Μας κλέβουν και τα έσοδα από τον τουρισμό..

Δευτέρα 14 Μαΐου 2018


Η TUI κατασπαράσσει τον ελληνικό τουρισμό;


Η σκέψη μου, εδώ, για τους «Ηθικούς Αυτουργούς», στρέφεται γύρω απ’ τους “tour operators”. Κι ειδικότερα, γύρω απ’ την Γερμανική “TUI”. Η οποία TUI, με τη δεσπόζουσα θέση της στην τουριστική μας αγορά και με τη συστηματική της δράση -με τη συνεργασία κι άλλων (διάβασε, “ATLANTICA”, του Κύπριου, Νικολαϊδη κ.α.)- και μέσα από αθέμιτες, μη σύννομες, ανάρμοστες, μα κι εναρμονισμένες, πρακτικές, στην “νόθευση του υγιούς ανταγωνισμού στον τουρισμό”, έχει ισοπεδώσει τις τιμές στο τουριστικό μας προϊόν, πολύ κάτω απ’ το φυσιολογικό κόστος παραγωγής τους. Με τιμές πώλησής τους, οι οποίες, αντί των ζημιών που προξένησαν ήδη, στη διαχείριση ξενοδοχείων και στην ελλειμματικότητα των δημόσιων οικονομικών μας, επί σειρά ετών, όφειλαν να είχαν αφήσει και κάποιο λογικό περιθώριο νόμιμου κέρδους, στον κλάδο. Κι αυτή η ίδια η TUI, είναι εκείνη που καθορίζει -απόλυτα- αυτούς τους όρους παιχνιδιού στην τουριστική μας αγορά. Οδηγώντας μας -αντικειμενικά- στο χαμηλότερο επίπεδο διαχείρισης κι απόδοσης. Επίπεδο που, διολισθαίνουν, υποχρεωτικά, αναπόδραστα κι ανεπανόρθωτα, όλοι όσοι δρουν στον τουρισμό. Και στο οποίο ανθίζουν πάντα “όλα τ’ άνθη του κακού”. Εκεί όπου εξυπηρετούνται ανεμπόδιστα, οποιουδήποτε “κανονιστικού πλαισίου”, οι επιδιώξεις της απληστίας των “tour operators”, για να μπορούν να αγοράζουν το τουριστικό μας προϊόν ακόμα φθηνότερα. Ώστε, να εξοντώνονται, οικονομικά, όλοι όσοι λειτουργούν σε πλαίσια διαφανούς νομιμότητας στον τουρισμό, και ιδίως, στα ξενοδοχεία των τεσσάρων και πέντε αστέρων.

“Εξ όνυχος τον λέοντα”


Ταυτόχρονα, τραγικότατη είναι -για άλλη μια χρονιά- και η κατάσταση που δημοσιοποίησε -μόλις πρόσφατα- και η Τράπεζα Ελλάδος, για την τουριστική κίνηση του 2017, στη χώρα μας. Σύμφωνα δε με αυτή, εμφανίζεται –ακόμα πιο δραματική– η τελευταία καταγεγραμμένη αποδοτικότητα του ελληνικού τουρισμού. Κι όπου, παρά τα συνεχή ρεκόρ αφίξεων των τουριστών (που συνιστούν και σαφέστατη ένδειξη ισχυρής ζήτησης για το ελληνικό τουριστικό προϊόν), αναδύεται, παραδόξως, κι η εντυπωσιακή μείωση των “εσόδων ανά τουρίστα”. Κι ενώ αυτή η τουριστική ζήτηση θα έπρεπε να ανεβάσει τις τιμές του τουριστικού μας προϊόντος, αντιθέτως όχι μόνο ακυρώνει τη σημασία της, αλλά και αντιστρέφει την επιρροή της, με τη σημειούμενη νέα μεγάλη υποχώρηση των τιμών. Ώστε, η “μέση δαπάνη ανά τουρίστα”, να έχει κατρακυλήσει και πάλι, το 2017, φθάνοντας τα: 458 ευρώ/ανά τουρίστα (ή 14.203.000.000 ευρώ έσοδα προς 31.021.000 αφίξεις). Η δε συνολική δαπάνη τους, ανά διανυκτέρευση, να έχει πέσει κι αυτή, στα: 67,6 ευρώ (με όλα τα έξοδα της φιλοξενίας τους μέσα)! Τα μεγέθη αυτά αποκαλύπτουν το αστείο -μα και θλιβερό μαζί- των πανηγυρισμών των αρμοδίων Κυβερνητικών αξιωματούχων, για τα συνεχιζόμενα “σπασίματα των ρεκόρ αφίξεων” και τις -δήθεν- επιτυχίες, με τα success story, της βιομηχανίας του ελληνικού τουρισμού. Σηματοδοτούν, εξάλλου και τη συνεχιζόμενη μοναδική, διαχρονική υστέρηση κι υποταγή μας, στην αρπακτική λεηλασία των tour operators, που εκδηλώνεται σε βάρος μας, ακόμα και σε αντίθεση, με όλες τις άλλες -ανταγωνιστικά προς εμάς- τουριστικές χώρες.

Η διεθνής θέση της Ελλάδας


Σύμφωνα δε με στοιχεία για το 2016 της Παγκόσμιας Τράπεζας, ενώ κατέχουμε την 13η θέση στον κόσμο, σε αφίξεις τουριστών, ταυτόχρονα, πέφτουμε στην 20η θέση παγκοσμίως στα έσοδα απ’ τον τουρισμό. Την ίδια στιγμή, η Ισπανία, που κατέχει την 4η θέση σε αφίξεις, έρχεται 2η σε εισπράξεις απ’ τον τουρισμό στην υφήλιο, με 1.270 ευρώ ανά άφιξη. Ας δούμε τώρα εδώ, την πορεία της θλιβερής εξέλιξης τιμών στον τουρισμό, που -τόσο ανάγλυφα- αποδίδονται στον «αρχιτέκτονα» τους, την TUI. Τιμές οι οποίες στοιχειοθετούν και τις κατηγορίες μας για την: αυξανόμενη, διαχρονικά, λεηλασία & κατασπάραξη του τουρισμού μας, απ’ την ίδια την TUI:

«Μέση δαπάνη ανά ταξίδι» (Στοιχεία Τράπεζα Ελλάδος):

2009     697 €

2011     640 €

2015     594 €

2016     536 €

2017     458 €

Είναι οι «Τιμές» με τις οποίες, η οικονομική διαχείρισή μας στον τουρισμό, μας «μπάζει μέσα»…!

Αξίζει εδώ να σημειώσει κανείς, ότι: στη Τουρκία της κρίσης του 2016 και του απρόβλεπτου Ερντογάν, η αντίστοιχη «μέση δαπάνη ανά τουρίστα», ανήλθε στα: 638€. Και μάλιστα, για ένα τουριστικό προϊόν, εκεί, στο οποίο, το ποσοστό του κόστους παραγωγής -στο οποίο συμμετέχει η εγχώρια παραγωγή της, ως προστιθέμενη αξία- πλησιάζει το 90%, του συνολικού του κόστους. Ενώ το δικό μας, αντίστοιχο ποσοστό, δυσκολεύεται να συγκρατηθεί στο 25%, ως ποσοστό της εγχώριας προστιθέμενης αξίας του, στο συνολικό κόστος χτισίματος του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος. Κι αυτή η χαμηλή προστιθέμενη αξία, των εγχωρίων παραγόμενων συντελεστών παραγωγής, ως ποσοστό, στο συνολικό κόστος παραγωγής του προσφερόμενου τουριστικού μας προϊόντος, εξανεμίζει -στην πράξη- και τον πολυδιαφημισμένο “Πολλαπλασιαστή Ανάπτυξης του τουρισμού”. Αφού αυτός, ο “συντελεστής ανάπτυξης τουρισμού”, από 2,2 έως και 2,6 -όπως τον επικαλείται συχνότατα κι ο ΣΕΤΕ, αλλά κι η ηγεσία του Υπουργείου Τουρισμού- εάν πράγματι έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην υπόλοιπη οικονομία, αυτό περιορίζεται οριακά, μέχρι το 25% που αντιπροσωπεύουν οι εγχώριοι παραγόμενοι συντελεστές παραγωγής που ενσωματώνονται στο τουριστικό μας προϊόν.

Ας σημειωθεί, επίσης σχετικά, πως: στο «τουριστικό προϊόν της Ιταλίας”, τα εισαγόμενα συστατικά του αντιπροσωπεύουν, στο κόστος της παραγωγής του ποσοστό που ξεπερνά το 80%!

Συνεπώς, πολύ δε περισσότερο ισχύει ο χαρακτηρισμός για: “λεηλασία και κατασπάραξη” του προϊόντος του ελληνικού τουρισμού, αφού, αναφερόμαστε σ’ ένα κλάδο παραγωγής στον οποίο, ενώ διαθέτουμε το ασύγκριτο συγκριτικό μας πλεονέκτημα, φαίνεται πως αυτός παρουσιάζει ως μόνα σίγουρα “ρεκόρ επιτυχιών” του -στην οικονομική αποδοτικότητά του- τα “ρεκόρ” των υπερχρεωμένων «κόκκινων» ξενοδοχείων, τα οποία έφθασαν ήδη να αγγίζουν έως και το 50% του συνόλου τους. Κι αναφερόμαστε, επίσης, σ’ ένα κλάδο παραγωγής, ο οποίος είναι κατ’ εξοχήν “εντάσεως εργασίας”. Ο οποίος, ωστόσο, αποτελεί την ντροπή μας για την έκταση της «μαύρης εργασίας» και συνθηκών «γαλέρας», που επικρατούν σ’ αυτόν. Με συνηθέστερη μορφή της, την εισφοροδιαφυγή & τη 15άωρη εργασία για τετράωρη ασφάλιση. Κι αυτά, παρά το συνεχιζόμενο -κι απ’ την χρεοκοπημένη χώρα μας- καθεστώς εύνοιας στον κλάδο, με επιχορηγήσεις και φορολογικές απαλλαγές, απ’ τα κοινά μας βάρη.

Τι πρέπει να γίνει


Χρειαζόμαστε, λοιπόν άμεσα, μια πλήρη και βαθιά επαναξιολόγηση, σε ένα καθεστώς που επικρατεί στον τουρισμό και που πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε πάνω στα ακόλουθα ερωτήματα:
  • Ποιά η πραγματική συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ και στα δημόσια έσοδα;
  • Πού είναι αυτό το «success story», στον Τουρισμό;
  • Ποια εικόνα υπάρχει, για το ποσοστό της συνεισφοράς του, στο κόστος των ανταποδοτικών τελών, των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, των οργανισμών Τ.Α., στους κατ’ εξοχή τουριστικούς Δήμους;
  • Ποια η συνεισφορά -των ξενοδοχείων- στον ΈΝΦΙΑ, απ’ τον οποίον απαλλάσσονται απ’ τον ονομαζόμενο δήθεν “Συμπληρωματικό φόρο”, που αποτελεί, άλλωστε και το μεγαλύτερο μέρος του;

Σημειώνουμε σχετικά, πως: οι πρακτικές που ασκεί κι εφαρμόζει η TUI, για την επίτευξη των επιδιώξεών της -επιφέροντας και τις οικονομικές επιπτώσεις που προαναφέραμε- παρ’ ότι διαθέτουν την επίφαση μιας συνήθους κανονικότητας -όπως τέτοια φαινόταν να ήταν, και για πολλά χρόνια, κι εκείνη της NOVARTIS- οδηγούν πια, στην ολοένα κι εντονότερη ελλειμματικότητα της οικονομικής διαχείρισης του τουρισμού.

Ενώ, οι ίδιες αυτές πρακτικές της TUI, είναι αυτές που εξωθούν -όλες οι τουριστικές μονάδες, στο σύνολό τους- σε μια τυφλά αδιέξοδη, έντονα προβληματική και παραβατική λειτουργία, που εμπεριέχει αναγκαστικά και φαινόμενα ασύδοτων δραστηριοτήτων διαφθοράς, έως και φαινόμενα ακραίας παραβατικότητας και τα οποία τείνουμε να έχουμε ήδη αποδεχθεί, ως μια -κοινά γνωστή μας- «κανονικότητα»(!!!).

Μια -δήθεν- «κανονικότητα» ασύλληπτων παραβάσεων, που ασκείται ενθαρρυμένη κι απ’ την απουσία οποιουδήποτε ουσιαστικού ελέγχου και στη μη τήρηση του «κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας», των προβλεπόμενων καλών πρακτικών και γενικότερα, της σύννομης λειτουργίας, στον κλάδο. Ωστόσο, η μεγάλη εξοικονόμηση δαπανών, που συντελείται -πράγματι- με τις αθέμιτες, παρά-οικονομικές κι αντί- ανταγωνιστικές αυτές πρακτικές -μέσω των εναρμονισμένων πρακτικών που επιβάλλει η TUI- υποκλέπτεται κι υπεξαιρείται, ολόκληρη, απ’ την ίδια, μέσω του συστήματος των πολύ χαμηλών τιμών που επιβάλλει στην τουριστική μας αγορά.

 

Οι συνέπειες του ανταγωνισμού στον τουρισμό


Η κοινή συνισταμένη όλων των αιτίων που προκαλούν την παραβατικότητα, στη τουριστική βιομηχανία της χώρας, συντίθεται από δύο κυρίαρχες συνιστώσες. Οι οποίες, είναι –ταυτόχρονα– κι οι συνισταμένες όλων των πολύ παραγοντικών αιτίων και συνιστωσών του φαινομένου, της εκτεταμένης παραβατικότητας κι ανομίας που επικρατεί στον κλάδο τουρισμού, όλα τα τελευταία χρόνια.

Και οι δυο αυτές, κεντρικές συνισταμένες, είναι:

(i) Η συνισταμένη εκείνη η οποία έρχεται ως απόρροια της άσκησης κι εφαρμογής εκείνων των -συστηματικά- συγκροτημένων μεθόδων και των εναρμονισμένων πρακτικών, του «αθέμιτου ανταγωνισμού», οι οποίες εκπορεύονται απ’ την “TUI”. Των μεθόδων της “TUI”, δηλαδή η οποία αξιοποιώντας την «δεσπόζουσα θέση» της στην τουριστική μας αγορά, αλλά και παγκόσμια, δρα με απληστία και χωρίς αναστολές σε βάρος μιας δίκαιης ανταμοιβής του τουριστικού μας προϊόντος και της οικονομίας μας. Και με μεθόδους, που επιδιώκουν και κατακρημνίζουν τα έσοδά μας, απ’ τον τουρισμό. Μεθόδους, ακριβώς, που έχουν, ως παρεπόμενη ή παράπλευρη συνέπεια, να καταρρακώνουν και την προσφερόμενη ποιότητα στο τουριστικό μας προϊόν, ενώ αποτελούν, συνάμα και την «μητέρα πάσης κακίας» στον κλάδο, όπως είναι και η εκτεταμένη ανομία και παραβατικότητά του.

(ii) Η άλλη συνισταμένη, είναι εκείνη της διαχρονικής απάθειας της εγκληματικής ολιγωρίας και της πνευματικής νωθρότητας (αβελτηρίας), όλων των ελληνικών Κυβερνήσεων -ιδίως μετά το 2000- οι οποίες, επέτρεψαν, στην “TUI”, να εκ διπλώσει και να εξελίξει αυτήν την αθέμιτη «αντί-ανταγωνιστική παραβατικότητά» της, με εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο κι ειδικά στη χώρα μας. Και συμπερασματικά με τις ακολουθούμενες αυτές «αντί-ανταγωνιστικές πρακτικές», που επιδιώκει η TUI, στη χώρα μας, καταφέρνει κυρίως τα ακόλουθα:

Να υπονομεύσει τις τιμές αγοράς/πώλησης του τουριστικού προϊόντος της χώρας, υποτιμώντας τες σε τόσο εξοντωτικά χαμηλές τιμές, που να είναι πολύ κατώτερες κι από τη συνολική αξία που αντιπροσωπεύει το χτίσιμο του κόστους του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος μας και μπορεί να φτάσει μέχρι και στα δυο τρίτα (2/3), του αντικειμενικού του προσδιορισμού.
  • Να υποτάσσει και να αιχμαλωτίζει, επίσης -με τις κατάλληλες πολιτικές πρακτικές της- την οποιασδήποτε τουριστική ανάπτυξη και την επέκτασή της. Ενώ εχθρεύεται και πλήττει, το μέρος εκείνο και τα είδη του τουρισμού που δεν ελέγχει και δεν εντάσσονται στα δικά της στρατηγικά και οικονομικά σχέδια και συμφέροντα.
  • Να επιβάλλει και να εφαρμόζει, αδόκιμες και μη σύννομες διαδικασίες, για τη χρηματοδότηση επενδύσεων απότομης επέκτασης της τουριστικής δυναμικότητας, με την εξασθένιση της διαπραγματευτικής θέσης, για ικανοποιητικές τιμές στα προσφερόμενα καταλύματα. Και μάλιστα, προωθεί τη χρηματοδότηση των επενδύσεων αυτών, με άδηλους επενδυτικούς πόρους, στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Μέσα από τις «λεόντειες» κι ανισότιμες συμφωνίες, συμβάσεις και όρους των συναλλαγών της, με τους Έλληνες υποτακτικούς και συνεταίρους της στα σχέδια αυτά. Συμβάσεις οι οποίες, καθιστούν την υποτιθέμενη διαπραγμάτευση των μελλοντικών τιμών του τουριστικού μας προϊόντος ως το πιο σύντομο ανέκδοτο, του: «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει», με παράλληλη την εφαρμογή και υιοθέτηση και -ανομολόγητων- άλλων μεθόδων, για την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής του τουριστικού προϊόντος μας, η οποία και ισοδυναμεί ακριβώς, με την άσκηση -ουσιαστικά- ενός οικονομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού «ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ», σε όλο το εύρος της οικονομίας του τουρισμού στη χώρα μας, αφήνοντας όμως πίσω του, μόνο ερείπια και καμένη γη.
  • Να υποθηκεύει υποχρεωτικά επίσης, το μέλλον κι αυτής της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού, αλλά και του τόπου όλου, όπου αυτός θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Συνεπώς, η συμπεριφορά αυτή, των εναρμονισμένων πρακτικών λειτουργίας, για νόθευση του υγιούς ανταγωνισμού, που εφαρμόζει η TUI ειδικά στη χώρα μας, αποτελεί την κυριότερη πηγή και πληγή, όλων των προβλημάτων, των παθογενειών, καθώς και της παραβατικότητας, που ενδημεί, εξακολουθητικά, στην τουριστική βιομηχανία της Ζακύνθου -όπως προείπαμε- αλλά και της Ελλάδας όλης. Και το καθεστώς αυτό, της πραγματικής υπονόμευσης του ελληνικού τουρισμού, που εγκαθίδρυσε κι επεκτείνει η TUI στην Ελλάδα, σε βάρος της υγιούς λειτουργίας κι ανάπτυξης της βιομηχανίας του τουρισμού, είναι η κυριότερη πληγή και πηγή όλων των δεινών της οικονομίας του τουρισμού, αλλά και της κακοδαιμονίας των αποδόσεων του σε εισπράξεις. Να έχει δηλαδή, υπό αυτό το πλαίσιο αθέμιτης λειτουργίας, ρεκόρ αφίξεων τουριστών και ταυτόχρονα, να σημειώνει και μείωση των εσόδων απ’ τον τουρισμό!!!
  • Η συνέχιση της κατάστασης που διαμορφώνεται, πλέον, στη τουριστική μας αγορά, ακυρώνει κάθε αισιόδοξη σκέψη και πρόβλεψη μιας υγιούς και νόμιμης λειτουργίας του τουριστικού φαινομένου στη χώρα μας, ενώ διαψεύδει και όσους περίμεναν την αποφασιστική συμβολή του για την έξοδο της χώρας μας απ΄ την παρατεταμένη κρίση, που εξακολουθεί να μας συνθλίβει συθέμελα.

*Υ/Γ: Έχω καταθέσει -απ’ το 2015- δυο (2) αναφορές & καταγγελίες μου (για τη «νόθευση του υγιούς ανταγωνισμού», με την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της TUI και την αφαίμαξη απ’ την τουριστική αγορά, περί των 4 δισεκατομμυρίων ευρώ, ετησίως, απ’ τα δεδουλευμένα έσοδα της Τουριστικής Βιομηχανίας της χώρας μας) -με αριθμ. πρωτοκόλλου- χωρίς καμιά «αντίδραση έμβιου όντος», μέχρι στιγμής, εκ μέρους της «επιτροπής ανταγωνισμού»!!! 




Παναγιώτης (Τάκης) Κ. Μυλωνάς, Οικονομολόγος
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ