Πως ξεκίνησε ο πόλεμος στη Συρία - Ξεκαθαρίζοντας τη σύγχυση

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Ξανά και ξανά έχουμε προσπαθήσει να αντικρούσουμε τα ατέλειωτα τερατώδη ψέματα που έχει επιστρατεύσει η στρατιά πολεμικών προπαγανδιστών και παπαγάλων του ιμπεριαλισμού για να δικαιολογήσει την τεράστια επιχείρηση αλλαγής καθεστώτος που διεξάγεται εδώ και 7+ χρόνια στη Συρία. Ίσως ο μεγαλύτερος μύθος στην καρδιά κάθε τέτοιας αφήγησης είναι πως όλα ξεκίνησαν όταν το «καθεστώς» άνοιξε πυρ εναντίον άοπλων διαδηλωτών, αναγκάζοντάς τους να πάρουν τα όπλα και μετατρέποντας τις ειρηνικές διαδηλώσεις σε έναν δίκαιο επαναστατικό πόλεμο. Το παρακάτω άρθρο του συντρόφου Jay Tharappel (μέλους του αυστραλιανού Hands Off Syria και του ΚΚ Αυστραλίας) ξεσκεπάζει το ψέμα αυτό, αναλύοντας και τεκμηριώνοντας πως η -υποστηριζόμενη από τη Δύση και τις μοναρχίες του Κόλπου- ισλαμιστική εξέγερση κρύφτηκε πίσω από ένα υπαρκτό κίνημα που ζητούσε μεταρρυθμίσεις, διώχνοντάς το τελικά από το δρόμο.

avantgarde




Του Jay Tharappel

Το θέμα του τρόπου με τον οποίο ξεκίνησε ο πόλεμος στην Συρία έχει καλυφθεί από μια σειρά ανεξάρτητων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ο Δρ. Tim Anderson (ο επιβλέποντάς μου κατά την εκπόνηση της Δ.Δ. μου), η Sharmine Narwani, ο Prem Shankar Jha, και ο Michel Chossudovsky. Το παρόν άρθρο βασίζεται στην έρευνα που αυτοί διεξήγαγαν προκειμένου να συγκροτήσει μια ευρύτερη θεωρία ως προς την φύση του πολέμου αυτού. Αυτή είναι η δική μου συνεισφορά στο ζήτημα, και θα ήθελα να παροτρύνω τους αναγνώστες να σταθούν όσο πιο κριτικά γίνεται απέναντι στα γραφόμενά μου.

Υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται πως αντιτίθενται στην συριακή κυβέρνηση (ή το «καθεστώς Άσαντ», όπως το αποκαλούν), οι οποίοι συνυπογράφουν την περίφημη αφήγηση που λέει ότι η συριακή κυβέρνηση αντέδρασε στις ειρηνικές διαμαρτυρίες στην Νταράα ανοίγοντας πυρ εναντίον των διαδηλωτών, πράγμα που προκάλεσε αποστασίες στον στρατό και οδήγησε σε εξέγερση με σκοπό την ανατροπή του συριακού κράτους. Ωστόσο, αν κανείς εξετάσει προσεκτικότερα τα στοιχεία και τα βάλει σε μια σειρά, δημιουργείται μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Κατ’ αρχάς υπήρχαν δυο διαφορετικές «αντιπολιτεύσεις». Η μία επιδίωκε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις με ειρηνικό τρόπο, ενώ η άλλη προσπαθούσε να ανατρέψει με βίαια μέσα το κράτος. Η κυβέρνηση σε μεγάλο βαθμό έχει εισακούσει τα αιτήματα για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα όλες τις προσπάθειες των στασιαστών για την ανατροπή του συριακού κράτους.

Οι πρώτες ένοπλες συγκρούσεις με τους στασιαστές έλαβαν χώρα την 17η και 18η Μαρτίου του 2011 στην Νταράα. Σκοτώθηκαν 4 διαδηλωτές και 7 αστυνομικοί, ενώ λίγες ημέρες αργότερα, στις 21 Μαρτίου, κάηκαν τα γραφεία του Μπααθικού Κόμματος και τα δικαστήρια. Το γεγονός ότι σκοτώθηκαν περισσότεροι αστυνομικοί από ό,τι πολίτες (με τον όρο «πολίτης» εδώ εννοείται μη κρατικός υπάλληλος αλλά όχι απαραίτητα και μη πολεμιστής) σημαίνει πως έλαβε χώρα μια ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ δύο πλευρών – και όχι μια βίαιη καταστολή εναντίον ενός άοπλου πλήθους. Τα διεθνή ΜΜΕ, με αιχμή του δόρατος το Al Jazeera και το Al Arabiya, εκμεταλλευόμενα τα γεγονότα αυτά, κατηγόρησαν την συριακή κυβέρνηση πως άνοιξε πυρ εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών, επικαλούμενα πολύ συχνά μαρτυρίες ανώνυμων «ακτιβιστών της αντιπολίτευσης».

Ο Συριακός Αραβικός Στρατός κλήθηκε αμέσως στην Νταράα, καθώς σύμφωνα με αναφορές οι αστυνομικοί αυτοί είχαν σκοτωθεί από ελεύθερους σκοπευτές. Ακολούθησαν ένοπλες συγκρούσεις, οι οποίες οδήγησαν το Στρατό στο τζαμί του αλ-Ομάρι Μαστζίντ, όπου (σύμφωνα με το οπτικοακουστικό υλικό που αποκτήθηκε από την κρατική τηλεόραση της Συρίας από την Daily Mail UK – δείτε παρακάτω) και κατασχέθηκαν τυφέκια τύπου Καλάσνικοφ, ημιαυτόματα πιστόλια και μεγάλες ποσότητες συριακού χρήματος.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι το τζαμί του αλ-Ομάρι Μαστζίντ είναι γνωστό για τις ακραίες θεοκρατικές του πεποιθήσεις, και για τον διαβόητο τυφλό κήρυκα Σεΐχη Αχμέντ Σιγιασανά, ο οποίος είχε μιλήσει στο συνέδριο της Χεζμπ ουτ-Ταχρίρ στο Λίβανο το 2012, όπου και με παραληρηματικό λόγο είχε καταγγείλει τη συριακή κυβέρνηση για τα δεινά που επιφέρει ο κοσμικός της χαρακτήρας, αναφερόμενος σε αυτήν ως «ένα καθεστώς που πολεμάει εναντίον του Αλλάχ και του Ισλάμ για πολλές δεκαετίες». Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι στρατιώτες της κυβέρνησης είχαν εισβάλει στο τζαμί του και είχαν βεβηλώσει αντίτυπα του Κορανίου γράφοντας πάνω «μην υποκλίνεσαι στον Αλλάχ, αλλά υποκλίσου στον Μπασάρ», και μάλιστα στην γλώσσα Φαρσί (την γλώσσα δηλαδή του Ιράν, ενός ισχυρού σύμμαχου της συριακής κυβέρνησης).

Πλέον έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι ο FSA, ο «Ελεύθερος Συριακός Στρατός», ή τουλάχιστον οι πρόδρομοί του, πραγματοποίησαν στημένες προβοκατόρικες επιθέσεις (επιθέσεις ψευδούς σημαίας, false flags) εναντίον τζαμιών που φέρουν ονόματα ισλαμικών μορφών που σέβονται οι Σουνίτες (δηλαδή Αμπού Μπακρ, Ουτμάν και Αϊσά) βεβηλώνοντάς τα γράφοντας στους τοίχους συνθήματα όπως «Θεός, Συρία και μόνο Μπασάρ», προκειμένου να προκαλέσουν μίσος εναντίον των Σιιτών Αλαουιτών (τους οποίους κατηγορούν πως ελέγχουν την κυβέρνηση), και επιπλέον προκειμένου να πείσουν τους Σουνίτες στρατιώτες της κυβέρνησης να προχωρήσουν σε αποστασίες. Ένας πρώην αντικυβερνητικός μαχητής από την Τυνησία παραδέχτηκε ότι συμμετείχε σε τέτοιες προβοκατόρικες επιθέσεις σε μια τηλεοπτική συνέντευξη. Αν η εν λόγω συνέντευξη είχε πραγματοποιηθεί στην Συρία, ο σκεπτικισμός ως προς την εγκυρότητά της θα ήταν φυσικά εύλογος. Η συνέντευξη όμως αυτή έγινε στην τηλεόραση της Τυνησίας (και δημοσιοποιήθηκε στο διαδίκτυο τον Μάρτιο του 2014) από κάποιον που ισχυριζόταν πως ήταν μαχητής που είχε επιστρέψει στη χώρα του και ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο (kunya) Αμπού Κουσάι. Δείτε τη συνέντευξη εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=2pkTPbQt8dw

Ο ισχυρισμός του Αμπού Κουσάι ότι ο FSA πραγματοποίησε επιθέσεις ψευδούς σημαίας που σκόπευαν να ενισχύσουν το θρησκευτικό φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, μια τακτική που βασίζεται στο στοιχείο του αιφνιδιασμού κατά τη φάση της εξέλιξης μιας σύγκρουσης, επιβεβαιώνεται από τα λόγια του τυφλού κήρυκα, αλλά και από το γεγονός που αναφέραμε νωρίτερα, δηλαδή το ότι στις αρχές του Μαρτίου του 2011 η κυβέρνηση κατέσχεσε αποθέματα χρημάτων και όπλων από το Τζαμί αλ-Ομάρι Μαστζίντ του Σιγιασανά, στο οποίο κατέφτασε η συριακή κυβέρνηση αφού έδωσε την πρώτη μάχη του πολέμου εναντίον των προδρόμων του FSA, ο οποίος θα συγκροτούνταν επίσημα λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 2011.

Με δεδομένη την βαθειά εδραιωμένη ιδεολογική δέσμευση για αρμονική συνύπαρξη μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων, την οποία η Συρία ως κράτος έχει ενσταλάξει στο λαό, πράγμα που είναι ευρύτατα γνωστό, θα φαινόταν τελείως απίθανο να πραγματοποιήσει ο στρατός τέτοιες επιθέσεις (πόσο μάλλον να γράψει και βλάσφημα λόγια στον τοίχο, και μάλιστα στα φαρσί, μια ξένη γλώσσα), αφού ο στρατός έχει διαπαιδαγωγηθεί στη βάση της κοσμικής εθνικιστικής ιδεολογίας του κράτους. Και τελικά, αρκετά βολικά, ο Σιγιασάνα είναι τελείως τυφλός, συνεπώς θα έπρεπε να βασιστεί στις μαρτυρίες άλλων για να εξαπολύσει τέτοιες κατηγορίες, πράγμα που ενισχύει την πιθανότητα να είχε παραπληροφορηθεί και χειραγωγηθεί. Το τελευταίο μάλιστα είναι αρκετά πιθανό αν είναι αληθινοί οι ισχυρισμοί του πρώην Σαουδάραβα στρατηγού Ανγουάρ αλ-Εσκί, ότι η συγκέντρωση των όπλων στο τζαμί αλ-Ομάρι έγινε ενάντια στην θέληση του «τυφλού Σεΐχη». Τον Απρίλιο του 2012 ο αλ-Εσκί έδωσε μια συνέντευξη στο BBC στην οποία υπονόησε έντονα ότι οι Σαούδ χρηματοδοτούσαν την ισλαμιστική εξέγερση από τη στιγμή που ξεκίνησε, στη Νταράα τον Μάρτιο του 2011.

Δείτε την συνέντευξη εδώ, βγάλτε μόνοι σας τα συμπεράσματά σας: https://www.youtube.com/watch?time_continue=3&v=FoGmrWWJ77w

Για να δηλώσουμε και το πλέον προφανές, η θρησκευτική μισαλλοδοξία του είδους αυτού, της παρότρυνσης δηλαδή των πολιτών να κρίνουν ο ένας τον άλλον στη βάση της θρησκευτικής ομάδας στην οποία ανήκει ο καθένας, δεν ήταν ποτέ προς το συμφέρον της συριακής κυβέρνησης, ενώ ο FSA έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι το να καλεί τους Σουνίτες να στασιάσουν και να διεξάγουν πόλεμο εναντίον του κράτους αποτελεί μέρος της στρατηγικής του. Πράγματι, έξι χρόνια πριν, τον Ιούλιο του 2012, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ ανέφερε ότι ένας «στρατιώτης του FSA» τούς είπε ότι «κανονικά, οι Αλαουίτες στρατιώτες (της κυβέρνησης) εκτελούνται αμέσως μετά τη σύλληψή τους, ενώ στους στρατιώτες από άλλες θρησκευτικές ομάδες δίνεται η ευκαιρία να ενταχθούν στον FSA». Ωστόσο, και παρά αυτές τις ανοικτές παραδοχές, πολλοί άνθρωποι που εξακολουθούν να τρέφουν αυταπάτες για κάποια «επανάσταση» επιμένουν ότι ο παλιός FSA ήταν οι καλοί επαναστάτες, οι καταφανώς μη μισαλλόδοξοι και φανατικοί.

Εξαπολύοντας πυρ εναντίον διαδηλωτών;


Από την έναρξη των ένοπλων συγκρούσεων το Μάρτιο του 2011, έγκριτα πρακτορεία ειδήσεων όπως το Al Jazeera και το Reuters ισχυρίστηκαν πως η συριακή κυβέρνηση κατέστειλε βίαια ειρηνικούς διαδηλωτές, οι οποίοι στη συνέχεια ανταπάντησαν με ένοπλη εξέγερση. Οι ισχυρισμοί αυτοί διαμόρφωσαν στην παγκόσμια κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι η βία στη Συρία ασκήθηκε κυρίως από το κράτος εναντίον άοπλων πολιτών. Ωστόσο οι ισχυρισμοί αυτοί αποδείχθηκαν καταφανώς ψευδείς ήδη από την στιγμή που εκφράστηκαν.

Ο πρώτος τέτοιος ισχυρισμός, ότι δηλαδή το κράτος πυροβολεί «διαδηλωτές», είδε το φως της δημοσιότητας στις 23 Μαρτίου του 2011, μόλις έξι ημέρες μετά το πρώτο ξέσπασμα του κύματος βίας στη Νταράα, σε μια αναφορά του ανταποκριτή του Reuters Σουλεϊμάν Χαλίντι.

Στην αναφορά διαβάζουμε:

«Ο Πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσσαντ έδωσε την Πέμπτη μια σπάνια δημόσια υπόσχεση να εξετάσει τη χορήγηση περισσότερων ελευθεριών, την ώρα που ο θυμός μεγάλωνε στον απόηχο επιθέσεων από τις δυνάμεις ασφαλείας εναντίον διαδηλωτών, που είχαν ως αποτέλεσμα τουλάχιστον 37 νεκρούς… Το κύριο νοσοκομείο στην Νταράα, κοντά στα σύνορα με τον Ιορδανία, παρέλαβε τα πτώματα τουλάχιστον 37 διαδηλωτών που σκοτώθηκαν την Τετάρτη (23 Μαρτίου), δήλωσε ένας αξιωματούχος του νοσοκομείου. Πράγμα που σημαίνει ότι ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται τουλάχιστον στους 44 μέσα σε μια βδομάδα διαδηλώσεων.»

Σύμφωνα με τον έγκριτο Ινδό πολιτικό αναλυτή Prem Shankar Jha, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, έχει εργαστεί στην Συρία για πολλές δεκαετίες στο παρελθόν και έχει ως εκ τούτου μια ιδιαίτερη εξοικείωση με την χώρα:

«Ο Σουλεϊμάν Χαλίντι, ο τοπικός ανταποκριτής του Reuters, ανέφερε στις 23 Μαρτίου ότι μέχρι τότε είχαν μεταφερθεί 37 πτώματα στο νοσοκομείο της Νταράα. Ο εν λόγω αριθμός παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς όλα τα ειδησεογραφικά μέσα δήλωναν ομόφωνα πως οι νεκροί πολίτες που είχαν μέχρι την 23η Μαρτίου ήταν 13. Συνεπώς, πού βρέθηκαν τα άλλα 24 πτώματα»;

Όπως αποδείχθηκε, τα υπόλοιπα 24 πτώματα ανήκαν σε στρατιώτες του Συριακού Αραβικού Στρατού, οι οποίοι είχαν σκοτωθεί σε ενέδρα. Σύμφωνα με ένα λεπτομερές ρεπορτάζ με τίτλο «Η κρυφή Σφαγή» της δημοσιογράφου Sharmine Narwani, η σφαγή αυτή διαπράχθηκε από αντάρτες που παγίδευσαν ένα φορτηγό με στρατιώτες του Συριακού Αραβικού Στρατού οι οποίοι είχαν κληθεί στη Νταράα μετά τα βίαια γεγονότα της 17η και 18ης Μάρτη του 2011. Η έλλειψη δημοσιογραφικής κάλυψης αυτής της σφαγής συνέβη εξαιτίας της προσπάθειας της συριακής κυβέρνησης να την αποκρύψει από τα ΜΜΕ. Σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών της Συρίας, Δρ. Φαϊσάλ Μεκντάντ, αυτό έγινε για τον ακόλουθο λόγο:

«Το περιστατικό αυτό (η ενέδρα που στοίχισε την ζωή σε 24 στρατιώτες) αποκρύφτηκε από την κυβέρνηση και την ασφάλεια για λόγους τούς οποίους θα μπορούσα να ερμηνεύσω ως μια προσπάθεια να μην ενθαρρυνθούν οι αντιπαραθέσεις και να μην οξυνθούν τα αισθήματα, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση αυτής της κατάστασης. Η κλιμάκωση δεν ήταν εκείνη τη στιγμή η πολιτική μας»

Παρά το γεγονός πως η πλειοψηφία των νεκρών ήταν στρατιώτες του Συριακού Αραβικού Στρατού, το άρθρο του Χαλίντι ισχυριζόταν πως οι 37 νεκροί ήταν «διαδηλωτές», γεγονός που αξιοποιήθηκε από άλλα ειδησεογραφικά μέσα, ιδιαίτερα από το Al-Jazeera και το Al-Arabiya, και χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να υποστηριχθεί ότι η σύγκρουση πυροδοτήθηκε από τη συριακή κυβέρνηση η οποία υποτίθεται πως άνοιξε πυρ εναντίον αθώων διαδηλωτών.

Συνεπώς βρέθηκε η προέλευση των 24 από τους 37 νεκρούς, αλλά το γίνεται με τους άλλους 13; Στις 22 Μαρτίου, ένα άρθρο του Ya Libman επικαλούμενο δημοσιογράφους του πρακτορείου Xinhua σημειώνει ότι «Επτά αστυνομικοί σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια συγκρούσεων μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και των διαδηλωτών στην Συρία» ενώ και το Israeli National News ανέφερε ότι «επτά αστυνομικοί και τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές σκοτώθηκαν στη Συρία». Οπότε 7 αστυνομικοί και 4 διαδηλωτές; Να και οι άλλοι 11. Μένουν 2 για τους οποίους δεν έχουμε στοιχεία.

Με άλλα λόγια, τα 31 από τα 37 θύματα (το 83%) προέρχονταν από το στρατό και την αστυνομία, τη στιγμή που οι αρχικές αναφορές οδηγούσαν τον κόσμο στο να πιστέψει ότι 37 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί από τις συριακές δυνάμεις ασφαλείας. Το προφανές ερώτημα είναι λοιπόν, ποιος πυροβόλησε εναντίον του στρατού και της αστυνομίας; Ήταν και αυτοί ειρηνικοί πολίτες που διαδήλωναν; Σύμφωνα με το Σύρο δημοσιογράφο Άλαα Εμπραχίμ ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη της Νταράα όπου έλαβαν χώρα τα περιστατικά αυτά τον Απρίλιο του 2011, αυτοί που άνοιξαν πυρ ήταν μια τρίτη δύναμη – δεν ήταν ούτε οι διαδηλωτές ούτε οι κρατικές δυνάμεις:

«Υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την Νταράα, όπου ξεκίνησε η όλη κρίση στη Συρία. Πρώτα -πρώτα οι τέσσερις άνθρωποι που σκοτώθηκαν στη Νταράα κατά τη φάση των αρχικών διαδηλώσεων: πήρα συνεντεύξεις από διαδηλωτές που βρέθηκαν δίπλα τους, πήρα συνεντεύξεις από αξιωματικούς της ασφάλειας και αστυνομικούς που ήταν παρόντες. Οι ιστορίες που άκουσα δεν ταιριάζουν πάντα μεταξύ τους, αλλά ένα πράγμα στο οποίο συμφωνούν όλοι οι άνθρωποι από τους οποίους πήρα συνέντευξη είναι ότι δεν γνωρίζουν ποιος πυροβόλησε εναντίον των διαδηλωτών που σκοτώθηκαν την πρώτη ημέρα. Οι διαδηλωτές μού είπαν πως οι πυροβολισμοί έγιναν από ένα υψηλό σημείο πάνω από μια δεξαμενή νερού που υπάρχει στην πόλη και δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν αυτούς που πυροβόλησαν.»

Δείτε και τη συνέντευξη: https://www.youtube.com/watch?v=BbeN-1tJKYA

Αργότερα, τον Απρίλιο, οι ισχυρισμοί αυτοί επιβεβαιώθηκαν όταν το Associated Press δημοσιοποίησε οπτικοακουστικό υλικό με αμοντάριστα πλάνα στα οποία φαίνονταν άγνωστοι ένοπλοι στη Νταράα να πυροβολούν το πλήθος από απόσταση – τα πλάνα αυτά υπάρχουν στο τέλος του παραπάνω βίντεο.

Όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι ισχυρισμοί πως η συριακή κυβέρνηση άνοιξε πυρ εναντίον διαδηλωτών, τα μεγάλα MME αρνήθηκαν να δεχθούν τις εξηγήσεις που έδωσε η κυβέρνηση της Συρίας πως ένοπλες ομάδες επιτέθηκαν στις κρατικές δυνάμεις. Ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ότι η κρατική βία που εξαπολύθηκε στρεφόταν στο σύνολό της εναντίον του άμαχου πληθυσμού.
 

Τα γεγονότα του Ιντλίμπ: Η εξαίρεση και όχι ο κανόνας


Την 11η Ιουνίου 2011, ένα άρθρο της Hala Jaber, αραβόφωνης Βρετανίδας δημοσιογράφου και ανταποκρίτριας για την εφημερίδα Sunday Times, κατέγραφε ένα συμβάν στην πόλη Μααράτ αλ-Νουμάαν στην επαρχία του Ιντλίμπ, που είχε επισκεφθεί η ίδια (το πρωτότυπο άρθρο ήταν διαθέσιμο επί πληρωμή αλλά έχει ανέβει σε αυτήν εδώ την σελίδα), κατά το οποίο στις ειρηνικές διαδηλώσεις που λάμβαναν χώρα παρεισέφρησαν εξτρεμιστές, πράγμα που προκάλεσε την αναμενόμενη βίαιη αντίδραση από τις κρατικές δυνάμεις.

Περιγράφει μια αντικυβερνητική διαδήλωση από τους κατοίκους οι οποίοι ήταν οργισμένοι από τη δράση της Μουκαμπαράτ (συριακή μυστική υπηρεσία) μια βδομάδα νωρίτερα, όταν είχε πυροβολήσει και σκοτώσει 4 διαδηλωτές που είχαν μπλοκάρει το δρόμο μεταξύ του Χαλεπιού και της Δαμασκού. Η κυβέρνηση κατέληξε σε συμφωνία με τους κατοίκους, η οποία σύμφωνα την Jaber αφορούσε στην απομάκρυνση «400 μελών των δυνάμεων ασφαλείας», αφήνοντας μόνο «49 οπλισμένους αστυνομικούς και 40 έφεδρους, περιορισμένους σε στρατώνες κοντά στο κέντρο της πόλης», με αντάλλαγμα την υπόσχεση των διαδηλωτών για μη βίαιες διαδηλώσεις. Πέντε χιλιάδες «άοπλοι διαδηλωτές» έκαναν συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία, ωστόσο αυτή τη φορά «συμμετείχαν και άνδρες με όπλα».

Στην συνέχεια του άρθρου διαβάζουμε:

«Αρχικά, οι φύλαρχοι που ηγούνταν της διαδήλωσης νόμισαν πως αυτοί οι άνδρες είχαν έρθει οπλισμένοι απλώς για να αμυνθούν σε ενδεχόμενη σύρραξη. Ωστόσο, όταν είδαν περισσότερα όπλα – αυτόματα και RPG’s (εκτοξευτήρες χειροβομβίδων) που κρατούσαν άνδρες με πυκνά γένια που επέβαιναν σε αυτοκίνητα και φορτηγάκια χωρίς πινακίδες- κατάλαβαν πως θα ακολουθούσαν μπελάδες. Η βία ξέσπασε όταν οι διαδηλωτές πλησίασαν τους στρατώνες, όπου είχε ταμπουρωθεί η αστυνομία. Όταν έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, οι διαδηλωτές διασκορπίστηκαν. Κάποιοι από τους αστυνομικούς διέφυγαν από μια έξοδο στο πίσω μέρος του κτηρίου, ενώ οι υπόλοιποι πολιορκήθηκαν. Ένα στρατιωτικό ελικόπτερο κατέφθασε με σκοπό την διάσωση των εναπομεινάντων. «Το ελικόπτερο ενεπλάκη με τους οπλισμένους διαδηλωτές για πάνω από μια ώρα», είπε ένας φύλαρχος-αυτόπτης μάρτυρας. «Τους ανάγκασε να ξοδέψουν τα περισσότερα από τα πυρομαχικά τους εναντίον του, ώστε να αποσυμφορήσει τους παγιδευμένους άνδρες στο κτήριο.»

Σε όλες τις καταγεγραμμένες βίαιες συγκρούσεις μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων και διαδηλωτών, πάντα υπάρχουν οπλισμένοι αντάρτες. Η ιδέα ότι το συριακό κράτος απλώς άνοιξε πυρ εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο μια εκτεταμένη εξέγερση δεν είναι απλώς ανακριβής με βάση τα γεγονότα, αλλά και τελείως παράλογη αφού οι δυτικές αφηγήσεις παραβλέπουν πλήρως τις προσπάθειες της συριακής κυβέρνησης να βρει λύσεις εισακούοντας τα διάφορα πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα αιτήματα των διαδηλωτών, τη στιγμή που –όπως ήταν αναμενόμενο- αντιστεκόταν απέναντι στην ένοπλη ισλαμιστική εξέγερση που προσπαθούσε να ανατρέψει την κοσμική δημοκρατία για να εγκαθιδρύσει ένα θεοκρατικό καθεστώς.
 

Τι ακριβώς απαιτούσαν οι πραγματικοί ειρηνικοί διαδηλωτές;


Στις αρχές του 2011 και πριν ξεκινήσουν οι ένοπλες συμπλοκές, είχε λάβει χώρα μια σειρά διαδηλώσεων σε όλη τη Συρία που αφορούσε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και οικονομικών παραπόνων, χωρίς όμως να επιζητά την ανατροπή της κυβέρνησης. Σύμφωνα με ένα άρθρο του Al Jazeera που δημοσιεύθηκε την 9η Φεβρουαρίου 2011, οι διαδηλωτές απαιτούσαν να μπει τέλος στο κράτος έκτακτης ανάγκης, το οποίο έδινε το δικαίωμα στην αστυνομία να συλλαμβάνει ύποπτους με ψευδείς κατηγορίες (ο συγκεκριμένος νόμος ανακλήθηκε τον Απρίλιο του 2011), όπως επίσης και συνταγματική αναθεώρηση ώστε να μπει τέλος στο πολιτικό μονοπώλιο του Μπααθικού Κόμματος (το οποίο έγινε μετά το συνταγματικό δημοψήφισμα του 2012). Τα κύρια προβλήματα ωστόσο ήταν οικονομικού χαρακτήρα, και αφορούσαν τη διαφθορά, την ανεργία και τις πιέσεις στο κόστος διαβίωσης, ειδικότερα στο αυξανόμενο κόστος του πετρελαίου κίνησης όπως επίσης ακόμα πιο συγκεκριμένα θέματα σαν το μονοπώλιο των τηλεπικοινωνιακών δικτύων της Συρίας. Η λαϊκή απαίτηση συγκεκριμένα στη Νταράα ήταν η εναντίωση των διαδηλωτών στον υπάρχοντα νόμο περί γαιοκτησίας, ο οποίος επέβαλε περιορισμούς στην αγοραπωλησία γης σε συνοριακές περιοχές με επίσημο σκοπό τη διαφύλαξη της ασφάλειας στα σύνορα.

Ακολουθεί ένα πρόχειρο χρονοδιάγραμμα της εξέλιξης της πολιτικής διαμάχης σε στρατιωτική διαμάχη:
17 Ιανουαρίου, 2011: Πριν από την αντικυβερνητική εξέγερση, και σε απάντηση στη λαϊκή πίεση που ασκήθηκε, η κυβέρνηση «αύξησε το επίδομα θέρμανσης των δημοσίων υπαλλήλων κατά 72% που αντιστοιχούσε σε 33$ ανά μήνα.»
9 Φεβρουαρίου, 2011: η κυβέρνηση άρει την απαγόρευση στα social media, Facebook, Youtube και Twitter, η οποία ίσχυε από το 2007.
13 Φεβρουαρίου, 2011: Η κυβέρνηση, μέσω του νεοσύστατου Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Πρόνοιας, ξεκινά να δίνει επιδόματα με σκοπό την βοήθεια των 420.000 φτωχότερων οικογενειών της Συρίας.
15 Φεβρουαρίου, 2011: η κυβέρνηση μειώνει τους δασμούς σε μια γκάμα βασικών αγαθών όπως ρύζι, τσάι, γάλα σε σκόνη, καφές και μπανάνες. Επίσης μειώνει τους φόρους στο φυτικό λάδι, την μαργαρίνη, τον ακατέργαστο καφέ και τη ζάχαρη.
17-18 Μαρτίου, 2011: Η εξέγερση ξεσπά στη Νταράα. Ξεκινά ο πόλεμος.
23 Μαρτίου 2011: Μετά την αποστολή αντιπροσωπείας στη Νταράα με σκοπό να ερευνήσει τα γεγονότα, ο πρόεδρος Άσσαντ καθαιρεί τον μη δημοφιλή κυβερνήτη της Νταράα, Φαϊσάλ Καλτούμ, και δίνει εντολή αποφυλάκισης 15 εφήβων οι οποίοι προσήχθησαν όταν έγραψαν σε τοίχους αντικυβερνητικά συνθήματα.
20 Απριλίου, 2011: Η κυβέρνηση ανακαλεί το κράτος έκτακτης ανάγκης που ίσχυε επί 48 χρόνια και που έδινε επιπλέον δικαιοδοσία στις αστυνομικές αρχές για προληπτικές συλλήψεις και προσαγωγές.
20 Ιουνίου, 2011: Ο πρόεδρος Άσσαντ ανακοινώνει έναν εθνικό διάλογο που θα εκκινήσει τις διαδικασίες για τη συνταγματική αναθεώρηση. Ένα από τα κύρια αιτήματα είναι ο τερματισμός των συνταγματικών προνομίων του Μπααθικού Κόμματος.
 

Τι επετεύχθη με την συνταγματική αναθεώρηση;


Σύμφωνα με το παλιό Σύνταγμα, το Μπααθικό Κόμμα ηγείτο ενός συνασπισμού πολιτικών κομμάτων γνωστού ως «Εθνικό Προοδευτικό Μέτωπο» (1973: Αρ. 8), ο οποίος μπορούσε να διεκδικήσει νόμιμα τις εκλογές για το Κοινοβούλιο, πράγμα που σήμαινε ότι οι υποψήφιοι εκτός αυτού του σχηματισμού κομμάτων έπρεπε να κατέβουν στις εκλογές ως ανεξάρτητοι. Το μέτωπο συστάθηκε το 1972 και αρχικά συμμετείχαν σε αυτό κοσμικά, αριστερά και εθνικιστικά κόμματα: το Συριακό Κομμουνιστικό Κόμμα, η Αραβική Σοσιαλιστική Ένωση, το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κίνημα και ο Οργανισμός των Σοσιαλιστών Ενωτικών.

Το καινούργιο Σύνταγμα εισήγαγε ένα πολυκομματικό πολιτικό σύστημα με την έννοια πως τα πολιτικά κόμματα έχουν πλέον τη δυνατότητα να συμμετέχουν όχι με βάση την άδεια του Μπααθικού Κόμματος ή άλλες διακρίσεις, αλλά με βάση συνταγματικά κριτήρια. Έτσι, το καινούργιο Σύνταγμα απαγορεύει τα πολιτικά κόμματα που βασίζονται στη θρησκεία, τη μισαλλοδοξία, την εθνοτική ομάδα ή που είναι εγγενώς μεροληπτικά προς το φύλο ή τη φυλή κάποιου (2012: Αρ. 8) – πράγμα που σημαίνει ότι η συριακή Μουσουλμανική Αδελφότητα παραμένει εκτός νόμου.

Αυτό που δεν άλλαξε είναι η συνταγματική απαίτηση ότι το μισό κοινοβούλιο θα πρέπει να αποτελείται από «εργάτες και αγρότες» (1973: Αρ. 53 | 2012: Αρ. 60), που στην πράξη σημαίνει ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές λίστες για τις κάλπες, αυτή που περιλαμβάνει τους «εργάτες και αγρότες» και άλλη μία που αφορά στους υπόλοιπους υποψήφιους. Εάν το ποσοστό των εργατών και αγροτών δεν καλυφθεί, έπαιρναν προτεραιότητα οι αμέσως επόμενοι υποψήφιοι. Από την σκοπιά της εργατικής τάξης, αυτό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του συριακού Συντάγματος είναι άξιο αναφοράς και περισσότερο δημοκρατικό σε σχέση με τις περισσότερες δυτικές χώρες, τα συντάγματα των οποίων δεν περιλαμβάνουν τέτοιες προβλέψεις για τα λαϊκά στρώματα.

Υπήρξαν επίσης μεγάλες αλλαγές στο συριακό προεδρικό σύστημα. Σύμφωνα με το παλαιό σύνταγμα, το Μπααθικό Κόμμα ήταν το «ηγετικό κόμμα στην κοινωνία και στο κράτος» (1973: Αρ.8), πράγμα που πρακτικά επέτρεπε στο Μπααθικό κόμμα να προτείνει το δικό του υποψήφιο πρόεδρο σε μια εκλογική διαδικασία τύπου δημοψηφίσματος (ναι ή όχι) χωρίς ανταγωνισμό. Αν ο υποψήφιος, υποθετικά, δεν κατάφερνε να κερδίσει την πλειοψηφία, το Λαϊκό Συμβούλιο (το συριακό κοινοβούλιο που αποτελείται από ένα σώμα αντιπροσώπων) θα είχε το δικαίωμα να προτείνει έναν άλλο υποψήφιο (1973: Αρ.84).

Στο νέο σύνταγμα όλες οι αναφορές στο Μπααθικό Κόμμα έχουν αφαιρεθεί. Για να είναι έγκυρη μια υποψηφιότητα, ο αιτών θα πρέπει να έχει την στήριξη 35 μελών του Λαϊκού Συμβουλίου (2012: Αρ.85) και θα πρέπει να έχει ζήσει στη Συρία τα τελευταία δέκα χρόνια (2012: Αρ.84). Εάν υποθετικά μόνο μια υποψηφιότητα είναι έγκυρη με βάση τους κανονισμούς, ο πρόεδρος του Λαϊκού Συμβουλίου πρέπει να καλέσει σε επανάληψη της διαδικασίας. Αυτό επέτρεψε στη Συρία να διεξάγει προεδρικές εκλογές με πάνω από μια υποψηφιότητες το 2014, τις οποίες κέρδισε ο πρόεδρος Άσσαντ. Παρά την προπαγάνδα εναντίον του από τα δυτικά ΜΜΕ, ο πρόεδρος είναι πολύ δημοφιλής, πράγμα το οποίο μπορεί να επιβεβαιώσει όποιος έχει επισκεφθεί τη Συρία. (Εγώ την επισκέφτηκα τον Ιούλιο του 2015.)

Το Al Jazeera, ιδιοκτήτης του οποίου είναι η μοναρχία του Κατάρ που έχει χρηματοδοτήσει την αντικυβερνητική εξέγερση, δεν είναι καθόλου φιλικό απέναντι στη συριακή κυβέρνηση, ειδικά αν λάβουμε υπόψη το καταγεγραμμένο ιστορικό του να λέει ψέματα ώστε να υπονομεύσει τη φήμη της συριακής κυβέρνησης. Υπάρχει πλέον μια ειδική σελίδα στη Wikipedia αφιερωμένη στην καταγραφή των αντιφάσεων του Al Jazeera, με την πιο ακραία υπόθεση να είναι όταν ο καλεσμένος του Al Jazeera Φαϊσάλ Κασσέμ πρακτικά κάλεσε σε γενοκτονία των Αλαουιτών, μιας θρησκευτικής ομάδας που αποτελεί το δέκα τις εκατό του συριακού πληθυσμού και στην οποία ανήκει και ο πρόεδρος της Συρίας. Σε αντίθεση με την τωρινή φήμη του Al Jazeera (ως η πτέρυγα προπαγάνδας μιας μοναρχίας στην οποία επιβιώνει ακόμα το δουλοκτητικό σύστημα), το άρθρο παραδεχόταν την λαϊκή αντίληψη υπέρ του προέδρου Άσσαντ ως αφοσιωμένου στη μεταρρύθμιση, που όμως βρίσκει εμπόδια στις δογματικές πολιτικές δομές.

Σύμφωνα με έναν Σύρο φοιτητή:

«Ο πρόεδρος γνωρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες και προσπαθεί για αυτές… Όσο για εμένα, δεν έχω κάτι εναντίον του προέδρου μας. Τα βασικά θέματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν είναι η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, όπως επίσης και τα ανθρώπινα δικαιώματα… Ακόμα, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει με την έλευση του Μπασάρ στην εξουσία, όπως για παράδειγμα τα έργα οδοποιίας, οι αυξήσεις μισθών κ.ά. Ακόμα και για τη διαφθορά, έχει προσπαθήσει σκληρά να την καταπολεμήσει και να περιορίσει τις «διασυνδέσεις» ισχυρών ανθρώπων της Συρίας. Ωστόσο, δεν θα είναι εύκολο να υπάρξουν δραματικές αλλαγές από τη μια στιγμή στην άλλη.»

Ως αποτέλεσμα των διεκδικήσεων των φοιτητών, το Μπααθικό Κόμμα δεν έχει πια το συνταγματικό πλεονέκτημα. Στις προεδρικές εκλογές υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ πολλών υποψηφίων για την Προεδρεία, δεν έχουν πια το χαρακτήρα δημοψηφίσματος που ζητά την έγκριση (ναι ή όχι) του εκλογικού σώματος για τον εσωτερικά καθορισμένο υποψήφιο του Μπααθικού Κόμματος. Η συμμετοχή των πολιτικών κομμάτων βασίζεται σε αντικειμενικά συνταγματικά κριτήρια, και όχι στην αυθαίρετη επιλογή της εκτελεστικής εξουσίας για την άδεια ή απαγόρευση τους. Τέλος, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είναι σε σημαντικό βαθμό περισσότερο ανεξάρτητο.
 

Εν κατακλείδι


Όλες αυτές οι δημοκρατικές και οικονομικού περιεχομένου νίκες τις κέρδισε ο συριακός λαός από την κυβέρνησή του με μαζικές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις. Ωστόσο, ο ισχυρισμός ότι αυτό το κίνημα μεταμορφώθηκε στην πραγματική ένοπλη εξέγερση στην οποία από το 2012 κυριαρχούσε το Μέτωπο αλ-Νούσρα, το συριακό παράρτημα της αλ-Κάιντα, αποτελεί προσβολή σε αυτόν το λαό, ειδικά όταν ο ισχυρισμός αυτός χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την ανατροπή του συριακού κράτους το οποίο το κίνημα αυτό πάλεψε τόσο σκληρά για να μεταρρυθμίσει – και η ανατροπή του οποίου θα σήμαινε την κατάληψη της εξουσίας από εξτρεμιστικές συμμορίες με στόχους διαμετρικά αντίθετους από αυτούς των ειρηνικών διαδηλώσεων. Οι ειρηνικοί διαδηλωτές ζητούσαν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, ενώ η ένοπλη εξέγερση κυριαρχείται από πολιτοφυλακές που καταγγέλλουν την δημοκρατία ως ύβρη στις θεοκρατικές τους επιδιώξεις. Το να υποστηρίζει κανείς ότι ο πρόεδρος Άσσαντ έστειλε στρατεύματα να δολοφονήσουν διαδηλωτές, οι οποίοι μετέπειτα εγκατέλειψαν όλες τις δημοκρατικές τους επιδιώξεις και μεταμορφώθηκαν σε Ισλαμιστές που παλεύουν για την εδραίωση μιας θεοκρατίας αντίστοιχης ιδεολογίας με αυτήν της Σαουδικής Αραβίας, το μόνο που έχει ως σκοπό είναι να εξισώσει τις δυο «αντιπολιτεύσεις» απέναντι στη συριακή κυβέρνηση. Το παραπάνω άρθρο παραδέχεται συγκεκριμένες αδικίες που έχουν πράξει οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, ωστόσο η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι απλώς επειδή κάποιος πιστεύει ότι ένα συγκεκριμένο επίπεδο αδικίας δικαιολογεί την ανατροπή του συριακού κράτους, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι οι πραγματικές προσπάθειες για την ανατροπή του κράτους έχουν προκληθεί άμεσα και αποκλειστικά από την αγανάκτηση ενάντια σε αυτές τις αδικίες, ειδικά εάν λάβουμε υπ’ όψη το ρόλο των άλλων κρατών που εξόπλιζαν, χρηματοδοτούσαν και στρατολογούσαν ξένους μαχητές με σκοπό να πολεμήσουν τη συριακή κυβέρνηση.



 πηγή: http://www.handsoffsyriasydney.com/uncategorized/how-did-the-syrian-war-begin-clearing-the-confusion/

Μετάφραση: Δημήτρης Κ. και Θανάσης Λ. για το avantgarde 
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ