Απανωτά είναι τα πολιτικά χαστούκια που δέχεται ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνηση στο θέμα του δημόσιου χρέους. Κοινό τους γνώρισμα η αμφισβήτηση των υποτιθέμενων ευεργετικών αποτελεσμάτων των πρόσφατων συμφωνιών της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους, που αποτελούν συνέχεια του Μμημονίου Τσίπρα, τα οποία η κυβέρνηση εξακολουθεί να εμφανίζει ως οριστική λύση του προβλήματος του χρέους. Η κυβέρνηση εξαφανίζει ωστόσο από το πλάνο τρεις παραμέτρους. Πρώτο, πως ούτε η απόφαση της 9ης Μαΐου, ούτε η απόφαση της 24ης Μαΐου περιλαμβάνουν δέσμευση των πιστωτών για ρύθμιση του χρέους. Εάν κι εφ’ όσον… είναι οι διατυπώσεις που επιλέγουν και κατ’ επανάληψη χρησιμοποιούν στις αποφάσεις. Δεύτερο, η κυβέρνηση υποτιμάει τις εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις που θα επιφέρουν στο ΑΕΠ και την πραγματική οικονομία τα αντιλαϊκά μέτρα που ψηφίζει. Δεν είναι δυνατό να αφαιμάζεις από την οικονομία 8,3 δισ. ευρώ και να περιμένεις να αυξηθεί το προϊόν! Τρίτο, η κυβέρνηση υπερτιμάει τις ευεργετικές επιπτώσεις που θα έχουν τα μέτρα ανακούφισης που ενδέχεται να λάβουν οι Ευρωπαίοι ακόμη και στην εξυπηρέτηση του χρέους, αφήνοντας προς ώρας κι εμείς εκτός συζήτησης το ύψος του (που ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν παύει να αποτελεί το πιο αξιόπιστο κριτήριο εξέτασής του διαχρονικά και διεθνώς).
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Ενδεικτική ήταν η αποτίμηση του υπερσυντηρητικού γερμανού οικονομολόγου Χάουαρντ Ζιν στο πλαίσιο συνέντευξής του στην εφημερίδα Ναυτεμπορική που χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «τα θεμέλια για ένα νέο σπιράλ χρέους στο μέλλον» κι αντιπαραγωγική γιατί δεν περιλαμβάνει τίποτε που θα μπορούσε να κάνει τη χώρα να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της στο μέλλον.
Οι κυβερνητικές επευφημίες αναδεικνύουν τον περίφημο «κόφτη χρέους», βάσει του οποίου η επικείμενη αναδιάρθρωση θα σχεδιαστεί με γνώμονα τον προσδιορισμό των ετήσιων χρηματοδοτικών αναγκών. Έτσι ο πρωθυπουργός εμφανίζει ως κατόρθωμά του το όριο του 15% του ΑΕΠ, το οποίο θα αποτελεί το ανώτατο όριο ετήσιων πληρωμών στο σχεδιασμό του νέου διακανονισμού, σε βαθμό μάλιστα να παραπονιέται πως όλοι μιλούν για τον «κόφτη δαπανών» και κανένας για τον «κόφτη χρέους». Η αλήθεια όμως είναι πώς ούτε δικό του επίτευγμα είναι ο «κόφτης χρέους», ούτε το όριο του 15% διασφαλίζει τη βιωσιμότητά του. Άλλωστε αυτό που διερευνάται σε μια ανάλυση βιωσιμότητας δεν είναι η αποπληρωμή, αλλά το χρέος. Στοιχειώδες…
Ο «κόφτης χρέους» εισήλθε επίσημα στη συζήτηση από το ΔΝΤ, που μπορεί να χαρακτηρίζεται ως ο «κακός» της υπόθεσης από την κυβέρνηση, αυτό όμως δεν την εμποδίζει να κάνει επιλεκτική χρήση και πλήρη υιοθέτηση των προτάσεων της. Γράφει λοιπόν το ΔΝΤ στην τελευταία έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που εκδόθηκε τον Μάιο του 2016 (απ’ όπου και τα διαγράμματα που δείχνουν την επιδείνωση της βιωσιμότητας, σε σχέση με το 2015): «Ειδικότερα, το προσωπικό του ΔΝΤ έχει συστήσει την στροφή από ένα πλαίσιο αποθέματος (χρέος προς ΑΕΠ) σε ένα πλαίσιο ροών (ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες), οι οποίες μπορούν να συλλάβουν καλύτερα το αληθινό βάρος χρέους της Ελλάδας, δεδομένου ότι ο κύριος όγκος του ελληνικού χρέους παρέχεται από τους Ευρωπαίους εταίρους». Κατά συνέπεια ο Τσίπρας καμαρώνει για την επινόηση που εισήγαγε το ΔΝΤ, προφανώς εκ του πονηρού στην προσπάθειά του να κρύψει την εκτόξευση του χρέους στα σημερινά δυσθεώρητα επίπεδα.
Πολύ πιο σημαντικό όμως είναι ότι το ίδιο το ΔΝΤ απορρίπτει τον κόφτη στο ύψος του 15%, χαρακτηρίζοντάς τον ως ανεπαρκή! Αναφέρει για την ακρίβεια η ίδια έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, στο σημείο 7: «Οι αναλύσεις του ταμείου υποθέτουν ότι η εκπλήρωση των στόχων βιωσιμότητας θα απαιτούσε οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες να παραμείνουν όχι μόνο κάτω από 15% του ΑΕΠ, αλλά κάτω από 10% μέχρι περίπου το 2040 και να αυξηθούν στο 20% μέχρι το 2060. Αυτό το συμπέρασμα είναι όμοιο με το συμπέρασμα του ταμείου στην έκθεση βιωσιμότητας του Ιουνίου του 2015. Οι χαμηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες μέχρι το 2040 είναι ουσιαστικές για να προσφέρουν χρόνο να μειωθεί σημαντικά το χρέος και να επιτραπεί ο δανεισμός με επιτόκια συμβατά με τη βιωσιμότητα του χρέους, έτσι ώστε η πορεία του χρέους να μπορεί να μείνει σε μια φθίνουσα πορεία στη συνέχεια. Για παράδειγμα, η σταθεροποίηση των χρηματοδοτικών αναγκών στο 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2040 θα προκαλούσε μια ανεπαρκή μείωση στο επίπεδο του χρέους, καθώς θα οδηγούσε στη χρηματοδότηση από την αγορά με επιτόκια που δε συνάδουν με τη βιωσιμότητα του χρέους (τόσο οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες όσο και το χρέος θα εισέρχονταν σε μια ανοδική τάση μετά το 2040)».
Έτσι, οι ισχυρισμοί του Τσίπρα διαψεύδονται απ’ αυτούς που άνοιξαν τη σχετική συζήτηση κι έχουν κατ’ επανάληψη «τρέξει» τις πιο απίθανες προσομοιώσεις επάνω στην εξέλιξη του ελληνικού χρέους! Κοινώς μας δουλεύει…