Μεγάλες φαίνεται πως είναι οι προσδοκίες τόσο του οικονομικού επιτελείου όσο κι ευρύτερα της κυβέρνησης από την επικείμενη, δοκιμαστική κι από απόλυτα «προστατευμένη» έξοδο της χώρας στις αγορές. Βασικότερος στόχος όλων είναι να αποδείξει πως κερδίζει την «ψήφο εμπιστοσύνης» των επενδυτών, οι οποίοι θα κληθούν να κάνουν ανάρπαστα τα ελληνικά ομόλογα. Αν μάλιστα μπορέσει να δείξει πως καταφέρνει κάτι τέτοιο με τρόπο καλύτερο απ’ ότι το έκανε η κυβέρνηση Σαμαρά πριν από ακριβώς 3 χρόνια (κοινώς με επιτόκιο χαμηλότερο του 4,95%), τότε πιθανότατα στο Μέγαρο Μαξίμου θα αισθάνονται απολύτως ευτυχισμένοι.
Από μια άποψη, οι παραπάνω στόχοι είναι απολύτως θεμιτοί. Άλλωστε, από τη στιγμή που η ηγεσία της κυβέρνησης αποφάσισε τον Ιούλιο του 2015 να ακολουθήσει το μνημονιακό δρόμο, η επιχείρηση «κατευνασμού των αγορών» ήταν μάλλον αναπόφευκτη. Αρκετοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι το να γίνουν τα ελληνικά ομόλογα ξανά ελκυστικά για τους απανταχού επενδυτές είναι ο μόνος τρόπος για να βγει η χώρα από την πολυετή επιτροπεία, στην οποία βρίσκεται.
Μακάρι όμως να ήταν πράγματα τόσο απλά. Κι αυτό γιατί οι περίφημες αγορές έχουν αποδειχτεί στο πρόσφατο παρελθόν αφόρητα κυνικές κι ανελέητες απέναντι σε οποιονδήποτε πιο «αδύναμο» στα μάτια τους. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα, από την Ελλάδα και την Κύπρο μέχρι την Αργεντινή και το Πουέρτο Ρίκο. Τα δε κριτήριά τους στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά. Τυχαία νομίζετε πως ανέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας στον περίφημο οίκο Rothschild να μεσολαβήσει μεταξύ δανειστών, τραπεζών κι επενδυτών, πείθοντας άπαντες πως στη χώρα μας υπάρχει μια κυβέρνηση τόσο φιλική στις «μεταρρυθμίσεις», ώστε αξίζει να την εμπιστευτούν στην πράξη; Ή μήπως δεν είναι κοινό μυστικό πως οι πιέσεις εκ μέρους εταίρων και τραπεζών υπαγορεύουν «ακόμη περισσότερο αίμα» σε ό,τι αφορά τα εργασιακά αλλά και την απελευθέρωση των πλειστηριασμών, προκειμένου να διαμορφωθεί το απαραίτητο «επενδυτικό κλίμα» στην Ελλάδα;
Από την άλλη, υπάρχουν μερικές ακόμη λεπτομέρειες που κάνουν την όλη υπόθεση ακόμη πιο επικίνδυνη. Όπως για παράδειγμα η απόφαση του οικονομικού επιτελείου να ακολουθήσει την πεπατημένη της κυβέρνησης Σαμαρά, εκδίδοντας ομόλογα, τα οποία υπόκεινται στο αγγλικό δίκαιο. Βασικός στόχος, όπως λέγεται, είναι «να μην τεθεί ζήτημα νομικής ασφάλειας» το οποίο θα αποθάρρυνε τους επενδυτές από το να μετάσχουν στην έκδοση. Δε χρειάζεται νομίζω να υπενθυμίσει κανείς τη σφοδρότητα των αντιδράσεων εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, όταν το 2012 ο Βαγγέλης Βενιζέλος εισήγαγε την επιβολή του αγγλικού δικαίου με το δεύτερο Μνημόνιο. Άλλωστε, ίσως τα πράγματα να έχουν αλλάξει από τότε μέχρι και σήμερα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αξίζει πλέον τον κόπο η χώρα να υποθηκευτεί έτι περαιτέρω και με τις πλέον σκληρές ρήτρες (όπως απορρέουν από το αγγλικό δίκαιο).
Το πιθανότερο, βέβαια, είναι η κυβέρνηση Τσίπρα στην ουσία να πετύχει ό,τι ακριβώς πέτυχε και η αντίστοιχη του Αντώνη Σαμαρά στη δική της απόπειρα τον Ιούλιο του 2014, δηλαδή «μια τρύπα στο νερό». Οι επενδυτές θα σπεύσουν έμπλεοι ενθουσιασμού να αγοράσουν (άλλωστε το κέρδος είναι εξασφαλισμένο), η κυβέρνηση θα πανηγυρίζει για την επιβράβευση του δικού της success story, ενώ οι δανειστές θα της δώσουν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη ζητώντας ακόμη περισσότερα στην εφαρμογή του μνημόνιο. Όλοι μαζί θα δώσουν ραντεβού για την επόμενη φορά που το success story, δοκιμαστικά και «προστατευμένα», θα πάει να πουλήσει ομόλογα στις αγορές.
Αλέξανδρος Ζέρβας