Ένας άλλος ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εφικτός

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015


του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Τον Μάρτιο του 2013, η τότε τρικομματική συγκυβέρνηση Σαμαρά ψήφιζε το νομοσχέδιο «περί εξαρτησιογόνων ουσιών», που θα γλίτωνε από τη φυλακή χιλιάδες τοξικοεξαρτημένους. Ήταν το μόνο νομοθέτημα εκείνης της κυβέρνησης που υποστήριξε ποτέ ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ για τη ΔΗΜΑΡ, που το πιστωνόταν λόγω υπουργίας Ρουπακιώτη, ο νόμος αποκτούσε ισχυρό συμβολισμό: ήταν η «απόδειξη» ότι το Μνημόνιο δεν πρέπει να απολυτοποιείται ως διαχωριστική γραμμή —ότι η τότε «κυβερνώσα Αριστερά» μπορούσε να διασώσει κάποια ψήγματα αριστερής πολιτικής, στον βαθμό που υπήρχαν άνθρωποι με λογισμό και μ’ όνειρο να παλέψουν στα διάκενα των απαιτήσεων των δανειστών.

Δύο χρόνια μετά, η συζήτηση για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού στις φυλακές αποκάλυπτε ότι το πράγμα ήταν πιο περίπλοκο: ότι, αφενός η τύφλωση της Δικαιοσύνης, αφετέρου η υποχρηματοδότηση θεραπευτικών προγραμμάτων και των συναφών δομών, είχαν ακυρώσει στην πράξη εκείνο το ελπιδοφόρο νομοθέτημα. Το κυριότερο: με όσα είχαν γίνει τη διετία 2012-2014, ούτε η ΔΗΜΑΡ, ούτε φυσικά η Ν.Δ. ή το ΠΑΣΟΚ είχαν διανοηθεί στα σοβαρά να ζητήσουν την ψήφο της ελληνικής κοινωνίας με βάση το δείγμα εκείνο της αριστερής «ρωγμής».

Φοβάμαι πως η ιστορία αυτή δεν απασχολεί όσες και όσους επιχειρηματολογούν στα σοβαρά ότι «δεν ήρθε το τέλος του κόσμου» με το τρίτο Μνημόνιο: ότι μπορεί η κυβέρνηση να εξαναγκάστηκε να ψηφίσει Μνημόνιο, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποδέχτηκε τον εκβιασμό ως πρόγραμμά του, μην κάνοντας καν το αποφασισμένο συνέδριό του —αλλά δυνατότητες ακόμα υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα στον τομέα των δικαιωμάτων. Σα να μην μάθαμε τι σημαίνει για τη δημοκρατία η λιτότητα στην οικονομία. Σαν να είχε δικαιωθεί η Κεντροαριστερά, που από το 2010 διαχώριζε πλήρως στον λόγο της το Μνημόνιο από τα δικαιώματα, εγκαταλείποντας εντέλει και τα τελευταία. Και σα να μην ήταν ο αγώνας ενάντια στη λιτότητα αυτός που εξασφάλισε στον ΣΥΡΙΖΑ το πολιτικό κεφάλαιο για να πραγματώσει τομές στις φυλακές, την ιθαγένεια, το προσφυγικό.

Ανάλογα ισχύουν στα της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, τα κατεξοχήν αναβαθμισμένα ζητήματα στον λόγο των κυβερνητικών στελεχών. Σα να μην έχασε μόλις ένα πλεονέκτημα η (όποια) κυβέρνηση, με την υπαγωγή του ΣΔΟΕ στην ανεξάρτητη, πια, Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Και σα να μην είχε προβάλει ποτέ η τρόικα την εξοργιστική διαφωνία της στο αίτημα της κυβέρνησης να φορολογηθούν άμεσα οι επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 500.000 ευρώ.

Ακόμα κι αν προσπερνούσαμε τα παραπάνω, ακόμα κι αν αγνοούσαμε τα ακόμα πιο βασικά –τις αξιολογήσεις, την αναπόφευκτη αναζήτηση «ισοδύναμων» σε ένα πρόγραμμα που ομολογημένα «δεν βγαίνει» ή την πρόθεση των «θεσμών» να ταπεινώσουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ–, υπάρχει ένας αψευδής μάρτυρας για τα πραγματικά όρια: Αν υπήρχαν πράγματι δυνατότητες, η κυβερνητική επιχειρηματολογία δεν θα εξαντλούνταν στην ηθική. Το επιχείρημα, θέλω να πω, προς την πλευρά των διαφωνούντων, θα ήταν να μείνουμε για να κάνουμε αυτό ή εκείνο: όχι να μείνουμε «για να μην πέσει η αριστερή κυβέρνηση» –ενώ η κυβέρνηση δεσμεύεται καθημερινά να εφαρμόσει απαρεγκλίτως τις «δεσμεύσεις στους δανειστές», αρνούμενη στο κόμμα έστω τον ρόλο του αντίβαρου. Αν λοιπόν υπήρχαν πράγματι περιθώρια, τα κυβερνητικά στελέχη δεν θα ηθικολογούσαν. Δεν θα αποδέχονταν σιωπηρά τη στήριξη των διαπλεκόμενων μέσων ενημέρωσης, που μέρες τώρα κανιβαλίζουν τους διαφωνούντες. Ούτε θα επιδίδονταν στην καταθλιπτική σύγκριση, ποιο κόμμα έφερε το καλύτερο Μνημόνιο (Βλ. ενδεικτικά: Ράνια Αντωνοπούλου, «Επτά λόγοι για τους οποίους το νέο Μνημόνιο δεν είναι χειρότερο από τα προηγούμενα», Αυγή της Κυριακής, 23.8.2015).

***

Η κατάργηση του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι ένας άλλος ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εφικτός. Αλλά τότε τι; Αν οι απαντήσεις εξαντλούνταν στις εκλογές, θα ήταν εύκολες. Σε μια εκλογική μάχη που δεν είναι οποιαδήποτε, με την επίγνωση των ορίων του κινηματισμού στην παρούσα συγκυρία, με δεδομένο ότι η ΛΑΕ είναι ό,τι πιο κοντινό στο αριστερό Όχι της 5ης Ιουλίου, και καθώς δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις μεταξύ Όχι και Ναι, η ΛΑΕ πρέπει, πιστεύω, να υπερψηφιστεί κριτικά. Αυτό όμως δεν αρκεί. Χρειαζόμαστε επίσης το Όχι του δημοψηφίσματος στους δρόμους. Χρειαζόμαστε ένα «μωσαϊκό» που να οργανώνει την αντίσταση, να μεριμνά για τη συνέχεια της καμπάνιας του This Is A Coup, για την αλληλεγγύη και την αντιπληροφόρηση. Χρειαζόμαστε μια σοβαρή, όχι δηλαδή προπαγανδιστική αποτίμηση για την αποτυχία της στρατηγικής μας και τη δυσανεξία της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη δημοκρατία. Χρειαζόμαστε μια άλλη Αριστερά. Αυτό είναι το στοίχημα που πρέπει να αναλάβουμε.



ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ