Το παλιό - νέο ιδεολόγημα περί «Ανοιχτής Κοινωνίας»

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019


Η σημερινή συγκυρία χαρακτηρίζεται από την ολοένα και πιο έντονη όξυνση των αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας, πράγμα που οδηγεί στην ενίσχυση των μιλιταριστικών τάσεων και των πρακτικών ατομικής και κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής. Ο μιλιταρισμός και η καταστολή συμπληρώνονται από την επαναφορά στο προσκήνιο των πιο αντιδραστικών και επιθετικών αστικών ιδεολογιών και ιδεολογημάτων που άκμασαν στα χρόνια του μεσοπολέμου και του ψυχρού πολέμου. Αλλωστε, η διενέργεια μιας ορισμένης πολιτικής απαιτεί την ιδεολογική επικύρωση και δικαιολόγησή της, έτσι ώστε τα ιστορικά καθήκοντα και η συνείδηση της άρχουσας τάξης να παρουσιαστούν ως καθήκοντα και συνείδηση όλης της κοινωνίας, ως ο υγιής «κοινός νους», ο μόνος τρόπος σκέψης που αρμόζει στους «σύγχρονους» ανθρώπους της εποχής της «παγκοσμιοποίησης» και της «σύγκρουσης» (ή πιο πονηρά, του «διαλόγου») των «πολιτισμών».

Στο πλαίσιο αυτό, μετά από την επαναφορά στη δεκαετία του 1990 της αντίληψης περί «ολοκληρωτισμού» στη σύγχρονη κίνηση των ιδεών, ήρθε τώρα τελευταία και η έννοια της «Ανοιχτής Κοινωνίας» να αποτελέσει κοινό τόπο στο πολιτικό λεξιλόγιο των πιο πολλών από τους πιο «εκσυγχρονισμένους» και «μέσα στα πράγματα» αστούς πολιτικούς στη χώρα μας, από τον Κ. Σημίτη και τον Κ. Καραμανλή, ως τον Γ. Παπανδρέου, τον κ. Χρυσοχοΐδη κ.ο.κ. Σύμφωνα με τα λόγια των τελευταίων, «οφείλουμε να υπερασπιστούμε την ανοιχτή κοινωνία» που έχουμε κατακτήσει στο «δυτικό κόσμο», «να μην πισωγυρίσουμε στην κλειστή κοινωνία» κλπ. Η χρήση του δίπολου «ανοιχτή» - «κλειστή» κοινωνία έχει ενταθεί μετά από το ξεκίνημα της νατοϊκής εκστρατείας ενάντια στο Αφγανιστάν, την «παγκόσμια τρομοκρατία» και τα δημοκρατικά αντιιμπεριαλιστικά κινήματα όπου Γης και αποτελεί, στην ουσία, και ένα ευρύτερο και πιο ευέλικτο υποκατάστατο της αντίληψης περί «σύγκρουσης πολιτισμών», ένα υποκατάστατο που ελάχιστα αποκρύπτεται στο βαθμό που βασίζεται στην παραδοχή ότι στις σημερινές συνθήκες συγκρούονται μεταξύ τους για την επικράτηση ανοιχτές και κλειστές κοινωνίες, ή η Ανοιχτή με την Κλειστή κοινωνία γενικά, ως αρχές δόμησης της κοινωνίας και της πολιτικής. Ετσι, μετατρέπεται σε «διαπολιτισμική σύγκρουση» ακόμη και η αντιπαράθεση καπιταλισμού - σοσιαλισμού, κάτι για το οποίο δεν ήταν απόλυτα κατάλληλη η έννοια - αντίληψη του «ολοκληρωτισμού», στο βαθμό που η τελευταία αφορά αποκλειστικά αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες και κρατικές οντότητες.

Η αντίληψη περί ανοιχτής και κλειστής κοινωνίας κατάγεται από τον Μπερξόν (στο έργο του «Οι δύο πηγές της ηθικής και της θρησκείας»), αλλά απέκτησε το σημερινό της περιεχόμενο στο έργο του Καρλ Πόπερ «Η ανοιχτή Κοινωνία και οι εχθροί της», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1945 και επανεκδόθηκε συμπληρωμένο το 1952, ένα χρόνο μετά την έκδοση και του βασικού βιβλίου Χ. Αρεντ για το «Ολοκληρωτικό σύστημα». Επρόκειτο για την εποχή που ολοκληρωνόταν το θεωρητικό - ιδεολογικό οπλοστάσιο του καπιταλιστικού ψυχρού πολέμου ενάντια στον «κομμουνισμό» και τα δύο αυτά έργα είχαν συμπληρωματικό χαρακτήρα (ο όρος ολοκληρωτισμός χρησιμοποιείται ευρέως από τον Πόπερ στο εν λόγω έργο). Ως το αρχέτυπο της «κλειστής κοινωνίας», κατά τον Πόπερ, ορίζεται η κοινότητα του γένους ή της φυλής, στην οποία τα πάντα ρυθμίζονται από τη θρησκεία, τα μαγικοθρησκευτικά ταμπού (απαγορεύσεις) και όπου η εξουσία και η κοινωνική ζωή εν γένει λειτουργεί με τέτοιους όρους ώστε δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλίας από τα άτομα. Η κοινότητα - κοινωνία δηλαδή, λειτουργεί σχεδόν σαν βιολογικός οργανισμός στον οποίο τα άτομα παίζουν το ρόλο των σωματικών μελών, όπου τα πάντα παραμένουν σταθερά και αναλλοίωτα και όπου δεν υπάρχει ούτε ατομική ελευθερία, ούτε δημιουργικότητα, ούτε δυνατότητα εξέλιξης προς ανώτερες κοινωνικές μορφές. Η «κλειστή» αυτή κοινωνία είναι φύσει συντηρητική - αντιδραστική και η άσκηση της εξουσίας σε αυτήν είναι προσανατολισμένη ακριβώς στην κατάπνιξη οποιασδήποτε διάθεσης για αλλαγή. Η «κλειστή κοινωνία» ανατράπηκε δύο φορές στην ιστορία: στην ελληνική κλασική Αρχαιότητα, στο πρόσωπο της πόλης - κράτους της Αθήνας του 5ου αιώνα π. Χ. και στους νεότερους χρόνους με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας. Και στις δύο περιπτώσεις, σημαντικό ρόλο για την εμφάνιση της νέας «ανοιχτής κοινωνίας» έπαιξε η ανάπτυξη του εμπορίου και της επικοινωνίας ανάμεσα στους λαούς, των τεχνικών εφευρέσεων και της επιστήμης, της κοσμικής (=μη θρησκευτικής ή μαγικοθρησκευτικής) σκέψης και της πολιτικής. Ως «ανοιχτή κοινωνία» λοιπόν νοείται γενικά η κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας τα άτομα είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν προσωπικές αποφάσεις για όλα τα ζητήματα, ενώ ως «κλειστή (μαγική, φυλετική ή κολεκτιβιστική) κοινωνία» εκείνη στην οποία τα πάντα ρυθμίζονται από απρόσωπες συλλογικές δομές, όπου δεν υπάρχει ο παραμικρός χώρος για ατομική λήψη αποφάσεων, ελευθερία, δημιουργικότητα και προσωπική ευθύνη και επιλογή.

Η εμφάνιση της «ανοιχτής κοινωνίας», κατά τον Πόπερ, αποτελεί μια τεράστια επανάσταση στον τρόπο δόμησης της κοινωνικής ζωής και δραστηριότητας, η οποία βέβαια συναντά την αντίδραση των «κλειστών κοινωνιών» που υπάρχουν από πριν. Ετσι η εμφάνιση της ανοιχτής κοινωνίας της κλασικής αρχαίας Αθήνας (το «μανιφέστο» της οποίας, όπως και της ανοιχτής κοινωνίας γενικά, σύμφωνα με τον Πόπερ, αποτελεί ο Επιτάφιος Λόγος του Περικλή, όπως αποδίδεται από τον Θουκυδίδη) προκάλεσε την αντίδραση των κλειστών κοινωνιών της ελληνικής Αρχαιότητας, επικεφαλής των οποίων τέθηκε η Σπάρτη. Σύμφωνα με τον Πόπερ η πολιτική της Σπάρτης βασιζόταν στις ακόλουθες αρχές: (1) Υπεράσπιση της εσωτερικής «οργανισμικής» (στην περίπτωση αυτή, φυλετικής, στη βάση του γένους) οργάνωσης της κοινωνίας και αποφυγή κάθε είδους εξωτερικών επιδράσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη χαλάρωση των αυστηρών μαγικοθρησκευτικών κοινοτικών ταμπού, με βάση τα οποία ήταν δομημένη. (2) Αντιανθρωπισμός (αντιουμανισμός): προστασία/διαφύλαξη της κοινότητας από κάθε είδους εξισωτικές, δημοκρατικές και ατομικιστικές ιδεολογίες. (3) Αυτάρκεια: ανεξαρτησία από το εμπόριο και τις ανταλλαγές. (4) Αντιοικουμενισμός: διατήρηση της διαφοράς μεταξύ της «δικής μας» φυλής και όλων των υπολοίπων, καθώς και αποφυγή της επιμιξίας με τις υποταγμένες (κατώτερες) φυλές (βλ. λχ. τους Είλωτες, σ. Α. Χ.). (5) Κυριαρχία: η κυριαρχία και υποδούλωση των γειτονικών κοινοτήτων και λαών. (6) Αποφυγή υπερβολικής επέκτασης του κράτους: το κράτος είναι καλό να επεκτείνεται μόνο ως εκείνο το μέτρο που δε χάνει τον ενιαίο «οργανισμικό» χαρακτήρα του (Κ. Πόπερ, «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», βλ. το ομότιτλο 10ο Κεφάλαιο του έργου). Ο Πόπερ συμπληρώνει ότι αυτές οι έξι αρχές στις οποίες βασιζόταν η πολιτική της αρχαίας Σπάρτης είναι και οι αρχές της πολιτικής των σύγχρονων «κλειστών» (βλ. «σοσιαλιστικών») κοινωνιών του 20ού αιώνα (με την «απαραίτητη» βέβαια προσαρμογή ότι η σύγχρονη «κλειστή κοινωνία» είναι πλέον επεκτατική, αλλάζει δηλαδή μόνο το σημείο (6), στο βαθμό που η ΕΣΣΔ «επιθυμούσε» ή «αισθανόταν υποχρεωμένη» να επεκταθεί κατακτώντας όλο τον κόσμο και διαλύοντας τη δυτική «ανοιχτή κοινωνία» που συνιστούσε απειλή γι' αυτήν.

Ενάντια στον ιστορικό υλισμό

Στο προαναφερόμενο βιβλίο του, καθώς και σε ένα δεύτερο μικρότερο έργο («Η αθλιότητα του ιστορικισμού»), ο Πόπερ επιτίθεται στη μαρξιστική υλιστική αντίληψη της ιστορίας την οποία ταυτίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, με κάποιου είδους μαγικοθρησκευτική αντίληψη, όπου την ιστορία διευθύνουν εξωιστορικές αρχές, ιδέες, η θεία πρόνοια κ.ο.κ. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, υπάρχει μια ορισμένη γραμμή φιλοσοφικής σκέψης που ξεκινά από τον Πλάτωνα και καταλήγει στον Χέγκελ (από τον οποίο και τη δανείζεται ο Μαρξ και οι μαρξιστές), η οποία τελικά ανάγει όλη την ιστορία των ανθρώπων σε κάποιου είδους τυραννικές ιστορικές νομοτέλειες που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Κατά τον Πόπερ, όλο αυτό το ρεύμα σκέψης βασίζεται στην ανησυχία και το άγχος που προκαλεί στον άνθρωπο η ανάδυση της ανοιχτής κοινωνίας, η οποία τον υποχρεώνει να αποφασίζει για τα πάντα υπεύθυνα ο ίδιος. Τρομαγμένος λοιπόν από το βάρος της ίδιας του της ελευθερίας, σπεύδει να επινοήσει νομοτέλειες και «αναπόφευκτες ιστορικές διαδικασίες» που παραπέμπουν στην επιστροφή στον «παράδεισο» της άγνοιας και της ανευθυνότητας του πρωτόγονου ανθρώπινου κοπαδιού, είτε αυτή ονομάζεται «επιστροφή στη χρυσή εποχή», είτε εγκαθίδρυση μιας τελικής - οριστικής ανθρώπινης κατάστασης ευτυχίας, αρμονίας, συλλογικότητας (βλ. σοσιαλισμού - κομμουνισμού) κ.ο.κ. Κατά τον Πόπερ, όλα αυτά αποτελούν συμπτώματα του σοκ της ενηλικίωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Και διακηρύσσει ότι καλά είναι όλα αυτά, όσο δεν απειλούν το κορυφαίο ανθρώπινο επίτευγμα σήμερα, την «ανοιχτή κοινωνία» της ελευθερίας, του ορθολογισμού και της υπευθυνότητας. Στην ουσία αρνείται τη σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας και υποστηρίζει ότι ο σύγχρονος «νομοθετικά - θεσμικά αναπτυσσόμενος καπιταλισμός» είναι ο μόνος δρόμος για την παραπέρα ανάπτυξη της ανθρωπότητας (ακριβώς γιατί ανακαλύπτει, ως «ανοιχτή κοινωνία» που είναι ο ίδιος, τον τρόπο ώστε να μετριάζει ή να καταργεί -μέσω της οργάνωσης των πολιτών σε ομάδες συμφερόντων, της νομοθεσίας και των θεσμών - τις αρνητικές συνέπειές του, δηλαδή την εκμετάλλευση, την καταπίεση, την εξαθλίωση, τον πόλεμο κτλ.). Στον πρόλογό του στη ρωσική έκδοση του 1992 της «Ανοιχτής Κοινωνίας» (που χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από το «Ιδρυμα Τζορτζ Σόρος» στο οποίο εκφράζει τις ευχαριστίες του ο κύριος επιμελητής της έκδοσης), ο Κ. Πόπερ, αφού συγχαίρει τους Ρώσους για την ανατροπή του ολοκληρωτισμού και της σοβιετικής «κλειστής κοινωνίας», τονίζει ότι εκείνο που πάνω απ' όλα χρειάζεται η Ρωσία σήμερα είναι δικηγόροι και δικαστές (φανταζόμαστε, ακριβώς για τη διευθέτηση και εξυπηρέτηση των θεσμών της «ανοιχτής κοινωνίας» ανάμεσα στους «ανίδεους», περί ελευθερίας, Ρώσους).

Στην υπηρεσία της αστικής τάξης...

Η παρουσίαση μιας κοινωνικοφιλοσοφικής θεωρίας ή ιδεολογικής αντίληψης σε ένα σύντομο άρθρο είναι πάντοτε ελλειπτική, βέβαια, καθώς ο χώρος είναι εξ ορισμού πολύ λίγος για την κριτική της. Ο Καρλ Πόπερ υπήρξε ένας σημαντικός επιστήμονας στη σφαίρα της θεωρίας της επιστήμης με συμβολή στην αντίστοιχη μεθοδολογία (ιδιαίτερα στον τομέα των προβλημάτων λογικής της επιστήμης και της επιστημονικής ανακάλυψης), ιδρυτής της αντίληψης - ρεύματος του κριτικού ορθολογισμού και της θεωρίας της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης στη βάση της αρχής της διαψευσιμότητας των επιστημονικών προτάσεων και θεωριών (σε αντιπαράθεση προς την αρχή της επαληθευσιμότητας του λογικού εμπειρισμού). Επειδή ακριβώς πρόκειται για σημαντικό στοχαστή στο πεδίο του, στο πρόσωπό του γίνονται ακόμη πιο σαφή τα όρια των υστερο-νεοθετικιστικών προσεγγίσεων στις κοινωνικές επιστήμες και στην κοινωνική φιλοσοφία (αν και ο ίδιος υποβάλλει σε σκληρή κριτική τις παλιότερες νεοθετικιστικές προσεγγίσεις και, στη βάση αυτή ξεκινά η δική του συνεισφορά στο πεδίο της θεωρίας της επιστήμης). Ο Πόπερ δεν κάνει διάκριση μεταξύ φύσης και κοινωνίας στην ανάλυσή του, κατανοεί τις κοινωνικές διαδικασίες όπως τις φυσικές (και μάλιστα, όπως κατανοούνται οι φυσικές διαδικασίες σε μια ορισμένη προδιαλεκτική βαθμίδα ανάπτυξης και των ίδιων των φυσικών επιστημών). Και, παρότι ξεκινά από τη σωστή θέση ότι δεν υπάρχει ούτε στη φύση ούτε στην κοινωνία κάποιος απόλυτα εννοούμενος, φαταλιστικός ντετερμινισμός, καταλήγει να υποστηρίζει ότι η γνώση υπάρχει μόνο στη μορφή της υπόθεσης, της εικασίας, οπότε ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανακαλύψει τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης. Γενικά, είναι σαν στοχαστής βαθύτατα επηρεασμένος από τις κλασικές νεοθετικιστικές προσεγγίσεις, οι οποίες στη Δ. Ευρώπη και Β. Αμερική ονομάζονται συχνά «αναλυτική φιλοσοφία». Με βάση τη φιλοσοφική του αντίληψη επομένως, κάθε θεωρία που διατείνεται ότι μπορεί να γίνουν γνωστές οι νομοτέλειες που διέπουν την ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας δεν είναι τίποτε άλλο από «προφητισμός», μια θρησκευτική απόπειρα να προβλέψουμε τα μελλούμενα, με τρόπο μάλιστα που να ικανοποιεί τις κοινωνικοψυχολογικές ανάγκες του σήμερα, ένα όνειρο δηλαδή βλαβερό σε τελική ανάλυση για την πραγματική μας δυνατότητα να οικοδομήσουμε καλύτερα τη ζωή και την κοινωνία μας. Ετσι, ο μαρξισμός ταυτίζεται με το μεταφυσικό φαταλισμό.

Δεν υπάρχει εδώ ο χώρος για συστηματική ανασκευή της θεώρησης αυτής. Σημασία έχει να τονιστεί ότι ακριβώς εξαιτίας της στρεβλής κατανόησης της ιστορικής αντίληψης του μαρξισμού, ο φιλόσοφος Πόπερ καταλήγει να μεταμορφωθεί σε απλό ιδεολόγο του αστικού ρεφορμισμού. Το αποτέλεσμα είναι η αυθαιρεσία ενός αυστηρού στοχαστή, ο οποίος μελετά την ιστορία ανιστορικά, δεχόμενος εντέλει ότι η μόνη ουσιώδης διάκριση στη δόμηση της κοινωνίας τις τελευταίες χιλιετίες είναι η διάκριση μεταξύ «κλειστής» και «ανοιχτής» κοινωνίας. Ακόμη και αυτή η διάκριση δε, φαίνεται να είναι τυχαία, δε βασίζεται σε κάποιες εσωτερικές συνάφειες και σχέσεις - αντιθέσεις που συγκροτούν την ανθρώπινη κοινωνία. Ούτε η εμφάνιση της «ανοιχτής κοινωνίας» αποτελεί κάποιο είδος προόδου, γιατί «πρόοδος» δεν υπάρχει, αποτελεί θρησκευτική έννοια, σύμφωνα με τον Πόπερ. Μένει συνεπώς το τυχαίο μόνο του να καθορίζει τα ανθρώπινα πράγματα: πρέπει να υπερασπιστούμε την «ανοιχτή κοινωνία» απλώς γιατί είναι το καλύτερο πράγμα που μας έτυχε ποτέ.

Η αντίληψη την οποία προτείνει ο Πόπερ, αποτελώντας «σύμπτωμα» μιας θυελλώδους μεταβατικής εποχής, της δικής μας εποχής των επαναστάσεων και των πολέμων, αντιστοιχεί στις κοινωνικοψυχολογικές ανάγκες σημαντικού τμήματος των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων των καπιταλιστικών κοινωνιών που μέσα σε έναν κυκεώνα απρόβλεπτων μεταβολών και μεταπτώσεων αναζητούν εναγωνίως την ψευδαίσθηση της κοινωνικής ασφάλειας και της «ελευθερίας» τους. Μοιάζει με την αίσθηση που παρατηρείται στην εφηβεία ότι «όλα μπορούν να συμβούν», «όλα είναι δυνατά, ανοιχτά» χωρίς προϋποθέσεις, συνδυασμένη με την ανάγκη κοινωνικής εξασφάλισης των εύπορων στρωμάτων. Αυτά τα στρώματα αναζητούν μια χαμένη ξενοιασιά, την αίσθηση ότι όλα είναι νέα στον κόσμο, ότι ο ίδιος ο κόσμος είναι νέος, ότι αυτό που χρειάζεται είναι απλώς να στρωθούμε στη δουλιά για να διορθωθούν όλα γύρω μας. Αυτή την αίσθηση μεταδίδει σε πολλούς η αντίληψη της «ανοιχτής κοινωνίας» σήμερα και αυτή η αίσθηση είναι πιο σημαντική από την ίδια τη θεώρησή του Πόπερ, η οποία δεν είναι και τόσο σημαντική καθεαυτή. Αλλωστε και η ίδια η λέξη «ανοιχτή κοινωνία» παραπέμπει σε κάτι φωτεινό, ενεργητικό, δημιουργικό, ελεύθερο.

... και της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής εκστρατείας καταστολής
Ακριβώς γι' αυτά της τα προτερήματα, η αντίληψη της ανοιχτής κοινωνίας προβάλλεται σήμερα εκ νέου από τους πολιτικούς και ιδεολογικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου. Διαστρεβλώνοντας τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, η αντίληψη περί ανοιχτής και κλειστής κοινωνίας χωρίζει τον κόσμο και την κοινωνία σε δύο μέρη: τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες από τη μια μεριά, με την ψευδή υποθετική δημοκρατία τους και τις κυρίαρχες ιδεολογίες τους και τους αρνητές αυτής της κοινωνίας από την άλλη, αληθινούς και ψεύτικους, σοβαρούς και αστείους, επαναστάτες και αντιδραστικούς. Σύμφωνα με τον Μπους, αλλά και τον Κ. Σημίτη και τον Γ. Παπανδρέου, ας μην το ξεχνάμε, «όποιος δεν είναι μαζί μας (δηλαδή, με το διευθυντήριο των εθνικών και διεθνών καπιταλιστικών ολιγαρχιών που φαγώνονται μεταξύ τους καταβροχθίζοντας ταυτόχρονα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δημιουργικότητα σε όλο τον κόσμο) είναι εναντίον μας». Η ιδεολογία της διάκρισης - αντιπαλότητας μεταξύ «ανοιχτών» και «κλειστών» κοινωνιών έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον οποιουδήποτε: εναντίον των κομμουνιστών, του εργατικού κινήματος, του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, των φτωχών χωρών, των «ισλαμιστών», εναντίον ακόμη και μιας μη αρεστής καπιταλιστικής χώρας. Ακριβώς γι' αυτό αποτελεί μια κατ' εξοχήν αντιδραστική, σκοταδιστική και ταυτόχρονα πολύ ευέλικτη και επικίνδυνη πλευρά της σύγχρονης αστικής ιδεολογίας και προπαγάνδας που θα επιχειρηθεί να διαδοθεί ακόμη περισσότερο στο επόμενο διάστημα της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής εκστρατείας καταστολής. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από την ιδεολογική δουλιά και την προπαγάνδα μας. Το βασικό μαρξιστικό ιδεολογικό - θεωρητικό «όπλο» και σε αυτήν την περίπτωση παραμένει η κοινωνικο-ταξική ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας και στο πλαίσιο αυτό βεβαίως, η υλιστική αντίληψη της ιστορίας και της κοινωνίας. Τέλος, σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο άτομο και την ελευθερία του, καλό είναι να υπενθυμίζεται σε μόνιμη βάση από τους μαρξιστές κάτι που συχνά παραλείπουμε: ο κομμουνισμός, που αποτελεί τον πρακτικό και ρεαλιστικό στόχο του κινήματός μας, βασίζεται στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα, στην προσωπικότητα, η ανάπτυξη της οποίας (της κάθε προσωπικότητας όμως, όλων των ατόμων που ζουν στην κοινωνία) είναι ο βασικός όρος οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Κομμουνισμός δεν μπορεί να υπάρχει αν έστω και ένας άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, αν έστω και ένας άνθρωπος δεν παίρνει προσωπικές πρωτοβουλίες και προσωπικές αυτοσυνείδητες και ελεύθερες αποφάσεις. Ο κομμουνισμός είναι μια ανθρώπινη κατάσταση που δε συνιστά το τέλος, αλλά την αφετηρία της πραγματικής ανθρώπινης ιστορίας και ως εκ τούτου αποτελεί την πραγματική «ανοιχτή» κοινωνία. Η διαφορά μας από τον Πόπερ (και πολύ περισσότερο, από τους σύγχρονους αστούς πολιτικούς και ιδεολόγους και κάποιους «ψευδοελευθεριακούς» διανοούμενους) είναι, πρώτον, ότι δε βαφτίζουμε τα απατηλά αστικορεφορμιστικά φτιασιδώματα της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας ελεύθερη κοινωνία με ελεύθερους ανθρώπους, δηλαδή δεν παίρνουμε τα όνειρά μας για πραγματικότητα, δεύτερον, επιδιώκουμε πρακτικά την οικοδόμηση αυτής της ελεύθερης κομμουνιστικής κοινωνίας, τρίτον, αυτό το επιδιώκουμε με τα μέσα και τις προϋποθέσεις που μπορεί στ' αλήθεια να επιτευχθεί, γνωρίζοντας ότι δε θα φτιαχτεί κουνώντας το μαγικό ραβδάκι μας, καθώς και ότι εμείς οι ίδιοι, ως άτομα και προσωπικότητες, το πολύ πολύ να προφτάσουμε κάποια προεικάσματά της. Γνωρίζουμε όμως επίσης ότι ο κομμουνισμός δεν είναι απλώς κάποιο μακρινό ιδανικό, αλλά μια πραγματική ιστορική κίνηση (Μανιφέστο του ΚΚ) που έχει ήδη ξεκινήσει ένας πραγματικός και πρακτικός αγώνας στον οποίο οι άνθρωποι που συμμετέχουν διευρύνουν τα όρια της ελευθερίας της προσωπικότητας στην ανθρώπινη ιστορία. Η ελευθερία δε θα έρθει απλώς «κάποτε», έρχεται συνεχώς, αναπτύσσεται κάθε μέρα στην κοινωνική πάλη (που αποτελεί ταυτόχρονα και πάλη με τον ίδιο τον εαυτό μας, με τις πηγές της δουλείας μέσα μας). Γιατί η ελευθερία είναι όντως ακριβώς η δυνατότητα να παίρνει κανείς προσωπικές, υπεύθυνες, συνειδητές και συχνά ακριβές, οδυνηρές, αλλά αναγκαίες αποφάσεις για τον εαυτό του και τον κόσμο. Ελευθερία είναι η συνειδητοποιημένη αναγκαιότητα.






Αναλυτικά ΕΔΩ



Ο Αποστόλης Χαρίσης είναι μέλος του ΔΣ του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών (ΚΜΕ)
rizospastis.gr 
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ