Η Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου (1913) και τα fake news

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018


Γιὰ νὰ τὴν δώσουμε σὲ κείνους ποὺ διακηρύσσουν ὅτι ἡ Μακεδονία ὡς γεωγραφικὸς χῶρος μοιράστηκε τὸ 1913 σὲ Ἑλλάδα (51%), Σερβία (39%) καὶ Βουλγαρία (10%). Φυσικά, δὲν ὑπῆρχε ὀθωμανικὸ βιλαέτι Μακεδονίας, καὶ πρὸ τοῦ 1912 καθένας διεκδικητὴς τῶν ὀθωμανικῶν ἐδαφῶν ὅριζε τελείως αὐθαίρετα, ὅπως καὶ ὅσο βόρεια γούσταρε, τὴ «γεωγραφικὴ Μακεδονία». Ὑπῆρχαν τὰ βιλαέτια τοῦ Κοσσόβου, τοῦ Μοναστηρίου καὶ τῆς Θεσσαλονίκης. Πόσο «γεωγραφικὴ Μακεδονία» εἶναι τὸ Κόσσοβο-Σερβία τοῦ Βιλαετιοῦ Κοσσόβου; Πόσο «μακεδονικὴ» εἶναι ἡ Ἀλβανία, ἡ μισὴ ἔκταση τῆς ὁποίας ἀνῆκε στὸ Βιλαέτι Μοναστηρίου;

Κι ἂς γράφει ὁ ΙΟΣ τῆς Ἐλευθεροτυπίας ὅτι συνέβη «διανομή των μακεδονικών επαρχιών μεταξύ των γειτονικών κρατών«. Ἀπὸ ποῦ προέκυψε, λοιπόν, αὐτὸ τὸ 51% καὶ ὅλα τὰ ποσοστά;

Μάλιστα, οἱ Γιουγκοσλάβοι δὲν ὀνόμασαν Μακεδονία τὸ «39% τῆς Μακεδονίας». Ὄχι, δὲν ἀναφέρομαι στὴν περίφημη «Βαρντάρσκα», ἀλλὰ στὶς πρότερες μεσοπολεμικὲς διοικητικὲς ὑποδιαιρέσεις της, τὰ oblast. Σὲ αὐτά, δὲν ὑφίσταται «Μακεδονία»:

Τὰ ἴδια καὶ στὴ Βουλγαρία. Μόνο ἡ Ἑλλάδα εἶχε τὴν μεσοπολεμικὴ «Γενικὴ Διοίκηση Μακεδονίας«. Μόνο ἡ Ἑλλάδα ὀνόμασε ἐπισήμως Μακεδονία ἕνα κομμάτι τοῦ ἐδάφους της.

Ὡραῖα τὰ fake news πὼς «ἡ Μακεδονία μοιράστηκε τὸ 1913 καὶ συνεπῶς ἂς μὴν ζητᾶμε τὴν ἀποκλειστικότητα τοῦ ὀνόματός της«, ἀλλὰ εἶναι καιρὸς νὰ πάψουν μερικοὶ νὰ διαλαλοῦν τὴν ἀποψάρα τους σχετικὰ μὲ τὴ συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου. (ἐδῶ, κι ἐδῶ).


http://www.geetha.mil.gr/media/Thesmika_Keimena/GEETHA/diethnh/2%20SYNTHIKI%20EIRHNHS%20VOUKOURESTIOU.pdf


Γιατί «οι ξένοι δεν μας καταλαβαίνουν» 


Πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι μὲ τὴν ὀπτικὴ τοῦ Προτάγματος δὲν τὰ πάω καλά. Ὡστόσο, ἐδῶ θὰ σχολιάσω ἁπλὰ ἕνα κείμενο τοῦ Ἀλέξη Ἡρακλείδη (στὸ ἑξῆς: Α. Η.) ποὺ ἀναδημοσίευσαν. Ἔχει σημασία, βεβαίως, ὅτι ἀναδημοσίευσαν ἕνα τέτοιο κείμενο οἱ «Καστοριαδικοί». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ τόσο διαφημισμένη ἀρχαιογνωσία τοῦ Κ.Κ. σταματᾶ κάπου μετὰ τὴ μάχη τῆς Χαιρώνειας. (Ὅταν σταματᾶ καὶ ἡ «Πολιτική». Βέβαια.) Γιὰ τοὺς κατοπινοὺς αἰῶνες, εἴτε λέει ὅτι οἱ Χριστιανοβυζαντινοὶ ἐξαιτίας τοῦ Χριστιανισμοῦ τους προσκυνοῦσαν δουλικὰ τὸν αὐτοκράτορα (πράγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἀγνοεῖ τὴ ρωμαϊκὴ παγανιστικὴ αὐτοκρατορικὴ περίοδο καὶ προχριστιανικὴ παράδοση τοῦ αὐτοκράτορα – θεοῦ), εἴτε ἐμμέσως ἀλλὰ αὐθαίρετα προστάζει ὅτι ὁ προχριστιανικὸς κόσμος σταματᾶ τὸ 338 π.Χ., καὶ συνεπῶς «δὲν μᾶς νοιάζει» ἂν οἱ Βυζαντινοὶ ἁπλὰ συνέχιζαν κάποιες μακραίωνες πρακτικὲς τῶν Εἰδωλολατρῶν. Ὁπότε, τὸ μῆλο κάτω ἀπ’ τὴ μηλιὰ θὰ πέσει. Τέλος πάντων…

Ὁ Α. Η. μᾶς λέει ὅτι οἱ ξένοι δὲν κατανοοῦν πῶς ἕνα τόσο μικρὸ κράτος θὰ ἀπειλήσει τὴν Ἑλλάδα. Δὲν τὸ σχολιάζει: Δὲν λαμβάνει ὑπόψη τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα ἄλλο μικρὸ κράτος, πολὺ μικρότερο καὶ πιὸ ἀνοργάνωτο ἀπὸ ὅ,τι ἡ Ἑλλάδα, ἡ Ἀλβανία, ἐπιτέθηκε στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ βοήθεια μιὰς τρίτης δύναμης, καὶ κατέλαβε τμήματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους.

Ὁ Α. Η. λέει ὅτι οἱ ξένοι δὲν κατανοοῦν τὴν ἑλληνικὴ ἀντίδραση, τὴ στιγμὴ ποὺ τόσες χῶρες ἔχουν περιοχὲς καθεμιὰ μὲ κοινὴ ὀνομασία. Δὲν τὸ σχολιάζει: Δὲν λέει ὅτι ἡ «Γερμανικὴ Αὐστρία» (Deutschösterreich, ἢ Deutsch-Österreich), ἕνα ἀπὸ τὰ κράτη ποὺ διαδέχθηκαν τὴν Αὐστρο-Οὐγγαρία, ἄλλαξε στὶς 21-10-1919 τὸ ὄνομά της σὲ «Αὐστρία» (Republik Österreich) κατ’ ἐπιταγὴ τρίτων χωρῶν (τῶν ἴδιων «ξένων»!), μὲ νόμο ποὺ ρητὰ τὸ ἐπέβαλε (ἄρθρα 1 καὶ 3). Ἔτσι, εἶναι σὰν νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν ὑποκριτικὴ ἔκπληξη τῶν ξένων.

Ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ὁ Α. Η. λέει, στὴ συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου καμμία Μακεδονία, μακεδονικὴ περιοχή, ἢ βιλαέτι μακεδονικὸ κ.λπ. δὲν διακηρύσσεται ὅτι μοιράζεται. Τὰ βόρεια σύνορα τῆς «γεωγραφικὴς Μακεδονίας» ποτὲ δὲν καθορίστηκαν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς. Ὑπῆρχαν τρία βιλαέτια, ποὺ ξεπερνοῦσαν κατὰ πολὺ ὁποιαδήποτε παραφουσκωμένη «περιοχὴ τῆς Μακεδονίας» (ἡ μισὴ Ἀλβανία καὶ τὸ Κοσσυφοπέδιο ἀνῆκαν σὲ αὐτά). Ἀκόμη καὶ ἡ συνθήκη ἢ πρόγραμμα τοῦ Mürzsteg, ἀφοροῦσε τὰ τρία βιλαέτια κι ὄχι αὐτὴν τὴν προπαγάνδα ποὺ τελείως αὐθαίρετα παρουσιάζεται ἀπὸ Σκοπιανοὺς καὶ Ἕλληνες Ἀριστεροὺς μαζί, ὡς ἡ «γεωγραφικὴ Μακεδονία» («51,56% τῆς ὁποίας πῆρε ἡ Ἑλλάδα»!),

Ἐντελῶς, μὰ ἐντελῶς, τυχαῖα, τὰ βόρεια ὅρια τῆς «γεωγραφικῆς Μακεδονίας»
κατὰ Σκοπιανοὺς καὶ Ἕλληνες Ἀριστερούς- βρίσκονται στὰ σκοπιανὰ σύνορα!
ὁπότε καταλαβαίνει καθένας ὅτι ὡς Μακεδονία ἡ συνθήκη αὐτὴ θεωροῦσε καὶ τὸ Κόσοβο καὶ τὴν Ἀλβανία, πράγμα παράλογο ἀπὸ κάθε ἄποψη. Ἐπιπλέον, ὁ κάθε δυτικὸς περιηγητὴς ἔλεγε τὰ δικά του, σχετικὰ μὲ τὰ βόρεια ὅρια τῆς Μακεδονίας, καὶ τὰ δικά του φυσικὰ ἦταν σκέτη ὑποκειμενικὴ ἄποψη, ποὺ δὲν συμμεριζόταν κανένας ἄλλος. Ἐπίσης, καθένας εἶχε διαφορετικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν «Ἀρχαία Μακεδονία» (μακεδονικὸ βασίλειο, ρωμαϊκὴ ἐπαρχία, πρωτοβυζαντινὴ ἐπαρχία κ.λπ.). Τὸ ἐκπληκτικότερο εἶναι ὅτι ὁ Α. Η. καὶ ἄλλοι ἀναφέρονται σὲ ἀκριβῆ ἀριθμητικὰ ποσοστὰ κατοχῆς τμημάτων τῆς Μακεδονίας (51.56% ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα), μὲ τόση σιγουριὰ σὰν νὰ μιλοῦσαν γιὰ τὴν γεωγραφικὰ σαφῶς καθορισμένη Πελοπόννησο ἢ Κρήτη.

Ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ὁ Α. Η. λέει, δὲν ὑπῆρχε μακεδονικὸ πρωτοέθνος ἢ ἐν δυνάμει ἔθνος στὸ ὁποῖο βασίστηκε ἀργότερα ὁ Τίτο. «Σχεδὸν ἔγκυος» δὲν ὑπάρχει. Γνωστὰ εἶναι (πιστεύω) ἀφενὸς ὅτι οἱ Σέρβοι τοῦ 19ου προώθησαν τὸν Μακεδονισμό, μὲ ἄλλα λόγια ὅτι ἀφοροῦσε περισσότερο τοὺς λόγιους τοῦ Βελιγραδίου παρὰ τὴν περιοχὴ τῶν Σκοπίων, καθὼς κι ὅτι ὁ Μισίρκωφ ἄλλαξε πάμπολλες φορὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν ὕπαρξη ἐθνικὰ Μακεδόνων. Σὲ αὐτὰ τὰ κατασκευάσματα σέρβων λογίων βασίστηκε ὁ Τίτο, καὶ ὄχι στὴν ὕπαρξη ἐν δυνάμει ἔθνους.

Ὁ Α. Η. κάνει λόγο γιὰ τὸν φόβο τῶν Ἑλλήνων μπροστὰ στὰ «σλαβομακεδονικὰ» καὶ τοὺς ἐν μέρει μὴ ἑλληνικῆς συνείδησης Σλαβόφωνους τῆς βόρειας Μακεδονίας, ποὺ διώχθηκαν καὶ κατέληξαν πρόσφυγες στὴ Γιουγκοσλαβία. Δὲν ἀναφέρει ὅτι ἡ «σκοπιανὴ» γλώσσα διαφέρει ἀπὸ τὴν σλαβικὴ διάλεκτο (ποὺ ἦταν πάντοτε μὴ γραπτή), καθόσον ἔχει ὑποστεῖ (ἡ διάλεκτος τῶν περιοχῶν ἐντὸς τῆς ΠΓΔΜ) μετὰ τὸν Β΄ Π.Π. ἔντονο ἐκσερβισμὸ καὶ ἀποβουλγαρισμό, ὅπως εἶναι γνωστό. Συνεπῶς, δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκαλοῦμε «σλαβομακεδονικὰ» καὶ τὴ γλώσσα τῶν Σκοπίων ἀλλὰ καὶ τὴν σλαβικὴ διάλεκτο τῆς ΒΔ Μακεδονίας. Εἴτε ἡ γλώσσα θὰ ἀποκληθεῖ «σλαβομακεδονικὰ» εἴτε ἡ διάλεκτος. Δὲν ἀναφέρει ὁ Α. Η. ὅτι οἱ «διωγμένοι» μετὰ τὸν Ἑλληνικὸ Ἐμφύλιο Σλαβόφωνοι ἦταν σὲ μεγάλο μέρος τους βουλγαρόφρονες καὶ μέλη τῆς ΟΧΡΑΝΑ, ποὺ ἐκ τῶν ὑστέρων δήλωσαν «Μακεδόνες» ὥστε νὰ γλιτώσουν τὴν τιμωρία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους γιὰ τὴν βουλγαρικὴ Κατοχὴ καὶ νὰ εἰσέλθουν ὡς «δημοκράτες» (κι ὄχι «φασίστες») ἀνεμπόδιστα στὴ Γιουγκοσλαβία. Μάλιστα, παρακάτω ὁ Α. Η. «προδίδεται» ὅταν ἀναφέρεται σὲ «Σλαβόφωνους ή Σλαβομακεδόνες», σὰν νὰ ἦταν τὸ ἴδιο πράγμα.

Ὁ Α. Η. κάνει λόγο γιὰ τὴν ἀνασφάλεια τῶν «προσφάτως» ἀφιχθέντων Μικρασιατῶν καὶ Ποντίων στὴν Μακεδονία: «Αυτή η ανασφάλεια των απογόνων των προσφύγων ίσως εξηγεί και τη μεγάλη τους ανάγκη να ταυτιστούν με τη δόξα των αρχαίων Μακεδόνων και με τον θρυλικό Μέγα Αλέξανδρο, προκειμένου να ριζώσουν στην ελληνική (ιστορική) Μακεδονία και να θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων». Ὡστόσο, πιὸ «τοπικιστὲς» ἀπὸ τοὺς Πόντιους τῆς Μακεδονίας δύσκολα θὰ βρεῖ κάποιος στὴν Ἑλλάδα. Διατηροῦν, καὶ καλὰ κάνουν, τὴν ταυτότητά τους. Ὁ Α. Η. παραμερίζει ἢ ἀποσιωπᾶ τοὺς λόγους ἀντίδρασης τῶν «ντόπιων» Μακεδόνων, ἑλληνόφωνων καὶ σλαβόφωνων Ἑλλήνων, γιὰ τὴν κλοπὴ τῆς ἰδιαίτερης τοπικῆς τους ταυτότητας. Ἡ περιθωριοποίηση καὶ ὁ παραμερισμὸς τῶν ντόπιων Ἑλλήνων μὲ διάφορες αἰτίες (Μουσουλμάνοι, Ἑβραῖοι, Πρόσφυγες) εἶναι παλαιό, γνωστὸ τέχνασμα. Ὅμως, οἱ ντόπιοι ὑπῆρχαν καὶ ἀκόμη ὑπάρχουν, συνεπῶς ἡ ἀντίδραση τῶν Προσφύγων τῆς Μακεδονίας δὲν εἶναι παρὰ κομμάτι τῆς γενικότερης ἀντίδρασης, καὶ ὄχι ἡ μόνη ὑφιστάμενη. Μόνο ἂν οἱ ντόπιοι Ἕλληνες Μακεδόνες ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὴ μακεδονικότητα, θὰ εἶχε νόημα ἡ ἐπικέντρωση στοὺς Πρόσφυγες τοῦ ’22.

Υ.Γ. Φυσικά, δὲν ἰσχύει ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἀναλογία ντόπιων – Προσφύγων ἦταν 1:2, δηλαδὴ ὅτι οἱ Ἕλληνες τῆς Μακεδονίας ἦταν κατὰ τὰ 2/3 πρόσφυγες, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Α. Η. Τὸ 1928 βρίσκονταν στὴ Μακεδονία 638 χιλιάδες Πρόσφυγες. Ὅμως τὸ 1913 οἱ ἑλληνόφωνοι (370 χιλιάδες) καὶ σλαβόφωνοι Ἕλληνες (130-145 χιλιάδες σὲ σύνολο 250-260 χιλιάδων), ἐξαιρώντας τοὺς 115 μὲ 120 χιλιάδες (πρώην) Ἐξαρχικούς (40 χιλιάδες μετανάστευσαν ὣς τὸ 1923 στὴ Βουλγαρία, καὶ ἄλλοι μετὰ τὸν Ἐμφύλιο στὴν Γιουγκοσλαβία), ἦταν γύρω στὶς 515 χιλιάδες. Ἡ ἀναλογία δὲν εἶναι 1:2, ὅπως λέει ὁ Α.Η., γιὰ νὰ ἐμφανίσει ὡς μὴ μακεδονικὴ τὴν ἑλληνικὴ Μακεδονία, ἀλλὰ 1:1,2. Δηλαδή, ὄχι περίπου 1:2 ἀλλὰ περίπου 1:1. Γιὰ τὶς εὐαισθησίες τῶν ἀπογόνων 500-515 χιλιάδων γηγενῶν Μακεδόνων γιὰ τὴν μακεδονικότητα ὁ Α.Η. δὲν ἐνδιαφέρεται καθόλου, κυριευμένος ἀπὸ τὸ δικό του Angst νὰ ὲμφανίσει τοὺς Ἕλληνες ὡς νεοφερμένους στὴ Μακεδονία, τὴν ὁποία -ὅπως ρητὰ γράφει- κατέκτησαν τὸ 1913.

Ὁ Α. Η. συνεχίζει τὴν περιθωριοποίηση τῶν Ἑλλήνων Μακεδόνων ὅταν γράφει ὅτι «οι Έλληνες (οι αυστηρά ελληνόφωνοι) αποτελούσαν μόνο το 10-11% της γεωγραφικής Μακεδονίας. Δηλαδή στην πραγματικότητα δεν «απελευθέρωσαν» την περιοχή αυτή, αλλά την κατέκτησαν». Γιὰ νὰ τὰ καταφέρει, χρειάζονται τρία πράγματα: Α) Τὴν ἀποσιώπηση τῆς ἑλληνικότητας ὅσων Πατριαρχικῶν δὲν ἦταν ἑλληνόφωνοι, ἡ ὁποία ἑλληνικότητα ἀποτυπώθηκε ἀντικειμενικὰ καὶ σὲ τραγούδια τους τόσο κατὰ τῶν Βουλγάρων ὅσο καὶ ὑπὲρ τῶν (ντόπιων ἢ ἑλλαδιτῶν) Μακεδονομάχων. Β) Τὴν ἀποσιώπηση τῆς αὐτοαντίληψης τῶν Μουσουλμάνων τῆς Μακεδονίας ὡς ἀπογόνων τῶν κατακτητῶν (δηλαδὴ ὡς μὴ γηγενῶν, ποὺ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἔχαναν τὰ δικαίωματα τῆς κατάκτησης), ἀκόμη καὶ στὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰώνα. Γ) Ποιὰ «γεωγραφικὴ Μακεδονία»; Μὲ τὸ Κόσσοβο μέσα ἢ χωρὶς αὐτό; Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, οἱ «Ἕλληνες» εἶναι μόνο 10%. Σταδιακὰ καὶ ἐμμέσως, ὁ Α. Η. παρουσιάζει, χωρὶς νὰ κατακρίνει, τὴν πάγια θέση-διαστρέβλωση τοῦ Μακεδονικοῦ: «μόνο οἱ ἑλληνόφωνοι ἦταν Ἕλληνες στὴν ὀθωμανικὴ Μακεδονία». Κάτι τέτοιο εἶναι ἐπιστημονικῶς λανθασμένο. Κι οἱ Βαλαάδες ἑλληνόφωνοι ἦταν, ἀλλὰ γιὰ κανένα λόγο δὲν μποροῦν νὰ χαρακτηριστοῦν Ἕλληνες, ἀφοῦ πολέμησαν κατὰ τῶν Ἑλλήνων τὸ 1912.

Βεβαίως, τοὺς «Πατριαρχικοὺς ὡς Ἕλληνες» ὁ Α. Η. τοὺς θυμᾶται παρακάτω, ὅταν παραθέτει «τὰ λάθη τῆς ἄλλης πλευρᾶς». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δείχνει τὴν προχειροδουλειὰ κάθε μορφῆς «ἀντιεθνικιστικῆς ἱστοριογραφίας», ποὺ θέλει σώνει καὶ ντὲ νὰ «ἐξισορροπήσει» κάπου ἐκεῖ, «στὴ μέση». Τελικά, νὰ ἀφήσουμε τοὺς Ἕλληνες στὸ 10% ἢ νὰ προσθέσουμε καὶ λίγη δόση ἀπὸ Πατριαρχικούς, κατασφαγμένους ἀπὸ τοὺς ἔνοπλους Ἐξαρχικούς;

Υ.Γ. Ἐντάξει, τὸ καταλαβαίνω ὅτι οἱ τοῦ Προτάγματος νιώθουν ὅτι τοὺς ἀδικοῦμε τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τοὺς βρίζουν ὡς ἐθνικιστὲς καὶ σχεδὸν φασίστες οἱ ψεκασμένοι τοῦ ἀναρχο-τροτσκισμοῦ. Καὶ πάλι: ἡ ἀλήθεια δὲν βρίσκεται ἀναγκαστικὰ στὴ μέση. Εἰδικὰ ὅταν ἡ μέση θεωρεῖται (ἀπὸ μερικούς) ὡς ἡ ἴση ἀπόσταση μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ πιστεύει τὸ 70-80% τῶν Ἑλλήνων κι αὐτοῦ ποὺ πιστεύουν 2-3 ἐπαναστάτες.

Υ.Γ. 2 Ὁ Α.Η. διαπράττει ἕνα σφάλμα ἀβλεψίας. Ὑποστηρίζει ὅτι οἱ ἑλληνόφωνοι ἦταν 10-11% τῆς «γεωγραφικῆς Μακεδονίας» καὶ ἀμέσως μετὰ συμπεραίνει ὅτι στὴν πραγματικότητα οἱ Ἕλληνες δὲν ἀπελευθέρωσαν ἀλλὰ κατέκτησαν τὴν περιοχή. Σὲ ποιὰ περιοχὴ ἀναφέρεται, ὅμως; Στὴν «γεωγραφικὴ Μακεδονία»; Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ γραφόμενά του, μιὰ καὶ δὲν τὸ διευκρινίζει. Ὅμως οἱ Ἕλληνες δὲν «κατέκτησαν» τὴν περίφημη ἐπινοημένη «γεωγραφικὴ Μακεδονία», ἀλλὰ μόνο τὸ 51% τοῦ ἐδάφους της, ὅπως ὁ ἴδιος λέει. Σὲ αὐτὸ τὸ 51% ὅμως ζοῦσαν τὸ 1913 περίπου 1,205 ἑκατ. ἄνθρωποι. Δηλαδή, οἱ 370 χιλιάδες Ἑλληνόφωνοι τοῦ κομματιοῦ τῆς Μακεδονίας τὸ ὁποῖοι «κατέκτησε ἡ Ἑλλάδα» δὲν ἦταν 10-11% ἀλλὰ 31%*. Ἂν πάλι ὡς περιοχὴ ἐννοεῖ τὸ 51% τότε κάνει λάθος νὰ ὑποστηρίζει ὅτι πρόκειται γιὰ κατάκτηση. Νά γιατί κάνω λόγο γιὰ ἀντιεθνικιστικὲς τσαπατσουλιές.

* Ἐξαιρουμένων τῶν αὐτοπροσδιοριζόμενων ὡς κατακτητῶν (Evlad-ı Fatihan) Μουσουλμάνων οἱ Σλαβόφωνοι (Πατριαρχικοὶ) καὶ ἑλληνόφωνοι Ἕλληνες ἦταν ἡ πλειονότητα τῆς «περιοχῆς ποὺ κατέκτησαν».

Ὁ Α. Η. ὑποστηρίζει ὅτι «ποιοί πραγματικά ήταν οι αρχαίοι Μακεδόνες, με δεδομένες τις αντικρουόμενες θέσεις των ίδιων των αρχαίων Ελλήνων που τους θεωρούσαν (α) μη Έλληνες (Δημοσθένης), (β) εν μέρει Έλληνες ή όχι πλήρως Έλληνες (Θουκυδίδης, Ισοκράτης) ή (γ) πλήρως Έλληνες (Ηρόδοτος). Δηλαδή το ότι οι δύο στους τρεις αρχαίους Έλληνες νοτίως του Αλιάκμονα και του Ολύμπου, αμφισβητούσαν τότε, στη συγχρονία, την πλήρη ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων».

Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα δεῖγμα τῆς σχετικῆς ἄγνοιας: Ὡς «Φιλέλληνες» χαρακτηρίστηκαν καὶ ἄλλοι Ἀρχαῖοι Ἕλληνες, μὴ Μακεδόνες, τῶν ὁποίων οὐδέποτε κάποιος ἀμφισβήτησε τὴν ἑλληνικότητά τους, ὅπως ὁ Ἱέρων Α΄ τῶν Συρακουσῶν (Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία, 9.19), ὁ Σπαρτιάτης βασιλιὰς Ἀγησίλαος (Ξενοφών, Ἀγησίλαος, 7.4) οἱ Ἀθηναῖοι τῶν Περσικῶν Πολέμων (Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, 96) καὶ ἄλλοι. Βεβαίως, ὁ Θουκυδίδης, 2.99, θεωρεῖ ὅτι οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς εἶχαν καταγωγὴ ἀπὸ τὸ πελοποννησιακὸ Ἄργος. Τελικά, ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα ὁδηγοῦν στὸ «βάρβαρος» ἑνὸς μόνο ἀρχαίου Ἕλληνα, τοῦ Δημοσθένη, μιὰ λέξη ἀμφίσημη ἤδη ἀπὸ τότε (ξένος; μὴ ελληνόφωνος; ἀπολίτιστος;). Ὁ Δημοσθένης ἄλλωστε, ἀποκαλοῦσε βάρβαρους καὶ ἄλλους, μὴ ἀμφισβητήσιμους ἐθνοτικά, ἀρχαίους Ἕλληνες (βλ. Δημοσθένης, Κατὰ Μηδείου, 150), καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς βάρβαροι μποροῦσε νὰ ἀφορᾶ καθαρόαιμους ἀρχαίους Ἕλληνες, ὅπως Βοιωτούς, Ἠλιεῖς καὶ Θεσσαλούς (Ἀθηναῖος, Δειπνοσοφιστές, 8.42).

Σημασία ὅμως, γιὰ νὰ καταλάβουμε τί πίστευαν οἱ Ἕλληνες γιὰ τοὺς Μακεδόνες, δὲν εἶχε τί ἔλεγε ὁ ἕνας ἢ ὁ ἄλλος (βεβαίως, τὰ «2 στοὺς 3» εἶναι ἀνακριβῆ, π.χ. ὁ Αἰσχύνης ἀπουσιάζει), ἀλλὰ ἐὰν οἱ Ἕλληνες, συλλογικὰ καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀποδέχονταν τοὺς Μακεδόνες ὡς Ἕλληνες. Κι αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴ συμμετοχή τους σὲ πανελλήνιους θεσμούς, ὅπως τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες (Ἡρόδοτος, 5.22). Μόνο Ἕλληνες συμμετεῖχαν στὸ συμβούλιο (Ἀμφικτυονία) ὅπου συμμετεῖχε κι ὁ Ἀμύντας τῆς Μακεδονίας (371 π.Χ. Βλ. Αἰσχύνης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 32). Τὸ ἴδιο Ἕλληνες τοὺς θεωροῦσαν καὶ οἱ μεταγενέστεροι ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ὅπως ὁ Στράβων, ὁ Πλούταρχος, ὁ Ἀρριανός, καθὼς καὶ Ρωμαῖοι, Πέρσες, Ἑβραῖοι κ.ἄ. Ὁ Α.Η. παρουσιάζει μιὰ [δῆθεν] ἀντιφατικὴ εἰκόνα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιὰ τοὺς Μακεδόνες, ὥστε νὰ σκηνοθετήσει ἕνα «νεοελληνικὸ ἄγχος γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων» (βασιζόμενος καὶ στὴν ἄγνοια τῶν Νεοελλήνων γιὰ τὴν ἱστορία πέραν τῶν βασικῶν), μήπως τελικὰ «ἴσως ἔχουν δίκαιο οἱ Σκοπιανοί, ὅτι δὲν ἦταν Ἕλληνες οἱ ἀρχαῖοι Μακεδόνες». Ἡ θολούρα ὅμως εἶναι ἀνυπόστατη. Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐκλάμβαναν ὡς Ἕλληνες τοὺς Μακεδόνες.

Ὁ Α. Η. συγχέοντας κράτος καὶ ἐθνότητα καὶ μιλώντας γιὰ τὸ ἀρχαῖο βασίλειο τῆς Μακεδονίας, γράφει ὅτι «οι υπήκοοι τους, για τους οποίους γνωρίζουμε ελάχιστα, ήταν μάλλον ένα μείγμα από ελληνικές και μη ελληνικές εθνοτικές ομάδες (μάλλον Θράκες, Μολοσσοί, Παίονες, Ιλλυριοί, κ.ά.)». Δηλαδή, ἀποσιωπᾶ τὶς ἐνδείξεις γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τοῦ μακεδονικοῦ λαοῦ, ὅπως τὰ ἑλληνογενὴ μακεδονικὰ ὀνόματα (μόνο 5% δὲν εἶναι ἑλληνογενῆ, ἀλλὰ μὴ ἑλληνογενὴ ὀνόματα βρίσκονται καὶ σὲ ἄλλους ἀρχαίους Ἕλληνες), τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα τῶν μακεδονικῶν μηνῶν, καὶ τοὺς λατρευόμενους ἀπὸ τοὺς Μακεδόνες θεούς. Ἐπίσης, ἀποσιωπᾶ ὅτι μπορεῖ μὲν κατὰ τὴν (πρὸ τοῦ Φιλίππου Β΄) ἐπέκτασή τους οἱ Μακεδόνες νὰ κυρίευαν διάφορα ἐδάφη, ὡστόσο οἱ ἴδιοι δὲν ταυτίζονταν μὲ τοὺς λαοὺς αὐτούς. Ἔτσι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν στὸ κλασσικὸ μακεδονικὸ βασίλειο κατοικοῦσαν καὶ μὴ Ἕλληνες, οἱ Μακεδόνες αἰσθάνονταν Ἕλληνες. Ἄλλωστε, τὰ φύλα ποὺ ἀναφέρει ὁ Α. Η. ἦταν στὶς παρυφὲς τοῦ μακεδονικοῦ βασιλείου.

Ὁ Α. Η. ἀναφέρεται σὲ μακεδονικὸ ἔθνος 70 ἐτῶν. Πῶς δικαιολογεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ τὴν κατάληψη τῶν Σκοπίων ἀπὸ τὴ Βουλγαρία τὸ 1941 οἱ ἐκεῖ ντόπιοι Κομμουνιστὲς μεταπήδησαν αὐθόρμητα ἀπὸ τὸ Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας στὸ Κ.Κ. Βουλγαρίας;

Ὁ Α. Η. ἐπαναλαμβάνει μιὰ γνωστὴ θέση, ὅτι φταῖνε οἱ Ἕλληνες γιὰ τὴν ἀρχαιολατρικὴ-μακεδονικὴ καπηλεία τῶν Σκοπιανῶν. Ὁ ἴδιος ὅμως παρακάτω, ἀντιφάσκει, ἀφοῦ ὑποστηρίζει ὅτι «η ταύτιση των κατοίκων της ευρύτερης Μακεδονίας με τον Μέγα Αλέξανδρο έχει βαθιές ρίζες ανάμεσα στους νότιους σλαβόφωνους κατά τον 19ο αιώνα και πρωτοεμφανίστηκε σε γραπτά κείμενα της Αναγέννησης στη Δημοκρατία της Ραγκούσας (σημερινές δαλματικές ακτές της Κροατίας)». Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀκόμη καὶ Βούλγαροι παρουσίαζαν τὸν Ἀλέξανδρο ὡς Βούλγαρο. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ Σκοπιανοὶ δὲν «προκλήθηκαν» ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ἀλλὰ πρῶτοι καὶ αὐθαίρετα ἰδιοποιήθηκαν μιὰ ξένη κληρονομιά.



ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ