Συντακτική Επιτροπή
Περιοδικό Θέσεις, τ.145, Editorial / www.theseis.com
“The highway is for gamblers, better use your sense, take what you have gathered from coincidence” . Bob Dylan, It’s All Over Now, Baby Blue [1]
«Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια,τα δάκρυα να κάνω μπιχλιμπίδια,τα λόγια, μοναχά, μας απομείναν κι οι θεωρίεςστην πράξη μας χαλάνε οι θεσμοί»
Νικόλας Άσημος, Βαρέθηκα
1. Αριστερές μεταμορφώσεις
Η προσγείωση στο «φιλόξενο» έδαφος του κοινωνικού ρεαλισμού που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε σχεδιάσει πριν καν ονειρευτεί την κρατική διαχείριση (και η κυβέρνηση ανέλαβε να υλοποιήσει προσπαθώντας να συντηρήσει ένα πρόσωπο έξωθεν πολιτικού καταναγκασμού), έχει ήδη ορατές συνέπειες που αποτυπώνονται σε σημαντικές εκφάνσεις της συγκυρίας. Διότι οι πολιτικές μετατοπίσεις του κόμματος και των πρωταγωνιστών του από τη «ριζοσπαστική Αριστερά» προς ένα νεφελώδες noman’sland της «προοδευτικής σοσιαλδημοκρατίας», επιστρατεύοντας και μια φτηνή απομίμηση του «παλλαϊκού μετώπου» του ύστερου μεσοπολέμου ως άλλοθι απέναντι στην άνοδο του ακροδεξιού μαύρου μετώπου στην Ευρώπη, έχουν τη ρίζα τους στην προσήλωση στους «θεσμούς», δηλαδή στους μηχανισμούς του καπιταλιστικού κράτους, πολύ πριν τον Ιανουάριο του 2015.
Έχουμε λοιπόν τη μαγική εικόνα ενός «άλλου» ΣΥΡΙΖΑ που αναγεννήθηκε «μεταρρυθμιστικά» από τη στάχτη του αντισυστημισμού και βρίσκεται σε εναγώνια αναζήτηση «αριστερής» ταυτότητας προσπαθώντας να ταυτίσει την πολυπρόσωπη Δεξιά συλλήβδην με ακροδεξιό νεοφιλελευθερισμό, πινοσετισμό, θατσερισμό και φυσικά – στο πνεύμα του καιρού – λαϊκισμό. Δρέπει μάλιστα ορυμαγδό «επαίνων» για τον πολιτικό ρεαλισμό του πρωταγωνιστή Τσίπρα, ο οποίος ανένηψε από κήρυκας της «εξέγερσης» σε ιεραπόστολο του δυσεύρετου «ευρωπαϊκού ιδεώδους» που βρίσκεται κάπου θαμμένο στα αζήτητα της ιστορίας. Σε απόλυτη αρμονία με την επίσημη κυβερνητική προπαγάνδα που επαινεί τις «θυσίες του ελληνικού λαού», καμαρώνοντας ότι «έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια» εφαρμόζοντας τις επιταγές τους ως το τέλος.
Μια ερμηνεία για τη μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία ενστερνίζεται χωρίς δισταγμό ο «εξωκοινοβουλευτικός χώρος» της Αριστεράς θα ρίξει το φταίξιμο στη ρεφορμιστική πολιτική που φώλιαζε μέσα στον πυρήνα του πολιτικού σχεδίου «ανατροπής» του ΣΥΡΙΖΑ. Μια πολιτική που οδηγεί, πέρα από τις όποιες ριζοσπαστικές ρητορικές, στην αποδοχή των συστημικών περιορισμών και στην ταχεία ή βραδεία πολιτική συνθηκολόγηση. Μάλιστα εδώ έχουν τη ρίζα τους ως φυσιολογικό επακόλουθο των ταξικών επιλογών και οι ατομικές και συλλογικές στρατηγικές πολιτικής και κοινωνικής ανέλιξης που τροφοδοτούν τον κρατικό μηχανισμό με νέο «άφθαρτο» πολιτικό προσωπικό.
Μια άλλη ερμηνεία που υιοθετεί αβίαστα ο «προοδευτικός σοσιαλιστής» που απεχθάνεται την «κοινωνική ανατροπή» και τους «πολιτικούς ακροβατισμούς» που αυτή συνεπάγεται, θα κλίνει προς μια συγκαταβατική στάση: θα αναγνωρίσει το αναγκαίο του «συμβιβασμού», μιας και το σχέδιο ήταν «εξωπραγματικό», διατηρώντας ταυτόχρονα την κριτική της «μεθόδου», δηλαδή την επιλογή μιας άκαιρης πολιτικής στροφής μετά από «καταστροφική σύγκρουση», η οποία θα μπορούσε να είχε γίνει «ομαλά» και με «συνεννόηση», καθόσον αυτή η πολιτική τάση υπήρξε πάντοτε οπαδός του «διαλόγου».
Και οι δυο εκδοχές όμως συμπίπτουν στον πυρήνα τους: το πολιτικό σχέδιο ήταν ανεδαφικό και ανεφάρμοστο, και όφειλε να δώσει τη θέση του είτε στην «πραγματική ανατροπή», είτε στη «μεταρρυθμιστική προσαρμογή», ανάλογα με το αριστερό ή δεξιό πρόσημο της κριτικής. Επειδή όμως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη έμπρακτα και τραγελαφικά ταυτιστεί με την «προσαρμογή», η «αριστερή» κριτική αποκτά εξ αντανακλάσεως κύρος και αξιοπιστία που τρέφεται από τους κυβερνητικούς ακροβατισμούς και τις εξόφθαλμες απάτες της κυβερνητικής πολιτικής.
Πόσο πολιτικά χρήσιμο είναι όμως αυτό το «αριστερό» σύστημα αναφοράς; Ή για να διατυπώσουμε το ζήτημα με πιο ακριβή τρόπο: σε ποιο θεσμικό πλαίσιο ήταν εφικτή η «πραγματική ανατροπή»;
2. Κοινός παρονομαστής
Σχεδόν όλες οι «από τα αριστερά» κριτικές που στηλιτεύουν την «προδοσία» του ΣΥΡΙΖΑ, υποβάλλουν ταυτόχρονα σιωπηρά τη θέση ότι μια «συνεπής» Αριστερά θα είχε τα θεσμικά εργαλεία για μια άλλη πορεία που θα διασφάλιζε τη νικηφόρα ανατροπή των συσχετισμών δύναμης και την κατίσχυση των δυνάμεων της εργασίας στην αναμέτρηση με το κεφάλαιο.
Ποιο είναι όμως το κεντρικό στοιχείο που θα επέτρεπε στην Αριστερά να υιοθετήσει και να επιβάλει μια άλλη πορεία, την οποία όμως ο ΣΥΡΙΖΑ απεμπόλησε αθετώντας τις υποσχέσεις και τους – έστω λειψούς – στόχους του; Τι είναι αυτό στο οποίο προσβλέπουν οι επικριτές και το οποίο δεν αξιοποίησε ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ;
Οι κοινός παρονομαστής που φαίνεται να προκύπτει ανάμεσα σε συχνά ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς στην «από τα αριστερά» κριτική προς τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι η πεποίθηση για τη δυνατότητα μιας «πραγματικά ριζοσπαστικής» κρατικής διαχείρισης. Αυτό που ενώνει τις επικριτικές φωνές στην Αριστερά είναι όσα δεν έκανε – και θα μπορούσε να έχει κάνει – μια αριστερή κυβέρνηση που έχει το πηδάλιο της κρατικής μηχανής, ένα εργαλείο που θα μπορούσε να γεμίσει με αριστερή «πολιτική ουσία» ώστε να λειτουργήσει φιλολαϊκά.
3. Μύθοι της διαχείρισης
Ποιο ρόλο μπορούν λοιπόν να διαδραματίσουν οι κρατικές πολιτικές, ποια είναι τα περιθώρια και το πρόσημο της κρατικής διαχείρισης, πόση βουλησιαρχία διαθέτει ο διαχειριστής, ποια χρήση μπορεί να γίνει αυτού του εργαλείου, αν όχι για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, τουλάχιστον για τη διευκόλυνση της «μετάβασης» προς μια διαφορετική κοινωνία; Ερωτήματα που υποβάλλουν τη θέση ότι η επεξεργασία και εφαρμογή πολιτικών με τη χρήση των κρατικών μηχανισμών μπορεί να επηρεάσει (σταδιακά ή διαμιάς) τους δεδομένους συσχετισμούς δύναμης προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της εργασίας στη σύγκρουση με το κεφάλαιο: μια θέση κοινή στην αριστερή παράδοση μετά την ήττα των επαναστάσεων και εξεγέρσεων που έλαβαν χώρα μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, και η οποία σταδιακά, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, απέκτησε τη δομή του «δημοκρατικού δρόμου», εστιάζοντας στην κρατική μηχανή προκειμένου να παραχθούν κρίσιμα κοινωνικά αποτελέσματα.
Είναι προφανές ότι οι αριστερές πολιτικές στους σύγχρονους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς που επιδιώκουν να παρέμβουν στο συσχετισμό δύναμης κεφαλαίου – εργασίας είναι σταθερά προσανατολισμένες στο κράτος προσπαθώντας να απαντήσουν εμπειρικά σε εκφάνσεις της συγκυρίας. Μιας και διαχρονικό αποτέλεσμα της διευρυμένης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνιών είναι η συγκέντρωση του πλούτου στα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης, πρωταρχικός στόχος γίνεται η ανάσχεση της φτωχοποίησης των μαζών και η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των κοινωνικά ασθενέστερων. Και ο πρώτος στόχος που προσφέρεται είναι η κρατική μηχανή ως το κατ’ εξοχήν εργαλείο που μπορεί να υπηρετήσει μια αριστερή πολιτική εισάγοντας καίριες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στις εργασιακές σχέσεις, στη φορολογία, στον κοινωνικό μισθό, στη μέριμνα για την προστασία των κοινωνικά αδύνατων. Ένα εργαλείο δίκοπο μαχαίρι όμως, μιας και στην πορεία ενεργοποιεί μηχανισμούς σταδιακής αναίρεσης των «προοδευτικών» αλλαγών που το ίδιο αρχικά δρομολογεί.
Η θέσπιση προστατευτικών νόμων για το πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, τον κατώτατο μισθό, την εργασιακή ημέρα, την απόδοση των υπερωριών, τις ασφαλιστικές εισφορές είναι απλά μια σύμβαση πλαίσιο, η εφαρμογή της οποίας εξαρτάται από την αυθαιρεσία του κάθε εργοδότη αδιακρίτως: το «μικρό» και όχι μόνο το «μεγάλο κεφάλαιο». Αυτό δηλαδή που η κρατική πολιτική ορίζει, διορθώνεται στην πορεία από την αγορά, η οποία μεριμνά ώστε οι «ισορροπίες» που διαταράσσονται να επανέλθουν στη «φυσική τάξη πραγμάτων», με όπλο τη μικροφυσική της εξουσίας του κεφαλαίου, εργαλείο την ιεραρχία της επιχείρησης και γενικό καταναγκασμό μακροοικονομικές «ανισορροπίες» που πρέπει να διορθωθούν.
Οι μηχανισμοί ελέγχου που η κρατική μηχανή διαθέτει για να εποπτεύσουν την εφαρμογή των κανόνων που η ίδια έχει θεσπίσει είναι τόσο περιορισμένοι ώστε τελικά αποδεικνύονται ανίσχυροι μπροστά στη «φυσική» ισχύ της αγοράς. Ιδιαίτερα στην κρίση, η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας εξαρτάται από τον καταναγκασμό της εργοδοσίας, η κατώτατη αμοιβή παραβιάζεται με την κατ’ όνομα μερική απασχόληση, η αμοιβή συμπιέζεται με όπλο τον εφεδρικό στρατό, οι ασφαλιστικές εισφορές θυσιάζονται στο βωμό της αδήλωτης εργασίας, και ό, τι ξεφεύγει από τη μικροκλίμακα της άμεσης επιβολής του κεφαλαίου στην εργασία υποβάλλεται στη δοκιμασία των μακροοικονομικών περιορισμών, του πληθωρισμού, των δημοσιονομικών ελλειμάτων, της διαχείρισης του χρέους…
Η φορολογική πολιτική από την άλλη είναι πρόσφορη για να δείξει το «κοινωνικό πρόσωπο» της κρατικής διαχείρισης. Μόνο που η μισθωτή εργασία έχει μηδενικές δυνατότητες φοροδιαφυγής και αποτελεί τη μόνιμη πηγή των κρατικών εσόδων, ενώ για το κεφάλαιο κάθε μεγέθους υπάρχουν πάντοτε νόμιμες και προστατευόμενα «παράνομες» δυνατότητες άσκησης αυτού του εξαιρετικά πρόσφορου μέσου ανατροπής της εισοδηματικής πολιτικής μέσω της κρίσης των δημόσιων οικονομικών από την υστέρηση των εσόδων, της διόγκωσης της ανεργίας και συνακόλουθα της δραστικής μείωσης της φορολογίας του κεφαλαίου για να μη «χάνονται» θέσεις εργασίας…
Την ίδια μοίρα έχει και ο οικονομικός ρόλος του κράτους, είτε με τις δημόσιες επενδύσεις να υπακούουν στις δημοσιονομικές επιταγές και στους κανόνες δανεισμού που επιβάλλουν οι διεθνείς αγορές κεφαλαίου, είτε με την ανάληψη επιχειρηματικής δραστηριότητας με τη νομική μορφή των δημόσιων επιχειρήσεων που είναι τόσο «μη καπιταλιστικές» ώστε σε πρώτη ευκαιρία μέσω των δημοσιονομικών περιορισμών ανακαλύπτουν τα όριά τους και ενδύονται τον μανδύα του ιδιωτικού κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση η οικονομική βουλησιαρχία της κρατικής μηχανής αποδεικνύεται ως άλλη μια μαγική εικόνα που υπακούει στους κανόνες της «ανταγωνιστικότητας» (δηλαδή του κεφαλαιακού ανταγωνισμού και της διευρυμένης αναπαραγωγής του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου), για να μην αναφερθούμε στην ανάληψη ζημιογόνων επενδύσεων σε υποδομές που θα καταστήσουν την αξιοποίηση των κεφαλαίων στη συνέχεια περισσότερο αποδοτική.
4. Αριστερές στρατηγικές
Είναι λοιπόν κεφαλαιώδες ζήτημα για την αριστερή πολιτική η στάση απέναντι στα ζητήματα που ανακύπτουν ως αποτέλεσμα των περιορισμών που αντιμετωπίζει η κρατική διαχείριση όποτε προσπαθεί να επιβάλει όρους που ξεπερνούν τις απλές διορθωτικές παρεμβάσεις στις διακυμάνσεις της συγκυρίας.
Οι «αριστεροί μεταρρυθμιστές» θα εστιάσουν στις διαχειριστικές κυβερνητικές αδυναμίες και θα προτείνουν διορθωτικές παρεμβάσεις με κατεύθυνση τον εξορθολογισμό και την καλύτερη αξιοποίηση του διαχειριστικού δυναμικού. Μόνο που θα πρέπει να εξηγήσουν πειστικά γιατί όλες οι προσπάθειες που έχουν επιδιώξει τη «μεταρρυθμιστική ανατροπή» εμφανίζουν ως δια μαγείας πάντοτε την ίδια «διαχειριστική ανεπάρκεια» που νομοτελειακά οδηγεί στην ακύρωση της όλης προσπάθειας. Όπως επίσης και γιατί όλες οι «διαχειριστικές ανεπάρκειες» τελικά ανακόπτονται από μια «ανεξήγητη» παντοκρατορία των αγορών, μιας και τελικά η οικονομία «ορθολογικά» προσαρμόζει όσα η πολιτική «αλόγιστα» επιτάσσει.
Η άλλη, η εξωσυστημική Αριστερά έχει και αυτή έτοιμη τη συνταγή που θα αποτρέψει την προδιαγεγραμμένη αποτυχία. Το πρόβλημα δεν έγκειται προφανώς στη «διαχειριστική ανεπάρκεια» αλλά στην προγραμματική «ευκαμψία», της υπό οποιοδήποτε προσωπείο ρεφορμιστικής Αριστεράς. Αν απέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι γιατί ψευδώς ισχυριζόταν ότι είχε πρόγραμμα ανατροπής. Οπότε και η λύση έγκειται στην εμμονή στο αυθεντικό πρόγραμμα μιας «πραγματικής ανατροπής» και στην πιστή εφαρμογή του, πάντοτε επιδιώκοντας να αξιοποιήσει την κρατική μηχανή ως εργαλείο επιβολής μετατοπίσεων στον συσχετισμό δύναμης.
Πόσο εναλλακτική είναι όμως στο λόγο της η «εξέγερση» και η «ανατροπή» όταν για τη «μετάβαση» ή την προετοιμασία της, αξιώνει να γεμίσει το δοχείο της αστικής κρατικής μηχανής με αριστερό υγρό προκειμένου με αυτό τον τρόπο να πετύχει στόχους απελευθέρωσης της εργασίας; Πόσο διαφοροποιείται τελικά από το αρχικό «αντιπολιτευτικό» σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ που αφελώς διακήρυσσε ότι αρκεί απλά να στρέψει την αστική κρατική μηχανή ενάντια στους δημιουργούς και εμπνευστές των μνημονίων; Και ποιος μπορεί να απαντήσει πειστικά στο ερώτημα των αιτίων της συριζαϊκής προσαρμογής, όταν απαιτεί την επανάληψη του αποτυχημένου εγχειρήματος με αλλαγή του αγωνιστικού πρόσημου που τώρα θα διαθέτει τεράστια αποθέματα βουλησιαρχίας;
Αν κάτι ρητά ή έμμεσα υποβάλλει η διαφοροποίηση της «άλλης» Αριστεράς αυτό σχετίζεται με ένα και μόνο ζήτημα: την αλλαγή πρόσημου στην κρατική βία, την έννομη βία του κράτους, με στόχο αυτή να γίνει κινητήρια δύναμη που θα θέσει την κρατική μηχανή σε κίνηση στην υπηρεσία της εργασίας.
5. Η βία των μηχανισμών
Βρέθηκε λοιπόν η «λυδία λίθος» που θα μετράει με αποδεικτική ισχύ το γνήσιο ή το ψευδές της όποιας αριστερής στρατηγικής. Είναι η χρήση της κρατικής μηχανής ως μηχανισμού της έννομης βίας για τη μετατόπιση και τελικά προοπτικά ανατροπή των ταξικών συσχετισμών και τη δρομολόγηση της μετάβασης. Με αυτό τον τρόπο, καίτοι ως ένα βαθμό αναγνωρίζονται τα όρια της κρατικής διαχείρισης που αντιμετωπίζει την ταξική πολυκέφαλη λερναία ύδρα, εντούτοις υιοθετείται ο πυρήνας της «θεσμικής αριστερής» πολιτικής στρατηγικής, η οποία πιστεύει ότι μέσα από την κρατική έννομη βία θα τελεσφορήσει τελικά η «ανατροπή». Όλα τα εγχειρήματα ανατροπής σε τελική ανάλυση σκόνταψαν, υποτίθεται, στην απουσία κατευθυντικής πολιτικής βούλησης: στη μη ορθή και αποτελεσματική χρήση της έννομης βίας της κρατικής μηχανής προκειμένου να επιβληθούν μετατοπίσεις στους κοινωνικούς συσχετισμούς.
Τελικά διαφαίνεται και εδώ μια «αόρατη χειρ» που οδηγεί στον «συμβιβασμό»: είναι ο δισταγμός, η ολιγωρία, ο φόβος, η αδυναμία να χρησιμοποιηθεί από τους διαχειριστές του «κοινοβουλευτικού δρόμου» η έννομη βία του αστικού κράτους για να κατασταλεί η ταξική αντίδραση του κεφαλαίου, που αντιτίθεται στη βούληση του λαού. Το αίτιο είναι υποκειμενικό διότι οι μηχανισμοί είναι παρόντες και διαθέσιμοι και το μόνο που απομένει είναι η κατάλληλη χρήση τους. Με προφανείς τις παραδοχές που αποτελούν το υπόβαθρο του τελευταίου: επειδή οι μηχανισμοί είναι ουδέτεροι και χρηστικοί, προσφέρονται για αξιοποίηση και διαθέτουν μοναδικές ιδιότητες που τους μετατρέπουν σε απόλυτο ελκυστή για μια αριστερή πολιτική «ανατροπής». Αν η «γυμνή» ταξική σύγκρουση είναι έκθετη σε αστάθμητους παράγοντες της ταξικής πάλης, η χρήση των δομημένων κρατικών μηχανισμών από την πλευρά των αριστερών διαχειριστών ως εργαλείου στη σύγκρουση, περιορίζει την κοινωνική εντροπία υποκαθιστώντας μέρος του κοινωνικά αστάθμητου με τη δομημένη λειτουργία της μηχανής που μπορεί πλέον να στραφεί κατά των δημιουργών της, εφόσον υποστεί την κατάλληλη καθοδήγηση και χειρισμό.
Η έννομη κρατική βία που μορφοποιεί την ταξική σύγκρουση είναι το «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» των τεχνικών της «επανάστασης», στη μακρά πορεία που τους μετασχηματίζει σε τεχνικούς της εξουσίας. Σε αυτή τη θεώρηση, η ταξική σύγκρουση μετατρέπεται σε θεσμική σύγκρουση μεταξύ μηχανισμών και του προσωπικού που τους στελεχώνει ή τους χειρίζεται, με την αριστερή διαχείριση να έχει το θεωρητικό πλεονέκτημα απέναντι σε μια αστική τάξη που έχει στερηθεί τα εργαλεία της εξουσίας της.
Και ταυτόχρονα δαμάζεται ο φόβος μπροστά στο αστάθμητο της ταξικής πάλης, μιας ταξικής σύγκρουσης χωρίς υποκείμενο και τέλος-σκοπό: η νεφελώδης αντιπαράθεση αόρατων στρατών εξορθολογίζεται σε μάχη μεταξύ των μηχανισμών και των χειριστών τους, αποκτά νομικό – θεσμικό περίβλημα ως έννομη βία του ισχυρότερου θεσμικού πόλου εναντίον σφετεριστών και υπονομευτών, και μετατρέπεται σε «προβλέψιμη» μάχη μεταξύ ορατών και σχηματοποιημένων αντιπάλων. Ένα ταξικό starwars στο οποίο η republic μάχεται την αυτοκρατορία, ως η αιώνια μάχη του καλού ενάντια στο κακό, και η έκβαση κρίνεται από τα όπλα, τις πολεμικές μηχανές που διαθέτει ο κάθε εμπλεκόμενος.
Όμως κάθε σχηματοποίηση και «τακτική» μετατόπιση καταβάλλει τίμημα από τη στιγμή που η γυμνή βία της ταξικής σύγκρουσης, δέσμια της δυναμικής των μαζών, μετατρέπεται σε «ουδέτερη» έννομη βία των μηχανισμών την οποία μάλιστα υποτίθεται ότι οικειοποιούνται κατά βούληση οι χειριστές της.
Όμως η «ουδετερότητα» των μηχανισμών είναι μόνο στα θεωρητικά σχήματα των επίδοξων και υπαρκτών χειριστών τους. Το «ουδέτερο» εργαλείο που γεμίζει με αριστερό περιεχόμενο αποτελεί φενάκη, που μόνο οι θεωρητικοί της «θεσμοποιημένης ανατροπής» προπαγανδίζουν, στην προσπάθεια να αιτιολογήσουν τις καθόλου ουδέτερες πολιτικές μετατοπίσεις τους.
6. Ουδέτερη πορεία
Η προσκόλληση στην εργαλειακή άσκηση της έννομης βίας των μηχανισμών του αστικού κράτους αποκρύπτει καταστατικά το γεγονός ότι οι «ουδέτεροι» μηχανισμοί έχουν τη δική τους άκαμπτη λογική που αποτυπώνεται στη θεσμική λειτουργία τους, μιας και αποτελούν ένα κάθε άλλο παρά ουδέτερο εργαλείο στα χέρια του διαχειριστή. Οι κρατικοί μηχανισμοί, ιδεολογικοί και κατασταλτικοί, συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα της αστικής εξουσίας τον οποίο μόνο η δυναμική της εξέγερσης των μαζών μπορεί να διαπεράσει σε κομβικά σημεία ανατροπών της συγκυρίας. Σε ομαλές περιόδους έχουν τη μοναδική ιδιότητα να αποτυπώνουν τη λογική τους στον διαχειριστή, διαπερνώντας μέσω της συγκροτημένης θεσμικής υπόστασής τους το καταστατικό στοιχείο της λειτουργίας του.
Οι κρατικοί μηχανισμοί είναι συμπαγείς δομές του αστικού κράτους, διαπερνώνται από τις κυρίαρχες ιδεολογίες και εμφανίζουν ρωγμές και αστάθειες μόνο μέσα από την παρέμβαση της εξέγερσης και του αστάθμητου της ταξικής πάλης, όπως αυτό προκύπτει στο πεδίο της ταξικής σύγκρουσης. Αυτό που στη διαχειριστική ιδεολογία φαντάζει ως ένα ουδέτερο εργαλείο τεχνικών χειρισμών στα χέρια του προσωπικού διαχείρισης, είναι στην πραγματικότητα ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο χειρισμού και εκμάθησης κοινωνικών και πολιτικών ρόλων για το πολιτικό προσωπικό, ακόμη και αν έχει αναλάβει την τυπική διαχείρισή τους μέσα από τη διαδικασία αντιπροσώπευσης.
Η αφλογιστία των εγχειρημάτων «ανατροπής» που στηρίζονται στην παντοδυναμία των κρατικών μηχανισμών, εξηγούν τις οβιδιακές μεταμορφώσεις των αριστερών «ασυμβίβαστων» κηρύκων της «ανατροπής», σε στυλοβάτες της «δημοκρατίας», της «Ευρώπης», του «φιλολαϊκού τέλους των μνημονίων», που αυτοί οι ίδιοι καμαρώνουν ότι εφάρμοσαν. Ακόμη και οι ίδιοι απορούν με τη ανακόλουθη θρασύτητα των επιχειρημάτων τους!
Αν λοιπόν η κριτική εστιάζεται στην ατολμία «αξιοποίησης» του κράτους για την εφαρμογή του «ανατρεπτικού» σχεδίου, τότε υπάρχει κάτι ριζικά λάθος στη συλλογιστική όσων ασκούν την κριτική. Οι μαζικές κινητοποιήσεις της περιόδου 2010-2012 είχαν κάνει σαφές ότι μια σημαντική μερίδα του κόσμου της μισθωτής εργασίας (εργατική τάξη και νέα μικροαστική τάξη), καθώς και ένα τμήμα της αυτοαπασχόλησης, εισήλθαν για πρώτη φορά κατά την περίοδο της κρίσης στις πρακτικές των μαζικών κινητοποιήσεων και αποστασιοποιήθηκαν από το παγιωμένο μέχρι τότε δικομματικό σύστημα αντιπροσώπευσης. Οι μαζικές συγκεντρώσεις υποστήριξης του ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 έδειξαν ότι αυτό το κινηματικό δυναμικό παρέμενε ζωντανό. Το νόημα της Αριστεράς και κατ’ επέκταση μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς» είναι να γειώνεται στα εργατικά συμφέροντα και τη δυναμική των μαζών, για να τα φέρει στο πολιτικό προσκήνιο, να φέρει τις μάζες «μέσα στους κρατικούς θεσμούς», αλλά ενάντια στη λογική του αστικού κράτους και ενάντια στα συμφέροντα του κεφαλαίου. Να θέσει δηλαδή σε κίνηση μια στρατηγική ριζοσπαστικού-δημοκρατικού μετασχηματισμού, στη βάση του οποίου είναι η κατοχύρωση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και ευρύτερα του κόσμου της εργασίας στην παραγωγή και τους θεσμούς, η διεύρυνση της δημοκρατίας κλπ. Διαφορετικά η υποτιθέμενη «κυβέρνηση της Αριστεράς» γίνεται τμήμα της αστικής στρατηγικής, δηλαδή κυβέρνηση κάποιων που δηλώνουν αριστεροί, ενώ απλώς υπηρετούν το «συνεχές» των αστικών κρατικών πολιτικών.
Κάποτε η γενιά της εξέγερσης του ’68 διακήρυττε μετά την ήττα ότι ο μόνος δρόμος είναι η μακρά πορεία μέσα από τους θεσμούς. Η κατάληξη είναι γνωστή: οι θρασύτεροι εξ αυτών δηλώνουν ότι το σύστημα άλλαξε επειδή είναι αυτοί στο τιμόνι του, οι άτολμοι συχνά ομολογούν ότι είναι μάλλον ισχυρότερη η λογική των μηχανισμών εξουσίας αλλά το διασκεδάζουν. Όλοι όμως δεν είναι παρά πιόνια στο θέατρο σκιών που σκηνοθετεί η σχέση του κεφαλαίου.
Ενώ στο βάθος, οι μάσκες του κεφαλαίου πραγματικά διασκεδάζουν με την αφέλεια ή τη φιλαυτία των πρωταγωνιστών που «αμφισβητούν» την εξουσία του…
Ας κλείσουμε λοιπόν αυτό το σημείωμα με μια επισήμανση του Λουί Αλτουσέρ, σε μια συγκυρία, το 1978, όταν στη Γαλλία έμπαινε στην ημερήσια διάταξη η «ανατροπή», με την επικείμενη νίκη της Αριστεράς του Κοινού Προγράμματος στις Προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 1981:
«Φαίνεται ότι καταλήξαμε να ανάγουμε την πολιτική στη σφαίρα του κράτους ξεκινώντας από την ορθή θέση ότι τελικά το κράτος είναι το επίδικο αντικείμενο της πολιτικής […] Από θέση αρχής το κόμμα ποτέ, ουδέποτε, δεν πρέπει να αυτοθεωρείται ως “ένα κόμμα διακυβέρνησης”, ενώ βέβαια μπορεί σ’ ορισμένες περιπτώσεις να συμμετέχει στην κυβέρνηση. Από θέση αρχής, σύμφωνα με το λόγο της πολιτικής και ιστορικής του ύπαρξης, το κόμμα πρέπει να βρίσκεται εκτός κράτους, εκτός του καπιταλιστικού κράτους και κατά μείζονα λόγο του προλεταριακού κράτους. Το κόμμα πρέπει να είναι το όργανο για την καταστροφή του αστικού κράτους, πριν γίνει ένα από τα όργανα για το μαρασμό του κράτους»
(Λουί Αλτουσέρ, «Το πρόβλημα του κράτους στη μαρξιστική θεωρία», Αλτουσέρ κ.ά. Συζήτηση για το κράτος, εκδ. Αγώνας, Αθήνα 1980: 14, 16-17).
_________
[1]. Ο αυτοκινητόδρομος είναι για τζογαδόρους, σκέψου λογικά, οπότε πάρε ό,τι μάζεψες από σύμπτωση.