Μιχάλης Ράπτης(Pablo) Εθνικισμός και θρησκεία

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Ο Μιχάλης Ν. Ράπτης (1911 - 1996) υπήρξε Έλληνας τροτσκιστής, ηγετική μορφή του τροτσκιστικού κινήματος κατά τα πρώτα χρόνια μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτός Ελλάδος είναι γνωστός αποκλειστικά με το ψευδώνυμο Μισέλ Πάμπλο.

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 24 Αυγούστου 1911. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και συνέχισε στη Σορβόννη, στην ειδικότητα του πολεοδομικού σχεδιασμού. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνεργάσθηκε με τον Παντελή Πουλιόπουλο στην ίδρυση της ΟΚΔΕ. Το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά τον εκτόπισε στη Φολέγανδρο, όπου γνώρισε τη σύζυγό του Έλλη Διοβουνιώτη. Μαζί απέδρασαν για το γνώριμό του Παρίσι, όπου τους βρήκε η έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνο το καιρό αποκατέστησε την επαφή με τους Γάλλους τροτσκιστές, αλλά η αδύναμη υγεία του δεν του επέτρεπε συστηματική ενασχόληση.
Αφού ανέρρωσε πλήρως ξεκίνησε η επαναδραστηριοποίησή του, η οποία τον έφερε στη θέση του γραμματέα του Ευρωπαϊκού (1944) και του Διεθνούς (1946) Γραφείου της Τετάρτης Διεθνούς. Έτσι στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η επιρροή του στο παγκόσμιο τροτσκιστικό κίνημα ήταν τεράστια, αναδεικνυόμενος στον πραγματικό ηγέτη της Διεθνούς. Υπήρξε εκ των βασικών εισηγητών της αντίληψης ότι οι χώρες του ανατολικού μπλοκ ήταν διαστρεβλωμένα εργατικά κράτη . Επίσης, βλέποντας ότι οι τροτσκιστές παρέμεναν σαφώς μειοψηφική δύναμη εντός της Αριστεράς, υποστήριξε πως θα έπρεπε να δρουν εντός των κυρίαρχων σοσιαλδημοκρατικών και κομμουνιστικών κομμάτων των χωρών τους, ώστε να κερδίζουν κόσμο από τη βάση τους και να τον στρέφουν σε πιο «αριστερή» κατεύθυνση (εισοδισμός).
Η απόλυτη κυριαρχία του κράτησε έως την προσωρινή διάσπαση της Διεθνούς το 1953 - ένας από τους βασικούς λόγους της διάσπασης ήταν η τρομακτική δύναμη που ο Ράπτης είχε συγκεντρώσει στα χέρια του, σε βαθμό που πολλοί σύντροφοί του αποκαλούσαν τις μεθόδους του σταλινικές. Οι παμπλιστές, όπως αποκλήθηκαν οι υποστηρικτές του, συνέχισαν να ελέγχουν κάποια ευρωπαϊκά κόμματα, ενώ είχαν επιρροή και στη Λατινική Αμερική μέσω του Ποσάδας (ο οποίος σύντομα τον εγκατέλειψε στρεφόμενος σε πιο εσωτεριστικές αναζητήσεις). Υποστηρίζοντας την Αλγερινή Επανάσταση, οι παμπλιστές συμμετείχαν σε ένα δίκτυο λαθρεμπορίας όπλων και παραχαραγμένων χρημάτων, για το οποίο ο Ράπτης συνελήφθη από τις ολλανδικές αρχές και τιμωρήθηκε με 15μηνη φυλάκιση.
Όταν τελικά η Τέταρτη Διεθνής επανενώθηκε το 1963, ένας από τους όρους της άλλης πλευράς ήταν η πλήρης απομάκρυνση του Ράπτη από κάθε πόστο ή δραστηριότητα. Αυτός όμως κατάφερε να εκλεγεί στη Διεθνές Γραφείο της οργάνωσης, χρησιμοποιώντας ως όχημα το (ιδρυμένο από οπαδούς του) Αφρικανικό Γραφείο. Τελικά διεγράφη οριστικά το 1965.
Από το 1963 ο δρόμος του ήταν σχεδόν απόλυτα προσωπικός. Διετέλεσε σύμβουλος του αλγερινού προέδρου Αχμέντ Μπεν Μπελά μέχρι την ανατροπή του από στρατιωτικούς το 1965, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '70 δραστηριοποιήθηκε στη Χιλή του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών (1974) εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, όπου ανέπτυξε πολύ στενή σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου (γνωρίζονταν από τα νεανικά χρόνια τους). Παράλληλα προσπάθησε να επανέλθει στα πράγματα του διεθνούς τροτσκιστικού κινήματος ιδρύοντας την Επαναστατική Μαρξιστική Τάση, αλλά δε βρήκε καθόλου υποστηρικτές. Προς το τέλος της ζωής του, υποστηρίζεται από πολλούς πρώην συντρόφους του ότι διολίσθησε προς τον εθνικισμό λόγω της υποστήριξής του στο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και το Ράντοβαν Κάρατζιτς.
Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 1996 και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη. Η δράση και η πολιτική του κληρονομιά άφησε φανατικούς φίλους κι εξίσου φανατικούς εχθρούς, αποτελώντας μέχρι σήμερα αντικείμενο διαμάχης εντός του τροτσκιστικού κινήματος.



Από εισηγήσεις του το 1995, που όμως ακουμπούν και στην σύγχρονη επικαιρότητα, 2 κείμενα για τον εθνικισμό και την θρησκεία.

1.Η απειλή εναντίον της Ελλάδας.

Νομίζω ότι πράγματι είναι σωστό ότι η Ελλάδα σήμερα απειλείται. Ότι υπάρχει ένας κίνδυνος. Ότι υπάρχει ένα σχέδιο αναδόμησης των Βαλκανίων, στο οποίο κυριαρχικό ρόλο θα παίξει η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Τουρκία, χρησιμοποιώντας τις μουσουλμανικές μειονότητες από τη Βουλγαρία, τη Θράκη, τα Σκόπια, το Κοσσυφοπέδιο, την Αλβανία, τη Βοσνία. Όπου η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά απομονωμένη και δεν έχει ως σύμμαχο -από άποψη γεωπολιτική- παρά τους Σέρβους. Οι οποίοι Σέρβοι σε μια ορισμένη στιγμή είναι δυνατόν και αυτοί να υποταχθούν στην pax americana. Αντιστέκονται για την ώρα και η αντίστασή τους είναι θετική και εκμεταλλεύσιμη και από τη μεριά τη δική μας, αλλά όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι και η Σερβία και η Ελλάδα τελικά με υποχωρήσεις δεν θα ενταχθούν σε μια pax americana κυριαρχούσα σ' ολόκληρα τα Βαλκάνια.
Πρέπει αυτό να το έχουμε υπόψη μας και απέναντι σ' αυτό το πράγμα να υπάρχει μία αντίσταση. Η μορφή αυτής της αντίστασης δεν μπορεί να πάρει δυστυχώς το χαρακτήρα άμεσης κοινωνικής επανάστασης, στηριζόμενης στις εργατικές μάζες της Ελλάδας, οι οποίες θα ανατρέψουν αυτή την κατάσταση. Παίρνει, για την ώρα, το χαρακτήρα ενός εθνισμού. Αφύπνισης του εθνισμού.
Προσωπικά θεωρώ ότι είναι αναγκαία οι Έλληνες να αποκτήσουν μια συνείδηση του εθνισμού τους και να είναι έτοιμοι, όταν πρόκειται να γίνει μία περαιτέρω συρρίκνωση του λεγομένου εθνικού τους κορμού, να αντισταθούν. Να μην επαναλάβουν το έγκλημα, την αδυναμία, την προδοσία, τη δειλία που έδειξαν στο ζήτημα της Κύπρου. Δεν είμαι υπέρ μιας επανάληψης της Κύπρου και στην Ελλάδα. Δεν θεωρώ ότι είναι τίποτα το διεθνιστικό μία αδιαφορία πλήρης αν γίνει ή δεν γίνει και στην Ελλάδα κάτι παρόμοιο που έγινε στην Κύπρο. 

Μα με ποιο θάρρος μπορείς να λες ότι είσαι υπέρ των Κούρδων ή των Παλαιστινίων που ζητάνε μια πατρίδα κι όταν γίνει σ' ένα τμήμα δικό σου εισβολή, κατοχή, αλλαγή πληθυσμών και δημιουργείται δικό σου παλαιστινιακό ζήτημα, ποια στάση κρατάς απέναντι στην Κύπρο; Και ξεκινώντας απ' αυτά, ποια στάση πρόκειται να κρατήσεις αν συμβεί κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα; 

Είναι σωστό ότι ο εθνισμός που είναι απαραίτητος, δεν είναι σε καμία αντίθεση με το διεθνισμό. Ο κάθε διεθνιστής έχει και μια ιδιαίτερη πατρίδα και είναι φυσικό την πατρίδα αυτή να την αγαπάει όχι περισσότερο από τις άλλες, αλλά τουλάχιστον το ίδιο.
Είναι φυσικό επίσης να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να έχει δράση επαναστατική, αν δεν δείχνει απέναντι στο λαό του μια συμπαράσταση. Σε ποιον κάτοικο της χώρας σου μπορείς να μιλήσεις και να πεις ότι σου είναι αδιάφορη η ιστορία της Κύπρου ή η επανάληψη της ιστορίας της Κύπρου αύριο και να νομίζεις ότι με τέτοια στάση μπορεί να έχεις οποιοδήποτε δεσμό με το λαό σου για άλλες επιτεύξεις; Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρα της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι.
Είναι εντελώς σωστό να λέμε αυτό: δεν διεκδικούμε απολύτως τίποτα. Πράγματι δεν διεκδικούμε. Και οποιοσδήποτε πόλεμος επιθετικός και για πλιάτσικο είναι καταδικαστέος από εμάς. Οποιοδήποτε «γιουρούσι» που ορισμένοι σκέπτονται ακόμη στην Αλβανία για να ξαναπάρουμε τη Βόρεια Ήπειρο είναι λανθασμένο. Οποιοδήποτε γιουρούσι και πλιάτσικο, οποιοσδήποτε επιθετικός πόλεμος δεν είναι μόνο καταδικάσιμος, γιατί αλλάζει το χαρακτήρα της αντίστασης του λαού, αλλά είναι και εσφαλμένος μέσα στις τωρινές συνθήκες, θα καταλήξει σε μία γενικότερη σύρραξη από την οποία η Ελλάδα δεν πρόκειται να κερδίσει απολύτως τίποτα. 

Αλλά, ενώ είναι τελείως σωστό να λέμε ότι δεν διεκδικούμε απολύτως τίποτα, να προσθέτουμε επίσης -διότι αυτό είναι ζήτημα που πρέπει να το εξετάσουμε σοβαρά- ότι είμαστε υπέρ της πληρότητας των δικαιωμάτων οποιασδήποτε εθνικής μειονότητας υπάρχει στην Ελλάδα και πρέπει να δούμε πού υπάρχουν συγκεκριμένα ζητήματα και εκεί που γίνονται αδικίες να επανορθωθούν έγκαιρα. Όχι όπως κάναμε με την τουρκική μειονότητα εν μέρει στην Κύπρο. Λέγοντας αυτά, λέμε επίσης ότι όσο είμαστε εναντίον οποιουδήποτε επιθετικού πολέμου, όπως είμαστε βέβαια υπέρ της υπεράσπισης μειονοτήτων δικών μας στο εξωτερικό, έτσι δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσομε πια τίποτα από το συγκεκριμένο εθνικό κορμό που έχουμε.
Κι όταν λέμε τίποτα αυτό το πράγμα πρέπει να είναι μια εντελώς διαφορετική, ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία κυρίως της νεολαίας μας, η οποία εν μέρει έχει προσβληθεί από το μικρόβιο του ευρωπαϊσμού και της πολιτιστικής αμερικανοποίησης.


2. Για την θρησκεία (Φεβρουάριος 1995).

Στην αρχή μιας νέας ιστορικής εποχής, ύστερα από την κατάρρευση του Ανατολικού χώρου, και την εκ βάθρων αναδόμηση του Κόσμου από τις νέες δυνάμεις που απέκτησε με την συλλογική της γνώση η Ανθρωπότητα στον τομέα της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, βρισκόμαστε μπροστά στην έξαρση εθνικών, θρησκευτικών ολοκληρωτικού χαρακτήρα φανατισμών. Επισημαίνουν μία γενικότερη στροφή προς διευρυνόμενη βαρβαρότητα.
Οι θρησκευτικοί φανατισμοί με προεξέχοντα αυτή την στιγμή τον λεγόμενο «Ισλαμικό φονταμενταλισμό», παρουσιάστηκαν πολλές φορές στην ιστορία όλων των Θρησκειών, σε περιόδους κοινωνικών κρίσεων, που απέρρεαν από μαζική εξαθλίωση και απελπισία ευρέων λαϊκών στρωμάτων.

Κάθε παροξυσμός εθνικός ή θρησκευτικός, είναι εκδήλωση βαθύτερης κοινωνικής κρίσης, χωρίς άμεση διέξοδο.
Η «διέξοδος» επιχειρείται δια του παροξυσμού τέτοιων αρνητικών φαινομένων.
Στο επίπεδο των θρησκευτικών παροξυσμών, πρέπει να γίνεται η βασική διάκριση ανάμεσα σε Θρησκεία και Εκκλησία, η Θρησκεία η οποιαδήποτε Θρησκεία, ως έκφραση ιδεολογική, η Εκκλησία ως έκφραση χρησιμοποίησης της θρησκευτικής ιδεολογίας από το εκάστοτε κοινωνικό καθεστώς και κατεστημένο.
Η αναφορά στη θρησκεία ως «Όπιο του Λαού», ανάγεται σε δυο διαφορετικές έννοιες.
Αν η θρησκεία, θεωρηθεί ως μια υπαρξιακή εγγενής τάση του εξελισσόμενου ανθρώπινου όντος, τότε η αναφορά στον όρο «όπιο» έχει την έννοια μέσου καταπραύνευσης της υπαρξιακής ανησυχίας, που ελλοχεύει στον κάθε άνθρωπο.
Αν η Θρησκεία χρησιμοποιείται από το εκάστοτε κοινωνικό καθεστώς και το πολιτικό του κατεστημένο, τότε η αναφορά στον όρο «όπιο», μπορεί να εκληφθεί με την έννοια εσκεμμένης παραπλάνησης, που χρησιμοποιείται για την διατήρηση της «κοινωνικής ειρήνης».
Των Εκκλησιών, προηγούνται οι Θρησκείες, και των Θρησκειών, η θρησκευτική έφεση του Ατόμου.
Το εξελισσόμενο ανθρώπινο ον, σε μια πρώτη φάση, τρομαγμένο από το φυσικό του περιβάλλον, αναζητεί, αποδίδει σε εχθρικά «πνεύματα» και «δαιμόνια» τα δεινά να αντιμετωπίζει και αδυνατεί σε ορθολογικές εξηγήσεις.
Σε μια ανώτερη φάση εξέλιξής του, δημιουργεί τους ανθρωπόμορφους θεούς «Καλούς» και «Κακούς».
Σε μια ακόμα πιο εξελιγμένη φάση τους φτάνει στη μονοθεϊστική πιο εξαϋλωμένη αντίληψη.
Η όλη πορεία του ανθρώπινου όντος, όσο με την ορθολογική του σκέψη κατανοεί περισσότερο, «δαμάζει» την Φύση, τον εαυτό του, την κοινωνία του, προχωρεί προς τις Θρησκείες και τις Εκκλησίες, κοινωνικά χρησιμοποιημένες, χωρίς να πάψει να κατοικείται από μια ακατανίκητη θρησκευτική έφεση, τείνουσα να πηγάζει κυρίως από το ανικανοποίητο μυστήριο που ανακαλύπτει ορθολογικά αναπτυσσόμενος, γύρω από τα «υπαρξιακά» του: την αρχή του, το τέλος, το νόημα της ζωής του.
Ο ασίγαστος αυτός προβληματισμός του, είναι στο βάθος της «θρησκευτικότητάς» του, την οποία κάθε κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς, πρέπει να σέβεται και να της επιτρέπει την πιο ελεύθερη εκδήλωση, ως βασικής ατομικής ανάγκης και δικαιώματος.
Ο θρησκευτικός προβληματισμός δρα σαν καταπραϋντικό της εγγενούς υπαρξιακής ανησυχίας, του «μυστηρίου» που περιβάλλει την εφήμερη ζωή μας ένα απέραντο Σύμπαν.
Δρα επομένως υπό αυτή την έννοια σαν «όπιο».
Υπ’ αυτή την έννοια δεν πρέπει να θεωρηθεί η εγγενής θρησκευτική έφεση του Ατόμου καταδιώξιμη και η Θρησκεία σαν καταδιώξιμο «ναρκωτικό», όπως ορισμένοι εξέλαβον την ρήση και του Μαρξ*: «Η Θρησκεία όπιο του Λαού».
Είναι βέβαιο ότι όσο η Κοινωνία διατηρείται, συνολικά κρινόμενη, «προϊστορική» και «βάρβαρη» η θρησκευτική έφεση θα δυναμώνει, και περισσότεροι άνθρωποι θα καταφεύγουν στην Θρησκεία, ακόμα υπό την Εκκλησιαστική της περιβολή, ως καταπραϋντικό των βαθύτερων υπαρξιακών τους ανησυχιών.
Κανονικά όταν η θρησκευτική έφεση επικεντρώνεται στο «υπαρξιακό μυστήριο», θα 'πρεπε να οδηγεί σε μια μεγαλύτερη Αγάπη και Αλληλεγγύη των Ανθρώπων υποκείμενων στην ίδια «αδυσώπητη» όσο και «ανεξήγητη» «Ανάγκη», «Μοίρα», στην οποία και οι ίδιοι οι Αρχαίοι Θεοί υπέκειντο.
Η παρεκτροπή σε θρησκευτικούς φανατισμούς είναι ακραία νοσηρή παρεκτροπή προς κάτι το εντελώς αντίθετο από την ουσία της «θρησκευτικότητας» ως εγγενούς έφεσης του εξελισσόμενου Ανθρώπινου όντος.
Κάτω από ένα έναστρο ουρανό το Άτομο βουβό έχει τη τάση να αφουγκράζεται στη βαθειά Κοσμική σιγή, να προσπαθεί να διεισδύσει στο υπαρξιακό του μυστήριο.
Είναι τότε υπό την καταπραϋντική μαγεία της τέτοιας «θρησκευτικής» περισυλλογής του. Και η οποία βέβαια βρίσκεται στα αντίθετα άκρα θρησκευτικών φανατισμών που τους προκαλεί η κοινωνική του δυστυχία και αγανάκτηση και στον παρασυρμό των οποίων χάνεται οποιαδήποτε ανάταση του Ατόμου προς το «Ιερό Μυστήριο της ύπαρξής του», «Μυστήριο» που δεν έχει ανάγκη να λειτουργεί στα τεμένη των Εκκλησιών, αλλά στην αυτοσυγκέντρωση και αυτοπερίσκεψη του Ατόμου τις στιγμές που βρίσκεται αποδυόμενο από τις μικρότητες και ανοησίες της πεζής καθημερινότητάς του αντιμέτωπο με αυτό που θεωρεί το «υπαρξιακό του Μυστήριο».


*Αλλά ο Μαρξ δίδει σ’ αυτή τη ρήση μια ίσως μονόπλευρη ψυχο-κοινωνική εξήγηση, παραλείποντας την προερχόμενη από την υπαρξιακή ανησυχία και προβληματισμό του Ανθρώπου. Ο Μαρξ, επιμένει στην άποψη ότι η Θρησκεία είναι και διαμαρτυρία εναντίον της πραγματικής κοινωνικής απαθλίωσης του ανθρώπου, και επομένως ο Μαρξ δεν καταδικάζει ούτε την Θρησκεία, ούτε τον θρησκευόμενο άνθρωπο. Η Θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του ανθρώπινου όντος, σ’ έναν κόσμο χωρίς καρδιά, αλλά και το βάλσαμό του, όχι μόνο απέναντι στην κοινωνική του δυστυχία και αλλοτρίωση, αλλά και απέναντι στα ανεξήγητα υπαρξιακά του προβλήματα.


ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ