To… mask, or not to mask?

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020


Για πολλούς η υγειονομική κρίση που προέκυψε ξαφνικά από την αρχή του έτους, ανήκει στη σφαίρα του ανεξήγητου και μη αναμενόμενου -του ασύμμετρου.
Ο κορωναϊός, όμως, δεν είναι κάτι πρωτοφανές κι ασύμμετρο, ούτε ανεξήγητο. Ανέκαθεν η ανθρωπότητα αντιμετώπιζε παρόμοιες κι ακόμη πιο επικίνδυνες απειλές. Είναι άλλο εάν εσφαλμένα είχαμε πεισθεί, ότι με την πρόοδο της τεχνολογίας και τα επιτεύγματα της επιστήμης και της ιατρικής είχαμε γίνει κατά κάποιον τρόπο άτρωτοι.
Ο νέος κορωναϊός ήλθε να προστεθεί σε μια σειρά άλλων λοιμογόνων παραγόντων, πολλές φορές πολύ πιο επικίνδυνων από αυτόν.
Βεβαίως, στην αρχή, κι επειδή η επιστημονική κοινότητα δεν γνώριζε τίποτε για την ύπαρξή του νέου κορωναϊού, αιφνιδιάστηκε. Δεν γνώριζε τίποτε για τον τρόπο δράσης του, για την ανοσία του πληθυσμού ως προς αυτόν, για τον τρόπο που θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
Έτσι, οι πρώτες αντιδράσεις ήλθαν απότομα, απολύτως βεβιασμένα και κατά συνέπεια «άτσαλα».

Οι κυβερνήσεις έχοντας συνειδητά αποδυναμώσει τα συστήματα υγείας, με τις δραστικές περικοπές των κοινωνικών δαπανών των τελευταίων δεκαετιών, στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού και του ιδιωτικού κέρδους, αποφάσισαν να μετακυλήσουν την ευθύνη στις ίδιες τις κοινωνίες με τα lockdown, τις καραντίνες κτλ. Σκληρά και καταστροφικά μέτρα που ήσαν περισσότερο σπασμωδικές κι αμυντικού χαρακτήρα κινήσεις, που μάλλον έκαναν τα πράγματα χειρότερα και στον επιδημιολογικό τομέα, όπως ήδη πολλοί επιστήμονες διεθνώς αρχίζουν να αναγνωρίζουν. Οι επιδημιολόγοι, από την πλευρά τους, αδυνατώντας να προσφέρουν άμεσες λύσεις και γνωρίζοντας πολύ καλά τις ανεπάρκειες των συστημάτων, «βολεύτηκαν» με την ανάδειξη των κατασταλτικών μέτρων και της «ατομικής» ευθύνης ως ύψιστο παράγοντα πρόληψης και αποφυγής της μόλυνσης.
Μη ιατρικά μέσα και μέτρα αστυνομικού εν πολλοίς τύπου, ανήχθησαν σε υγειονομική πανάκεια, μακρυά από κάθε λογική, παρά τις τεράστιες καταστροφές που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν.

Η πραγματικότητα διαψεύδει

Σήμερα, μετά από 9 ολόκληρους μήνες ενεργού πανδημίας (ναι είναι πανδημία, ανεξαρτήτως της θνητότητας που προκαλεί, αφού εξαπλώθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την υφήλιο -κι ας μην παίζουμε με τους ορισμούς, χωρίς να γνωρίζουμε τις έννοιές τους) παγκοσμίως τα πράγματα εξελίσσονται εντελώς διαφορετικά από ό,τι είχαν αρχικά λανθασμένα εκτιμηθεί μέσω αμφιλεγόμενων υπολογιστικών μοντέλων και το να συντηρείται αυτό το κλίμα φόβου δεν έχει καμία επιστημονική λογική.

Κατ’ αρχήν οι μολύνσεις διεθνώς δεν είναι μόνον αυτές που επιβεβαιώνονται εργαστηριακά με τα τεστ PCR, αλλά είναι πλέον κοινά αποδεκτό από την ιατρική κοινότητα, ότι είναι από 10 έως και 40 φορές περισσότερες. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως ακόμη και μέχρι ένα δισεκατομμύριο του παγκόσμιου πληθυσμού έχει ήδη μολυνθεί και προσπεράσει τον ιό είτε χωρίς να νοσήσει, είτε έχει περάσει την ίωση με πολύ ελαφρά συμπτώματα, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από τα συστήματα υγειονομικού ελέγχου.

Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι οι πραγματικές μολύνσεις ίσως έχουν φτάσει, ή και ξεπεράσει τις 500 χιλιάδες! Ενεργά «κρούσματα», σήμερα (που μπορούν να μεταδώσουν ακόμη τον ιό, ή και να αναπτύξουν συμπτώματα) στην Ελλάδα, είναι κατ’ εκτίμηση τουλάχιστον 15.000.
Αυτό σημαίνει ότι κι εμείς οι ίδιοι, καθώς και κάποιος από τους οικείους μας, μπορεί να έχουμε έλθει στο διάστημα αυτό σε επαφή με τον ιό και να μην το καταλάβαμε. Οι πιθανότητες να μας έχει συμβεί (μέχρι και 1/20) δεν είναι καθόλου αμελητέες.

Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Σημαίνουν ότι η ίωση, παρόλα τα πανδημικά της χαρακτηριστικά, είναι εξαιρετικά ήπιας μορφής με τους θανάτους να είναι πολύ λίγοι, συγκρινόμενοι απόλυτα με τους προκαλούμενους από άλλες λοιμώξεις του είδους, με μόνον την ταχεία και ευρεία εξάπλωση να ανεβάζει τους αριθμούς.

Πέραν αυτού, μελετώντας τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, βλέπουμε ότι τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, ενώ οι επιβεβαιωμένες μολύνσεις είναι από τρεις έως και τέσσερις φορές περισσότερες από την περίοδο Μαρτίου – Απριλίου, που εν μέρει οφείλονται και στην αύξηση των διενεργούμενων τεστ, οι θάνατοι είναι λιγότεροι από τους μισούς. Πράγματι, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων, η σχέση θανάτων αποδιδόμενων σε covid με τις επιβεβαιωμένες εργαστηριακά περιπτώσεις, από την 1η Αυγούστου μέχρι την Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα, όπου υποτίθεται ότι η ίωση βρίσκεται σε έξαρση και πολλοί μάλιστα μιλούν για δεύτερο κύμα, φτάνει στο 1,14% (99/8653). Αντίθετα από την έναρξη της πανδημίας μέχρι την 4η Μαΐου που έληξε το lockdown η σχέση είχε διαμορφωθεί σε 146/2632 = 5,55%!. Δηλαδή σήμερα η σχέση είναι πέντε (5) φορές μικρότερη της πρώτης περιόδου!. Η εικόνα θολώνει επειδή προσθέτουμε όλους μαζί τους θανάτους και παραβλέπουμε τη μονάδα του χρόνου που συμβαίνουν. Ενώ αθροιστικά την ίδια περίοδο έχουν αποβιώσει -σύμφωνα με τα ληξιαρχεία- στη χώρα μας πάνω από 86.000 συνάνθρωποί μας από κάθε αιτία, με μόλις το 0,35% να αποδίδονται στον covid (305/86296). Εάν υπολογίσουμε τα πραγματικά περιστατικά μολύνσεων σε δεκαπλάσια -κατ’ ελάχιστον- των επιβεβαιωμένων, τότε η σχέση αυτή που αποτυπώνει τη θνητότητα της νόσου διαμορφώνεται σήμερα στο 0,114%, ακριβώς δηλαδή όσο και η μέση θνητότητα από γρίπη ετησίως, ενδεχομένως αρκετά χαμηλότερα!

Παρακάτω παραθέτω διάγραμμα από την επίσημη σελίδα του ΕΟΔΥ για τους εκτιμώμενους θανάτους από γρίπη στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, χωρίς να ληφθεί κανένα μέτρο ανάλογο με αυτά για τον covid-19, έτσι για να υπάρχει μια εικόνα, ανεξάρτητα εάν κάποιοι θέλουν να κάνουν συγκρίσεις, ή άλλοι τις απορρίπτουν. Όμως οι εκτιμώμενοι θάνατοι από H1N1 την περίοδο 2018-19 ανέρχονται στους 1071, ενώ η εκτίμηση για το 2014-15 φτάνει στους 4.161. Η άρνησης σύγκρισης οφείλεται στο γεγονός ότι οι αριθμοί για την γρίπη προκύπτουν από εκτιμήσεις βάσει μαθηματικών μοντέλων, ενώ αυτοί του covid είναι εργαστηριακά επιβεβαιωμένοι. Όμως ο ΕΟΔΥ αναφέρεται σε εκτίμηση, επειδή για την γρίπη σπάνια διενεργείται εργαστηριακός έλεγχος PCR. Συνεπώς μπορεί το διάγραμμα αυτό να μην προσφέρεται για άμεση σύγκριση, αλλά είναι απολύτως ενδεικτικό για το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα με τη γρίπη και την θνητότητα που προκαλείται εξ αυτής, χωρίς ουδέποτε κάποιος να διανοηθεί να λάβει αντίστοιχα με τον κορωναϊό μέτρα, ενώ και το εμβόλιο για την γρίπη, που χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για τη μη λήψη σκληρών μέτρων, είναι μέτριας αποτελεσματικότητας και μόνον ένα μικρό μέρος του πληθυσμού εμβολιάζεται.
 Βέβαια μια τέτοιου τύπου επιδημία, όπως ο covid, εξελίσσεται δυναμικά κι ενδεχομένως τα δεδομένα να αλλάξουν στην πορεία, πολύ περισσότερο που η εμπειρία μας εξαντλείται στους τελευταίους 9 μήνες, κι όχι σε ένα χρονικό βάθος ετών, γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή από τον γενικό πληθυσμό, χωρίς όμως τον πανικό και τις ακρότητες που βιώνουμε, οι οποίες επ’ ουδενί δικαιολογούνται. Αλλά επιβάλλεται και η καλύτερη δυνατή προετοιμασία τόσο στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, όσο και η ουσιαστική ενίσχυση ολόκληρου του υγειονομικού συστήματος, που μάλλον παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες, παρά τις αρχικές μεγαλοστομίες από πλευράς κυβέρνησης, με τις προσφορές ιδιωτών να καλύπτουν μόνον μέρος των κενών σε αναλώσιμα κι εξοπλισμό. Κι αυτό προφανώς προσωρινά κι όχι σε μόνιμη βάση.

Ο πανικός σκοτώνει

Αυτό, όμως που τώρα παρατηρείται (οι πολύ λιγότεροι θάνατοι από τους αρχικά αναμενόμενους), ερμηνεύεται με έναν μόνον τρόπο. Ότι οι πολλοί θάνατοι της πρώτης περιόδου οφείλονταν στον πανικό που δημιουργήθηκε και σε ανθρώπινα λάθη όσον αφορά στην αντιμετώπιση της πανδημίας.

Είναι πανθομολογούμενη αλήθεια ότι πάνω από τους μισούς θανάτους στις ευρωπαϊκές χώρες και στην Νέα Υόρκη συνέβησαν στα γηροκομεία. Επειδή δεν ελήφθη μέριμνα έτσι ώστε όσοι προσέρχονταν στα νοσοκομεία με ελαφρά συμπτώματα και δεν γίνονταν δεκτοί εξ αυτού του λόγου, αντί να οδηγούνται σε ασφαλείς χώρους παρακολουθούμενοι ιατρικά από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας -σχεδόν απούσα από παντού πλην Γερμανίας-, ή με άλλον τρόπο (οι Κινέζοι έφτιαχναν πρόχειρα νοσοκομεία μέσα σε λίγες μέρες γι’ αυτόν το σκοπό και το «έσωσαν»), επέστεφαν στα γηροκομεία, μόλυναν όλους τους υπόλοιπους, με συνέπεια να καταστούν τα ίδια τα γηροκομεία «υπερμολυντές» και οι ταλαίπωροι ευάλωτοι ηλικιωμένοι να οδηγηθούν κυριολεκτικά σε σφαγή.
Δυστυχώς μόνον η Σουηδία ομολόγησε δημοσίως το λάθος στον χειρισμό των ηλικιωμένων και έλαβε μέτρα.

Στη βόρεια Ιταλία που ξεκίνησε το κακό, επειδή ακριβώς δεν είχαν ληφθεί έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα στα νοσοκομεία, ενώ η επιδημία εξαπλώνονταν στην κοινότητα σιωπηλώς, έγιναν τα ίδια εστίες υπερμετάδοσης του ιού, με συνέπεια όποιος προσέρχονταν εκεί ακόμη και για μια απλή σκωληκοειδίτιδα, ή με ένα σπασμένο χέρι, να μολύνεται αμέσως. Έτσι εξηγούνται οι τραγικές εικόνες που είδαμε στην τηλεόραση, αλλά και ο μεγάλος αριθμός υγειονομικών που προσεβλήθησαν κι αρρώστησαν εκεί.
Τραγικά λάθη συνέβησαν στις εντατικές με άσκοπες ή πρόωρες διασωληνώσεις. Ενώ η μέσω αναπνευστήρα με πίεση χορήγηση οξυγόνου κατέστρεφε τους πνεύμονες των ασθενών, οδηγώντας τους στον θάνατο. Ήρθαν καθυστερημένα οι αυτοψίες, να το επιβεβαιώσουν και να αλλάξουν οι εντατικολόγοι τακτική.
Χαμός έγινε με τα φαρμακευτικά πρωτόκολλα. Κυριολεκτικά στου κασίδη το κεφάλι! Μήνες έκαναν να κατανοήσουν ότι η υπερφλεγμονώδης αντίδραση του πάσχοντα οργανισμού αντιμετωπίζεται με ισχυρά αντιφλεγμονώδη, πράγμα που ενώ εδώ και δεκαετίες ήταν γνωστό, κατά περίεργο λόγο τα αντιφλεγμονώδη είχαν αποκλεισθεί από τα πρωτόκολλα για μήνες, ενώ ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη χοντρό παιχνίδι της big farma για αμφιβόλου αποτελεσματικότητας αντιικά φάρμακα και το εμβόλιο.
Οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις επίσης «θέρισαν» πολύν κόσμο. Η δημόσια δήλωση του τέως υπουργού και βουλευτή Ανδρέα Λοβέρδου ότι ο αείμνηστος Κρεμαστινός πέθανε ακριβώς από ενδονοσοκομειακή επιμόλυνση, ουδέποτε διαψεύστηκε!
«Βόλεψε» πολύ αυτό το «με Covid»!

Όλα αυτά σήμερα έχουν γίνει γνωστά κι ενώ πολλοί έχουν κάθε συμφέρον να μην αναφέρονται, θα ήταν μέγα λάθος να τα αγνοούμε. Όμως στην πράξη φαίνεται τα λάθη είναι πλέον πολύ λιγότερα και η εμπειρία που αποκτήθηκε από τους κλινικούς γιατρούς πολυτιμότατη. Γι’ αυτό και η θνητότητα της νόσου μειώθηκε τόσο πολύ, φτάνοντας σταδιακά στα επίπεδα άλλων ιώσεων και της εποχικής γρίπης. Σε αυτό ενδεχομένως να προστίθεται και η πιθανότητα μετάλλαξης του ιού, που τον κατέστησε λιγότερο φονικό, αλλά αυτό το τελευταίο μένει να αποδειχθεί.

Η συντήρηση του τρόμου και η μάχη για την αλήθεια

Γιατί λοιπόν συντηρείται όλος αυτός ο τρόμος και η διασπορά του πανικού και μοχλεύεται η αντιπαράθεση δια της κοινωνικής μηχανικής;
Διότι αποτελούν ένα πολύ βολικό άλλοθι για ό,τι συνέβη αρχικά και για την αποποίηση των ευθυνών γι’ αυτό που οδήγησε σε τρομακτικές καταστροφές κοινωνίες και οικονομία από την πλευρά αυτών που χάραξαν αυτού του είδους την πολιτική. Η ενοχοποίηση μάλιστα συλλήβδην της κοινωνίας με την επίκληση της «ατομικής» ευθύνης είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για τους ιθύνοντες να μένουν εσαεί στο απυρόβλητο για κάθε τους επιλογή.

Από την άλλη, στη χώρα μας, σημαντικά ζητήματα εθνικής προτεραιότητας, πλέον δεν απασχολούν κανέναν με το ενδιαφέρον και την αντιπαράθεση να επικεντρώνεται στο εάν θα φορούν τα παιδιά μάσκα στα σχολεία! Με την… καφρίλα αυτοπροσώπως να μας μιλά για το μέγεθος των ατόμων ή των μορίων του οξυγόνου και του διοξειδίου που περνούν ελεύθερα από τους πόρους της υφασμάτινης μάσκας, απευθυνόμενη προφανώς σε αντίστοιχης με του δικού της ποιότητας γνώσεων και αντίληψης εγκεφάλους.
Κι επειδή ο κόσμος γενικά βρίσκεται σε μια χωρίς προηγούμενο απελπισία λόγω των τρομακτικών αδιεξόδων που του προέκυψαν ακόμη και σε ατομικό επίπεδο και δεν έχει από που να πιαστεί, αγόμενος και φερόμενος από κάθε γυρολόγο, επίσημο, ή ανεπίσημο τσαρλατάνο, που έχει αναγάγει τον κομπογιαννιτισμό σε επιστήμη, όσοι διατηρούν στοιχειωδώς την ψυχραιμία τους οφείλουν να αναδεικνύουν την αλήθεια σε κάθε περίπτωση και προς κάθε πλευρά.

Η μάχη λοιπόν, δεν είναι για τη μάσκα, όπου κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες η προσωρινή χρήση της μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη, αλλά είναι για την αλήθεια και μόνον γι’ αυτήν.

Η αλήθεια για τη μάσκα

Διαβάζω σε ανάρτηση στο διαδίκτυο από επιστήμονα υπέρμαχο της μάσκας:
«…δεν υπάρχει κανένας επιστημονικός λόγος από την πλευρά της Ρευστομηχανικής που να αρνείται την ευεργετική της συμβολή (της μάσκας) στον περιορισμό της μεταφοράς του ιού…».
Απολύτως αληθές!
Όμως δυστυχώς αυτή είναι η μισή αλήθεια. Διότι, μπορεί η «ρευστομηχανική» να μην αρνείται την ευεργετική συμβολή της μάσκας, εφ’ όσον αυτή η συμβολή υπάρχει και η ύπαρξή της τεκμηριώνεται επιστημονικά. Τέτοια όμως τεκμηρίωση δεν υφίσταται.

α) Δεν μιλάμε για ειδικές μάσκες, που χρησιμοποιούν οι γιατροί, κατασκευασμένες βάσει προδιαγραφών όπως οι FFP2/3 – N95 – KN95 κτλ, και για τις οποίες έχουν υπάρξει δοκιμές και μελέτες και πολύχρονη εμπειρία, αλλά για υφασμάτινες μάσκες, είτε χειροποίητες, είτε του εμπορίου -με τις διαφημίσεις των οποίων έχουμε κατακλυσθεί- αγνώστου ποιότητας υλικού και προφανώς κατασκευασμένες έξω από κάθε προδιαγραφή.
β) Το αποβαλλόμενο με την εκπνοή του φέροντα μέσω μικροσταγονιδίων ιικό (ή και μικροβιακό) φορτίο επικάθεται (μέρος του) στην επιφάνεια της μάσκας, επειδή αυτή επί της ουσίας λειτουργεί ως φίλτρο. Ταυτόχρονα με την εισπνοή επικάθονται στην επιφάνεια της μάσκας διάφορα μικροσωματίδια κι ενδεχομένως παθογόνοι μικροοργανισμοί (του κορωναϊού συμπεριλαμβανομένου, στην επαφή με μολυνθέντα). Σταδιακά, και με την ύγρανση της μάσκας εξ αιτίας των αποβαλλόμενων υδρατμών, αυτή καθίσταται σοβαρή εστία μόλυνσης, τόσο για τον ίδιο τον φέροντα, όσο και για τους γύρω του, που υποτίθεται ότι προστατεύει.
Θεραπεία στο πρόβλημα αυτό είναι η τακτική αλλαγή της μάσκας με νέα καθαρή. Εξ άλλου αυτό ακριβώς προτείνουν -δειλά, δειλά- οι λοιμωξιολόγοι, προκειμένου να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, εξ αιτίας πιθανής κακής χρήσης των μασκών. Όμως πόσο εύκολο είναι να γίνεται συχνή αλλαγή της μάσκας στο οκτάωρο ενός εργαζομένου που υποχρεωτικά τη φοράει, ή στα μικρά παιδιά στο σχολείο;
Στο ερώτημα αυτό… «απορία ψάλτου βηξ»!
 Απλά πρέπει να την φοράμε ακόμη και μόνοι μας σε εξωτερικούς χώρους, για να τη… συνηθίσουμε! Όπως και τα σχολιαρόπαιδα για «εκπαιδευτικούς λόγους». Κι αυτά μας τα λένε «επιστήμονες» κι όχι κάποιοι τσαρλατάνοι της σειράς, που ζήλωσαν τη… δόξα του Μένγκελε!

Όμως, για να ξαναγυρίσουμε στην μάσκα που επιβάλλεται η συχνή αλλαγή της, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, πέραν του κόστους που καλείται να επιβαρυνθεί ένα νοικοκυριό για την προμήθεια των αναγκαίων μασκών κάθε μήνα (αφού υποχρεώνονται να την φορέσουν όλοι, τουλάχιστον να φορέσουν κάποια που όντως μπορεί να προσφέρει προστασία).
Με το «πρέπει» να γίνεται αυτό, ή το άλλο, δεν λύνεται κανένα πρόβλημα. Ούτε είναι θέμα εκπαίδευσης από την τηλεόραση.
Η λύση εξαρτάται άμεσα από τον βαθμό εφικτότητας αυτού του «πρέπει» σε πραγματικές συνθήκες κι όχι σε συνθήκες «εργαστηρίου», ή σε χώρους, όπως τα χειρουργεία, όπου οι γιατροί μπορούν να έχουν την ευχέρεια της τακτικής αλλαγής της μάσκας, πέραν του γεγονότος της χρήσης εξειδικευμένων μασκών κι όχι τις χύμα του εμπορίου, που ανθεί εξαιτίας της υστερίας για τον κορωναϊό.
Δεν είναι λοιπόν απλά θέμα εκπαίδευσης. Ενώ η «μύτη έξω», προκύπτει πολλές φορές μηχανικά, αφού η δυσφορία που αισθάνεται ο φέρων, όσο ελαφρά και να είναι, από τον συνδυασμό θερμοκρασίας, υγρασίας, αλλά και της συστηματικής πιο έντονης προσπάθειας για την αναπνοή, που σε συνθήκες ηρεμίας δεν γίνεται αντιληπτή, οδηγεί σε τέτοιου τύπου ασυναίσθητες πολλές φορές συμπεριφορές, πιάνοντας τη μάσκα με τα χέρια κτλ.

Η μάσκα ως φίλτρο και όσο καλύτερα αυτή εφαρμόζει στο πρόσωπο, δημιουργεί εμπόδιο στην ομαλή ροή του αέρα, λειτουργώντας ωσάν να μειώνει τη διατομή της αναπνευστικής οδού που λειτουργεί ως αεραγωγός, απ’ όπου περνάει ο αέρας, και μάλιστα στην αρχή της. Έτσι απαιτείται μεγαλύτερη πίεση και περισσότερος χρόνος για να εισπνευσθεί η ίδια ποσότητα αέρα με εκείνη χωρίς την παρεμβολή της μάσκας. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη προσπάθεια του καρδιο-αναπνευστικού συστήματος προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες για οξυγόνωση του οργανισμού.
Κάποιοι βέβαια, που κρίνοντας από τους εαυτούς τους, μας θεωρούν άσχετους, ή και ηλίθιους, χρησιμοποιούν το «ακαταμάχητο» επιχείρημα, ότι τα μόρια του οξυγόνου και του διοξειδίου είναι πάρα πολύ μικρά και γι’ αυτό περνούν ελεύθερα από τους πόρους της μάσκας!!! Ναι, το ακούσαμε κι αυτό! Από τα πιο επίσημα χείλη, επιφανούς μέλους της κυβερνητικής επιτροπής των λοιμωξιολόγων!
Και τα μέταλλα και το ξύλο, όπως και τα σταγονίδια που η μάσκα έρχεται να εμποδίσει την εισπνοή τους αποτελούνται από δισεκατομμύρια άτομα και μόρια!

Έτσι, δεν εισπνέουμε ελεύθερα μεμονωμένα άτομα (κι όχι μόρια, όπως ακούστηκε, έστω και στη διατομική αλλομορφή του στοιχειακού οξυγόνου), αλλά ρευστό υλικό σε αέρια κατάσταση. Εισπνέουμε ατμοσφαιρικό αέρα. Δηλαδή ένα σύνολο ρευστού υλικού σε αέρια κατάσταση. Ο αέρας έχει πυκνότητα, έχει βάρος, έχει ξεχωριστές φυσικές και χημικές ιδιότητες από τα μόρια και τα άτομα των διαφορετικών αερίων στοιχείων κι ενώσεων που τον συγκροτούν ως «ενιαίο» εισπνεόμενο φυσικό υλικό. Είναι ο ανθρώπινος οργανισμός ο οποίος δια του αναπνευστικού συστήματος με ειδική διαδικασία δια μέσου φυσικών αεραγωγών του ανώτερου αναπνευστικού, προσλαμβάνει στο κατώτερο αναπνευστικό -τη συνδρομή του καρδιαγγειακού συστήματος-, τα άτομα του οξυγόνου από τον εισπνεόμενο αέρα και αποβάλλει το διοξείδιο του άνθρακα. Για τον λόγο αυτό η σύνθεση του εκπνεόμενου αέρα είναι διαφορετική από αυτήν του εισπνεόμενου. Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι εάν οι πόροι της μάσκας επιτρέπουν το πέρασμα ξεχωριστών μορίων, ή ατόμων, αλλά του ίδιου του ατμοσφαιρικού αέρα ως ρευστού υλικού, που είτε διέρχεται του φυσικού αεραγωγού ελεύθερα, είτε εμποδίζεται εν μέρει, ή εν όλω -κι εδώ τα πράγματα διαφοροποιούνται εντελώς!

Ένας υγιής, πέραν της ενόχλησης από τη μάσκα, που ως ένα βαθμό είναι υποκειμενική και μπορεί να συνηθιστεί επίσης ως έναν βαθμό, σε συνθήκες ηρεμίας δεν έχει να φοβηθεί κάτι από τη μάσκα, εκτός από τα παραπάνω αναφερόμενα (σταδιακή ύγρανση, συσσώρευση σωματιδίων ή και παθογόνων κτλ), όποτε πρέπει να την αλλάξει με νέα καθαρή.
Τα πράγματα, όμως, αλλάζουν άρδην σε συνθήκες έντονης σωματικής προσπάθειας, όταν οι ανάγκες του οργανισμού για οξυγόνο αυξάνονται γεωμετρικά.
Τότε, το οποιοδήποτε εμπόδιο παρεμβάλλεται δημιουργεί ζήτημα. Ειδικά σε παρατεταμένη χρονικά χρήση της μάσκας, αφού εξαναγκάζει τον οργανισμό, να λειτουργεί σε «υψηλότερες στροφές» από το κανονικό.
Φυσικά κι αυτό έχει να κάνει με μια σειρά άλλες παραμέτρους, όπως η ένταση της προσπάθειας, η διάρκειά της, το πόσο καλά εφαρμόζεται στο πρόσωπο η μάσκα, άρα το «μέγεθος» του εμποδίου κτλ.
Στο τελευταίο, όσο καλύτερη εφαρμογή της μάσκας επιτυγχάνουμε, τόσο ισχυρότερο είναι το σημείο αντίστασης που παρεμβάλλουμε στη ροή του αέρα. Από την άλλη, όσο χειρότερη είναι η εφαρμογή της μάσκας στο πρόσωπο, τόσο μικρότερη προστασία παρέχει.

Παρατηρώντας κάποιον που φορά μάσκα βλέπουμε πολλές φορές αυτή να πάλλεται, ακόμη και με την ομιλία. Με την εισπνοή να τείνει να εισροφηθεί και με την εκπνοή να τείνει να φουσκώσει όπως ένα μπαλόνι. Αυτή η παλμική κίνηση, φούσκωμα ξεφούσκωμα της μάσκας με την αναπνοή, ή την ομιλία, πιστοποιεί, ότι πράγματι αποτελεί εμπόδιο στη σωστή ροή του αέρα, τόσο στην εισπνοή, όσο και στην εκπνοή.
Το πόσο εμποδίζει εξαρτάται πάλι από διαφορετικούς παράγοντες, όπως το είδος και η ποιότητα της μάσκας, η καλή εφαρμογή της κτλ. Όμως ακόμη και μόλις ένα 10% να εμποδίζει, κάτω από ορισμένες συνθήκες, όπως η συστηματική και παρατεταμένη χρήση της, είναι πιθανόν, μεσομακροπρόθεσμα, να δημιουργήσει προβλήματα στον φέροντα. Εάν δεν εμποδίζει καθόλου, τότε δεν προστατεύει καθόλου επίσης!
Ταυτόχρονα, κι επειδή ο ρυθμός είναι περίπου 15 εισπνοές και εκπνοές το λεπτό, που αυξάνει σε συνθήκες σωματικής προσπάθειας, δημιουργείται μεταξύ του προσώπου και της μάσκας ένα σχετικά επιβαρυμένο μικρο-περιβάλλον, αφού υπολείμματα της εκπνοής δεν προλαβαίνουν να απομακρυνθούν, με συνέπεια ο αέρας που εισπνέεται, να μην είναι τόσο καθαρός, όσο οφείλει να είναι. Είναι σαν να παραμένουμε για πολλή ώρα σε ένα κλειστό δωμάτιο μαζί με άλλους χωρίς εξαερισμό. Ενώ μικροσωματίδια (συμπεριλαμβανομένων των παθογόνων) που ήδη έχουν επικαθήσει και συσσωρεύονται στην επιφάνεια της μάσκας με την υποπίεση που δημιουργείται στη φάση της εισπνοής, ξεφεύγουν και εισέρχονται στην αναπνευστική οδό. Εξ άλλου αυτό σημαίνει και η παραδοχή, ότι η μάσκα προσφέρει μερική και όχι πλήρη προστασία. Στελέχη του ιού που έχουν επικαθίσει στην επιφάνεια της μάσκας, είτε εισπνέονται παρασυρόμενα από την υποπίεση σε δεύτερο χρόνο και μπορεί να μολύνουν τον φέροντα, είτε απελευθερώνονται παρασυρόμενα από τον εκπνεόμενο αέρα και μπορεί να μολύνουν τους γύρω του. Υπενθυμίζω ότι μιλάμε πάντα για την μη ιατρική υφασμάτινη μάσκα.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι σαφές. Υπάρχουν μελέτες που αποδεικνύουν με κατηγορηματικό και αδιαμφησβήτητο τρόπο, ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας και δεν υφίσταται ουδείς κίνδυνος για ένα υγιές άτομο, φορώντας μάσκα σε παρατεταμένη συστηματική χρήση και σε συνθήκες σωματικής προσπάθειας, πχ περπατώντας στον δρόμο, ανεβαίνοντας σκάλες, μεταφέροντας φορτία κτλ;
Εάν υπάρχουν, τότε γιατί δεν μας τις παρουσιάζουν και μας μιλούν για το μέγεθος των ατόμων του οξυγόνου;
Εάν δεν υπάρχουν, τότε απλά εικάζουν. Αποφάσεις όμως που έχουν να κάνουν με την υγεία του πληθυσμού δεν μπορεί να λαμβάνονται με βάση τις εικασίες, ή τις πεποιθήσεις του οποιουδήποτε.

Είναι πραγματικά λυπηρό, να εκστομίζονται από επίσημα χείλη, ψευδείς αναφορές για δήθεν πρόσφατες μελέτες στη Σιγκαπούρη, που είναι παλαιότερες και αφορούσαν ειδικού τύπου μάσκες με ειδικό μηχανισμό εξαερισμού.
Αντίθετα από τις όποιες ψευδείς ή λαθεμένες αναφορές σε ανύπαρκτες μελέτες, υπάρχουν πολλές αναφορές για την επικινδυνότητα της χρήσης μάσκας κάτω από συνθήκες έντασης. Τον περασμένο Μάιο έγινε πολύς θόρυβος για τους δύο Κινέζους έφηβους που ξεψύχησαν κατά τη διάρκεια του μαθήματος της γυμναστικής ενώ φορούσαν μάσκα.
Καταλαβαίνουν όλοι, ότι το ενδιαφέρον είναι για τα παιδιά στο σχολείο, όπου στα διαλείμματα θα τρέξουν, θα κυνηγηθούν κτλ, εκτός κι αν τους επιβάλλουμε την απόλυτη πειθάρχηση στη λογική «στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα», του γνωστού παιγνιδιού της παιδικής ηλικίας των παλαιότερων. Αλλά και για τους εργαζόμενους σε διάφορες εργασίες για την διεκπεραίωση των οποίων απαιτείται έστω μέτρια σωματική προσπάθεια και οι οποίοι επί ποινή προστίμου είναι υποχρεωμένοι να φορούν μάσκα πολλές ώρες την ημέρα, κάθε μέρα και δεν ξέρουμε για πόσους μήνες, ή για πάντα, εδώ που έχουμε φτάσει.
Κι αυτό, λειτουργώντας σε συνδυασμό με τη σταδιακή μετατροπή της μάσκας-φίλτρου σε εστία μόλυνσης, όπως ήδη αναφέρθηκα, μπορεί να προκαλέσει βλάβες, πιθανά μη αναστρέψιμες, σε χρόνια συστηματική χρήση. Το πόσο μικρός ή μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος καμία μελέτη δεν υπάρχει που να το διαψεύδει, ή να το επιβεβαιώνει. Με τον καθένα να καλείται να σταθμίζει τις πιθανότητες του ενδεχόμενου κινδύνου προκειμένου να αποφασίσει τη στάση του. Εκτός και εάν του επιβάλλεται, όπως τώρα επιχειρείται, άνωθεν δια του νόμου, δια τον οποίον όμως ουδείς επίσης αναλαμβάνει την ευθύνη για ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες από την εξαναγκαστική εφαρμογή του -κυρίως στα μικρά παιδιά.

Η ανησυχία δεν αφορά σε κάποιον που πάει να αγοράσει κάτι σε ένα κατάστημα και θα φορέσει για λίγα λεπτά της ώρας τη μάσκα. Εκεί είναι αυτονόητο, ότι, με δεδομένη την πανδημία, όπως αυτή παρουσιάζεται (κι όχι όπως τα πραγματικά στοιχεία δείχνουν ότι είναι), η στάθμιση των κινδύνων είναι συντριπτική υπέρ της μάσκας. Στο βαθμό που αυτή μπορεί να προσφέρει έστω και την ελάχιστη προστασία απέναντι σε έναν επικίνδυνο λοιμογόνο παράγοντα, όπως φάνηκε να είναι ο κορωναϊός. Το ίδιο και στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ή σε κλειστούς χώρους όπου ο συνωστισμός είναι αναπόφευκτος. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται για περιστασιακή χρήση και για λίγον χρόνο, που προφανώς δεν εγκυμονεί κινδύνους.

Ωστόσο, εδώ πάνε μάλλον για επιβολή καθολικής εφαρμογής της μάσκας, πέρα από τα νηπιαγωγεία, ακόμη σε αυτόν που θα βγάλει τον σκύλο του βόλτα στο πάρκο τα μεσάνυκτα. Είναι δεδομένη η εκφρασθείσα βούληση να επιβληθεί η μάσκα ακόμη και σε όλους τους εξωτερικούς χώρους, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή ένδειξη και κανένα επιστημονικό δεδομένο, ότι κινδυνεύει κάποιος να μολυνθεί, ή να μολύνει, περπατώντας μόνος του στον δρόμο.
Για «εκπαιδευτικούς» λόγους μας λένε τώρα!
Για να συνηθίσουμε τη νέα «κανονικότητα»!
Έχει καμία λογική αυτό;
Εάν δεν έχει, τότε δικαίως διαμαρτύρονται πολλοί, έστω κι εάν υπερβάλλουν στις αντιδράσεις τους, δαιμονοποιώντας γενικά τη χρήση μάσκας, απέναντι σε αυτούς που την θεωρούν ως το απόλυτο όπλο κατά του ιού, κατηγορώντας όλους αυτούς που προβληματίζονται περίπου ως εγκληματίες και δημόσιο κίνδυνο.

Ο φασισμός πάντα υπήρξε ηλίθιος. Έτσι και τώρα, χάνοντας κάθε μέτρο, δεν διστάζει δια της επιβολής της υπερβολής και του παραλογισμού, να προσπαθεί να κατισχύσει, επιτυγχάνοντας τελικά να διχάσει την κοινωνία και να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα ενός μέτρου που μπορεί να είναι χρήσιμη η -με τη δέουσα προσοχή- εφαρμογή του, μόνον εκεί που λογικά μπορεί να είναι αναγκαίο.

Όθων Κουμαρέλλας 
hereticalideas.gr
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ