Γλῶσσα, τεκμήριον διανοίας
Τά κείμενα πού κάμνουν ἀναφοράν στήν γλῶσσαν ἀφιερώνονται σ’ ὅλους ὅσους συνεχίζουν νά μάχονται γιά τήν ἀνύψωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι σημαντικός συντελεστής γιά τήν ἀτομικήν, ἀλλά καί τήν συνολικήν ἀπελευθέρωσιν, ἀπό κάθε εἴδους καταπίεσιν καί ἐκμετάλλευσιν.
Τά κείμενα ΔΕΝ ἀφιερώνονται σ’ αὐτούς πού ὡς ὄρνεα ἐπέπεσαν νά κατασπαράξουν ἕνα ὑπέροχο δῶρο τῆς φύσεως, πού μετά κόπων καί βασάνων ἀνεπτύχθη καί τό ὁποῖον ἔχει προσφέρει τόσα πολλά εἰς τήν ἀνάπτυξιν καί λάμπρυνσιν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος.
ΔΕΝ ἀφιερώνονται στούς γραικύλους, οἱ ὁποῖοι τούς τελευταίους δυό αἰῶνες ἔκαναν καί κάμνουν τά πάντα γιά τήν ἐξαφάνισιν τῆς γλώσσης καί τήν ἀντικατάστασίν της ἀπό ἕνα σύστημα ἀπό-νοήσεως.
ΔΕΝ ἀφιερώνονται στἰς ἄθλιες κλίκες τῶν ἀριστερῶν πάσης φύσεως καί ἰδιαίτερα στήν «κυβερνώσα» συμμορία τοῦ Σύριζα καί τῶν ΑΝΕΛ, πού μέ τίς ἀποφάσεις ἑνός θλιβεροῦ δημοσιογραφίσκου, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά ὑποδυθεῖ τόν ὑπουργόν παιδείας, ἑτοιμάζεται νά δώσει μίαν ἀκόμη ὤθησιν πρός τήν γνωσιακήν ὑποβάθμισιν τῶν νέων, ἀλλά καί τοῦ ἑλλαδικοῦ πληθυσμοῦ εὐρύτερα, συρρικνῶνον ἀκόμη περισσότερον τήν δυνατότητα κατανοήσεως καί διακρίσεως γεγονότων, καταστάσεων καί ἀπόψεων. Ὁ περιορισμός –εν προκειμένω– τοῦ μαθήματος τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, ἀλλά καί τῆς ἐκμαθήσεως τῶν ἑλληνικῶν εὐρύτερα, ὁδηγεῖ πρός το τελικόν βῆμα: αὐτό τῆς πλήρους ἀποξενώσεως τῶν νέων γενεῶν ἀπό τήν ἱστορικήν καί γλωσσικήν ἐμπειρίαν και γνῶσιν. Ἐπειδή, ὡς γνωστόν, ἡ ὀρθή γλωσσική ἔκφρασις συμπορεύεται μέ τήν ὀρθήν γνῶσιν τῆς ἱστορίας (γι’ αὐτό καί τά συμβάντα στό λιμάνι τῆς Σμύρνης, τό 1922, δέν ἀποδίδονται μέ τήν λέξιν συνωστισμός ἀλλά μέ τήν ἐκδηλοῦσαν τήν ἀλήθειαν λέξιν σφαγή, οὔτε ἡ γενοκτονία εἶναι ἴδια μέ τήν ἐθνοκάθαρσιν), οἱ λεκτικές καί ἱστορικές παραποιήσεις τῶν ἐξουσιαστῶν δέν δύναται νά ἐπιβληθοῦν μέ εὐκολίαν, ἡ ὁποία τούς προσφέρεται μόνον ὅταν ὑπάρχει ἄγνοια ἤ ἀδιαφορία. Δέν εἶναι, ἑπομένως, ἄνευ σημασίας ἡ στην οὐσίαν κατάργησις τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, ἐφ’ ὅσον καί αὐτή ἡ στοιχειώδης ἐπαφή μέ αὐτά, πού ὑφίστατο ἕως τώρα, παύει νά ἰσχύει.
Ἡ ἐπιβολή μιᾶς γλώσσης
Ἡ ἐπί τῆς οὐσίας, συζήτησις καί ἀναζήτησις ἀναφορικά μέ τό γλωσσικόν θέμα, προϋποθέτει ὁρισμένες χρήσιμες ἐπισημάνσεις. Ἡ ἑκάστοτε μορφή ἐξουσίας, ὅταν μάλιστα διαθέτει τά χαρακτηριστικά τῆς κυριαρχίας, ἐπιβάλλει καί ἀπαιτεῖ τήν ἀποκλειστικήν χρῆσιν τῆς γλώσσης της. Ἔτσι, ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ἀπαιτοῦσε τήν γραφήν τῶν ἐπισήμων ἐγγράφων στήν Λατινική γλῶσσαν. Ὑπῆρξαν, βεβαίως, καί σ’ αὐτές τίς καταστάσεις, περιπτώσεις ἀσυναρτήτου γραφῆς κειμένων, ἐπιστολῶν κ.λπ. στήν λατινοελληνικήν.[1]
Τό γεγονός πώς αὐτή ἡ μορφή ἰώσεως συνεχίζει νά προσβάλη τήν γλῶσσαν δέν εἶναι τυχαῖο. Ἕνας τέτοιος τρόπος γραφῆς ὁδηγεῖ στήν πλήρη ἀποξένωσιν, ὄχι μόνον ἀπό τήν πηγήν τῆς γλώσσης ἀλλά καί ἀπό τήν τυπικήν μορφήν της, δηλαδή, στήν κατασκευή ἑνός προτύπου καθ’ ὅλα ἰσοπεδωτικοῦ. Οἱ ὑποστηρικτές του, ἰσχυρίζονται πώς τά φραγκολεβαντίνικα (γκρήκλις) ἦλθαν ὡς λύσις ἀνάγκης μετά τήν ἐφαρμογήν τῶν ὑπολογιστῶν, τῶν ὁποίων τό λογισμικόν δέν ὑποστήριζεν, ἀρχικῶς, τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν. Ἐδῶ, ὄντως, ἔχομεν ἕνα πραγματικό συμβάν. Ἡ γλῶσσα πού ὑποχρεωτικῶς ἐπεβλήθη ὡς πρότυπον ἦταν και παραμένει ἡ Ἀγγλική. Ἄν αὐτό ἦταν τυχαῖο, ἀφήνεται στήν ἐλεύθερη ἐκτίμησιν τοῦ καθ’ ἑνός. Βεβαίως, τώρα τά λογισμικά συμπεριλαμβάνουν καί τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν μαζί μέ ἄλλες. Ὅμως, ἤδη τά φραγκολεβαντίνικα[2] ἔχουν καθιερωθεῖ ὡς τρόπος ἐπικοινωνίας καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἀπόκτησις ἑνός λογαριασμοῦ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου ἀπαιτεῖ τήν χρῆσιν λατινικῶν χαρακτήρων. Ὁποία ἐλευθερία ἐπιλογῆς!
Οἱ ὑποστηρικτές αὐτοῦ τοῦ τρόπου γραφῆς ἔχουν ἕνα «ἀτοῦ», πού ἔχει χρησιμοποιηθεῖ πολλές φορές: τήν ἁπλοποίησιν. Εἶναι τό ἴδιο ἐπιχείρημα πού χρησιμοποιήθηκε γιά τόν σφαγιασμό τῆς γλώσσης μέ τήν καθιέρωσιν ὄχι ἁπλῶς τῆς «δημοτικῆς», ἀλλά μέ τήν ἐξαφάνισιν κλίσεων, πτώσεων κ.λπ. χάριν τῆς «ἁπλοποιήσεως». Τόσον τά φραγκολεβαντίνικα, ὅσον καί ἡ σύγχρονος ἐκδοχή τους ἐκάλυπταν, καλύπτουν καί ἐγκαθιστοῦν τήν ἀμάθειαν καί τόν καθοδικόν ἰσοπεδωτισμόν. Ἡ δῆθεν ἐλευθερία γραφῆς, μέσα ἀπό τήν ὀρθογραφική ποικιλότητα αὐτοῦ τοῦ κατασκευάσματος, εἶναι ἡ θεσμοποίηση τῆς ἀμαθείας, ἡ ὁποία σύν τῷ χρόνῳ προβλέπεται νά ἐπισημοποιηθῆ μέ βάσιν κάποιο πρότυπο γραφῆς.[3] Ἀλλοίμονον!
Ἐπίσης, εἶναι φανερόν ὅτι τόσον ἡ ἁπλοποίησις τῆς γλώσσης ὅσον καί τά φραγκολεβαντίνικα προσέφεραν ἀνοικτόν πεδίο στήν ὀκνηρία, ἀλλά εἶναι βέβαιον ὅτι δέν ἔχουν συμβάλλει στήν ἐμπέδωσιν καί καλλιέργειαν τῆς γνώσεως καί τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, συνολικά.
Εἶναι διαπιστωμένον ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ μεταβολές δέν ὑλοποιοῦνται ἐάν προηγουμένως δέν ἔχουν κατασιγάσει οἱ ἐξ αὐτῶν προκαλούμενες κοινωνικές ἀναταράξεις. Ὡς ἐκ τούτου, σέ καταστάσεις ἀπολυταρχίας ἀρκεῖ ἕνα διάταγμα προκειμένου νά ἐπιβληθεῖ ἡ χρῆσις μιᾶς γλώσσης ἤ ἑνός ἰδιώματος. Στίς συνθῆκες, ὅμως, τῶν λεγομένων δημοκρατικῶν συστημάτων, ἡ μορφή τῆς ἐπιβολῆς ποικίλλει. Ἐδῶ, ἀκολουθεῖται μία πολύπλοκος διαδρομή, ἡ ὁποία περισφίγγει πολλαπλῶς τούς ἀνθρώπους καί τήν σκέψιν τους. Σέ αὐτές τίς καταστάσεις οἱ μέθοδοι εἶναι ἐξουθενωτικές, παρ’ ὅτι δέν ἐκφράζουν μέ ἄμεσον τρόπον τήν ἐξουσιαστική βία.
Ἡ ἐπιστράτευσις τῶν δυνάμεων πειθαναγκασμοῦ εἶναι πράγματι κατακλυσμιαία. Οἱ διάφοροι φορεῖς, οἱ ἐπιστήμονες, τά μέσα ἐπηρεασμοῦ, ἡ προπαγάνδα, ἡ μίμησις, ἡ αἴσθησις (συνήθως ψευδής) ὅτι ἡ προπαγανδιζόμενη γλωσσική κατεύθυνσις προσδίδει κῦρος καί ἀποδοχήν, ἀλλά καί ἔνταξιν εἰς ἕνα κοινωνικόν σύνολον ἤ κάποια ὁμάδα, κάτι τό ὁποῖον ἐνομίζετο πώς ἦταν ἀδύνατο νά συμβεῖ ἐάν ἐξηκολούθη νά ὁμιλῆ, ὅπως, πρό πολλοῦ, εἶχε μάθει. Στήν προκειμένην περίπτωσιν ἔχομεν καί μίαν ἐκδήλωσιν συμμορφώσεως.
Προσέτι, ἐκτός ἀπό τήν ἔνταξιν, ἔχομεν τήν προσπάθειαν προσεταιρισμοῦ ἑνός κοινωνικοῦ σώματος τό ὁποῖο εἴτε ὁμιλεῖ εἴτε τοῦ ἔχει ἀποδοθεῖ τό «χάρισμα» τῆς ὁμιλίας τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος ὑπέρ τοῦ ὁποίου ἔχει ξεσηκωθεῖ προηγουμένως ὁ κατάλληλος θόρυβος. Ὁ λαϊκισμός πού ἐμφανίζεται ὡς ὑπερασπιστής τῶν δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ (στά ὁποῖα περιλαμβάνεται καί αὐτό τῆς ἐκφράσεως μέ ἕνα συγκεκριμένο γλωσσικόν ἰδίωμα) εἶναι τό μέσον ἐπιβολῆς τῆς πνευματικῆς καθηλώσεως τῶν «ὑπερασπιζομένων».
Ἄς ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν καί τοῦτο τό σημεῖο. Εἴδωμεν ὅτι ὁ τρόπος γραφῆς, πού ἔχει ἐπιβληθεῖ στό παγκόσμιο δίκτυο ἐπικοινωνίας εἶναι ὁ λατινικός, ἐνῶ εἶναι δεδομένη ἡ πριμοδότησις τῆς Ἀγγλικῆς, ἡ ὁποία τήν καθιστά ἀπαιτητήν στήν ἐπικοινωνία, παρά τήν τεράστιαν ἀδυναμίαν της νά ἀνταποκριθῆ σέ εὐρύτερες ἀνάγκες. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος τοῦ συνεχοῦς ἐμβολιασμοῦ της μέ λέξεις προκειμένου νά «ἐμπλουτισθεῖ», κατασκευάζοντας τήν αἴσθηση μίας αὐτάρκειας, πού ὅμως δέν ὑφίσταται.
Προφανῶς, τό νά λέγεται ἡ ἀλήθεια δέν σημαίνει κάποιου εἴδους ἐμπάθεια ἀπέναντι στήν συγκεκριμένην γλῶσσα. Ἄλλωστε, δέν εἶναι ὀλίγοι ἀπό τούς ὁμιλοῦντας αὐτήν, πού θά ὑπερθεματίσουν γιά τήν ἐν τοίς πράγμασιν ἀδυναμίαν της. Καί ὅμως, τά διεθνῆ κέντρα ἐπιβάλλουν μίαν «δύσκαμπτον καί στερημένη φαντασίας γλῶσσαν». Ὅπως, ὅμως ἐσυνήθιζον νά λέγουν οἱ προγενέστεροι ἡμῶν, «πρέπει νά τό ἔχει ἡ κούτρα σου νά κατεβάζει». Ὅσην ἀποθήκευσιν λέξεων καί ἄν κάνουν οἱ εἰδικοί της ὑποβαθμίσεως καί τῆς ἰσοπεδώσεως –πάντοτε πρός τά κατω– τῶν ἀνθρώπων εἶναι δύσκολον νά δημιουργήσουν τίς προϋποθέσεις, πού παρέχουν ἄλλες γλῶσσες, τόσον ὡς πρός τόν ἐκφραστικόν πλοῦτον, ὅσον καί ὡς πρός τήν εὐρύτητα τῶν νοημάτων καί τήν ἀκρίβειαν τῶν διατυπουμένων ἐννοιῶν.
Κάθε γλῶσσα ἔχει τήν ὀμορφιάν καί τήν χάριν της ὅταν ἀκολουθεῖ τόν δρόμον πού τῆς ἔχει ὁρισθεῖ μέσα ἀπό τήν πολύχρονη παρουσίαν καί διαδρομήν της. Ὅταν καλεῖται νά μιμηθεῖ αὐτό τό ὁποῖον ἄλλες γλῶσσες ἔχουν μέ χάριν δημιουργήσει καί ἀναδείξει, τότε ἔχομεν μία γλῶσσαν-καρικατούρα. «Ἕκαστος καί ἑκάστη ἐφ’ ὧ ἐτάχθησαν» μέσα στήν ἱστορικήν καί δημιουργική ροήν τῆς ἀνθρωπότητος καί τῶν συνόλων πού τήν ἀποτελοῦν καί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, καλόν εἶναι νά ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό εὔκολον δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ὀρθόν, οὐδέ καλόν.
Ὑπηρετώντας τήν κερδοσκοπία
Ἀπό ἀναρχικῆς ἀπόψεως δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι εἴμεθα ἐναντίον τῆς τεχνολογικῆς ἐξελίξεως προτείνοντες τρόπους ἀναπτύξεως ἐναρμονισμένους μέ τήν φύσιν. Ἐφ’ ὅσον εἴμεθα κατά τοῦ τεχνολογικοῦ ἰσοπεδωτισμοῦ καί τῶν συντομεύσεων πού πραγματοποιήθηκαν ἤ πραγματοποιοῦνται γιά λόγους ἐμπορικούς καί οἰκονομικούς καί ἐν τέλει κυριαρχικούς, ἐφ’ ὅσον εἴμεθα ὑπέρ τῆς σαφήνειας καί τῆς δυνατότητος νά κατανοοῦνται τά ὅσα ἐκφέρονται μέ τόν γραπτόν κυρίως λόγον, τότε γιά ποιό λόγο νά ἐπιζητῶμεν ἤ νά ἀποδεχώμεθα τήν ἀπογύμνωσιν τῶν λέξεων, τόσον τονικῶς ὅσον καί γραμματικῶς καί νά ἐπικροτῶμεν τήν καταστροφικήν ἀσυνταξίαν;
Θά ἀναφερθῆ ἕνα πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος. Προσφάτως ἡ Δημοκρατία τῆς Τσεχίας ἀποφάσισε, γιά λόγους οἰκονομικῆς εὐελιξίας, νά χρησιμοποιεῖ διεθνῶς τήν ὀνομασίαν Τσεχία. Ἄς σημειωθῆ ὅτι μέ τήν Σλοβακίαν ἀποτελοῦσαν ἀπό κοινοῦ τήν Λαϊκήν Δημοκρατίαν τῆς Τσεχοσλοβακίας. Τώρα ἔχομεν θυσίες στό βωμό τῶν κερδῶν καί τῆς συμμετοχῆς στή διεθνῆ κοινοπραξία τῶν ἐξουσιαστῶν. Εἶναι, ὅμως, μόνον αὐτό;
Εἰπώθηκε, ὅτι οἱ κυρίαρχοι ἐπιβάλλουν τήν γλῶσσαν τους μέ πολλούς τρόπους. Ἐάν λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν τίς ἀποικιοκρατούμενες χῶρες θά διαπιστώσωμεν ὅτι ἡ χρῆσις τῆς γλώσσης τῶν κατακτητῶν συμπορεύεται μέ τήν ὁλοένα αὐξανομένη σταθερότητα τῆς ἀποικιοκρατίας. Σ’ αὐτές τίς χῶρες μπορεῖ νά δῆ κάποιος ὅτι οἱ πινακίδες τῶν ἐμπορικῶν καταστημάτων εἶναι δίγλωσσες, μέ τήν τοπική γλῶσσα καί αὐτήν τῶν ἀποικιοκρατῶν. Ἐδῶ, διαπιστώνεται ὅτι ὁ ἀρχικός ἐξαναγκασμός μεταβάλλεται σταδιακά σέ ἐθελουσία ἀποδοχή τῶν ὅρων τοῦ κατακτητοῦ. Πέραν τούτου, ἄς σημειωθῆ ὅτι, ὁ κάτοικος μίας ἀποικιοκρατούμενης χώρας, ἐφ’ ὅσον γνωρίζει τήν γλῶσσαν τῶν κατακτητῶν ἀπολαμβάνει ἰδιαιτέρων προνομίων σέ σχέσιν μέ τούς ὑπολοίπους.
Ἄς ἔλθωμεν τώρα εἰς τήν μή ἀποικιακήν κατάστασιν, αὐτήν τήν ὁποίαν ὀνομάζουν παγκοσμιοποιημένην οἰκονομίαν. Ἐδῶ, παρ’ ὅτι οἱ συνθῆκες τῆς ἀποικιοκρατίας ἔχουν ἐκλείψει, θά διαπιστώσωμεν καί πάλιν στά καταστήματα διαφόρων χωρῶν, καί δή τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, τήν ὕπαρξιν πινακίδων μέ δυό γλῶσσες, οἱ ὁποῖες βαθμιαίως καταλήγουν στό νά εἶναι πινακίδες μέ μίαν ξένην γλῶσσαν.
Παρ’ ὅτι ὁ ἑλλαδικός χῶρος δέν συγκαταλέγεται στίς θεωρούμενες ὡς πρώην ἀποικιοκρατούμενες περιοχές θά παρατηρηθῆ ὅτι κατά τά τελευταῖα 50-60 χρόνια ὑπάρχει μία σταδιακή μεταβολή, ἀναφορικῶς πρός τό ἐξεταζόμενον θέμα. Τό κουρεῖον (ἀπό τό ρῆμα κείρω) ἦταν τό κατάστημα ὅπου ἐγένετο περιποίησις τῆς κόμης τῶν ἀνδρών[4] ἐνῶ κομμωτήριον ἦταν τό κατάστημα γιά τήν περιποίησιν τῆς γυναικείας κόμης. Σύν τῶ χρόνω οἱ ὀνομασίες μετεβλήθησαν. Τό κουρεῖον μετονομάσθη σέ Barber Shop καί τό κομμωτήριον σέ Coiffure.
Θά ἰσχυρισθεῖ κάποιος ὅτι αὐτό ἔγινε γιά τήν προσέλκυση τουριστῶν. Ὅμως, ἡ πραγματικότης εἶναι σαφής καί δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβητήσεις. Οἱ ἀλλαγές τόν ὀνομασιῶν ἔγιναν συλλήβδην καί ἰδιαίτερα σέ περιοχές πού δέν ἐνεφανίζετο τουρίστας καί ὅπου ἀκόμη καί σήμερα σπανίζει ἡ παρουσία τουριστῶν. Ἑπομένως, οἱ λόγοι τῆς ἀλλαγῆς ὀφείλονται στήν ἐπιθυμία α) ἀποκτήσεως κάποιου κύρους ἔναντι τῶν πελατῶν-πελατισσῶν, ἀπό τήν στιγμή πού θά ὑπῆρχε ἡ ξενική ὀνομασία καί β) τῆς ἐντάξεως σέ μία θεωρουμένη ὡς ἀνώτερη ἐπαγγελματική ὁμάδα. Ὁμοίως τό Παντοπωλεῖον, αὐτό δηλαδή τό ὁποῖον πωλεῖ τά πάντα, μετονομάσθη σέ Super Market (Ὑπέρ Ἀγορά).
Ὅλα αὐτά, βέβαια, γίνονται καί ἐπί τῶ σκοπῶ ἀποκτήσεως εὐρυτέρου κύκλου ἀγοραστῶν ἤ τουλάχιστον μέ αὐτό τό πρόσχημα ἤ τήν προσδοκία. Τό ἐρώτημα πού τίθεται ἐξ ἀρχῆς καί δέν ἀπαντᾶται, παρά μέ μισόλογα καί πρόχειρες δικαιολογίες, εἶναι γιά ποιό λόγο νά μήν ἔχει τό κατάστημα δίγλωσση ἡ πολύγλωσση πινακίδα ἀντί νά ἔχει μία μέ ξενικήν ὀνομασία, πού κατά κανόνα εἶναι στήν ἀγγλική γλῶσσα; Γιά ποιό λόγο ἡ φροντίδα ποδῶν θά πρέπη νά ὀνομάζεται pedicure καί, ἀντιστοίχως, τῶν χειρῶν manicure ἤ τό ἀρτοποιεῖον, ὁ γνωστός μας φοῦρνος, νά ὀνομάζεται bakery;
Θά μποροῦσαν νά ἀναφερθοῦν πολλά ἀκόμη τέτοιου εἴδους παραδείγματα, ἀλλά δέν ὑπάρχει λόγος νά κουράσωμεν.
Ἡ διαπίστωσις ἔρχεται σχεδόν αὐθορμήτως. Προκειμένου νά ὑπάρξη ἕνα σχετικό οἰκονομικό ὄφελος, ἀναπτύσσεται ἡ διάθεσις γιά τήν ἀποδοχή καταστάσεων, οἱ ὁποῖες οὔτε κάν θά συνεζητοῦντο κάτω ἀπό ἄλλες περιστάσεις.
Ἄς σκεφθῶμεν ὅτι μέ τό κίνητρον τῆς καλύτερης ἐργασιακῆς ἀμοιβῆς ἄρχισε ἡ προσφυγή στά φροντιστήρια γιά τήν ἐκμάθησιν τῆς ἀγγλικῆς, κυρίως, γλώσσης στά μέσα της δεκαετίας τοῦ 1960.
Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι ἁπλόν. Ἐάν ὑπῆρχε τό κίνητρο ἤ ἡ προσδοκία καλύτερης ἀμοιβῆς στήν λεγομένην ἀγοράν ἐργασίας μέ τήν ἐκμάθησιν καί τήν λῆψιν πτυχίου στά ἀρχαῖα ἑλληνικά δέν θά ἐστέλλοντο οἱ μαθητές και οι μαθήτριες σέ φροντιστήρια ἐκμαθήσεως τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν; Προφανῶς!
Πέραν τῶν τεχνικῶν πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἐξουσία προκειμένου νά ἐπιβάλλει τό γλωσσικόν καθεστώς πού ἐξυπηρετεῖ τίς κυριαρχικές της βλέψεις, διαπιστώνεται ὅτι ὁ δρόμος πρός τήν ἀποδοχήν συναρτᾶται μέ τήν διαδικασία ὑπακοῆς, γενικώτερον.
Ἡ γλῶσσα καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον (δέν) χρησιμοποιεῖται, ἑπομένως, ἀσκεῖ σημαντική ἐπίδρασιν εἰς τήν διαμόρφωσιν μίας ἐπιθυμητῆς ἀπό τήν ἐξουσίαν συμπεριφορᾶς καί ἕναν ἀντίστοιχον τρόπον σκέψεως.
__________
[1]. Πρόκειται γιά τό ἀντίστοιχον τῶν λεγομένων γκρήκλις, το ὁποῖον ἐφηρμόζετο ἕως καί πρόσφατα και πάντως πρίν τήν ἐφαρμογήν τῶν ὑπολογιστῶν και εἶναι γνωστόν καί ὡς φραγκολεβαντίνικη γραφή.
[2]. Ὁ ὅρος προέρχεται ἀπό τούς Λεβαντίνους τῆς Σμύρνης, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦσαν ἑλληνικά, ἀλλά ἐδυσκολεύοντο νά μάθουν τήν ὀρθογραφίαν καταφεύγοντες στούς λατινικούς χαρακτῆρες προκειμένου νά γράψουν «ἑλληνικά».
[3]. Ἤδη ἐδῶ καί δεκαετίες ἔχει ἑτοιμασθεῖ τό προτύπον ISO 8432, γιά τούς χρῆστες τῶν σύγχρονων φραγκολεβαντίνικων.
[4]. Ἡ συσχέτισις μέ τόν μπαρμπέρη δέν θά πρέπει νά ὁδηγήση εἰς τήν ταύτισή τους. Ὁ μπαρμπέρης ἦταν βοηθός τοῦ κουρέα καί ἠσχολεῖτο μέ τήν περιποίησιν τῆς γενειάδος. Ἡ λέξις μπαρμπέρης προέρχεται ἀπό τήν γαλλικήν γλῶσσαν.
Συσπείρωσις Ἀναρχικῶν
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 162, Ιούλιος-Αύγουστος 2016
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 162, Ιούλιος-Αύγουστος 2016