Καμιά πατρίδα για τους κατατρεγμένους

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016



Να μην γκρινιάξω πρωτοχρονιάτικα. Να μην διαμαρτυρηθώ, να παραπονεθώ , να μουρμουρίσω δύσθυμα για το τι δυσάρεστο μας επιφυλάσσει το 2016. Να αποδεχτώ ότι ρωγμές, κενά, παρακάμψεις και οπισθοδρομήσεις είναι συμβατές με τις ράγες του χρόνου. Να συμβιβαστώ με την αισιοδοξία πως ο κόσμος εξελίσσεται προς πιο αξιοπρεπή, πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη κατεύθυνση. Δυστυχώς, όμως, ακόμα και το πιο ρόδινο σενάριο μπορεί να στο χαλάσει μια ζοφερή εικόνα σε μια μαραζωμένη πόλη που προσποιείται ότι φοράει τα γιορτινά της. Σε ένα αμήχανα θαμπό αστικό τοπίο όπου η τελετουργική ανάπαυλα των εορτών βουλιάζει σαστισμένη στην μαύρη τρύπα της αβάσταχτης απόγνωσης. Μη πάμε μακριά, η δυστυχία των άλλων είναι μελαγχολικά δίπλα μας.

Αρκούσε η παγωμένη έρημος της Πλατεία Βικτωρίας το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς να μας υπενθυμίσει τη γύμνια του πολιτισμού μας. Με εικόνες ντροπής γι αυτές τις σύγχρονες χωματερές ψυχών. Τουλάχιστον δυο εκατοντάδες ταλαιπωρημένοι και εξαθλιωμένοι πρόσφυγες και μετανάστες , πάνω σε αυτοσχέδια στρώματα από τρύπιους μουσαμάδες και κουρελιασμένα χαρτόνια, τυλιγμένοι σε κουβέρτες με το σήμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, εκτεθειμένοι στο αβάσταχτο κρύο μαρτυρούσαν πως οι σιδηροτροχιές της προόδου, που μας έμαθαν και πιστέψαμε, έχουν στοιχειώσει χωρίς συμπονετική μέριμνα, υλική ανακούφιση ,ανθρωπιά.

Πλάνητες, ανέστιοι , πένητες, κατατρεγμένοι, απελπισμένοι, πικραμένοι, ανασφαλείς και φοβισμένοι οι άνθρωποι αυτοί ανέσυραν ξεχασμένες μνήμες της δικής μας Ιστορίας. Επανέφεραν σαν σε συμπιεσμένο, απολιθωμένο και ατεμάχιστο χρόνο τα σπαρακτικά «φαντάσματα» του τραγικού Μικρασιατικού ξεριζωμού. Ανθρώπων νηστικών και μισοπνιγμένων που αναζητούσαν μια σπιθαμή γης για να φωλιάσουν τις λεηλατημένες ζωές τους, στοιβαγμένοι σε άθλιους καταυλισμούς στη Δραπετσώνα, στη Καισαριανή, στο Δουργούτι ,στις Τζιτζιφιές στους Ποδαράδες, στους Αμπελοκήπους κ.α, βιώνοντας το ντόπιο ρατσισμό, την απάθεια, την αδιαφορία, την απαξίωση, την περιθωριοποίηση και την εκμετάλλευση. Το κύμα της προσφυγιάς του 1922 , ωστόσο, προσδοκούσε απάγκιο στο «φιλόξενο» λιμάνι της μητέρας –πατρίδας. Οι σημερινοί πρόσφυγες και μετανάστες , όμως, που πάνε , ποιο σπίτι και ποια πατρίδα αφήνουν πίσω τους; Και κυρίως γιατί; Το ποίημα «Πατρίδα» της Κενυάτισσας ποιήτριας Ουαρσάν Σάιρ είναι δραματικά διαφωτιστικό.

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,

εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία

τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις

ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη

οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα

με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους

το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου

που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου

κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του

αφήνεις την πατρίδα

μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά

φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου

ζεστό αίμα στην κοιλιά σου

δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες

μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου

και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο

ανάμεσα στα δόντια σου

και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων

κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού

δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.

πρέπει να καταλάβεις

ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα

εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά

κανένας δεν καίει τις παλάμες του

κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια

κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού

τρώγοντας εφημερίδες

εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει

σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.

κανένας δε σέρνεται

κάτω από φράχτες

κανένας δε θέλει να τον δέρνουν

να τον λυπούνται

κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων

ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία

όπου το σώμα σου πονούσε

ή τη φυλακή,

επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη

από μια πόλη που φλέγεται

και ένας δεσμοφύλακας το βράδυ

είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό

γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου

κανένας δε θα το μπορούσε

κανένας δε θα το άντεχε

κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό

για να ακούσει τα:

γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι

πρόσφυγες

βρωμομετανάστες

ζητιάνοι ασύλου

που ρουφάτε τη χώρα μας

αράπηδες με τα χέρια απλωμένα

μυρίζετε περίεργα

απολίτιστοι

κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε

να κάνετε και τη δική μας

πώς δε δίνουμε σημασία

στα λόγια

στα άγρια βλέμματα

ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά

από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού

ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά

από δεκατέσσερις άντρες

ανάμεσα στα πόδια σου

ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο

να καταπιείς

από τα χαλίκια

από τα κόκαλα

από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.

θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,

αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία

πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου

και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα

εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές

εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα

να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου

να συρθείς στην έρημο

να κολυμπήσεις ωκεανούς

να πνιγείς

να σωθείς

να πεινάσεις

να εκλιπαρήσεις

να ξεχάσεις την υπερηφάνεια

η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.

κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι

μια ιδρωμένη φωνή στο αυτή σου

που λέει

φύγε,

τρέξε μακριά μου τώρα

δεν ξέρω τι έχω γίνει

αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού





matrix24.gr

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ