«Νομίζω ότι οι συγκρίσεις με την Βαϊμάρη, τις οποίες κάνουν ορισμένα άτομα, είναι εντελώς λανθασμένες. Ο νόμος για την προστασία από τις λοιμώξεις είναι περιορισμένος χρονικά. Και στο μέλλον, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα χρειαστεί την έγκριση του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου (Bundestag) και της Άνω Βουλής (Bundesrat), όπου εκπροσωπούνται τα 16 κρατίδια, για την λήψη διευρυμένων μέτρων. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για αυτο-εξουσιοδότηση. Ο νόμος για το φρένο έκτακτης ανάγκης προκειμένου να αντιμετωπισθεί η πανδημία είναι (πάντως) επιβεβλημένος υπό τις παρούσες συνθήκες».Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, 21-4-2021, συνέντευξη στην εφημερίδα του Βερολίνου «Tagesspiegel».
«Η εξουσία είναι εντατική αν ελέγχεται ένα μεγάλο μέρος από τη ζωή τού/τής υπηκόου ή αν αυτός/αυτή μπορεί να εξωθηθεί στα άκρα (οριακά, στον θάνατο) χωρίς να παύσει να πειθαρχεί».Michael Mann, Οι πηγές της κοινωνικής εξουσίας, Τόμος Α´, Μια Ιστορία της Εξουσίας από τις αρχές ως το 1760 μ.χ
Οι αδιανόητες(;) απαγορεύσεις που επιβλήθηκαν στον παγκόσμιο πληθυσμό με αφορμή την «πανδημία», διόλου τυχαία συνδέθηκαν από τους ίδιους τους εμπνευστές τους με την «νέα πίστη στο κράτος». Οι απαγορεύσεις, που επιβλήθηκαν καθ’ ομολογίαν μάλιστα κρατικών αξιωματούχων, είχαν στην πραγματικότητα ιδίως στις «ακραίες» τους μορφές χαρακτήρα εκγύμνασης του πληθυσμού στην «νέα» πειθάρχηση. Η αυστηρή επιτήρηση των απαγορεύσεων σε πλείστες περιπτώσεις προβλημάτισε, στα λόγια φυσικά μόνο, και ορισμένους ανησυχούντες δημοκράτες, καθώς ήταν και παραμένει δύσκολο να αποσιωπηθούν εμφανή προβλήματα αντισυνταγματικότητας, που ορισμένοι «ειδικοί», όχι όλοι, έσπευσαν να δικαιολογήσουν προβάλλοντας για μιαν ακόμη φορά την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης».
Εδώ, οφείλουμε να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην λεγόμενη επιτακτική εξουσία και στην διάχυτη εξουσία. Η πρώτη περιλαμβάνει σαφείς διαταγές και απαιτεί συνειδητή υπακοή. Η δεύτερη απλώνεται στον πληθυσμό μ’ ένα τρόπο αποκεντρωμένο, «αυθόρμητο», αναπαράγεται συλλογικά, κατασκευάζοντας κοινωνικές σχέσεις στ’ όνομα του λεγόμενου κοινού συμφέροντος, έτσι ώστε να θεωρείται άσκοπη, αλλά και δίχως κοινωνική νομιμοποίηση, η αντίσταση. Στην περίπτωση της διάχυτης εξουσίας επιδιώκεται η θετική δέσμευση, σε αντίθεση με εκείνην της επιτακτικής εξουσίας που είναι συγκεντρωτική, εμφανώς εξαναγκαστική, και στρατιωτικοποιημένη με αυστηρούς κανόνες, η παραβίαση των οποίων τιμωρείται άμεσα, παραδειγματικά και έξω από κάθε προηγούμενο, προστατευτικό των υφιστάμενων «δικαιωμάτων», νομικό καθεστώς.
Η επιτακτική εξουσία, λοιπόν, δεν διαπραγματεύεται τους όρους επιβολής, δεν δείχνει ελαστικότητα, δεν προσβλέπει στην αφομοίωση, εξετάζει διαρκώς, επιβλέπει όχι τους πειθαρχημένους, αλλά τους υποτακτικούς. Οι ανυπάκουοι χαρακτηρίζονται συλλήβδην εχθροί της κοινωνίας. Η επιτακτική εξουσία φιλοδοξεί να συγκροτήσει τους υπηκόους, δεν τους περιορίζει απλά. Οι διαταγές είναι ρητές, αδιαπραγμάτευτες, άμεσα και αναντίρρητα εκτελεστές, το ίδιο και οι νέοι κανόνες.
Σύμφωνα με τον Συνταγματολόγο Αριστόβουλο Μάνεση, κρατική εξουσία είναι:
«Η υπέρτατη ικανότητα επιβολής ορισμένης θελήσεως επί άλλων θελήσεων, κατά τρόπο ακαταγώνιστο, δηλαδή η υπέρτατη ικανότητα του άρχειν, που συνίσταται στο επιτάσειν και εξαναγκάζειν σε συμμόρφωση».
Σκύλος ρομπότ περιπολεί σε πάρκο στην Σιγκαπούρη, επιβλέπει, καταγράφει, καταμετρά πόσοι άνθρωποι κινούνται, μεταδίδει ηχητικά απαγορευτικά μηνύματα. |
Η επιτακτική εξουσία δεν υπενθυμίζει στα λόγια την ικανότητά της να συμμορφώνει, αλλά το κάνει ακόμα και εκεί που μοιάζει αχρείαστο, υπερβολικό, άκαιρο, δύσχρηστο, κατά πόσον μάλιστα στις «καταστάσεις έκτακτης ανάγκης». Σ’ αυτές τις συνθήκες το κράτος ασφυκτιά από το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, και είτε το μετατρέπει σε κουρελόχαρτο είτε προσφεύγει στην νομική κάλυψη ήδη θεσμισμένων ειδικών κανόνων.
Στις 21 Φεβρουαρίου στην Ολλανδία το Δικαστήριο της Χάγης αποφάνθηκε, τελικά, ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας υπάγεται στο νομικό πλαίσιο και δεν είναι αντισυνταγματική, ακυρώνοντας προηγούμενη αντίθετη απόφαση που έκρινε ότι, όταν επιβλήθηκε η απαγόρευση κυκλοφορίας, έγινε αδικαιολόγητη χρήση του νόμου περί εξουσίας της πολιτικής αρχής θεσμισμένης για την «αντιμετώπιση σοβαρών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης».
Στον ελλαδικό χώρο στις 14 Νοεμβρίου δημοσιεύεται η απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας για τετραήμερη «απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα», στοχεύοντας στην αποτροπή της διενέργειας των επετειακών εκδηλώσεων και των δραστηριοτήτων για τον εορτασμό της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημοσίου Δικαίου Απόστολο Παπατόλια,
«Η «κυβερνητική ερμηνεία», που δικαιολογεί σήμερα τη νομιμότητα της γενικής προληπτικής απαγόρευσης των συναθροίσεων, χωρίς τις εγγυήσεις του άρθρου 11 του Συντάγματος (in concreto αιτιολογημένη απόφαση της τοπικά αρμόδιας αστυνομικής αρχής), έχει ένα διττό χαρακτήρα. Ακροβατεί μεταξύ μιας άτεχνης «νομιμοποιητικής ερμηνείας» που αγνοεί τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 11 και μιας πλήρως «αναθεωρητικής» προσέγγισης, που οδηγεί στην πλήρη αναστολή του δικαιώματος των συναθροίσεων, χωρίς καμία από τις εγγυήσεις (αλλά και τις προϋποθέσεις) του άρθρου 48 του Συντάγματος. Με τον τρόπο αυτό ανατρέπεται απροσχημάτιστα και απενοχοποιημένα το ερμηνευτικό κεκτημένο για τον περιορισμό των δικαιωμάτων συλλογικής έκφρασης από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Αν αυτή είναι η σύγχρονη τάση που ανέδειξε η πανδημία για την ερμηνεία του Συντάγματος, τότε το μέλλον των δικαιωμάτων προοιωνίζεται ιδιαίτερα ζοφερό…».
Το μέλλον είναι ήδη εδώ.
Και, όμως, περίοπτοι «εκπρόσωποι της διανόησης», όπως ο Μπαμπινιώτης ή ο Ράμφος δεν διστάζουν να αποφανθούν ότι «Ο κορωνοϊός μπορεί να εξελιχθεί σε ευλογία» (iefimerida, 9-4-2020), αφού η «καχυποψία», η «αρνητικότητα» του κοινωνικού χώρου απέναντι στο κράτος μπορούν να δώσουν την θέση τους σε μια «νέα σχέση» μαζί του. Το κράτος, λοιπόν, εξαγνίζεται, επανανομιμοποιείται, είναι έτοιμο να συνάψει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με τους πολίτες. Με όλους; Όχι φυσικά. Με τους νομιμόφρονες.
Και ποιοι είναι αυτοί; Οι εμβολιασμένοι βαπτίζονται οι νέοι νομιμόφρονες, καθίστανται προνομιούχοι, χαρακτηρίζονται σεβαστικοί πολίτες, υπεύθυνοι, με υψηλή ενσυναίσθηση του κοινωνικού καθήκοντος. Οι μη εμβολιασμένοι, αντίθετα, λοιδωρούνται, χαρακτηρίζονται αντικοινωνικοί, απειλούνται ή εκβιάζονται με κάθε τρόπο. Η διαίρεση του πληθυσμού είναι δεδομένη, δεδομένο, όμως, δεν είναι ακόμα το αποτέλεσμά αυτής της διαίρεσης. Ας σκεφτούμε σ’ αυτό το σημείο το εξής.
Είναι γνωστή η χρησιμοποίηση πολεμικής ορολογίας για να χαρακτηριστεί η αντιμετώπιση της «πανδημίας». Σύμφωνα με τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν:
«Είμαστε σε πόλεμο […], ο εχθρός είναι εκεί, αόρατος, ακατάβλητος, προελαύνει. Και αυτό απαιτεί τη γενική επιστράτευσή μας. […] Είμαστε σε πόλεμο. Καλώ όλους τους πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, συλλογικούς φορείς, όλους τους Γάλλους να στρατευθούν σε αυτή την εθνική ενότητα η οποία έχει επιτρέψει στη χώρα μας να ξεπεράσει τόσες κρίσεις. Είμαστε σε πόλεμο, και το Έθνος θα υποστηρίξει τα παιδιά του που […] είναι στην πρώτη γραμμή […]. Από αύριο το μεσημέρι, τα σύνορα […] θα είναι κλειστά. Θα νικήσουμε, αλλά αυτή η περίοδος θα μας έχει διδάξει πολλά. […] Θα είμαστε πιο δυνατοί ηθικά […]. Γνωρίζω ότι μπορώ να βασίζομαι σε εσάς. Ζήτω η République! Ζήτω η Γαλλία!».
Είναι έτσι τα πράγματα; Ο γνωστός ιστορικός των επιδημιών Φρανκ Σνόουντεν σε μια συνέντευξή του διατυπώνει μια εντελώς διαφορετική άποψη:
«Δεν είμαστε σε πόλεμο, ο πόλεμος δεν διεξάγεται πάνω στη βάση της επιστήμης και της αλληλεγγύης. Τώρα είναι η ώρα που οι αρετές, η ποιότητα των ανθρώπων ενεργοποιούνται και σίγουρα δεν είναι ίδιες με τις αξίες του πολέμου και του θανάτου. Τώρα είμαστε στη φάση που σώζουμε τις ζωές, δεν τις αφαιρούμε. […] [Ο πόλεμος] σημαίνει ότι οι στρατιώτες είναι αναλώσιμοι για τους στρατηγούς. Οι ζωές των γιατρών, των νοσηλευτών, των εργαζομένων στα σούπερ μάρκετ, δεν είναι αναλώσιμες. Δεν είναι στρατιώτες που έχουν δεσμευτεί να πεθάνουν, είναι συνάνθρωποί μας που έχουν δεσμευτεί να προσπαθήσουν να σώσουν τους άλλους. Η διαφορά είναι κεφαλαιώδης. Αρνούμαι την αναλογία με τον πόλεμο ως πολύ παραπλανητική».
Όχι μόνο πρόκειται για παραπλάνηση, αλλά για συνειδητό και σκόπιμο ψέμα. Εφ’ όσον η «πανδημία» χαρακτηρίζεται «παγκόσμιος πόλεμος» τα εθνικά κράτη, αλλά και οι κάθε λογής υπερεθνικοί οργανισμοί, εμφανίζονται να δικαιούνται να πράξουν οτιδήποτε για την αντιμετώπιση του «εχθρού», άρα και των «συμμάχων» του, οι οποίοι, όπως ήδη ανοιχτά διατείνονται, είναι οι «ανεμβολίαστοι». Η μανία των εγχώριων ΜΜΕ απέναντι στους ανεμβολίαστους είναι τέτοια, που δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες για την συνέχεια. Ονομάζουν εχθρούς της κοινωνίας όσους δεν έχουν επιλέξει να εμβολιαστούν, ακόμη και σε περιπτώσεις, που αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία ενός νομού, όπως συμβαίνει λόγου χάριν σε πολλούς νομούς της Κρήτης.
Οι πραγματικοί εγκληματίες και εχθροί της κοινωνίας, όμως, είναι εκείνοι που επέβαλλαν τα χειρότερα απαγορευτικά μέτρα πανευρωπαϊκά για την «αντιμετώπιση» της «πανδημίας». Είναι ενδεικτικό, ότι αυτές οι απαγορεύσεις και ο παρατεταμένος εγκλεισμός του πληθυσμού, συστηματικά και σκοπίμως μένουν έξω από το «κάδρο» των αιτιών της αύξησης της εγκληματικότητας, εκ μέρους των πάσης φύσεως δημοσιολογούντων, «ειδικών» και μη. Έτσι, το «φάρμακο», που προτείνεται δεν είναι άλλο από την αυστηροποίηση των ποινών, δηλαδή της παράτασης του εγκλεισμού για τους παραβάτες.
Όσο για την κρατική διαχείριση της βίας στις λεγόμενες διαπροσωπικές σχέσεις εντάσσεται κατά την γνώμη μας στην εδώ και δεκαετίες εξελισσόμενη διαδικασία, άλλοτε επανασυναρμολόγησης και άλλοτε διάλυσης και επανασύστασης του κοινωνικού χώρου μέσω της επιβολής νέων προτύπων που διατρέχουν τον θεσμό της οικογένειας, την εργασία, τις σεξουαλικές σχέσεις, μέσω και της γενικότερης πολιτιστικής ανασύστασης. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια οι φεμινιστικές κραυγές περί αιτιών, που ανάγονται αποκλειστικά στην έμφυλη βία και στην πατριαρχία, δεν είναι μόνο ανεδαφικές και ενταγμένες στην εξουσιαστική αφήγηση, αλλά και ανιστόρητες.
Σύμφωνα με σχετική μελέτη της ιστορικού Έφης Αβδελά (Δια λόγους Τιμής, Βία, Συναισθήματα και αξίες στην Μετεμφυλιακή Ελλάδα)
«οι πρώτες επεξεργασίες έδειξαν ότι την προσβολή τιμής τους επικαλούνται, τις δεκαετίες ’50-’60, δράστες εγκλημάτων –άντρες συνήθως, αλλά και αρκετές γυναίκες– που στην πλειονότητά τους προέρχονται από αγροτικά ή κτηνοτροφικά στρώματα, είτε βρίσκονται στον τόπο καταγωγής τους, το χωριό είτε στο τόπο μετακίνησής τους, την πόλη. Τρεις κατηγορίες προέκυψαν εξ αρχής: η μεγαλύτερη, εκείνη των εγκλημάτων με δράστη άντρα και θύμα άντρα· και δύο περίπου ισομεγέθεις: τα συμβάντα με δράστη άντρα και θύμα γυναίκα· και εκείνα με δράστη γυναίκα και θύμα άντρα. Ως προς τη συχνότητά τους μέσα στο χρόνο, τα περιστατικά, που χαρακτηρίζονται «εγκλήματα τιμής» εμφανίζουν μια σημαντική πύκνωση κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’50 (και ιδίως στη μέση της δεκαετίας), ενώ μειώνονται αισθητά κατά την διάρκεια του ’60, για να εξαφανιστούν σχεδόν λίγο πριν την δικτατορία».
Η εξουσία ξανά και ξανά σε κάθε εποχή σε κάθε τόπο κατασκευάζει το απόλυτο τέρας, μας το δείχνει, μας ζητάει στραφούμε από κοινού μαζί της στην καταπολέμησή του, να ξεχάσουμε την ίδια και τις ευθύνες της, να ενστερνιστούμε τα ιδεολογήματά της, την συμπόνια της για τις μειονότητες, να πιστέψουμε την έγνοια της για τα δικαιώματά τους. Και πότε το κάνει με μεγαλύτερη ένταση; Μα όταν χρειάζεται παραπάνω από ποτέ την πλήρη ακινητοποίησή μας.
Η «νέα πίστη» στο κράτος, άλλωστε, χρειάζεται και πρόθυμους νέους πιστούς…
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 217, Ιούλιος – Αύγουστος, 2017