Ελληνικό χρέος η διαιώνιση του προβλήματος

Τρίτη 19 Μαρτίου 2019


 Εισαγωγή

Για την διαμόρφωση της επόμενης μέρας της μεταμνημονιακής εποχής χρειαζόμαστε σκέψεις και ιδέες πάνω από όλα όμως κοινωνική και πολιτική συναίνεση. Χωρίς έναν ειλικρινή διάλογο και μια ουσιαστική αποτίμηση των πολιτικών των τελευταίων οκτώ ετών δεν θα μπορέσει να δομηθεί η αναγκαία σύγκληση ιδεών και πολιτικών. Το θέμα του δημόσιου χρέους αποτέλεσε και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής περιπέτειας. Η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους οδήγησε την Χώρα στο πρώτο μνημόνιο και η ανάγκη εξομάλυνσης του κόστους εξυπηρέτησής του οδήγησε τους δανειστές σε μια από τις μεγαλύτερες αναδιαρθρώσεις χρέους στην πρόσφατη ιστορία.

Η διαδικασία αναθεωρήσεων των όρων εξυπηρέτησης και αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους είναι σε εξέλιξη. Στη βάση διαφορετικών εκτιμήσεων και διαφωνιών για τη «βιωσιμότητα/διατηρησιμότητα» του δημόσιου χρέους (με πιο σημαντική αυτή μεταξύ του ΔΝΤ και θεσμικών οργάνων της Ε.Ε.) το ενδεχόμενο μία μελλοντικής αναδιάρθρωσης, το 2032, είναι ανοικτό όπως επίσημα καταγράφηκε στο τελευταίο Eurogroup/ Σύνοδο Κορυφής των ηγετών της Ε.Ε (22/6/2018). Η δυναμική του θέματος της «βιωσιμότητας/διατηρησιμότητας» του δημόσιου χρέους προκύπτει από όλες τις εκτιμήσεις. Σύμφωνα με θεσμικές εκτιμήσεις στο βασικό σενάριο το χρέος θα είναι κάτω του 100% το 2060 (Ε.Ε, 7/2018), θα αγγίζει το 140% το 2060 (ΟΟΣΑ, 4/2018) ή θα είναι 142,3% το 2027 (ΔΝΤ, 7/2018). Ανεξαρτήτως των διαφορών τους όλες οι εκτιμήσεις στο βασικό σενάριό τους συγκλίνουν σε έναν ορίζοντα διαιώνισης του προβλήματος (ή για να είμαστε πιο ακριβείς ένα ορίζοντα πολλών γενεών), όπου σε περίπτωση που υπάρξουν οικονομικές εξελίξεις επι το χείρον – οι οποίες δεν εξαρτώνται αναγκαία από τις εγχώριες πολιτικές – σε μία «εκρηκτική» διόγκωση του προβλήματος. Αν μαζί με το ανοικτό θέμα της «βιωσιμότητας/διατηρησιμότητας» συνεκτιμήσουμε την αντιστροφή των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης των Κεντρικών Τραπεζών, την προαναγγελμένη ακύρωση των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων των κρατών μελών της ΖτΕ από την ΕΚΤ, την εξελισσόμενη ανατιμολόγηση του κινδύνου στις αγορές ομολόγων και τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις αναιμικής οικονομικής μεγέθυνσης για τις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες, τότε το ζήτημα του δημόσιου χρέους διατηρεί ακόμη χαρακτήρα ακρογωνιαίου λίθου για τις μελλοντικές εξελίξεις και μία ουσιαστική αποτίμηση των πολιτικών που ασκήθηκαν επείγει – όχι μόνο για λόγους ιστορικούς.

Έχοντας αυτά σαν βάση αναλύουμε τους λόγους που οδήγησαν στην διόγκωση του χρέους, αξιολογούμε την αναδιάρθρωση με το PSI+ και προτείνουμε λύσεις για την αποφυγή διαιώνισης του προβλήματος.

Ο Κωνσταντίνος Βέργος στην ανάλυσή του εξετάζει τους όρους και τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις του PSI στην Ελληνική οικονομία. Στα πλαίσια αυτά εξετάζει πώς και πόσο η Ελλάδα έχασε μετατρέποντας ομόλογα που ήταν ουσιαστικά μηδενικής αξίας, μερικά από τα οποία σε δραχμές, σε διακρατικά δάνεια με υποθήκη την περιουσία του Ελληνικού κράτους. Παράλληλα εξετάζει πόσο έχασε η ελληνική οικονομία σε βάθος χρόνου με τις καταστροφικές επιπτώσεις της λιτότητας και αύξησης φόρων που ακολουθήθηκε για να πληρωθεί η νέα ’υποχρέωση’ αυτή στους δανειστές. Η ανάλυση καταλήγει ότι η συνολική απώλεια ανέρχεται περίπου σε 270 δις ΕΥΡΩ, το 1/4 περίπου εκ των οποίων απετέλεσε άμεση απώλεια και τα άλλα 3/4 έμμεση απώλεια.

Ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης με αφορμή τη σύγχρονη συζήτηση για το «κούρεμα» του χρέους του ελληνικού δημοσίου μελετά ποια χαρακτηριστικά του προσδίδει η λογική των δανειστών αλλά και με ποιες άλλες διαρθρωτικές αλλαγές θέλει να το συνδυάσει. Η συζήτηση που ακολουθεί σε συνέχεια της αποσαφήνισης των εννοιών του χρέους, των επιμέρους κατηγοριών του και των διαφόρων επιλογών ρύθμισης αυτών καταδεικνύει αφενός το νεοφιλελεύθερο συνδυασμό «κουρέματος με κοστούμι» που επιβάλλεται. Την ίδια στιγμή επιβεβαιώνεται ότι οι προοδευτικές εναλλακτικές ρύθμισης είναι πολλές, όπως βεβαίως και οι αντίστοιχοι προσανατολισμοί ανασυγκρότησης της χώρας. Δίνοντας κατ’ αντιπαράθεση τις βασικές αρχές τους γονιμοποιείται ο ριζοσπαστικός ρεαλισμός στην Ελλάδα.

Για τους Γιώργο Ατσαλάκη, Αιμίλιο Γαλαριώτη και Κωνσταντίνο Ζοπουνίδη τα ‘καλά’ δημόσια οικονομικά είναι η βασική προϋπόθεση για την ευημερία ενός κράτους. Η δράση των ομάδων ειδικών συμφερόντων μπορεί να είναι επιζήμια στο γενικό καλό και στην οικονομική μεγέθυνση, στην πλήρη απασχόληση, στις ίσες ευκαιρίες, στην κοινωνική κινητικότητα και στη συνετή διακυβέρνηση. Στην χώρα μας, οι ομάδες αυτές ήταν ο βασικός μοχλός πίεσης για αύξηση των δημοσίων δαπανών και κατά επέκταση της αύξησης του δημοσίου χρέους για την κάλυψη των δαπανών εμποδίζοντας κάθε προσπάθεια συνετής διακυβέρνησης. Αντί τα πολιτικά κόμματα να κρατούν θωρακισμένα τα δημόσια ταμεία από τις πιέσεις των μικρών, αλλά ισχυρών ομάδων και να μεριμνούν για την δίκαιη διανομή των κρατικών παροχών, εφευρίσκαν τρόπους να ξεγελάσουν τους πολίτες ώστε να μη γίνει αντιληπτό ότι ανοίγουν τις πόρτες των δημόσιων ταμείων στις ευνοούμενες ομάδες συμφερόντων, είτε για να προσελκύσουν τα μέλη τους ως κομματικούς τους πελάτες είτε για να αποφύγουν συντονισμένες ενέργειές τους με σημαντικές επιπτώσεις στο εκλογικό σώμα και την κοινωνία (δημόσιες συγκοινωνίες κτλ.). Έτσι καταλήξαμε στην υπερδιόγκωση των δαπανών του κράτους με αποτέλεσμα το κράτος να υπερδανείζεται για να εξυπηρετούνται οι κρατικές δαπάνες. Η επίγνωση του στρεβλού ρόλου των ομάδων συμφερόντων, από ολοένα και περισσότερα άτομα, αλλά κυρίως από όσους αποφασίζουν δημόσιες πολιτικές, θα περιορίσει σημαντικά τις απώλειες της κοινωνίας από την δράση τους, και θα τις αποδυναμώσει από την πίεση για αύξηση των δημοσίων δαπανών. Η θέση τους, ενισχύεται από την εμπειρία και άλλων χωρών. Αυτή είναι μια προσδοκία που αφορά όλους όσους ενστερνίζονται μια κοινωνία που βαθμιαία θα ελαχιστοποιεί τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.

Οι Σπύρος Λαπατσιώρας, Γιάννης Μηλιός και Δημήτρης Σωτηρόπουλος υποστηρίζουν ότι το χρέος του ελληνικού δημοσίου αποτέλεσε βασικό παράγοντα για την προσφυγή της Ελλάδας στην εξωτερική χρηματοδότηση και στους όρους της, δηλαδή στην επιβολή μίας πολιτικής λιτότητας. Με δεδομένα τον σημερινό τρόπο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και τη θεσμική οργάνωση της Ζώνης του ευρώ (ΖτΕ) αυτή η πολιτική εμφανίζεται ως «συνταγματική» επιταγή. Τηρουμένων των αναλογιών, η ελληνική περίπτωση αποτελεί ένα γενικό μοντέλο, στο οποίο το χρέος αποτελεί μέσο για την επιβολή πολιτικών λιτότητας. Το δημόσιο χρέος στην ζώνη του ευρώ είναι υψηλό για μία σειρά κράτη-μέλη και η αντιμετώπισή του αποτελεί πρόβλημα πρωτίστως πολιτικό. Σε αυτό το κείμενο παρουσιάζουν μία πρόταση για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, η οποία καθιστά σαφές ότι υπό ένα διαφορετικό πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων είναι δυνατή η διαχείριση του δημόσιου χρέους στη ΖτΕ πέραν των πολιτικών λιτότητας.

Οι Θεόδωρος Μαριόλης και Γιώργος Σώκλης υποστηρίζουν ότι το ακανθώδες για την μετά-2010 ελληνική οικονομία ζήτημα έγκειται στον προσδιορισμό εκείνου του μείγματος οικονομικής πολιτικής το οποίο θα οδηγήσει στην επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας άνευ, ωστόσο, επιβαρύνσεως του δημοσίου ή και του εξωτερικού χρέους. Στο άρθρο τους επιχειρείται ο προσδιορισμός της κλαδικής διάστασης του εν λόγω μείγματος βάσει ποσοτικής εκτίμησης των στατικών κλαδικών πολλαπλασιαστών προϊόντος, εισαγωγών και απασχόλησης εργασίας για την ελληνική οικονομία. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι, κατά βάση, απαιτείται, αφενός ανακατανομή και αύξηση της εσωτερικής ζήτησης για εμπορεύματα των υπηρεσιών και του πρωτογενούς τομέα και αφετέρου αύξηση της εξωτερικής ζήτησης για εμπορεύματα του βιομηχανικού τομέα. Ωστόσο προτείνουν ότι μεσο-μακροχρονίως η άσκηση στοχευμένης πολιτικής ενεργού ζητήσεως δεν επαρκεί αλλά πρέπει να συνδυασθεί με την άσκηση βιομηχανικής και γενικότερα αναδιαρθρωτικής πολιτικής.

Ο Γιάννης Ντόκας υποστηρίζει ότι το 2009 σηματοδοτεί μια χρονολογία ιστορικής σημασίας για την ελληνική οικονομία. Ενώ σε διεθνές οικονομικό επίπεδο επιτυγχάνεται η απορρόφηση των κραδασμών που προκάλεσε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007-2008, η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε περίοδο έντονων κύκλων, ως αποτέλεσμα του υψηλού δημοσίου χρέους και της αδυναμίας αποτελεσματικής διαχείρισής του παρουσιάζοντας για πρώτη φορά μετά από αρκετές δεκαετίες χαρακτηριστικά πτώχευσης. Η “διάσωση” της ελληνικής οικονομίας από τον σκόπελο της χρεοκοπίας βασίστηκε στην παρέμβαση διεθνών θεσμών (ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Ένωση) στο πλαίσιο ενός μηχανισμού στήριξης που προέβλεπε συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την υιοθέτηση πολιτικών οι οποίες μακροπρόθεσμα θα οδηγούσαν το ελληνικό χρέος σε καθεστώς βιωσιμότητας. Ωστόσο, την τελευταία οκταετία η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή δεν έχει επιτύχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Σκοπός του άρθρου είναι να αναλύσει τον αντίκτυπο του δημοσίου χρέους και των πολιτικών διαχείρισής του στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας η οποία αποτελεί τον κυρίαρχο πυλώνα δημιουργίας των αναγκαίων προϋποθέσεων για έξοδο από την ύφεση. Βασικός άξονας της ανάλυσης που παρουσιάζεται αποτελεί η κριτική στην ακολουθούμενη φορολογική πολιτική η οποία όπως εφαρμόζεται λειτουργεί ανασταλτικά στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Στη συνέχεια αξιολογείται ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος αυτής της ανάσχεσης (της επιχειρηματικότητας) στη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.

Ο Σάββας Ρομπόλης εξετάζει τις επιπτώσεις του PSI στα διαθέσιμα και στα ομόλογα που βρίσκονταν στην κατοχή των ασφαλιστικών ταμείων. Υποστηρίζει ότι στην πορεία εξέλιξης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, στις δομικές και θεσμικές παθογένειες του οι οποίες διαμορφώθηκαν μεταξύ των άλλων από τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης κυρίαρχη θέση κατέχει η ανορθολογική και αναποτελεσματική αξιοποίηση των αποθεματικών των ταμείων με τις επιπτώσεις του PSI. To PSI που έλαβε χώρα το 2012 βρήκε τα ασφαλιστικά ταμεία σε πορεία απομείωσης του αποθεματικού τους κεφαλαίου και αποτέλεσε την χαριστική βολή στην οικονομική τους δραστηριότητα.

Ο Διονύσης Χιόνης ξεκινά την συνεισφορά του με την ιστορική αναδρομή των παρεμβάσεων στο ελληνικό χρέος και την συνοπτική αξιολόγηση του PSI+. Συνεχίζει με την ανάλυση της βιωσιμότητας, ποσοτικοποιεί τις προτεινόμενες παρεμβάσεις του Eurogroup εξετάζοντας τις επιδράσεις τους στην τροχιά του χρέους. Διευκρινίζει ότι οι παρεμβάσεις στο χρέος επικεντρώνονται αποκλειστικά στην μεταβολή της καθαρής παρούσας αξίας στοχεύοντας στην εξομάλυνση της εξυπηρέτησης του χρέους. Η διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ της ονομαστικής και της παρούσας αξίας του χρέους έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση του στοιχείου της παραχώρησης (granted element) συμβάλλοντας στην ενίσχυση της αποσταθεροποίησης και στην έλξη των κερδοσκοπικών επιθέσεων. Η εργασία καταλήγει με το συμπέρασμα ότι η έλλειψη ουσιαστικού θεσμικού πλαισίου (ασφαλές ομόλογο, τραπεζική ενοποίηση, μηχανισμός διαχείρισης) και μηχανισμού αναδιάρθρωσης του μη βιώσιμου χρέους στην ευρωζώνη δεν επιτρέπει την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Τουναντίον οι παρεμβάσεις στην παρούσα αξία οδηγούν σε μια λύση που θα λάβει χώρα στον 22ο αιώνα.

Tέλος, για τον Μιχάλη Χλέτσο η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση το 2001 δημιούργησε νέα δεδομένα στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας. Η ελληνική οικονομία αποδέχεται να απολέσει βασικά εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής (όπως τη νομισματική αλλά και τη δημοσιονομική της πολιτική σε μεγάλο βαθμό) για να ωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα τα οποία προσέφερε μία ενιαία οικονομική και νομισματική ζώνη. Σε περιπτώσεις εθνικών διαταραχών η αντιμετώπισή τους θα γίνεται κυρίως μέσω της εισοδηματικής πολιτικής και των διαρθρωτικών αλλαγών. Η κρίση χρέους της ελληνικής οικονομίας ανέδειξε και τις παθογένειες της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και την αναποτελεσματικότητα των ελάχιστων προληπτικών μηχανισμών που διέθετε για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Ο σκοπός της συνεισφοράς του είναι να αναδείξει σε ποιο βαθμό ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η κρίση χρέους στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ευθύνεται για τη βαθιά κρίση και την αναδιανομή εισοδήματος που έλαβε χώρα αυτή την περίοδο.

Κωνσταντίνος Βέργος
Γρηγόρης Ζαρωτιάδης
Γιώργος Σ. Ατσαλάκης
Αιμίλιος Χ. Γαλαριώτης
Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης
Θεόδωρος Μαριόλης
Γιώργος Σώκλης
Σπύρος Λαπατσιώρας
Γιάννης Μηλιός
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
Ιωάννης Ντόκας
Σάββας Ρομπόλης
Διονύσης Χιόνης
Μιχάλης Χλέτσος

livanis.gr





akioe.gr



ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ