Οι πολυεθνικές τροφίμων και η φτώχεια

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018



Η βιομηχανία τροφίμων αποτελεί έναν από τους πιο επικερδείς κλάδους του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά. Οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες (‘Big 10’), που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και εμπορία τροφών (Associated British Foods (ABF), Coca-Cola, Danone, General Mills, Kellogg, Mars, Mondelez International (πρώην Kraft Foods), Nestlé, PepsiCo , Unilever), αποκομίζουν έσοδα δισεκατομμυρίων δολαρίων ημερησίως. Η συνολική τους αξία ξεπερνά τα 7 τρισεκατομμύρια, ποσό μεγαλύτερο και από αυτό των πολυεθνικών του ενεργειακού τομέα, ενώ απασχολούν εκατομμύρια εργαζομένους σε όλο τον κόσμο. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του εκτοπίσματος των συγκεκριμένων οικονομικών σχημάτων, αρκεί να σημειώσουμε ότι αποτελούν το 10 % της παγκόσμιας οικονομίας (Οxfam).

Τα πιο πάνω οικονομικά μεγέθη είναι εύλογο να προκαλούν ερωτηματικά για την υπερσυσσώρευση τόσο μεγάλου πλούτου από έναν, σχετικά μικρό αριθμό επιχειρήσεων. Παρ’ ολ’ αυτά, είναι κυρίως, ο νευραλγικός τομέας των τροφίμων, στον οποίο δραστηριοποιούνται οι τελευταίες, που έχει κινητοποιήσει οργανώσεις και Τύπο, για να εξετάσουν τις αθέατες πλευρές της υπόθεσης.

Οι αντιφατικές συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Απ’ τη μια έχουμε πολυεθνικές με υπέρογκα κεφάλαια, οι οποίες παράγουν και εμπορεύονται τεράστιες ποσότητες τροφίμων, και απ’ την άλλη λαούς και κράτη καταδικασμένα στον υποσιτισμό και την ακραία φτώχια. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι, ότι οι περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου με τις αχανείς καλλιέργειες στις οποίες αναπτύσσουν την δράση τους οι συγκεκριμένες εταιρείες, είναι αυτές που πλήττονται περισσότερο από τέτοια φαινόμενα. Είναι φανερό λοιπόν, ότι έχει σημασία να επικεντρωθούμε και στα ηθικά και πολιτικά ζητήματα, που ανακύπτουν.

Σήμερα, το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού συντηρείται από την μικροκαλλιέργεια. Κι ενώ η συνολική αγροτική παραγωγή υπερκαλύπτει τον πληθυσμό της Γης, με το 1/3 αυτής να αχρηστεύεται, την ίδια στιγμή περίπου 900 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται. Η πλειονότητα αυτών είναι μικροκαλλιεργητές και εργάτες που παρέχουν θρεπτικές τροφές στα υπόλοιπα 3 δις του πληθυσμού του πλανήτη (Οxfam).
Οι μεγάλες εταιρείες τροφίμων, για περισσότερα από 100 χρόνια, κατέχουν λατιφούντια σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο, με τις αξίες αγοράς των συγκεκριμένων εκτάσεων να είναι μηδαμινές μπροστά στα κέρδη που αποκομίζουν οι πολυεθνικές-ιδιοκτήτες. Τα ποσοστά ιδιοκτησίας γης σε αυτές τις χώρες είναι συντριπτικά υπέρ των πολυεθνικών επιχειρήσεων.

Ο ντόπιοι - ακτήμονες γαρ- καταλήγουν να εργάζονται στις αχανείς καλλιεργήσιμες εκτάσεις με υποβαθμισμένους μισθούς και χωρίς δικαιώματα επί της γης. Μη μπορώντας ούτε να καλλιεργήσουν αλλά ούτε και να αγοράσουν τις τροφές που παράγουν οι ίδιοι, οδηγούνται στην ανέχεια και την ακραία φτώχια. Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση αυτή είναι γνωστή στις εταιρείες, τις κυβερνήσεις και τους Διεθνείς Οργανισμούς, δεν προωθείται καμία ουσιαστική πρόταση για την αντιμετώπισή της. Η προμήθεια των εμπορευμάτων διατηρεί τα χαρακτηριστικά που είχε τον προηγούμενο αιώνα. Εξακολουθεί να μαστίζεται από αδικία και ανισότητα.
Το αδιέξοδο του υπάρχοντος καθεστώτος είναι εμφανές. Η εικόνα των χιλιάδων εργατών γης που καλλιεργούν και παράγουν τροφές στις εκτάσεις των χωρών τους προς όφελος των εταιρειών, οι οποίες ως σύγχρονοι τσιφλικάδες καρπώνονται τεράσια κέρδη, ενώ την ίδια στιγμή οι πρώτοι αδυνατούν να έχουν τα απαραίτητα για την καθημερινή τους σίτιση, φανερώνει εκτός από κατάφωρη αδικία, και την μη βιωσιμότητα του μοντέλου διαχείρισης των αποθεμάτων τροφίμων που έχει υιοθετηθεί από εταιρείες και κυβερνήσεις.



ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ