Μερικές πτυχές σχετικές μέ τό θέμα τῆς γλώσσης.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018


Γλῶσσα, τεκμήριον διανοίας


Τά κείμενα πού κάμνουν ἀναφοράν στήν γλῶσσαν ἀφιερώνονται σ’ ὅλους ὅσους συνεχίζουν νά μάχονται γιά τήν ἀνύψωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι σημαντικός συντελεστής γιά τήν ἀτο­μικήν, ἀλλά καί τήν συνολικήν ἀπελευθέρωσιν, ἀπό κάθε εἴδους καταπίεσιν καί ἐκμετάλλευσιν.

Τά κείμενα ΔΕΝ ἀφιερώνονται σ’ αὐτούς πού ὡς ὄρνεα ἐπέπεσαν νά κατασπαράξουν ἕνα ὑπέροχο δῶ­­ρο τῆς φύσεως, πού μετά κόπων καί βασάνων ἀνε­πτύχθη καί τό ὁποῖον ἔχει προσφέρει τόσα πολλά εἰς τήν ἀνάπτυξιν καί λάμπρυνσιν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος.

ΔΕΝ ἀφιερώνονται στούς γραικύλους, οἱ ὁποῖοι τούς τελευταίους δυό αἰῶνες ἔκαναν καί κάμνουν τά πάντα γιά τήν ἐξαφάνισιν τῆς γλώσσης καί τήν ἀντικατάστασίν της ἀπό ἕνα σύστημα ἀπό-νοήσεως.

ΔΕΝ ἀφιερώνονται στἰς ἄθλιες κλίκες τῶν ἀρι­στερῶν πάσης φύσεως καί ἰδιαίτερα στήν «κυ­βερ­νώσα» συμμορία τοῦ Σύριζα καί τῶν ΑΝΕΛ, πού μέ τίς ἀποφάσεις ἑνός θλιβεροῦ δημοσιογραφίσκου, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά ὑποδυθεῖ τόν ὑπουργόν παι­δείας, ἑτοιμάζεται νά δώσει μίαν ἀκόμη ὤθησιν πρός τήν γνωσιακήν ὑποβάθμισιν τῶν νέων, ἀλλά καί τοῦ ἑλλαδικοῦ πληθυσμοῦ εὐρύτερα, συρρικνῶνον ἀκόμη περισσότερον τήν δυνατότητα κατανοήσεως καί διακρίσεως γεγονότων, καταστάσεων καί ἀπό­ψεων. Ὁ περιορισμός –εν προκειμένω– τοῦ μα­θή­­ματος τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, ἀλλά καί τῆς ἐκ­μαθήσεως τῶν ἑλληνικῶν εὐρύτερα, ὁδηγεῖ πρός το τελικόν βῆμα: αὐτό τῆς πλήρους ἀποξενώσεως τῶν νέων γενεῶν ἀπό τήν ἱστορικήν καί γλωσσικήν ἐμπειρίαν και γνῶσιν. Ἐπειδή, ὡς γνωστόν, ἡ ὀρθή γλωσσική ἔκφρασις συ­μπορεύεται μέ τήν ὀρθήν γνῶσιν τῆς ἱστορίας (γι’ αὐτό καί τά συμβάντα στό λιμάνι τῆς Σμύρνης, τό 1922, δέν ἀποδίδονται μέ τήν λέξιν συνωστισμός ἀλλά μέ τήν ἐκδηλοῦσαν τήν ἀλήθειαν λέξιν σφαγή, οὔτε ἡ γενοκτονία εἶναι ἴδια μέ τήν ἐθνοκάθαρσιν), οἱ λεκτικές καί ἱστορικές παραποιήσεις τῶν ἐξουσιαστῶν δέν δύναται νά ἐπιβληθοῦν μέ εὐκολίαν, ἡ ὁποία τούς προσφέρεται μόνον ὅταν ὑπάρχει ἄγνοια ἤ ἀδιαφορία. Δέν εἶναι, ἑπομένως, ἄνευ σημασίας ἡ στην οὐσίαν κατάργησις τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, ἐφ’ ὅσον καί αὐτή ἡ στοιχειώδης ἐπαφή μέ αὐτά, πού ὑφίστατο ἕως τώρα, παύει νά ἰσχύει.


Ἡ ἐπιβολή μιᾶς γλώσσης


Ἡ ἐπί τῆς οὐσίας, συζήτησις καί ἀναζήτησις ἀναφορικά μέ τό γλωσσικόν θέμα, προϋποθέτει ὁρισμένες χρήσιμες ἐπισημάνσεις. Ἡ ἑκάστοτε μορφή ἐξουσίας, ὅταν μά­λιστα διαθέτει τά χαρακτηριστικά τῆς κυριαρχίας, ἐπιβάλλει καί ἀ­παι­τεῖ τήν ἀποκλειστικήν χρῆσιν τῆς γλώσσης της. Ἔτσι, ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ἀπαιτοῦσε τήν γρα­φήν τῶν ἐπισήμων ἐγγράφων στήν Λατινική γλῶσσαν. Ὑπῆρξαν, βε­βαίως, καί σ’ αὐτές τίς καταστάσεις, πε­ριπτώσεις ἀσυναρτήτου γραφῆς κειμένων, ἐπιστολῶν κ.λπ. στήν λατι­νοελληνικήν.[1]

Τό γεγονός πώς αὐτή ἡ μορφή ἰώ­σεως συνεχίζει νά προσβάλη τήν γλῶσσαν δέν εἶναι τυχαῖο. Ἕνας τέ­τοιος τρόπος γραφῆς ὁδηγεῖ στήν πλή­ρη ἀποξένωσιν, ὄχι μόνον ἀπό τήν πηγήν τῆς γλώσσης ἀλλά καί ἀπό τήν τυπικήν μορφήν της, δηλαδή, στήν κατασκευή ἑνός προτύπου καθ’ ὅλα ἰσοπεδωτικοῦ. Οἱ ὑποστη­ρικτές του, ἰσχυρίζονται πώς τά φρα­­γκολεβαντίνικα (γκρήκλις) ἦλ­θαν ὡς λύσις ἀνάγκης μετά τήν ἐφαρ­μογήν τῶν ὑπολογιστῶν, τῶν ὁποίων τό λογισμικόν δέν ὑπο­στή­ριζεν, ἀρχικῶς, τήν ἑλληνικήν γλῶσ­σαν. Ἐδῶ, ὄντως, ἔχομεν ἕνα πραγ­ματικό συμβάν. Ἡ γλῶσσα πού ὑποχρεωτικῶς ἐπεβλήθη ὡς πρό­τυπον ἦταν και παραμένει ἡ Ἀγγλική. Ἄν αὐτό ἦταν τυχαῖο, ἀφήνεται στήν ἐλεύθερη ἐκτίμησιν τοῦ καθ’ ἑνός. Βεβαίως, τώρα τά λογισμικά συμπεριλαμβάνουν καί τήν ἑλλη­νι­κήν γλῶσσαν μαζί μέ ἄλλες. Ὅμως, ἤδη τά φραγκολεβαντίνικα[2] ἔχουν καθιερωθεῖ ὡς τρόπος ἐπικοινωνίας καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἀπόκτησις ἑ­νός λογαριασμοῦ ἠλεκτρονικοῦ τα­­χυ­δρομείου ἀπαιτεῖ τήν χρῆσιν λα­τινικῶν χαρακτήρων. Ὁποία ἐλευ­θερία ἐπιλογῆς!

Οἱ ὑποστηρικτές αὐτοῦ τοῦ τρό­που γραφῆς ἔχουν ἕνα «ἀτοῦ», πού ἔχει χρησιμοποιηθεῖ πολλές φορές: τήν ἁπλοποίησιν. Εἶναι τό ἴδιο ἐπι­χείρημα πού χρησιμοποιήθηκε γιά τόν σφαγιασμό τῆς γλώσσης μέ τήν καθιέρωσιν ὄχι ἁπλῶς τῆς «δημοτικῆς», ἀλλά μέ τήν ἐξαφάνισιν κλίσεων, πτώ­σεων κ.λπ. χάριν τῆς «ἁπλοποιήσεως». Τόσον τά φρα­γκολεβαντίνικα, ὅσον καί ἡ σύγχρονος ἐκδοχή τους ἐκά­λυπταν, καλύπτουν καί ἐγκαθιστοῦν τήν ἀμάθειαν καί τόν καθοδικόν ἰσοπεδωτισμόν. Ἡ δῆθεν ἐλευθερία γραφῆς, μέσα ἀπό τήν ὀρθογραφική ποικιλότητα αὐτοῦ τοῦ κατασκευάσματος, εἶναι ἡ θεσμοποίηση τῆς ἀμαθείας, ἡ ὁποία σύν τῷ χρόνῳ προβλέπεται νά ἐπισημοποιηθῆ μέ βάσιν κάποιο πρότυπο γραφῆς.[3] Ἀλλοίμονον!

Ἐπίσης, εἶναι φανερόν ὅτι τόσον ἡ ἁπλοποίησις τῆς γλώσσης ὅσον καί τά φραγκολεβαντίνικα προσέφεραν ἀνοικτόν πεδίο στήν ὀκνηρία, ἀλλά εἶναι βέβαιον ὅτι δέν ἔχουν συμβάλλει στήν ἐμπέδωσιν καί καλλιέργειαν τῆς γνώσεως καί τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, συνολικά.

Εἶναι διαπιστωμένον ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ μετα­βολές δέν ὑλοποιοῦνται ἐάν προηγουμένως δέν ἔχουν κατασιγάσει οἱ ἐξ αὐτῶν προκαλούμενες κοινωνικές ἀνα­ταράξεις. Ὡς ἐκ τούτου, σέ καταστάσεις ἀπολυταρχίας ἀρ­κεῖ ἕνα διάταγμα προκειμένου νά ἐπιβληθεῖ ἡ χρῆσις μιᾶς γλώσσης ἤ ἑνός ἰδιώματος. Στίς συνθῆκες, ὅμως, τῶν λεγομένων δημοκρατικῶν συστημάτων, ἡ μορφή τῆς ἐπιβολῆς ποικίλλει. Ἐδῶ, ἀκολουθεῖται μία πολύπλοκος διαδρομή, ἡ ὁποία περισφίγγει πολλαπλῶς τούς ἀνθρώ­πους καί τήν σκέψιν τους. Σέ αὐτές τίς καταστάσεις οἱ μέθοδοι εἶναι ἐξουθενωτικές, παρ’ ὅτι δέν ἐκφράζουν μέ ἄμεσον τρόπον τήν ἐξουσιαστική βία.

Ἡ ἐπιστράτευσις τῶν δυνάμεων πειθαναγκασμοῦ εἶναι πράγματι κατακλυσμιαία. Οἱ διάφοροι φορεῖς, οἱ ἐπι­στήμονες, τά μέσα ἐπηρεασμοῦ, ἡ προπαγάνδα, ἡ μί­μησις, ἡ αἴσθησις (συνήθως ψευδής) ὅτι ἡ προπα­γαν­διζόμενη γλωσσική κατεύθυνσις προσδίδει κῦρος καί ἀπο­δοχήν, ἀλλά καί ἔνταξιν εἰς ἕνα κοινωνικόν σύνολον ἤ κάποια ὁμάδα, κάτι τό ὁποῖον ἐνομίζετο πώς ἦταν ἀδύ­νατο νά συμβεῖ ἐάν ἐξηκολούθη νά ὁμιλῆ, ὅπως, πρό πολλοῦ, εἶχε μάθει. Στήν προκειμένην περίπτωσιν ἔχομεν καί μίαν ἐκδήλωσιν συμμορφώσεως.

Προσέτι, ἐκτός ἀπό τήν ἔνταξιν, ἔχομεν τήν προ­σπά­θειαν προσεταιρισμοῦ ἑνός κοινωνικοῦ σώματος τό ὁποῖο εἴτε ὁμιλεῖ εἴτε τοῦ ἔχει ἀποδοθεῖ τό «χάρισμα» τῆς ὁμιλίας τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος ὑπέρ τοῦ ὁποίου ἔχει ξεσηκωθεῖ προηγουμένως ὁ κατάλληλος θόρυβος. Ὁ λαϊκισμός πού ἐμφανίζεται ὡς ὑπερασπιστής τῶν δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ (στά ὁποῖα περιλαμβάνεται καί αὐτό τῆς ἐκφράσεως μέ ἕνα συγκεκριμένο γλωσσικόν ἰδίωμα) εἶναι τό μέσον ἐπιβολῆς τῆς πνευματικῆς καθη­λώσεως τῶν «ὑπερασπιζομένων».

Ἄς ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν καί τοῦτο τό σημεῖο. Εἴδωμεν ὅτι ὁ τρόπος γραφῆς, πού ἔχει ἐπιβληθεῖ στό παγκόσμιο δίκτυο ἐπικοινωνίας εἶναι ὁ λατινικός, ἐνῶ εἶναι δεδο­μένη ἡ πριμοδότησις τῆς Ἀγγλικῆς, ἡ ὁποία τήν καθιστά ἀπαιτητήν στήν ἐπικοινωνία, παρά τήν τεράστιαν ἀδυ­ναμίαν της νά ἀνταποκριθῆ σέ εὐρύτερες ἀνάγκες. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος τοῦ συνεχοῦς ἐμβολιασμοῦ της μέ λέξεις προκειμένου νά «ἐμπλουτισθεῖ», κατασκευάζοντας τήν αἴσθηση μίας αὐτάρκειας, πού ὅμως δέν ὑφίσταται.

Προφανῶς, τό νά λέγεται ἡ ἀλήθεια δέν σημαίνει κάποιου εἴδους ἐμπάθεια ἀπέναντι στήν συγκεκριμένην γλῶσσα. Ἄλλωστε, δέν εἶναι ὀλίγοι ἀπό τούς ὁμιλοῦντας αὐτήν, πού θά ὑπερθεματίσουν γιά τήν ἐν τοίς πράγμασιν ἀδυναμίαν της. Καί ὅμως, τά διεθνῆ κέντρα ἐπιβάλλουν μίαν «δύσκαμπτον καί στερημένη φαντασίας γλῶσσαν». Ὅπως, ὅμως ἐσυνήθιζον νά λέγουν οἱ προγενέστεροι ἡμῶν, «πρέπει νά τό ἔχει ἡ κούτρα σου νά κατεβάζει». Ὅσην ἀποθήκευσιν λέξεων καί ἄν κάνουν οἱ εἰδικοί της ὑποβαθμίσεως καί τῆς ἰσοπεδώσεως –πάντοτε πρός τά κατω– τῶν ἀνθρώπων εἶναι δύσκολον νά δημιουργήσουν τίς προϋποθέσεις, πού παρέχουν ἄλλες γλῶσσες, τόσον ὡς πρός τόν ἐκφραστικόν πλοῦτον, ὅσον καί ὡς πρός τήν εὐρύτητα τῶν νοημάτων καί τήν ἀκρίβειαν τῶν διατυπουμένων ἐννοιῶν.

Κάθε γλῶσσα ἔχει τήν ὀμορφιάν καί τήν χάριν της ὅταν ἀκολουθεῖ τόν δρόμον πού τῆς ἔχει ὁρισθεῖ μέσα ἀπό τήν πολύχρονη παρουσίαν καί διαδρομήν της. Ὅταν καλεῖται νά μιμηθεῖ αὐτό τό ὁποῖον ἄλλες γλῶσσες ἔ­χουν μέ χάριν δημιουργήσει καί ἀναδείξει, τότε ἔχομεν μία γλῶσσαν-καρικατούρα. «Ἕκαστος καί ἑκάστη ἐφ’ ὧ ἐτάχθησαν» μέσα στήν ἱστορικήν καί δημιουργική ροήν τῆς ἀνθρωπότητος καί τῶν συνόλων πού τήν ἀποτελοῦν καί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, καλόν εἶναι νά ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό εὔκολον δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ὀρθόν, οὐδέ καλόν.

Ὑπηρετώντας τήν κερδοσκοπία


Ἀπό ἀναρχικῆς ἀπόψεως δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι εἴ­μεθα ἐναντίον τῆς τεχνολογικῆς ἐξελίξεως προτείνοντες τρόπους ἀναπτύξεως ἐναρμονισμένους μέ τήν φύσιν. Ἐφ’ ὅσον εἴμεθα κατά τοῦ τεχνολογικοῦ ἰσοπεδωτισμοῦ καί τῶν συντομεύσεων πού πραγματοποιήθηκαν ἤ πραγ­ματοποιοῦνται γιά λόγους ἐμπορικούς καί οἰκο­νομικούς καί ἐν τέλει κυριαρχικούς, ἐφ’ ὅσον εἴμεθα ὑπέρ τῆς σα­φήνειας καί τῆς δυνατότητος νά κατανοοῦνται τά ὅσα ἐκφέρονται μέ τόν γραπτόν κυρίως λόγον, τότε γιά ποιό λόγο νά ἐπιζητῶμεν ἤ νά ἀποδεχώμεθα τήν ἀπογύμνωσιν τῶν λέξεων, τόσον τονικῶς ὅσον καί γραμματικῶς καί νά ἐπικροτῶμεν τήν καταστροφικήν ἀσυνταξίαν;

Θά ἀναφερθῆ ἕνα πρόσφατο χαρακτηριστικό παρά­δειγμα ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος. Προσφάτως ἡ Δη­μο­κρατία τῆς Τσεχίας ἀποφάσισε, γιά λόγους οἰκονο­μικῆς εὐελιξίας, νά χρησιμοποιεῖ διεθνῶς τήν ὀνομασίαν Τσεχία. Ἄς σημειωθῆ ὅτι μέ τήν Σλοβακίαν ἀποτελοῦσαν ἀπό κοινοῦ τήν Λαϊκήν Δημοκρατίαν τῆς Τσεχοσλοβακίας. Τώρα ἔχομεν θυσίες στό βωμό τῶν κερδῶν καί τῆς συμ­μετοχῆς στή διεθνῆ κοινοπραξία τῶν ἐξουσιαστῶν. Εἶναι, ὅμως, μόνον αὐτό;

Εἰπώθηκε, ὅτι οἱ κυρίαρχοι ἐπιβάλλουν τήν γλῶσσαν τους μέ πολλούς τρόπους. Ἐάν λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν τίς ἀποι­κιοκρατούμενες χῶρες θά διαπιστώσωμεν ὅτι ἡ χρῆσις τῆς γλώσσης τῶν κατακτητῶν συμπορεύεται μέ τήν ὁλο­ένα αὐξανομένη σταθερότητα τῆς ἀποικιοκρατίας. Σ’ αὐ­τές τίς χῶρες μπορεῖ νά δῆ κάποιος ὅτι οἱ πινακίδες τῶν ἐμπορικῶν καταστημάτων εἶναι δίγλωσσες, μέ τήν τοπική γλῶσσα καί αὐτήν τῶν ἀποικιοκρατῶν. Ἐδῶ, δια­πιστώνεται ὅτι ὁ ἀρχικός ἐξαναγκασμός μεταβάλλεται σταδιακά σέ ἐθελουσία ἀποδοχή τῶν ὅρων τοῦ κατα­κτη­τοῦ. Πέραν τούτου, ἄς σημειωθῆ ὅτι, ὁ κάτοικος μίας ἀποικιοκρατούμενης χώρας, ἐφ’ ὅσον γνωρίζει τήν γλῶσ­σαν τῶν κατακτητῶν ἀπολαμβάνει ἰδιαιτέρων προ­νομίων σέ σχέσιν μέ τούς ὑπολοίπους.

Ἄς ἔλθωμεν τώρα εἰς τήν μή ἀποικιακήν κατάστασιν, αὐτήν τήν ὁποίαν ὀνομάζουν παγκοσμιοποιημένην οἰκο­νομίαν. Ἐδῶ, παρ’ ὅτι οἱ συνθῆκες τῆς ἀποικιοκρατίας ἔχουν ἐκλείψει, θά διαπιστώσωμεν καί πάλιν στά κατα­στήματα διαφόρων χωρῶν, καί δή τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, τήν ὕπαρ­ξιν πινακίδων μέ δυό γλῶσσες, οἱ ὁποῖες βαθ­μιαίως κατα­λήγουν στό νά εἶναι πινακίδες μέ μίαν ξένην γλῶσσαν.

Παρ’ ὅτι ὁ ἑλλαδικός χῶρος δέν συγκαταλέγεται στίς θεωρούμενες ὡς πρώην ἀποικιοκρατούμενες περιοχές θά παρατηρηθῆ ὅτι κατά τά τελευταῖα 50-60 χρόνια ὑπάρχει μία σταδιακή μεταβολή, ἀναφορικῶς πρός τό ἐξεταζόμενον θέμα. Τό κουρεῖον (ἀπό τό ρῆμα κείρω) ἦταν τό κατάστημα ὅπου ἐγένετο περιποίησις τῆς κόμης τῶν ἀνδρών[4] ἐνῶ κομμωτήριον ἦταν τό κατάστημα γιά τήν περιποίησιν τῆς γυναικείας κόμης. Σύν τῶ χρόνω οἱ ὀνομασίες μετεβλήθησαν. Τό κουρεῖον μετονομάσθη σέ Barber Shop καί τό κομμωτήριον σέ Coiffure.

Θά ἰσχυρισθεῖ κάποιος ὅτι αὐτό ἔγινε γιά τήν προ­σέλ­κυση τουριστῶν. Ὅμως, ἡ πραγματικότης εἶναι σα­φής καί δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβητήσεις. Οἱ ἀλλαγές τόν ὀνομασιῶν ἔγιναν συλλήβδην καί ἰδιαίτερα σέ περιοχές πού δέν ἐνε­φανίζετο τουρίστας καί ὅπου ἀκόμη καί σήμερα σπανίζει ἡ παρουσία τουριστῶν. Ἑπομένως, οἱ λόγοι τῆς ἀλλαγῆς ὀφείλονται στήν ἐπιθυμία α) ἀποκτήσεως κάποιου κύ­ρους ἔναντι τῶν πελατῶν-πελατισσῶν, ἀπό τήν στιγμή πού θά ὑπῆρχε ἡ ξενική ὀνομασία καί β) τῆς ἐντάξεως σέ μία θεωρουμένη ὡς ἀνώτερη ἐπαγγελματική ὁμάδα. Ὁμοίως τό Παντοπωλεῖον, αὐτό δηλαδή τό ὁποῖον πωλεῖ τά πάντα, μετονομάσθη σέ Super Market (Ὑπέρ Ἀγορά).

Ὅλα αὐτά, βέβαια, γίνονται καί ἐπί τῶ σκοπῶ ἀπο­κτήσεως εὐρυτέρου κύκλου ἀγοραστῶν ἤ τουλάχιστον μέ αὐτό τό πρόσχημα ἤ τήν προσδοκία. Τό ἐρώτημα πού τίθεται ἐξ ἀρχῆς καί δέν ἀπαντᾶται, παρά μέ μισόλογα καί πρόχειρες δικαιολογίες, εἶναι γιά ποιό λόγο νά μήν ἔχει τό κατάστημα δίγλωσση ἡ πολύγλωσση πινακίδα ἀντί νά ἔχει μία μέ ξενικήν ὀνομασία, πού κατά κανόνα εἶναι στήν ἀγγλική γλῶσσα; Γιά ποιό λόγο ἡ φροντίδα ποδῶν θά πρέπη νά ὀνομάζεται pedicure καί, ἀντιστοίχως, τῶν χειρῶν manicure ἤ τό ἀρτοποιεῖον, ὁ γνωστός μας φοῦρ­νος, νά ὀνομάζεται bakery;

Θά μποροῦσαν νά ἀναφερθοῦν πολλά ἀκόμη τέτοιου εἴδους παραδείγματα, ἀλλά δέν ὑπάρχει λόγος νά κουρά­σωμεν.

Ἡ διαπίστωσις ἔρχεται σχεδόν αὐθορμήτως. Προκει­μένου νά ὑπάρξη ἕνα σχετικό οἰκονομικό ὄφελος, ἀνα­πτύσσεται ἡ διάθεσις γιά τήν ἀποδοχή καταστάσεων, οἱ ὁποῖες οὔτε κάν θά συνεζητοῦντο κάτω ἀπό ἄλλες περιστάσεις.

Ἄς σκεφθῶμεν ὅτι μέ τό κίνητρον τῆς καλύτερης ἐργα­σιακῆς ἀμοιβῆς ἄρχισε ἡ προσφυγή στά φροντιστήρια γιά τήν ἐκμάθησιν τῆς ἀγγλικῆς, κυρίως, γλώσσης στά μέσα της δεκαετίας τοῦ 1960.

Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι ἁπλόν. Ἐάν ὑπῆρχε τό κίνητρο ἤ ἡ προσδοκία καλύτερης ἀμοιβῆς στήν λεγομένην ἀγοράν ἐργασίας μέ τήν ἐκμάθησιν καί τήν λῆψιν πτυχίου στά ἀρχαῖα ἑλληνικά δέν θά ἐστέλλοντο οἱ μαθητές και οι μαθήτριες σέ φροντιστήρια ἐκμαθήσεως τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν; Προφανῶς!

Πέραν τῶν τεχνικῶν πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἐξουσία προ­κειμένου νά ἐπιβάλλει τό γλωσσικόν καθεστώς πού ἐξυ­πηρετεῖ τίς κυριαρχικές της βλέψεις, διαπιστώνεται ὅτι ὁ δρόμος πρός τήν ἀποδοχήν συναρτᾶται μέ τήν διαδικασία ὑπακοῆς, γενικώτερον.

Ἡ γλῶσσα καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον (δέν) χρησι­μοποιεῖται, ἑπομένως, ἀσκεῖ σημαντική ἐπίδρασιν εἰς τήν διαμόρφωσιν μίας ἐπιθυμητῆς ἀπό τήν ἐξουσίαν συ­μπεριφορᾶς καί ἕναν ἀντίστοιχον τρόπον σκέψεως.

__________

[1]. Πρόκειται γιά τό ἀντίστοιχον τῶν λεγομένων γκρήκλις, το ὁποῖον ἐφηρμόζετο ἕως καί πρόσφατα και πάντως πρίν τήν ἐφαρμογήν τῶν ὑπολογιστῶν και εἶναι γνωστόν καί ὡς φραγκολεβαντίνικη γραφή.

[2]. Ὁ ὅρος προέρχεται ἀπό τούς Λεβαντίνους τῆς Σμύρνης, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦσαν ἑλληνικά, ἀλλά ἐδυσκολεύοντο νά μάθουν τήν ὀρθογραφίαν καταφεύγοντες στούς λατινικούς χαρακτῆρες προκειμένου νά γράψουν «ἑλληνικά».

[3]. Ἤδη ἐδῶ καί δεκαετίες ἔχει ἑτοιμασθεῖ τό προτύπον ISO 8432, γιά τούς χρῆστες τῶν σύγχρονων φραγκολεβαντίνικων.

[4]. Ἡ συσχέτισις μέ τόν μπαρμπέρη δέν θά πρέπει νά ὁδηγήση εἰς τήν ταύτισή τους. Ὁ μπαρμπέρης ἦταν βοηθός τοῦ κουρέα καί ἠσχολεῖτο μέ τήν περιποίησιν τῆς γενειάδος. Ἡ λέξις μπαρμπέρης προέρχεται ἀπό τήν γαλλικήν γλῶσσαν.



Συσπείρωσις Ἀναρχικῶν
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 162, Ιούλιος-Αύγουστος 2016
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ