Λαϊκισμός ή Polanyi's Moment; Ορίστε πως η αγορά καταστρέφει την κοινωνία

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Υπάρχει ένα φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια εισβάλει κάνοντας όλο και περισσότερο αισθητή την παρουσία του στο πολιτικό σκηνικό της δύσης: ένα είδος εξέγερσης εναντίων των ελίτ (πραγματικών ή αντιλαμβανόμενων ως τέτοιων), το οποίο ορίζεται, με το συνήθη υπεραπλουστευμένο τρόπο των μέσων μαζικής επικοινωνίας ως λαϊκισμός ή κατά το κακόφωνο αντι-πολιτική (ωσάν η πολιτική να ήταν μια απλή μονολιθική υπόθεση αντιμετώπισης της κρατικής εξουσίας). Φυσικά, τα παραπάνω είναι απλά σημαινόμενα που σκοπό έχουν να ορίσουν, χωρίς να εξηγούν, ένα κίνημα που εξαπλώνεται γρήγορα στο δυτικό κόσμο και που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ξεκίνησε στο Ηνωμένο Βασίλειο με το λεγόμενο Brexit, επεκτάθηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με την εκλογή του Ντοναλντ Τραμπ - στην εκδοχή του «αντίπαλου δέους» απέναντι στη λεγόμενη «οικονομική παγκοσμιοποίηση» - και έφτασε στην Ιταλία στο συνταγματικό δημοψήφισμα του 2016 και στις πολιτικές εκλογές φέτος.

Από τη στιγμή που οι κατηγορίες «λαϊκισμός» και «αντι-πολιτική» δεν είναι δυνατό να ερμηνεύσουν κατιτίς - τίποτα παραπάνω δηλαδή από το να δώσουν απλά το στίγμα ενός φαινομένου - θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει κάνοντας χρήση των εργαλείων που μας μεταφέρθηκαν από τους ιστορικούς της «μακράς περιόδου», ιδίως του έργου του Τζιοβάνι Αρίγκι (Ο Μακρύς Εικοστός Αιώνας, 2014). Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, το ιστορικό φαινόμενο που ονομάζεται καπιταλισμός μπορεί να χωριστεί σε περιοδικούς κύκλους συσσώρευσης, οι οποίοι ακολούθησαν την έλευση του.

Κάθε κύκλος αποτελείται από τρεις φάσεις:

1. Μια αρχική περίοδος οικονομικής επέκτασης - η οποία θα μπορούσε να οριστεί ως «πρωταρχική συσσώρευση» - στην οποία ένας νέος κύκλος αναπτύσσεται «παρασιτικά» στο κεφάλαιο που έχει συσσωρευτεί από τον προηγούμενο κύκλο.

2. Μια περίοδος ανάπτυξης και παγίωσης, στην οποία λαμβάνει χώρα η υλική επέκταση: η περίοδος παραγωγικού καπιταλισμού.

3. Και μια φάση καταληκτική της οικονομικής επέκτασης δηλαδή η «μετατροπή» της διαδικασίας συσσώρευσης, από την παραγωγική οικονομία στη λεγόμενη οικονομική κερδοσκοπία. Το φαινόμενο αυτό είναι η έκφραση μιας κρίσης στην οποία ο αποκαλούμενος «κυρίαρχος παράγοντας των διαδικασιών συσσώρευσης κεφαλαίου» συναντά αυξανόμενες δυσκολίες στη δημιουργία επαρκούς κερδοφορίας δια μέσου της παραγωγής υλικών αγαθών. Ως εκ τούτου, το «μεταβλητό κεφάλαιο» οδηγείται προς τη χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Αυτή η αλληλουχία φαινομένων επιφέρει μάλλον σημαντικές συνέπειες στη δομή του οικονομία-κόσμος. Η περίοδος της χρηματοπιστωτικής επέκτασης προκαλεί σημαντικά κοινωνικά κόστη, διότι σε αντίθεση με την περίοδο της υλικής παραγωγής δεν μπορεί οικονομικά να στηρίξει μια μεγάλη μεσαία τάξη, αφού μόνο ένα μικρό μέρος του πληθυσμού μπορεί να καρπωθεί τα κέρδη της κερδοσκοπίας και της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Οι προβληματικές αυτού του φαινομένου είναι ορατές σε όλον το δυτικό κόσμο μέσα από φαινόμενα όπως η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ μισθών και κερδών, τις χρηματοπιστωτικές φούσκες, το αυξανόμενο χρέος στις πλάτες των πολιτών, την ύφεση, την αποβιομηχάνιση, κτλ. κτλ..

Επιπλέον, η χρηματιστικοποίηση δημιουργεί αυτό που ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ ονόμασε «συσσώρευση δια της απαλλοτρίωσης», στην οποία τα ευρέως παραγόμενα κεφάλαια κατά τη διάρκεια της «παραγωγικής» οικονομίας συγκεντρώνεται πια στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα: αυτό σημαίνει εκτεταμένη υφαρπαγή κεφαλαιουχικών αγαθών (περιουσιακά στοιχεία) που συσσωρεύτηκαν από την κοινωνία στο σύνολό της. Σε κάθε είδος της κερδοσκοπικής φούσκας συνεπάγεται μια απαλλοτρίωση κεφαλαιουχικών αγαθών και συγκέντρωση των νομισματικών μέσων στα χέρια εκείνων που την ελέγχουν: «Αυτό συνέβη στη Νοτιοανατολική Ασία το 1997-1998, στη Ρωσία το 1998, στην Αργεντινή το 2001-2002. Αυτό που συνέβη σε ολόκληρο τον κόσμο το 2008-2009». (Χάρβεϊ, 2010). Ένα παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι οι λεγόμενες ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από το - ξεπούλημα περιουσιακών στοιχείων των κρατών «σε κρίση», η συσσώρευση των οποίων έγινε χάρη στο έργο ολόκληρης της κοινωνίας.

Ένα άλλο ζήτημα που συνδέεται με τη Χρηματιστικοποίηση είναι η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων και εμπορευμάτων που ευνόησε τις λεγόμενες μετεγκαταστάσεις, δηλαδή τη μεταφορά εγκαταστάσεων παραγωγής σε περιοχές ή χώρες όπου το κόστος εργασίας είναι χαμηλότερο από ότι στις χώρες προέλευσης. Η διαδικασία αυτή θέτει σε ανταγωνισμό τους εργαζόμενους σε ένα παγκόσμιο μειοδοτικό διαγωνισμό κόστους εργασίας. Ωστόσο, η μείωση της αγοραστικής δύναμης οδηγεί σε μικρότερη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών κάτι που ευνοεί την ύφεση. Αυτό οδήγησε στην εμφάνιση δύο προβλημάτων. Το πρώτο: η εξαθλίωση της μεσαίας τάξης έχει διαβρώσει την ίδια τη βάση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Το δεύτερο είναι ότι η φτώχεια αυτή σε συνδυασμό με τις περικοπές των δημόσιων υπηρεσιών σε όλες τις χώρες της Δύσης οδήγησε, μακροπρόθεσμα, στην κοινωνική αστάθεια και στην απώλεια της αξιοπιστίας των θεσμικών οργάνων.

Εξ ου και η αιτία της κρίσης του κοινωνικού μοντέλου που από τη δεκαετία του '80 έχει εμφανιστεί σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Μια κρίση αυτού του μεγέθους δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στο λεγόμενο «Polanyi's Moment», η σύνθεση του οποίου περιέχεται στο «Ο Μεγάλος μετασχηματισμός»: «Η άποψή μου είναι πως στην ιδέα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς συνεπάγεται μια μεγάλη ουτοπία. Ένας θεσμός αυτού του είδους δεν θα μπορούσε να υπάρχει, για οποιοδήποτε χρονική περίοδο, χωρίς να ακυρώσει στην ουσία της την κοινωνία [...]. Ήταν αναπόφευκτο πως η κοινωνία να λάμβανε μέτρα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της, αλλά οποιοδήποτε μέτρο θα εμπόδιζε την αυτορύθμιση της αγοράς». Φυσικά, δεν μπορούμε να μην συμφωνήσουμε πως είναι πολύ πιο βολικό (έστω και αν είναι ανούσιο) αυτό να το ονομάσουμε «λαϊκισμό»


Πιέρ Πάολο Νταλ Μόντε


Μετάφραση Μουρατίδης Γιώργος
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ