Έχω ήδη εκθέσει στο Παράρτημα Φιλοσοφικοί Στοχασμοί πάνω στο θεϊκό Φάντασμα, τον Πραγματικό Κόσμο και τον Άνθρωπο ότι η ανθρώπινη σκέψη κι επομένως, η επιστήμη δεν μπορεί να συλλάβει και να κατονομάσει παρά μόνον τη γενική έννοια των πραγματικών δεδομένων, των σχέσεων και των νόμων τους - κοντολογής, αυτό που είναι σταθερό μέσα στους συνεχείς μετασχηματισμούς τους — ποτέ όμως την υλική, ατομική πλευρά, που σφύζει, για να το πούμε έτσι, από πραγματικότητα και ζωή κι είναι επομένως φευγαλέα κι άπιαστη.
Η επιστήμη συμπεριλαμβάνει τη σκέψη της πραγματικότητας, όχι την ίδια την πραγματικότητα· τη σκέψη της ζωής, όχι τη ζωή. Αυτό είναι και το όριό της, το μόνο πραγματικά αξεπέραστο όριο, αφού στηρίζεται στην ίδια τη φύση της σκέψης, που είναι το μόνο όργανο της επιστήμης. Πάνω στη φύση αυτή στηρίζονται τ' αναφαίρετα δικαιώματα κι η μεγάλη αποστολή της επιστήμης, αλλά κι η ζωτική της ανικανότητα, ή ακόμα κι η βλαβερή της δραστηριότητα, οποτεδήποτε διεκδικεί υπεροπτικά, διαμέσου των επίσημα αναγνωρισμένων εκπροσώπων της, το δικαίωμα να κυβερνά τη ζωή.
Η αποστολή της επιστήμης είναι να καθορίσει τους γενικούς νόμους που είναι εγγενείς στην ανάπτυξη των φαινομένων του φυσικού και κοινωνικού κόσμου, διαμέσου της παρατήρησης των γενικών σχέσεων των εφήμερων και συγκεκριμένων πραγμάτων' προσδιορίζει, για να το πούμε έτσι, τα αναλλοίωτα ορόσημα της προοδευτικής πορείας της ανθρωπότητας, δείχνοντας τις γενικές συνθήκες που είναι απαραίτητο να τηρηθούν αυστηρά και μοιραίο το να ξεχαστούν ή ν' αγνοηθούν.
Κοντολογής, η επιστήμη είναι η πυξίδα της ζωής· αλλά δεν είναι η ζωή. Η επιστήμη είναι αναλλοίωτη, απρόσωπη, γενική, αφηρημένη, αναίσθητη όπως οι νόμοι, των οποίων δεν είναι παρά η ιδανική αναπαραγωγή, επεξεργασμένη ή νοητή — δηλαδή, εγκεφαλική (και χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη για να θυμίσω ότι η ίδια η επιστήμη δεν είναι παρά ένα υλικό προϊόν ενός υλικού οργάνου, του εγκέφαλου).
Η ζωή είναι εντελώς φευγαλέα κι εφήμερη αλλά και σφύζουσα από πραγματικότητα κι ατομικότητα, αισθαντικότητα, οδύνες, χαρές, φιλοδοξίες, ανάγκες και πάθη. Μόνον αυτή δημιουργεί, αυθόρμητα, αληθινά πράγματα κι αληθινές υπάρξεις. Η επιστήμη δεν δημιουργεί τίποτα· απλώς διαπιστώνει κι αναγνωρίζει τα δημιουργήματα της ζωής.
Και κάθε φορά που οι άνθρωποι της επιστήμης, βγαίνοντας απ’ τον αφηρημένο τους κόσμο, ανακατεύονται με τη ζωντανή δημιουργία στον πραγματικό κόσμο, όλα όσα προτείνουν και δημιουργούν δεν είναι παρά φτωχά, γελοία, αφηρημένα, δίχως αίμα και ζωή και θνησιγενή σαν το "ανθρωπάριο" (homunculus) που δημιούργησε ο Βάγκνερ, ο σχολαστικός οπαδός του αθάνατου Δόκτορα Φάουστ. Συνακόλουθα, η μόνη αποστολή της επιστήμης είναι να φωτίζει τη ζωή, όχι να την κυβερνάει.
Μια διακυβέρνηση της επιστήμης και των επιστημόνων, ακόμα κι αν έχουμε να κάνουμε με τους θετικιστές, οπαδούς του Ογκύστ Κοντ, ή ακόμα με τους οπαδούς της δογματικής σχολής του Γερμανικού Κομμουνισμού, δεν μπορεί παρά να είναι ανίκανη, γελοία, απάνθρωπη, βάναυση, καταπιεστική, εκμεταλλευτική, ολέθρια. Μπορούμε να πούμε για τους ανθρώπους της επιστήμης, σαν τέτοιους, ό,τι είπα προηγούμενα για τους θεολόγους και για τους μεταφυσικούς: δεν έχουν ούτε ενδιαφέρον ούτε καρδιά για το άτομο και τα ζωντανά όντα. Και δεν μπορούμε καν να τους κατηγορήσουμε γι’ αυτό, αφού είναι η φυσική συνέπεια του επαγγέλματος τους.
Στο μέτρο που είναι άνθρωποι της επιστήμης, οφείλουν να ενδιαφέρονται και ν' ασχολούνται μόνο με γενικότητες, αυτό κάνουν οι νόμοι................... [Στο σημείο αυτό λείπουν 3 σελίδες απ' το χειρόγραφο του Μπακούνιν]............... .......... δεν είναι αποκλειστικά άνθρωποι της επιστήμης, αλλά επίσης, λίγο πολύ, άνθρωποι της ζωής. Μολοντούτο, δε θα πρέπει να βασιζόμαστε υπερβολικά σ' αυτό.
Παρόλο που μπορούμε να είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι κανένας επιστήμονας δε θα τολμούσε σήμερα να μεταχειριστεί έναν άνθρωπο σαν κουνέλι, παραμένει όμως πάντα ο φόβος μήπως, αν δεν τους εμποδίσουμε, δούμε μια μέρα τους επιστήμονες σα σώμα, να υποβάλλουν ζωντανούς ανθρώπους σε επιστημονικά πειράματα, λιγότερο βάναυσα, βέβαια, αλλά παρόλα αυτά, δυσάρεστα για τα θύματά τους. Κι αν δεν μπορούν να κάνουν πειράματα στα σώματα των ατόμων, δεν θα ήθελαν τίποτα καλύτερο απ' το να πειραματιστούν πάνω στο κοινωνικό σώμα, κι αυτό είναι που πρέπει οπωσδήποτε να εμποδίσουμε.
Με την υπάρχουσα οργάνωσή τους, μονοπωλώντας την επιστήμη και παραμένοντας έτσι έξω απ' την κοινωνική ζωή, οι επιστήμονες σχηματίζουν μια ξεχωριστή κάστα, που μοιάζει, σε πολλά σημεία, με το ιερατείο. Θεός τους είναι η επιστημονική αφαίρεση, τα ζωντανά και πραγματικά άτομα είναι τα θύματά τους, κι αυτοί είναι οι καθαγιασμένοι και προνομιούχοι θύτες.
Η επιστήμη δεν μπορεί να ξεφύγει απ' τη σφαίρα των αφαιρέσεων.
Απ' αυτή την άποψη, η επιστήμη είναι άπειρα κατώτερη απ' την τέχνη, η οποία με τη σειρά της, ασχολείται ιδιαίτερα κι εκείνη με γενικούς τύπους και γενικές καταστάσεις, που τα ενσαρκώνει, όμως, μ' ένα χάρισμα εντελώς δικό της, σε μορφές που, αν δεν είναι ζωντανές, με την έννοια της αληθινής ζωής, κατορθώνουν μολοντούτο να προκαλούν τη φαντασία μας, την ανάμνηση και την αίσθηση της ζωής· η τέχνη, εξατομικεύει, κατά κάποιο τρόπο, τους τύπους και τις καταστάσεις που συλλαμβάνει' με τις ατομικότητες, χωρίς σάρκα και οστά κι επομένως αιώνιες κι αθάνατες, που έχει τη δύναμη να δημιουργεί, μας φέρνει στο νου μας ζωντανές, πραγματικές ατομικότητες, που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται μπροστά στα μάτια μας. Η τέχνη είναι, επομένως, κατά κάποιο τρόπο, η επιστροφή της αφαίρεσης στη ζωή· ενώ, αντίθετα, η επιστήμη είναι η διαρκής θυσία της φευγαλέας, εφήμερης αλλά πραγματικής ζωής στο βωμό των αιώνιων αφαιρέσεων.
Η επιστήμη είναι ανίκανη να συλλάβει τόσο την ατομικότητα του ανθρώπου όσο και την ατομικότητα ενός κουνελιού, εφόσον ακριβώς, αδιαφορεί εξίσου και για τις δυο. Όχι ότι αγνοεί την αρχή της ατομικότητας: τη συλλαμβάνει τέλεια σαν αρχή, όχι όμως και σα γεγονός. Ξέρει πολύ καλά ότι όλα τα είδη των ζώων, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπινου είδους, δεν μπορούν να έχουν πραγματική ύπαρξη έξω από ένα απεριόριστο αριθμό ατόμων, που γεννιούνται και πεθαίνουν, παραχωρώντας τη θέση τους σε νέα άτομα, εξίσου εφήμερα.
Γνωρίζει ότι, καθώς ανεβαίνουμε απ' τα ζωικά είδη στ' ανώτερα είδη, η αρχή της ατομικότητας τονίζεται περισσότερο· τα άτομα παρουσιάζονται πιο ολοκληρωμένα και πιο ελεύθερα. Γνωρίζει, ότι ο άνθρωπος, το τελευταίο και τελειότερο ζώο της γης, έχει την πιο ολοκληρωμένη και πιο έντονη ατομικότητα, χάρη στη δύναμη που διαθέτει να συλλαμβάνει, να συγκεκριμενοποιεί και να προσωποποιεί, κατά κάποιο τρόπο, στην κοινωνική κι ιδιωτική του ύπαρξη τον καθολικό νόμο.
Γνωρίζει, τέλος, όταν δεν τυφλώνεται απ' το θεολογικό ή μεταφυσικό, πολιτικό, ή νομικό δογματισμό ή ακόμα από μια στενόμυαλη επιστημονική υπεροψία, όταν δε μένει κουφή για τα ένστικτα και τις αυθόρμητες επιθυμίες της ζωής - γνωρίζει (κι αυτή είναι η τελευταία της λέξη) ότι ο σεβασμός για τον άνθρωπο είναι ο υπέρτατος νόμος της Ανθρωπότητας, κι ότι ο μεγάλος, ο αληθινός σκοπός της ιστορίας, ο μόνος δικαιολογημένος σκοπός της, είναι ο εξανθρωπισμός και η χειραφέτηση, η πραγματική ελευθερία, η ευημερία κι η ευτυχία κάθε ατόμου που ζει στην κοινωνία.
Διότι, αν δεν θέλουμε να ξαναγυρίσουμε στον ελευθεροκτόνο μύθο του γενικού καλού που αντιπροσωπεύει το Κράτος, ένα μύθο που στηρίζεται πάντα στη συστηματική θυσία του λαού, οφείλουμε να παραδεχτούμε ανοιχτά ότι η συλλογική ελευθερία κι ευημερία υπάρχει μόνο στο βαθμό που αντιπροσωπεύει το άθροισμα κάθε ατομικής ελευθερίας κι ευημερίας.
Η επιστήμη γνωρίζει όλ' αυτά τα πράγματα, αλλά δεν πηγαίνει ούτε μπορεί να πάει πιο πέρα απ' αυτά. Αφού η αφαίρεση είναι η ίδια η φύση της, μπορεί πολύ άνετα να συλλάβει την αρχή της πραγματικής και ζωντανής ατομικότητας, αλλά δεν μπορεί να έχει σχέσεις με πραγματικά και ζωντανά άτομαλ· ασχολείται, γενικά, με άτομα, αλλά όχι με τον Πήτερ ή τον Τζαίημς, όχι με τον τάδε ή τον δείνα, που σ' ότι την αφορά, δεν υπάρχουν, δεν μπορούν να υπάρξουν γι' αυτή.
Τα άτομά της, το επαναλαμβάνω, δεν είναι παρά αφαιρέσεις. Η ιστορία, τώρα, δεν γράφεται από αφηρημένα άτομα, αλλ' από δρώντα, ζωντανά κι εφήμερα άτομα. Οι αφαιρέσεις προχωράνε μόνον όταν τις επωμίζονται πραγματικοί άνθρωποι. Για τα όντα αυτά, που δεν είναι φτιαγμένα από ιδέα μονάχα, αλλά, στην πραγματικότητα, από σάρκα και οστά, η επιστήμη δεν έχει καρδιά: τα θεωρεί το πολύ-πολύ σαν υλικό πνευματικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Τι τη νοιάζουν εκείνη οι ειδικές συνθήκες κι η περιστασιακή τύχη του Πήτερ ή του Τζαίημς; Θα γελοιοποιόταν από μόνη της, θα παραιτιόταν, και θ' αυτοκαταστρεφόταν, αν ήθελε ν' ασχοληθεί μ’ αυτά διαφορετικά κι όχι σαν παραδείγματα που στηρίζουν τις αιώνιες θεωρίες της. Και θα ήταν γελοίο να επιδιώξει κάτι παρόμοιο, εφόσον η πραγματική αποστολή της βρίσκεται αλλού. Δεν μπορεί να συλλάβει το συγκεκριμένο· κινείται μόνον μέσα σε αφαιρέσεις.
Η αποστολή της είναι ν' ασχολείται με την κατάσταση και τις γενικές συνθήκες της ύπαρξης και της ανάπτυξης, είτε του ανθρώπινου είδους γενικά, είτε μιας ορισμένης φυλής, ενός ορισμένου λαού, μιας ορισμένης τάξης ή κατηγορίας ατόμων· με τις γενικές αιτίες της ευημερίας και της παρακμής τους· και τις καλύτερες γενικές μεθόδους που θα εξασφαλίσουν την πρόοδό τους, από κάθε άποψη. Αν κατορθώσει και φέρει σε πέρας το έργο αυτό, πλατιά κι ορθολογικά, θα έχει εκτελέσει στο ακέραιο το καθήκον της και θα ήταν πραγματικά άδικο να περιμένουμε απ' αυτήν περισσότερα.
Θα ήταν όμως, εξίσου γελοίο, θα ήταν καταστροφικό, να της εμπιστευθούμε μιαν αποστολή που δεν είναι ικανή να εκπληρώσει. Εφόσον η ίδια της η φύση την υποχρεώνει ν' αγνοεί την ύπαρξη του Πήτερ και του Τζαίημς δεν είναι ποτέ δυνατόν να επιτραπεί σ’ αυτήν, ούτε και σε κανέναν άλλο εν ονόματί της, να κυβερνήσει τσν Πήτερ και τον Τζαίημς. Γιατί θα ήταν ικανή να τους μεταχειριστεί σχεδόν όπως μεταχειρίζεται τα κουνέλια.
Ή μάλλον, θα συνέχιζε να τους αγνοεί· οι επίσημα όμως, αναγνωρισμένοι αντιπρόσωποί της, άνθρωποι διόλου αφηρημένοι αλλά αντίθετα με πολύ ενεργητική ζωή και πολύ πραγματικά συμφέροντα, παραδιδόμενοι στην ολέθρια επίδραση που το προνόμιο ασκεί αναπόφευκτα στους ανθρώπους, θα έγδερναν τελικά τους συνανθρώπους τους στ’ όνομα της επιστήμης, όπως ακριβώς τους έγδερναν ως τώρα, οι παπάδες, οι πολιτικοί κάθε απόχρωσης, κι οι δικηγόροι στ' όνομα του Θεού, του Κράτους και των νόμων.
Αυτό που κηρύσσω είναι λοιπόν, ως ένα βαθμό, η εξέγερση της ζωής ενάντια στην επιστήμη ή, μάλλον, ενάντια στη διακυβέρνηση της επιστήμης, όχι για να καταστρέψουμε την επιστήμη - αυτό θα ήταν εσχάτη προδοσία ενάντια στην ανθρωπότητα - αλλά για να την ξαναβάλουμε στη θέση της, έτσι ώστε να μην μπορεί να ξαναφύγει πια από κει.
Μέχρι σήμερα, ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία δεν ήταν παρά μια διαρκής κι αιματηρή θυσία εκατομμυρίων ταλαίπωρων ανθρώπινων υπάρξεων, προς τιμήν κάποιας αμείλικτης αφαίρεσης - Θεός, πατρίδα, δύναμη του Κράτους, εθνική τιμή, ιστορικά δικαιώματα, νομικά δικαιώματα, πολιτική ελευθερία, δημόσια ευημερία. Τέτοια ήταν, μέχρι σήμερα, η φυσική, αυθόρμητη κι αναπόδραστη πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών. Δεν μπορούμε να την ανατρέψουμε· οφείλουμε να υποταχθούμε σ' αυτήν σε ό,τι αφορά το παρελθόν, όπως υποτασσόμαστε σε κάθε φυσική αναγκαιότητα. Πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτός ήταν ο μόνος εφικτός τρόπος για τη διαπαιδαγώγηση της ανθρώπινης φυλής.
Γιατί πρέπει να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας: όσο μεγάλη σημασία κι αν αποδώσουμε στα Μακιαβελικά τεχνάσματα που χρησιμοποιούν οι άρχουσες τάξεις, οφείλουμε ν' αναγνωρίσουμε ότι καμιά μειονότητα δε θά 'ταν αρκετά ισχυρή για να επιβάλλει όλες αυτές τις τρομερές θυσίες στις μάζες, αν δεν υπήρχε στις ίδιες τις μάζες μια νοσηρή αυθόρμητη παρόρμηση που τις ωθούσε στη συνεχή αυτοθυσία, πότε προς τιμή της μιας και πότε προς τιμή της άλλης αδηφάγας αφαίρεσης, των Βρυκολάκων εκείνων της ιστορίας, που πάντα τράφηκαν με ανθρώπινο αίμα.
Καταλαβαίνουμε πολύ καλά πόση ευχαρίστηση δίνει αυτό το επιχείρημα στους θεολόγους, πολιτικούς και νομικούς. 'Οντας ιερείς αυτών των αφαιρέσεων, ζούνε μονάχα απ' το διαρκή σφαγιασμό του λαού. Ούτε θα πρέπει να μας εκπλήσσει που δίνει τις ευλογίες της κι η μεταφυσική. Η μόνη της αποστολή είναι να δικαιολογεί και να ορθολογικοποιεί, όσο μπορεί το άδικο και το παράλογο.
Το γεγονός όμως ότι κι η ίδια η θετική επιστήμη έδειξε τις ίδιες τάσεις, είναι κάτι που θα έπρεπε να το κατακρίνουμε, αφού το εξηγήσουμε. Το ότι το έκανε μ' αυτόν τον τρόπο, οφείλεται σε 2 λόγους: πρώτο, γιατί όντας διαμορφωμένη έξω απ' τη ζωή, αντιπροσωπεύεται από ένα προνομιούχο σώμα· και δεύτερο, γιατί μέχρι σήμερα, εμφανιζόταν σαν απόλυτος κι έσχατος σκοπός όλης της ανθρώπινης εξέλιξης.
Με μια εύστοχη κριτική, που μπορεί και τελικά θ' αναγκαστεί ν' ασκήσει στον εαυτό της, θα έπρεπε, αντίθετα, να καταλάβει ότι, δεν είναι παρά ένα μέσον για την πραγματοποίηση ενός πολύ υψηλότερου σκοπού - του πλήρους εξανθρωπισμού της πραγματικής κατάστασης όλων των πραγματικών ατόμων, που γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν, πάνω στη γη.
Το τεράστιο πλεονέκτημα της θετικής επιστήμης σε σχέση με τη θεολογία, τη μεταφυσική, την πολιτική και τη νομοθεσία, συνίσταται στο ότι, στη θέση των κίβδηλων και μοιραίων αφαιρέσεων που γέννησαν αυτά τα δόγματα, βάζει αληθινές αφαιρέσεις που εκφράζουν τη γενική φύση και λογική των πραγμάτων, τις γενικές τους σχέσεις και τους γενικούς νόμους της ανάπτυξής τους. Αυτό τη διαχωρίζει σαφώς απ' όλα τα προηγούμενα δόγματα και θα της εξασφαλίζει πάντοτε μιαν εξέχουσα θέση στην κοινωνία: θ' αποτελέσει, κατά κάποιο τρόπο, τη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας.
Όμως, από μια άποψη, μοιάζει με όλα αυτά τα δόγματα: αφού το μόνο δυνατό αντικείμενό της είναι οι αφαιρέσεις, είναι αναγκασμένη, απ' την ίδια της τη φύση, ν' αγνοεί τους πραγματικούς ανθρώπους, έξω από τους οποίους ακόμα κι οι πιο αληθινές αφαιρέσεις δεν έχουν καμιά ύπαρξη.
Για να διορθώσει το βασικό αυτό μειονέκτημα, η θετική επιστήμη οφείλει να υιοθετήσει μια διαφορετική μέθοδο απ' αυτήν που ακολούθησαν τα δόγματα του παρελθόντος. Τα τελευταία επωφελήθηκαν απ’ την άγνοια των μαζών, θυσιάζοντάς τες, αδίστακτα, στις αφαιρέσεις τους, οι οποίες, εξάλλου, είναι πάντοτε πολύ προσοδοφόρες για κείνους που τις εκπροσωπούν, με σάρκα και οστά.
Η θετική επιστήμη, αναγνωρίζοντας την απόλυτη ανικανότητά της να συλλάβει τα πραγματικά άτομα και να ενδιαφερθεί για την τύχη τους, θα πρέπει ν’ απαρνηθεί οριστικά κι αμετάκλητα, οποιαδήποτε αξίωση για διακυβέρνηση των κοινωνιών· γιατί έτσι κι αναμιγνυόταν, το μόνο που θα έκανε θα είναι να θυσιάζει διαρκώς τους ζωντανούς ανθρώπους, που τους αγνοεί, στις αφαιρέσεις που αποτελούν το μόνο αντικείμενο των θεμιτών ασχολιών της.
Η αληθινή επιστήμη της ιστορίας, λογου χάρη, δεν υπάρχει ακόμα· μόλις και μετά βίας αρχίζουμε σήμερα να διακρίνουμε αμυδρά τις εξαιρετικά περίπλοκες προϋποθέσεις της. Κι αν όμως, υποθέσουμε ότι έχει οριστικά διαμορφωθεί, τι θα μπορούσε να μας δώσει; Θα μας παρουσίαζε μια πιστή κι ορθολογική εικόνα της φυσικής ανάπτυξης των γενικών συνθηκών - υλικών κι ιδεατών, οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών, θρησκευτικών, φιλοσοφικών, αισθητικών κι επιστημονικών - των κοινωνιών που έχουν μια ιστορία.
Η καθολική όμως αυτή απεικόνιση του ανθρώπινου πολιτισμού, όσο λεπτομερειακή κι αν ήταν, δε θα μας έδειχνε ποτέ τίποτα παραπάνω από γενικές και, συνακόλουθα, αφηρημένες εκτιμήσεις.
Τα δισεκατομμύρια των ατόμων που πρόσφεραν τα ζωντανά και πάσχοντα υλικά αυτής της θριαμβευτικής και συνάμα θλιβερής ιστορίας - θριαμβευτικής, εξαιτίας των γενικών αποτελεσμάτων της και θλιβερής, εξαιτίας της τεράστιας εκατόμβης των ανθρώπινων θυμάτων, "που συνθλίβονται κάτω απ' τους τροχούς της" - εκείνα τα δισεκατομμύρια των ανώνυμων ατόμων, που χωρίς αυτά, κανένα απ' τα μεγάλα αφηρημένα "αποτελέσματα" της ιστορίας δεν θα είχε επιτευχθεί - και που, θυμηθείτε το καλά, ποτέ δεν ωφελήθηκαν απ' αυτά τ' αποτελέσματα - δε θα βρούνε καμιά θέση, έστω και την παραμικρή, στα χρονικά της. Έζησαν και θυσιάστηκαν, ποδοπατήθηκαν για το καλό της αφηρημένης ανθρωπότητας, αυτό είναι όλο. Θα πρέπει άραγε να μεμφθούμε την επιστήμη της ιστορίας; Αυτό θα ήταν άδικο και γελοίο.
Η σκέψη, ο στοχασμός, ο ίδιος ο ανθρώπινος λόγος μόνον αφαιρέσεις είναι ικανοί να εκφράσουν· είναι ανίκανοι να συλλάβουν τόσο τα άτομα του παρόντος, όσο και του παρελθόντος. Επομένως, η ίδια η κοινωνική επιστήμη, η επιστήμη του μέλλοντος, θα εξακολουθήσει αναγκαστικά να τα αγνοεί. Το μόνο που δικαιούμαστε να της ζητήσουμε είναι να μας δείξει με αξιόπιστο και σταθερό χέρι τις γενικές αιτίες των ατομικών δεινών - κι ανάμεσα στις αιτίες αυτές δε θα ξεχάσει, φυσικά, τη θυσία και την υποταγή (πολύ συχνή, αλίμονο!) των ζωντανών ατόμων στις αφηρημένες γενικότητες - δείχνοντάς μας, ταυτόχρονα, τις γενικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την πραγματική χειραφέτηση των ατόμων που ζουν στην κοινωνία. Αυτή είναι η αποστολή της· αυτά είναι τα όριά της, που πέρα απ’ αυτά η δράση της κοινωνικής επιστήμης δεν μπορεί παρά να είναι ανίσχυρη και μοιραία.
Πέρα απ' αυτά τα όρια, βρίσκονται οι δογματικές και κυβερνητικές βλέψεις των επίσημα αναγνωρισμένων εκπροσώπων της, των ιερέων της. Είναι πια καιρός να ξεμπερδεύουμε με όλους τους ποντίφηκες κι ιερείςλ· δεν τους θέλουμε πια, ακόμα κι αν αυτο-αποκαλούνται Δημοκράτες Σοσιαλιστές. Επαναλαμβάνω για μια ακόμα φορά, η μόνη αποστολή της επιστήμης είναι να φωτίσει το δρόμο. Μόνον η Ζωή, απαλλαγμένη απ' όλους τους κυβερνητικούς και δογματικούς της φραγμούς, κι έχοντας πλήρη ελευθερία δράσης, μπορεί να δημιουργήσει.
Πώς θα λύσουμε αυτή την αντινομία; Απ' τη μια μεριά, η επιστήμη είναι απαραίτητη για την ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας· απ' την άλλη, όντας ανίκανη να ενδιαφερθεί για οτιδήποτε πραγματικό και ζωντανό, δεν πρέπει ν' ανακατεύεται στην αληθινή και πρακτική οργάνωση της κοινωνίας. Αυτή η αντίφαση μπορεί να λυθεί μόνο μ' έναν τρόπο: με την εξουδετέρωση της επιστήμης σαν ηθικής ύπαρξης που υπάρχει έξω απ' τη ζωή όλων και που εκπροσωπείται από ένα σώμα διπλωματούχων σοφών, πρέπει να διαδοθεί στις μάζες.
Η επιστήμη, που από δω και πέρα καλείται ν' αντιπροσωπεύσει τη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας, οφείλει να γίνει, πραγματικά, ιδιοκτησία όλων. Έτσι, χωρίς να χάσει τίποτα απ' τον καθολικό χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορεί, άλλωστε, ν' αποβάλλει χωρίς να πάψει να είναι επιστήμη και καθώς εξακολουθεί ν' ασχολείται αποκλειστικά με τις γενικές αιτίες, τις συνθήκες και πάγιες σχέσεις των ατόμων και των πραγμάτων, θα ενωθεί, πραγματικά, με την άμεση και πραγματική ζωή όλων των ατόμων.
Θα έχουμε έτσι μια κίνηση, ανάλογη μ' εκείνη που υπαγόρευσε στους Διαμαρτυρόμενους, στην αρχή της Μεταρρύθμισης, ότι ο άνθρωπος δε χρειαζόταν άλλο τους παπάδες αφού κάθε άνθρωπος θα γινόταν στο εξής παπάς του εαυτού του, αφού κάθε άνθρωπος χάρη στην αόρατη επέμβαση του Κυρίου Υμών Ιησού Χριστού και μόνον, θα κατόρθωνε επιτέλους να χωνέψει τον καλό Θεό του.
Όμως, εδώ, το ζήτημα δεν είναι ούτε ο Ιησούς Χριστός, ούτε ο καλός Θεός, ούτε η πολιτική ελευθερία, ούτε η νομοθεσία - πράγματα που έχουν όλα αποκαλυφθεί θεολογικά ή μεταφυσικά και που είναι όλα εξίσου δύσπεπτα. Ο κόσμος των επιστημονικών αφαιρέσεων δεν προέρχεται εξ αποκαλύψεως· είναι εγγενής στον πραγματικό κόσμο, του οποίου δεν είναι παρά η γενική ή αφηρημένη έκφραση κι αναπαράσταση. Στο μέτρο όμως που μια ξεχωριστή σφαίρα, εκπροσωπούμενη ειδικά από τους σοφούς σα σώμα, ο ιδεατός αυτός κόσμος απειλεί να καταλάβει τη θέση του καλού Θεού απέναντι στον πραγματικό κόσμο, επιφυλλάσσοντας για τους επίσημα αναγνωρισμένους αντιπροσώπους του τις θέσεις των παπάδων.
Να γιατί είναι ανάγκη να διαλύσουμε την ειδική κοινωνική οργάνωση των σοφών, με τη γενική μόρφωση, ίση για όλους, σε όλα τα πράγματα, έτσι ώστε οι μάζες, παύοντας να είναι κοπάδια που τα κατευθύνουν και τα μαδάνε οι προνομιούχοι παπάδες, να μπορέσουν να πάρουν στα δικά τους τα χέρια Η επιστήμη, απ' τη στιγμή που θα γίνει κληρονομιά όλων, θα ενωθεί, κατά κάποιο τρόπο, με την άμεση και πραγματική ζωή του καθένα. Ό ,τι χάσει σε υπεροψία, ματαιοδοξία και δογματική σχολαστικότητα, θα το κερδίσει σε ωφελιμότητα και ζωντάνια. Αυτό δε θα εμποδίσει, ωστόσο, ορισμένους μεγαλοφυείς ανθρώπους, ικανότερους για επιστημονικό στοχασμό, απ' ότι η πλειονότητα των συνανθρώπων τους, ν' αφοσιωθούν αποκλειστικά στην καλλιέργεια των επιστημών, προσφέροντας έτσι μεγάλες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα. Μόνο που οι φιλοδοξίες τους για κοινωνική επιρροή δε θα ξεπερνάνε τη φυσική επιρροή που ασκεί στο περιβάλλον της κάθε ανώτερη διάνοια, και δε θα αποβλέπουν σε καμιά άλλη αμοιβή έξω απ' την ύψιστη απόλαυση που αισθάνεται πάντα ένα ευγενικό μυαλό όταν ικανοποιεί ένα ευγενικό πάθος τη διεύθυνση της τύχης τους.
Μέχρι όμως να φτάσουν οι μάζες σ' αυτό το επίπεδο μόρφωσης, μήπως χρειάζεται να δεχθούν τη διακυβέρνηση των ανθρώπων της επιστήμης; Σίγουρα όχι. Θα ήταν προτιμότερο για κείνες να κάνουν χωρίς την επιστήμη, παρά να επιτρέψουν να τις κυβερνήσουν οι σοφοί. Η πρώτη συνέπεια της διακυβέρνησης αυτών των ανθρώπων, θα ήταν να γίνει η επιστήμη απρόσιτη στο λαό, και μια τέτοια διακυβέρνηση θα ήταν, αναγκαστικά, αριστοκρατική, γιατί οι τωρινοί επιστημονικοί θεσμοί είναι βασικά αριστοκρατικοί.
Μια αριστοκρατία της μάθησης!
Απ' όλες τις εξουσίες, η πιο αμείλικτη από πρακτική άποψη κι η πιο ακατάδεκτη και τυραννική από κοινωνική, θα ήταν εκείνη που θα εγκαθιδρυόταν στ' όνομα της επιστήμης. Το καθεστώς αυτό θα ήταν ικανό να παραλύσει τη ζωή και την κίνηση της κοινωνίας. Οι σοφοί, πάντα φαντασμένοι, πάντα ακατάδεκτα κι ανίκανοι, θ' άρχιζαν ν' αναμιγνύονται παντού κι οι πηγές της ζωής θα στέρευαν κάτω απ' την ανάσα των αφαιρέσεών τους.
Θα το ξσνα επαναλάβω, η ζωή δημιουργεί τη ζωή κι όχι η επιστήμη· μόνον η αυθόρμητη δράση των ίδιων των ανθρώπων μπορεί να δημιουργήσει την ελευθερία. Δεν χωράει αμφιβολία ότι θα ήταν μεγάλο ευτύχημα αν η επιστήμη μπορούσε να φωτίσει από σήμερα την αυθόρμητη πορεία των ανθρώπων προς τη χειραφέτησή τους. Καλύτερα, όμως, η απουσία φωτός, παρά ένα ψεύτικο κι αδύναμο φως, που καίει μόνο για ν' αποπροσανατολίζει τους ανθρώπους που το ακολουθούν.
Στο κάτω-κάτω, οι άνθρωποι δεν πρόκειται να στερηθούν το φως· δε διατρέξανε μάταια μια μακρόχρονη ιστορική πορεία σαν κι αυτή και πληρώσανε για τα λάθη τους με αιώνες μιζέριας. Η πρακτική σύνοψη των οδυνηρών εμπειριών τους, αποτελεί ένα είδος παραδοσιακής επιστήμης, ανώτερης, από πολλές απόψεις, της θεωρητικής επιστήμης.
Και τέλος, μια μερίδα της νεολαίας - οι αστοί εκείνοι φοιτητές που αισθάνονται αρκετό μίσος για την ψευτιά, την υποκρισία, την αδικία και τη μικροψυχία της μπουρζουαζίας, ώστε να βρούνε το κουράγιο να της γυρίσουν τις πλάτες και αρκετό πάθος για ν' αγκαλιάσουν, χωρίς επιφυλάξεις, τη δίκαιη κι ανθρώπινη υπόθεση του προλεταριάτου - αυτοί, λοιπόν, θα γίνουν, όπως έχω ήδη πει, οι δάσκαλοι — φίλοι των ανθρώπων· χάρη σ' αυτούς δε θα δοθεί καμιά ευκαιρία στη διακυβέρνηση των σοφών.
Αν όμως οι άνθρωποι πρέπει να φυλάγονται απ’ τη διακυβέρνηση των σοφών, ακόμα περισσότερο πρέπει να φυλάγονται απ' τη διακυβέρνηση των εμπνευσμένων ιδεαλιστών. 'Οσο πιο ειλικρινείς είναι αυτοί εδώ οι πιστοί και ποιητές του ουρανού, τόσο πιο επικίνδυνοι γίνονται.
Η επιστημονική αφαίρεση, έχω πει, είναι μια ορθολογική αφαίρεση, αληθινή στην ουσία της, αναγκαία για τη ζωή, της οποίας δεν είναι παρά η θεωρητική αναπαράσταση, ή, αν προτιμάτε, η συνείδηση. Μπορεί και πρέπει να απορροφηθεί και να χωνευτεί απ' τη ζωή. Η ιδεαλιστική αφαίρεση, ο Θεός, είναι ένα δραστικό δηλητήριο, που καταστρέφει κι αποσυνθέτει τη ζωή, την ψευτίζει και τη σκοτώνει.
Η τιμή των ιδεαλιστών, μη όντας προσωπική αλλά θεϊκή, είναι ακαταμάχητη κι άτρωτη· μπορεί και πρέπει να πεθάνει, αλλά δε θα υποχωρήσει ποτέ και μέχρι ν’ αφήσει και την τελευταία της πνοή, θα προσπαθεί να υποτάξει τους ανθρώπους στο Θεό, όπως ακριβώς οι Πρώσσοι αξιωματικοί, οι πρακτικοί αυτοί ιδεαλιστές της Γερμανίας, που θα ήθελαν να δουν το λαό, να συνθλίβεται κάτω απ' τα σπηρούνια του αυτοκράτορά τους. Η πίστη είναι η ίδια, το τέλος, όμως, είναι λίγο διαφορετικό, και το αποτέλεσμα, όπως και στην περίπτωση της πίστης, είναι η σκλαβιά.
Απόσπασμα από "Θεός και Κράτος" του Μιχαήλ Μπακούνιν
Μετάφραση: Νίκος Β. Αλεξίου - Αντώνης Γκίκας
Μακέτα εξώφυλλου: Δημήτρης Μουστάκης
Εκδόσεις: Ελεύθερος Τύπος