Η Συμφωνία των Πρεσπών ως πεδίο ριζικής ηγεμόνευσης τμήματος της Αριστεράς από τον «κεντροαριστερό» ΣΥΡΙΖΑ

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019



Η Συμφωνία των Πρεσπών ως πεδίο  ριζικής ηγεμόνευσης τμήματος  της  Αριστεράς από τον «κεντροαριστερό»  ΣΥΡΙΖΑ : κοινό σημείο ο κοσμοπολίτικος  και «αντιεθνικιστικός» αγώνας   

Πολλά κείμενα  διανοουμένων, στελεχών και προσωπικοτήτων της Κεντροαριστεράς, της Αριστεράς αλλά και του ακραίου Κέντρου κυκλοφόρησαν πρόσφατα , προκειμένου να δώσουν ηθικό κύρος «από τα αριστερά» στην Συμφωνία των Πρεσπών.  Ευτυχής κατάληξη, ειρηνική και φιλική πολιτική για τους λαούς, σύμπλευση των προοδευτικών δυνάμεων σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ,  χτύπημα στους εθνικισμούς, ανάδειξη των αριστερών και προοδευτικών διεθνιστικών αρχών κλπ.  Ανάμεσά τους πρώην διανοούμενοι και στελέχη του ΠΑΣΟΚ Σημίτη,  διανοούμενοι και στελέχη της κυβερνώσας Ανανεωτικης Αριστεράς, πραγματικοί σε ορισμένες περιπτώσεις αγωνιστές/τριες της Αριστεράς στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ,  που διαφοροποιήθηκαν το 2015 από αυτόν, αλλά και άνθρωποι των ΜΚΟ , του συστήματος  Σόρος, του ψευτοφιλανθρωπισμού-δικαιωματισμού κλπ

 Για άλλη μια φορά, προκύπτει κατ’ αρχάς η κρίση και έκπτωση της αριστερής διανόησης , και η καθεστωτική της τάση, πράγμα που έχουμε διαπιστώσει προ μιας εικοσαετίας τουλάχιστον[1], κατά την εποχή της «σημιτικής ευμάρειας». Ήδη από την δεκαετία του 1980, και πιο συστηματικά από την έναρξη της εποχής Σημίτη, ένα δυναμικό διανόησης, πανεπιστημιακών κλπ , στρατεύεται υπέρ μιας «Αριστεράς», στραμμένης πια όχι στην κοινωνική ανατροπή αλλά ούτε και στην κοινωνική αναδιανομή κυρίως , παρά στην οικονομική ανάπτυξη, στον ευρωπαϊσμό, στην επιλεκτική χρήση και εφαρμογή του κράτους προνοίας και στην νομιμοποίηση ενός ήπιου φιλελευθερισμού («επέκταση των δικαιωμάτων προς τα κάτω» κλπ) αλλά και νεοφιλευθερισμού. Η στροφή από τον αναδιανεμητικό «λαϊκισμό» του Παπανδρέου στον αντιλαϊκίστικο  δικαιωματικό «εκσυγχρονισμό» του Σημίτη, το όραμα ένταξης στην ΟΝΕ κλπ ήταν το σημείο καμπής, το οποίο προσήλκυσε ιδίως  τους διανοούμενους  της Ανανεωτικής Αριστεράς και του ΚΚΕ Εσωτερικού προς μια ευρωπαϊκή νεοσοσιαλδημοκρατία ή σοσιαλφιλελευθερισμό.

Τότε, εμφανίζεται για πρώτη φορά με αξιώσεις ένα  πανεπιστημιακό ρεύμα , το οποίο στρέφεται στην απαλλαγή  των σχολικών βιβλίων από τον «εθνικισμό» (κάτι που από μόνο του δεν θα ήταν αρνητικό, αλλά οδήγησε σε αντίθετες ακρότητες, όπως τα περί «συνωστισμού στην Σμύρνη» της κ. Ρεπούση και του ευρύτερου ρεύματος του καθηγητή Α.Λιάκου κλπ), στην ένταξη πια του ελληνικού έθνους σε ένα ομογενοποιημένο ευρωπαϊκό έθνος, στην σύμπλευση με «αντίπαλες εθνικές αφηγήσεις», στην αποδόμηση και των θετικών δημοκρατικών  όψεων της ελληνικής εθνικής πορείας κλπ. Η φιγούρα, ιδίως,  του  γνωστού καθηγητή Α. Λιάκου και της ιδεολογικής  σχολής που παρήγαγε  έχει μια κεντρικότητα σε αυτόν τον ιδεολογικό σχηματισμό.

Η αντίθεσή μας με αυτόν τον «αποδομητικό διεθνισμό» εκφράσθηκε και το 2000 με το άρθρο μας «Επικίνδυνες Σχέσεις-ιστορική Αριστερά και εθνικισμός, διανόηση και αντιιμπεριαλϊστικό κίνημα», περ. Θέσεις τ. 72/2000 και με το επόμενο απαντητικό άρθρο μας σε κριτικές που έγιναν στο προαναφερόμενο άρθρο  από μέλη της ΣΕ του περιοδικού, με τον τίτλο  «Αριστερά και Έθνος», περ. Θέσεις τ. 74/2001. Ουσιαστικά, τα δύο αυτά άρθρα, με μια εκτενή αναφορά στο εθνικό ζήτημα, σύμφωνα με τους κλασσικούς του μαρξισμού,  και την σχέση εθνικού/κοινωνικού συμπλήρωσαν  και ολοκλήρωσαν την αρχική  ιδεολογική και θεωρητική  κριτική μας του 1997  στην φιλοεκσυγχρονιστική αριστερή διανόηση, κατά το γεγονός ότι το κείμενό μας  του 1997 εστίαζε στην στροφή των διανοουμένων προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό ως προς το κοινωνικό/ταξικό μέτωπο,  αλλά αγνοούσε ή υποτιμούσε κάπως κάπως την διάσταση «ευρωπαϊσμός»  κατά «εθνικισμού» και την μετα-εθνική διάσταση του αριστερού εκσυγχρονισμού αλλά και τμήματος της μη σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς.

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η αριστερή διανόηση, και το τμήμα της που είχε ταχθεί υπέρ του Σημίτη (ιδίως ο κύκλος των κεντροαριστερών πανεπιστημιακών αλλά όχι μόνο) αλλά και το τμήμα της που προέρχεται από τον Συνασπισμό/ΚΚΕ Εσωτερικού, και δεν είχε εμπλακεί  με τον Σημίτη, ή σε κάποιον βαθμό και ένα τμήμα διανόησης και στελεχών και από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά   επιχειρεί μια στρατηγική σύγκλιση με την τρέχουσα ιμπεριαλιστική και δήθεν αντιεθνικιστική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και του αστικού κράτους μας. Το  πεδίο αυτής της σύγκλισης είναι :
  • Ένα δήθεν αντιεθνικιστικό μέτωπο , απομόνωσης  του εθνικισμού-Ακροδεξιάς-φασισμού, ο οποίος υποτίθεται κιόλας ότι είναι η αναμφισβήτητα  κύρια γραμμή του αστικού κράτους και  της αστικής διαχείρισης σήμερα.
  • Ένα μέτωπο πλήρους αποκοπής από τις όποιες ανησυχίες τμημάτων της κοινωνίας για το μέλλον του εθνικού κράτους και της ελληνικής εθνικής κοινότητας, σαν το πρόβλημα ή να μην υπάρχει ή να είναι αποπροσανατολιστικό από την ταξική πάλη. Το ζήτημα συνοψίζεται από το ηπιότερο « όποιος νοιάζεται για τα εθνικά είναι με την ενότητα με την αστική τάξη» ως το εντονότερο «όποιος κοιμάται  πατριώτης, ξυπνά φασίστας».    Πρόκειται για τοποθετήσεις εξαιρετικά ελιτιστικές και ξένες προς το λαϊκό  αίσθημα.
  • Ένα μέτωπο, το οποίο άμεσα ή έμμεσα θεωρεί ότι η αποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπών συνιστά  ήττα του εθνικισμού και , άρα, δεν μπορείς από τα αριστερά να της αντιπαρατεθείς κινηματικά , καθώς αυτό «θα ευνοούσε τον εθνικισμό».  Πρόκειται για μια έμμεσα φιλοϊμπεριαλιστική   και φιλονατοϊκή  πολιτική τοποθέτηση.
  • Αυτή η στάση μόνο υποκριτικά είναι μια στάση φιλική ή διεθνιστική προς τον σλαβομακεδονικό λαό. Όταν ο λαός της ΠΓΔΜ απείχε συντριπτικά από το δημοψήφισμα του Οκτωβρίου 2018, πολλοί από τους παραπάνω «αντιεθνικιστές» είπαν ότι ουσιαστικά έπεσε… … θύμα του   εθνικισμού του αντιπολιτευτικού εθνικιστικού  VMRO κλπ . Συνεπώς, αυτή τάση συμπαραστέκεται στον λαό της ΠΓΔΜ, μόνο όταν αυτός πρακτικά συγκλίνει με την δική της ευκταία  πολιτική στάση, δηλ. την άμεση ή έμμεση υποταγή στον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Παρατηρούμε, όμως, εδώ και μια πολύ ευφυή εκμετάλλευση αυτής της τάσης της αριστερής διανόησης ή και στελέχωσης από την κυβέρνηση  ΣΥΡΙΖΑ. Ορθώνοντας το ζήτημα «είστε με την διεθνιστική Συμφωνία ή με τον εθνικισμό;», η κυβέρνηση και οι μηχανισμοί της διασπούν  και την Αριστερά στα αριστερά της  κυβέρνησης, αλλά και την κοινωνία, μέσα από μια νέα διαιρετική  γραμμή και τομή. Πλέον, το δίλημμα δεν είναι το «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» ή έστω το  πιο επικαιροποιημένο «με την ακραία  καπιταλιστική –νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης ή εναντίον της» αλλά το δίλημμα «είστε με τον εθνικισμό ή την φιλία των λαών; Είστε με την δημοκρατία και τον ευρωπαϊσμό ή με τις ακρότητες των Μακεδονομάχων  και με την διογκούμενη Ακροδεξιά;». Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συμβάλει προπαγανδιστικά στο να ξεχαστεί η ταξική, αντιδημοκρατική και φιλοϊμπεριαλιστική της πολιτική και στο να αναγεννηθεί ως δημοκρατική, διεθνιστική, προοδευτικά ευρωπαϊστική δύναμη. Αν το κύριο ζήτημα δεν είναι η ταξικότητα και ο φιλοϊμπεριαλισμός/ συστημικός ευρωπαϊσμός   αλλά ο «εθνικισμός» και η εκ νέου «άνοδος του φασισμού», τότε πια δεν έχουμε την σύγκρουση του λαού με τα συστημικά  κόμματα αλλά την αναγκαία συστοίχιση του λαού και των διανοουμένων ως εκφραστών του με το μικρότερο κακό, αυτήν δηλαδή την αστική πτέρυγα που κλείνει τις εθνικές συγκρούσεις, ενισχύει τον διεθνισμό και την ειρήνη, καταπολεμά τον εθνικό φανατισμό και την Ακροδεξιά, δηλ. την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η απάντηση είναι εύκολη , όσο το δίλημμα τίθεται με αυτόν τον μετατοπισμένο τρόπο : «Τι να κάνουμε; Θα ψηφίσουμε ΣΥΡΙΖΑ. Αν δεν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο εθνικισμός και η Ακροδεξιά θα αφηνιάσουν». Πολλοί σκέφτονται έτσι, ακόμη και στην «αντικαπιταλιστική Αριστερά», απλώς ντρέπονται να το πουν ή να το γράψουν. Θα ενεργήσουν αντίστοιχα υπό την μυστικότητα της κάλπης ή, πάντως, θα στρώσουν τον δρόμο στον ΣΥΡΙΖΑ να ενεργήσει έτσι, έχοντας αντίστοιχα «αντιεθνικιστικά» κέρδη  στην κάλπη.  

Η  μετατόπιση  σχεδόν συστηματικά πια και ενός τμήματος της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με διανοούμενα και μεσοστελεχικά  χαρακτηριστικά στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας  προς αυτήν την θέση του διλήμματος, ακόμη και αν  αυτό δεν λέγεται ευθέως αλλά έμμεσα μόνο, είναι αποτέλεσμα:
  • -της κοπής κάθε ομφάλιου λώρου με την λαϊκότητα, με τις παραστάσεις των εργατικών και πραγματικών και όχι των «μυθικών» λαϊκών τάξεων και στρωμάτων.
  • -της βαθύτερης διασύνδεσης  αυτής της Αριστεράς με μια μεσοαστική διανόηση «νομαδικού τύπου» και ακαδημαϊκής συγκρότησης, η οποία αποκόπτεται σχετικά ριζικά από τους εθνικούς και λαϊκούς κοινωνικούς δεσμούς. Η μεγάλη μετανάστευση τμήματος της νεολαίας  λόγω των Μνημονίων τα τελευταία οκτώ χρόνια συνδέεται και αυτή ως παράμετρος  με αυτήν την τάση.
  • – της πλήρους αποσύνδεσης, στην συνείδηση αυτών των στρωμάτων,  της εσωτερικής  ταξικής πάλης από την αντιιμπεριαλιστική εθνικοανεξαρτησιακή πάλη, με τρόπο απολύτως ξένο πια προς την ιστορικότητα των αγώνων της μαρξιστικής (σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής)  Αριστεράς στην Ελλάδα.  Ταξική πάλη; Μάλλον ένα είδος «ομοιώματος» της ταξικής πάλης[2], μια προσομοίωση της ταξικής πάλης. .         
  •    -της σύνδεσης με το μεταναστευτικό/προσφυγικό όχι από την σκοπιά της ταξικής αλληλεγγύης όσο κυρίως από την σκοπιά της αντίθεσης στην δήθεν «ομογενοποιητική-ολοκληρωτική» εθνική ταυτότητα, του φιλανθρωπισμού.              
   
Οι υπογραφές συμπαράστασης στην Συμφωνία των Πρεσπών (οι 33, οι 158, οι 378 κλπ) αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία, με λίγες αποκλίσεις, των αριστερών ή και αντικαπιταλιστών διανοουμένων που αρθρογράφησαν για το «μακεδονικό» υπέρ των Πρεσπών τους τελευταίους μήνες, δείχνει το γεγονός ότι η Λίμνη των Πρεσπών δεν έγινε το αγγελοπουλικό τοπίο που συνδέει τους λαούς ένθεν κακείθεν της Λίμνης. Έγινε, αντικειμενικά, το πεδίο που ξαναέφερε κοντά, για άλλη μια φορά, την αριστερή διανόηση με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, και τον «διεθνιστικό» και πάντως σίγουρα «αντιεθνικιστικό» ευρωπαϊσμό  και φιλοιμπεριαλισμό σε γειτνίαση με την Αριστερά. Αν αυτό ισχύει απολύτως για αυτούς που υπέγραψαν τα κείμενα υπέρ της Συμφωνίας, σε περιορισμένο βαθμό, ισχύει και για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που υποβάθμισαν το ζήτημα του αντιιμπεριαλισμού και «έθαψαν» το ζήτημα ενός αριστερού δημοκρατικού πατριωτισμού και ακόμη παραπάνω το θέμα της αντίθεσης στον κοσμοπολιτισμό, για χάρη ενός πολύ αμφίβολου διεθνισμού. Για τους πρώτους θα χρησιμοποιήσουμε, σαφώς  και ανενδοίαστα, τον όρο νατοϊκή  και ιμπεριαλιστική «Αριστερά». Για τους δεύτερους, ας επιφυλαχθούμε, χάριν της ιστορικής κρίσης.




[1]      Δ. Μπελαντής «Η στροφή των διανοουμένων. Για την διακριτική γοητεία του εκσυγχρονισμού στους αριστερούς διανοούμενους», περ. «Θέσεις» τ. 59/1997.
[2]    Βλ. την σχετική ορολογία του Ζαν Μπωντριγιάρ  στο έργο του “Simulacra  and Simulation”, University of  Michigan Press , 1994.



Δημήτρης Μπελαντής 
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ