδελφό. Αυτά τα παιδιά, που ήταν θεία και θείος για μένα, εγώ δεν τα γνώρισα ποτέ, πέθαναν από σακχαρώδη διαβήτη. Η θεία μου πέθανε λίγο μετά τον γάμο των γονιών μου. Οπότε, όταν οι χουντικοί πήραν τους γονείς μου, δεν είχα κανέναν συγγενή.

Εκείνη τη μέρα, την πρώτη της χούντας, ήρθαν θυμάμαι δυο-τρεις με πολιτικά στο σπίτι. Εγώ έπαιζα στην αυλή και με ρώτησαν πού είναι το σπίτι του κυρίου Φράγκου. Εγώ νόμιζα ότι ήταν πελάτες του μπαμπά και πήγα να τον φωνάξω. Ο μπαμπάς μόλις τους είδε κατάλαβε, θυμάμαι άλλαξε η έκφρασή του. “Κύριε Φράγκου, ακολουθήστε με” του είπαν.

Εκείνη την ώρα βγαίνει και η μητέρα να δει τι γίνεται. Και την πήραν κι εκείνη. “Θα πάρω και το παιδί, δεν έχω πού να τ’ αφήσω” είπε εκείνη και με πήρε μαζί.

Τότε μια γειτόνισσα, ξαδέλφη του πατέρα, η θεία Μαρία Σουβατζή, ζήτησε να με αφήσουν μαζί της. Η μαμά μου όμως με πήρε μαζί. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο της Αστυνομίας και μας πήγαν στο Κιόσκι. Εκεί μ’ αφήσαν απέξω και πήραν τους γονείς μου - δεν τους ξαναείδα.

Εμεινα εκεί και περίμενα. Σαν παιδάκι, 6 χρόνων, τα είχα χαμένα και έκλαιγα. Εβλεπα γνωστούς να μπαίνουν και ζητούσα τους γονείς μου. Κάποια στιγμή ήρθαν οι αστυνομικοί και με πήραν με σκοπό να με πάνε στο ορφανοτροφείο.

Στον δρόμο, ο οδηγός λέει: “εγώ το παιδί δεν θα το πάω στο ορφανοτροφείο, θα το πάω σ’ αυτή την κυρία που είπε να το κρατήσει”. Εκανε κάτι καλό - δεν τον ξαναείδα από τότε να τον ευχαριστήσω.

Μετά από λίγο καιρό πήγα σε άλλη μια γειτόνισσα, ξεκίνησα και το σχολείο. Για λίγο καιρό έμεινα και στο αφεντικό της μαμάς, τον κ. Χωριανόπουλο. Σπουδαίος άνθρωπος, αριστερός. Ενώ δεχόταν -όπως και κάθε εργοδότης- αφόρητες πιέσεις να απολύσει κάθε αριστερό ή αντιφασίστα-αντιχουντικό εργαζόμενο, ο ίδιος (έφτιαχνε ορθοπεδικές ζώνες στον Αγιο Συμεών) όχι μόνο βοήθησε εμένα αλλά και κράτησε τη θέση για τη μητέρα μου τα δυόμισι χρόνια που ήταν φυλακή.

Αυτό ήταν σωτήριο για την οικογένεια, γιατί όταν επέστρεψε η μητέρα, ήμασταν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Να φανταστείς, πάθαμε και οι δύο τύφο, καθώς το σπίτι ήταν κλειστό και η βρύση ήταν σε αχρηστία. Πού να μην είχε και δουλειά. Θα πεθαίναμε. Ετσι είναι - αν δεν τους εξόντωναν στις φυλακές και τις εξορίες, υπήρχε και το μετά...

Επί χούντας η μητέρα μου πήγε εξορία στη Γυάρο και μετά στις φυλακές της Αλικαρνασσού στην Κρήτη.

Μετά την Α' Δημοτικού, έμεινα με τους νονούς μου, την Αδαμαντία και τον Κώστα Φασά, που τους χρωστάω πολλά. Με στήριξαν σαν δικό τους παιδί».

Αναμνήσεις:

«Ολα αυτά με μεγάλωσαν απότομα. Στην εφηβεία, με φώναζαν “γριά σοφή”. Μα ήταν δύσκολα σαν ήμουν παιδί. Αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν οι χουντικοί ήταν να κλονίσουν την πίστη του παιδιού προς τους γονείς του.

Μου έλεγαν ότι οι γονείς σου δεν έρχονται επειδή δεν σε αγαπάνε και γι’ αυτό δεν υπογράφουν. Κι εγώ τους απαντούσα “δεν θέλουν να προδώσουν, γι' αυτό δεν υπογράφουν”.

Ηταν πολλά για να διαχειριστεί ένα εξάχρονο. Θυμάμαι ο κ. Χωριανόπουλος μου έδωσε το σακάκι που φορούσε η μητέρα στη δουλειά της. Το κρατούσα όλα τα χρόνια που έλειπε (πάνω από δύο) και το μύριζα. Εως σήμερα δεν έχω ξεχάσει τη μυρωδιά της αυτή. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια το φορούσα ακόμη.

Τόσο μου έλειπαν οι γονείς μου, που αποφάσισα να γράψω το γράμμα στον υπουργό, που το έχετε στα χέρια σας. Ημουν 7 ετών τότε. Φυσικά, ποτέ δεν πήρα απάντηση ούτε το αίτημά μου ικανοποιήθηκε.

Η μητέρα μου δεν είχε βασανιστήρια, είχε όμως εγκλεισμό και στερήσεις. Θυμάμαι που είχε οργανωθεί επισκεπτήριο, να πάμε τα παιδιά με καράβι να δούμε τους γονείς μας στη Γυάρο. Η μητέρα μου δεν δέχτηκε να πάω. Τότε με είχε στενοχωρήσει πολύ που δεν ήθελε να με δει. Μετά κατάλαβα: ήξερε ότι αν με έβλεπε, δεν θα άντεχε».
 
Η ίδια:

«Σπούδασα Αρχιτεκτονική στη Ρουμανία από το 1978 μέσω κάποιων υποτροφιών που δόθηκαν στο ΚΚΕ Εσωτ. και τον “Ρήγα Φεραίο” και των βαθμών μου από το Λύκειο. Τώρα βρίσκομαι στη Λέσβο και εργάζομαι σε φορέα του υπουργείου Πολιτισμού.

Δε συμφωνώ με την άποψη όσων συγκρίνουν τη σημερινή κατάσταση με τη χούντα. Εχουμε επιτροπεία από την Ευρώπη, αλλά αυτό είναι διαφορετικό.

Στη Λέσβο, έχουμε και το μεγάλο θέμα με τους μετανάστες: μας βοηθά να μη χάνουμε την ανθρωπιά μας. Εχουμε βέβαια και ενεργούς φασίστες, καθώς και άλλους που τους βοηθούν με την παθητική τους στάση. Μα αυτοί πάντα υπήρχαν. Και τότε, μπορεί να μην είχαμε χουντικούς γείτονες, μα ανθρώπους που δεν παίρναν θέση.

Δεν ξέρω αν έχω αλλάξει από τότε, 50 χρόνια μετά. Σίγουρα έχω κρατήσει πράγματα που έμαθα τότε: πως στη ζωή μας ζούμε συλλογικά, συντροφικά, με συνεννόηση και αλληλοκατανόηση. Αυτό έμαθα από τους γονείς μου, αν και μοναχοπαίδι. Εμαθα να έχω γνώμη και να παίρνω θέση από μικρή, αλλά ταυτόχρονα να σέβομαι και τη γνώμη των άλλων».



Νόρα Ράλλη
efsyn.gr
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ