Η Λειτουργική Τάξη, το Ταξικό Έθνος και η μικροαστική Αριστερά της Πτώσης.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018




Η Λειτουργική Τάξη


Κάθε μεγάλη επανάσταση είναι λαϊκή ή εθνική,
με την έννοια ότι συγκεντρώνει γύρω από την επαναστατική τάξη
όλες τις ζωντανές δυνάμεις του έθνους
και τις ανασυγκροτεί γύρω από ένα νέο άξονα.
Η εργατική τάξη, ως πολιτική τάξη, είναι εθνική…
(Λέων Τρότσκι)


Ρίχνοντας εξεταστικά τη ματιά μας στην μαρξιστική θεώρηση της ταξικότητας, υπό το φως της πρακτικής εμπειρίας που μας κληροδότησε ο 20ος αιώνας, συμπεραίνουμε ότι πράγματι πρόκειται για μια απ’ τις σημαντικότερες και πλέον αναγκαίες συνθήκες κοινωνικής σύνθεσης, κατά συνέπεια αποτελεί βασικό κι αναπόσπαστο πυλώνα του Κοινωνισμού.

Η αταξική σκέψη δεν αποτέλεσε τυχαία ένα από τα αποφασιστικότερα όπλα του Νεοφιλελευθερισμού, στην πορεία του προς την απόλυτη επικράτηση. Οι εργαζόμενες τάξεις χωρίς ταξική συνείδηση, αποτελούν έρμαιο των δυνάμεων του Κεφαλαίου, το οποίο έχει πλήρη ταξικότητα από τη δική του πλευρά, κι οι κυρίαρχες ελίτ, παρά τους επιμέρους ανταγωνισμούς τους, εμφανίζονται ταξικά συμπαγείς κι αποφασισμένες.

Είναι ωστόσο πρόδηλο το γεγονός ότι, καθώς ο 21ος αιώνας προχωράει, το κλασικό ταξικό μοντέλο, που ως βάση του έχει το προλεταριάτο και το εργατικό κίνημα εν γένει, έφτασε στα όρια του εννοιολογικού του βεληνεκούς και δεν δύναται πια να ερμηνεύσει επιτυχώς τα φαινόμενα.

Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι αφενός το καπιταλιστικό παραγωγικό σύστημα έχει μεταβληθεί σημαντικά με τον χρόνο. Η παγκόσμια επικράτηση του υπερεθνικού χρηματοπιστωτικού έναντι του κλασικού παραγωγικού κεφαλαίου και η διοχέτευση της εργασίας στον τριτογενή τομέα, ιδιαίτερα στις χώρες της ανεπτυγμένης Δύσης, αφαίρεσε απ’ το παραδοσιακό προλεταριάτο την μαζική ταξική εκπροσώπηση που διέθετε έναν αιώνα πριν.

Ειδικότερα στο ελλαδικό παράδειγμα, η πλήρης κατάρρευση κάθε παραγωγικής δραστηριότητας, η οποία συντελέστηκε με αξιοθαύμαστη συνέχεια και συνέπεια κατά τη διάρκεια της συμμετοχής της χώρας στην ΕΟΚ-ΕΕ, συνέδραμε τα μέγιστα στον πολυκερματισμό της προλεταριακής εργατικής τάξης, με συνέπεια την απάλειψη κάθε έννοιας ταξικής συνείδησης εντός της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτό ήταν κάτι το οποίο η Αριστερά της Πτώσης (η σαστισμένη κι απεγνωσμένη για επιβίωση μικροαστική ευρωαριστερά που προέκυψε μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου) απέτυχε ή δεν θέλησε να διαγνώσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Αντίθετα συνετέλεσε με τον τρόπο της στην ταξική αποκλιμάκωση, επικεντρώνοντας τη δράση της στην υπεράσπιση ατομικών κυρίως δικαιωμάτων, δίχως καμιά ουσιώδη αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος.

Πολιτεύτηκε κοτσάροντας ένα «αντί» σε κάθε ιδεολόγημα του καπιταλισμού και του φασισμού, χαρίζοντας έτσι διαρκώς την πρωτοβουλία στον αντίπαλο, μέχρι που έφτασε να του μοιάζει ανατριχιαστικά, αφού για δεκαετίες σύρθηκε ξωπίσω του κι αντικατοπτρίστηκε στη στιλπνή του επιφάνεια.

Απέκοψε τον εαυτό της από το κοινωνικό γίγνεσθαι, ενδύθηκε την τήβεννο μιας αυτοενάρετης ηθικής υπεροχής και σταδιακά προσχώρησε στις νεοφιλελεύθερες αντικοινωνικές θεωρήσεις και στάσεις έναντι του «λαϊκιστικού, ρατσιστικού και αμόρφωτου» κατά τη γνώμη τους πόπολου, ανάξιου σωτηρίας κι ακατάλληλου για την πεφωτισμένη ηγεσία τους.

Όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Η μικροαστική Αριστερά της Πτώσης προσχώρησε στον Εθνομηδενισμό, ο οποίος θα μπορούσε να συμπυκνωθεί ενδεικτικά στον αφορισμό «Κοιμάσαι πατριώτης, ξυπνάς φασίστας».

Μολονότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι παντελώς αυθαίρετος και ιδεολογικά ατεκμηρίωτος, στην πραγματικότητα απονεύρωσε τόσο καίρια το λαϊκό κίνημα, εξασθένισε σε τέτοιο βαθμό τις λαϊκές αντιστάσεις, που έτσι εξηγείται θαυμάσια η μέχρι σήμερα αδυναμία του ελληνικού λαού να προβάλει οποιαδήποτε σοβαρή αντίσταση στην ιμπεριαλιστική επίθεση την οποία δέχτηκε η χώρα και την κακήν κακώς υποταγή του στη νεοφιλελεύθερη γερμανική κατοχή.

Το γεγονός ότι η ανάπτυξη του Εθνομηδενισμού συμπίπτει χρονικά με την παράλληλη ανάπτυξη της ταξικής αφασίας, καταδεικνύει έμμεσα το δίκαιο του ισχυρισμού μας, ότι το ταξικό είναι αναπόσπαστα συνυφασμένο με το εθνικό και η μοίρα του ενός, ακολουθεί την εξέλιξη του άλλου.

Ας λάβουμε επιπλέον υπόψη, ότι ηγετική θέση σε τούτη τη διαβρωτική εκστρατεία του Εθνομηδενισμού εξαρχής κατείχε ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ. Με δεδομένη την άνευ όρων υποταγή του στη νεοφιλελεύθερη γερμανική Ευρωκρατορία και τον ρόλο του δούρειου ίππου που έπαιξε για την πλήρη εκποίηση της χώρας, μπορούμε αβίαστα να διαγνώσουμε ποιον ακριβώς υπηρετεί η μικροαστική Αριστερά της Πτώσης και για ποιον λόγο έχει οδηγήσει το μαζικό κίνημα στη συντριπτική φαινομενικά ήττα που βιώνει σήμερα.

Η κατακρεούργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των Ελλήνων ήρθε ως αυτονόητο αποτέλεσμα του αποικιακού χαρακτήρα των σχέσεών μας με τη Δύση. Η κοινωνική κρίση στην Ελλάδα υπήρξε συνέπεια του παρασιτικού και εξαρτημένου χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Στα χρόνια της κρίσης αποδείχτηκε πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι χωρίς ανεξάρτητη πατρίδα δεν μπορεί να υπάρχει ούτε κοινωνική δικαιοσύνη, ούτε δημοκρατικά δικαιώματα, ακόμα κι όταν η υποτιθέμενη Κοινωνική Αριστερά ανέβει στην εξουσία.

Ο Νεοφιλελευθερισμός από την άλλη πλευρά, δεν περιόρισε τη γενικευμένη του επίθεση μόνο στα εργατικά και αγροτικά στρώματα, αλλά τα καταστροφικά του αποτελέσματα έχουν πλήξει καίρια πολλές άλλες κοινωνικές κατηγορίες. Φτωχοποιημένα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, λεγεώνες ανέργων, ένας ολάκερος αστερισμός επιχειρηματιών, βιοτεχνών κι εμπόρων, οι δημόσιοι υπάλληλοι, το επιστημονικό δυναμικό που πλεονάζει στ’ αζήτητα, οι συνταξιούχοι, τα χαμηλόβαθμα στελέχη του στρατού και της αστυνομίας, η νεολαία, οι καλλιτέχνες, όλοι δοκιμάσαμε στο πετσί μας το κνούτο της βίαιης ανακατανομής πλούτου, που έλαβε χώρα με την έναρξη του αιώνα μας.

Πέρα απ’ όσους πλήττονται οικονομικά, έχει πλέον καταστεί φανερό ότι ο Νεοφιλελευθερισμός –στην προσπάθεια διάλυσης του κοινωνικού ιστού, με σκοπό την εδραίωση της απόλυτης κυριαρχίας του- επεκτείνει την καταπίεση και την πολιτική των διακρίσεων σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, όπως γυναίκες, φυλετικές μειονότητες (πχ τσιγγάνοι, μετανάστες) κλπ.

Ο κοινωνικός, όπως και ο ταξικός κατακερματισμός αποτελεί ένα απ’ τα ισχυρότερα όπλα του αντιπάλου κι επιβάλλεται με κάθε διαθέσιμο μέσον.

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας υφίσταται ένα ανελέητο ιμπεριαλιστικό blietzkrieg, έναν κεραυνοβόλο πόλεμο, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση μιας μειοψηφικής αντικοινωνικής κάστας που ωφελείται τα μάλα, την οποία θα ονομάσουμε Κοτζαμπάσηδες, προκειμένου να καταδείξουμε τον αληθινό ρόλο και την καταγωγή της και θ’ αφιερώσουμε ιδιαίτερο κεφάλαιο για την περιγραφή της.

Υπό το φως της έως τώρα ανάλυσης, καθίσταται φανερό ότι η ταξική συνείδηση, αναπόσπαστα με την πατριωτική, είναι απαραίτητη ώστε οι καταπιεζόμενες τάξεις ν’ αναζητήσουν τη λευτεριά και τη χειραφέτησή τους. Ωστόσο εξίσου αναγκαίος είναι ένας νέος ορισμός, που να περιλαμβάνει στους κόλπους του όλους όσοι υφίστανται τα δεινά της αχαλίνωτης νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας.

Οι Κοινωνιστές θεωρούμε ως ύψιστη πνευματική αρετή την Απλότητα (σε αντίθεση με την Απλοϊκότητα και την Απλούστευση, που αποτελούν βαριά ψεγάδια) και το φιλοσοφικό ξυράφι του Όκαμ συνεπικουρεί τούτη την αντίληψη. Έτσι ο ταξικός μας προσδιορισμός συντίθεται ως εξής:

Στη δική μας ταξικότητα, την οποία θα ονομάσουμε Λειτουργική Τάξη, ανήκουμε όλοι οι Έλληνες (κι όσοι άλλοι αγαπούν ως πατρίδα τους την Ελλάδα), που εννοούμε να ζήσουμε και να ευδοκιμήσουμε σ’ αυτόν τον τόπο, στηριζόμενοι αποκλειστικά στο προϊόν της εργασίας, του μόχθου, του νου και των ικανοτήτων μας. Ο Γκάντι θεωρούσε ως μια απ’ τις πηγές κάθε κακού «τον πλούτο που δεν προέρχεται από την εργασία σου».

Η Λειτουργική τάξη δεν δρα ως ομάδα προώθησης επιμέρους συμφερόντων, αλλά κάθε μέλος της αποδέχεται ότι ένα δίκαιο τμήμα της υπεραξίας της εργασίας και των ικανοτήτων του, διαμοιράζεται χάριν της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου, μέσω ενός μηχανισμού συνοχής και αναδιανομής πλούτου.

Ένας Κοινωνιστής κατανοεί πάνω απ’ όλα, ότι η συλλογική ευημερία της κοινωνίας που τον περιβάλλει, αποβαίνει εντέλει στην ατομική και οικογενειακή του ευημερία.

Ο παραπάνω ορισμός, όχι μονάχα ικανοποιεί τη συσσωρευμένη εμπειρία των αλλαγών στα εργαζόμενα κοινωνικά στρώματα, που επέφερε ο νέος αιώνας, αλλά καταδεικνύει ξάστερα την ουσιαστική ταύτιση της Λειτουργικής Τάξης και του Έθνους, άρα και την αναπόσπαστη συσχέτιση δύο εκ των τριών βασικών πυλώνων της Κοινωνιστικής θεώρησης.

Από τούτη τη συσχέτιση προκύπτει ο διαλεκτικός όρος Ταξικό Έθνος, για το οποίο θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω. Η ανάλυση του ταξικού κι εθνικού εχθρού, η οποία ακολουθεί, θα φωτίσει ακόμα περισσότερο τούτη την προφανή συσχέτιση.



Το Ταξικό Έθνος


Η πατρίδα αντιπροσωπεύει το αδιαφιλονίκητο και ιερό δικαίωμα κάθε ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπων να ζουν, να σκέφτονται,να θέλουν και να δρουν κατά τον τρόπο τους, που γεννήθηκε ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας ιστορικής εξέλιξης
(Μιχαήλ Μπακούνιν)



Απ’ όλα τα μαζικά πολιτικά υποκείμενα, σίγουρα το Έθνος αποτελεί το πλέον απαξιωμένο και κακόφημο. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί, με κυριότερο την καπηλεία που έχει υποστεί από την τάξη των Κοτζαμπάσηδων, όσον αφορά το ελλαδικό παράδειγμα, όσο και απ’ όλες τις κυρίαρχες, εκμεταλλευτικές, μεγαλοαστικές τάξεις, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας ιστορίας.

Όλοι οι παραπάνω διαμορφώνουν μια διεθνή κοσμοπολίτικη ελίτ, της οποίας ο συνδετικός δεσμός, η «κόλλα» που τη συνέχει, δεν είναι η κοινότητα στη γλώσσα, στη θρησκεία, στην καταγωγή κλπ, παρά μόνο τα κοινά συμφέροντα και η βουλιμική επιδίωξη για εξουσία, η κοινή τους συνείδηση.

Στην πραγματικότητα, όπως θα παρουσιάσουμε παρακάτω, το έθνος είναι πάνω απ’ όλα τ’ άλλα μια συνειδησιακή οντότητα. Βάσει αυτού του συλλογισμού, οι παγκόσμιες ελίτ συναποτελούν ένα ενιαίο έθνος, με όλες τις συγκρούσεις και αντιθέσεις που έτσι κι αλλιώς εμφανίζονται σε οποιονδήποτε εθνικό χώρο.

Το σχέδιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ενισχύει ακόμα περισσότερο τούτη την αντίληψη, αφού το «έθνος» των ελίτ, αμέσως μετά την νίκη του επί του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, αποφάσισε να ενοποιηθεί, με κύριους άξονες των επιδιώξεών του την παγκοσμιοποίηση του δανειστικού κεφαλαίου, τη διάλυση των εθνικών κρατών και τη μετατροπή των λαών σε μια σούπα δίχως επιμέρους χαρακτηριστικά, εύκολα χειραγωγήσιμη και κατά συνέπεια σταθερά υπόδουλη.

Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, οι κυρίαρχες ελίτ σε κάθε κράτος, εκμεταλλεύονταν υποκριτικά τις επιφανειακές ομοιότητες με τις εργαζόμενες τάξεις (κοινή γλώσσα, καταγωγή, θρησκεία κλπ), για να τους επιβάλλουν μεγαλύτερη φτώχεια ή να τους σύρουν σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι εργαζόμενες τάξεις, υπό τη σκιά ενός ψευδεπίγραφου επιφανειακού πατριωτισμού, υφίσταντο τις συνέπειες του διαρκούς αγώνα για τη νομή της παγκόσμιας εξουσίας (οικονομική, γεωπολιτική κλπ) μεταξύ αλληλοσυγκρουόμενων ελιτίστικων συμφερόντων, ένας αγώνας που για τις ίδιες τις ελίτ υπήρξε σχεδόν πάντοτε αναίμακτος. Τις περισσότερες φορές μάλιστα βγήκαν όλοι τους κερδισμένοι.

Θα μπορούσε κανείς βάσιμα να επιχειρηματολογήσει ότι οι λαοί πλήρωσαν το αιματηρό τίμημα, διότι διέθεταν μεν εθνική συνείδηση, αλλά τους έλειπε η ταξική.

Η μικροαστική Αριστερά της Πτώσης, πάντοτε ετεροκαθοριζόμενη πολιτικά κι ετερόφωτη ιδεολογικά, πίστεψε ότι με τη χρήση ενός ακόμη «αντί» θα έδινε απάντηση στο περίπλοκο αυτό ζήτημα. Θεώρησαν λοιπόν λογικό, εφόσον η έννοια του έθνους είχε χρησιμοποιηθεί εκ του πονηρού από τον ταξικό αντίπαλο, να την δαιμονοποιήσουν, να την καταργήσουν παντελώς και να ξενοιάζουνε. Η απλοϊκότητα ωστόσο, όπως προαναφέραμε, αποτελεί λογική πλάνη και βαρύτατο πνευματικό ολίσθημα. «Πονάει δόντι, κόψει κεφάλι».

Έτσι, θεωρούμε καθήκον μας ως Κοινωνιστές, να προσεγγίσουμε το ζήτημα με την απαιτούμενη ψυχραιμία, ιδωμένο μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα.

Μια πρώτη παρατήρηση, που καταδεικνύει την προφανή προχειρότητα του Εθνομηδενιστικού συλλογισμού, είναι ότι το έθνος, όπως και η κοινωνία, αποτελεί ένα αντικειμενικό ιστορικό υποκείμενο. Διαθέτει δηλαδή ιστορικότητα, συνέχεια, ταυτότητα και αυτοσυνείδηση. Έτσι, σε αντίθεση με μη αντικειμενικά κοινωνικά υποκείμενα, όπως κόμματα, μέτωπα, κινήματα, ιδεολογικές πρωτοπορίες κλπ, έχει αυτόνομη ύπαρξη που δεν μπορεί να καταργηθεί με κάποιο φιρμάνι, ενός συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Δεν είναι δυνατόν η αντικειμενική πραγματικότητα να υποκύπτει στον βολονταρισμό οποιουδήποτε ιδεολογήματος.

Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με την αντίστοιχη προσπάθεια της Μ. Θάτσερ να καταργήσει την κοινωνία μ’ έναν αυθαίρετο αφορισμό, όπως αναφέραμε παραπάνω.

Δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσον η μικροαστική Αριστερά της Πτώσης υπήρξε εξαρχής εντεταλμένο όργανο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ή αν απορροφήθηκε σταδιακά, είναι ωστόσο πασίδηλο πλέον, με ποιου τα συμφέροντα και τη λογική έμπρακτα συντάσσεται.

Γιατί δεν μπορεί να συγκροτηθεί εργατική τάξη, ως υποκείμενο με κοινωνικό και ιστορικό πεπρωμένο, χωρίς υλική θέση και συνείδηση μονιμότητας εγκατάστασης. Κυρίαρχο αίτιο αυτού είναι πως δεν δύναται να υπάρξει συγκροτημένη Λειτουργική Τάξη χωρίς σταθερή και μόνιμη σχέση με μια δοσμένη παραγωγική αλυσίδα και με συγκεκριμένα μέσα παραγωγής. Μόνο έτσι μπορεί να διεκδικήσει την κυριότητα και κατοχή τους και μόνο έτσι διατηρεί την δυνατότητα να αναβαθμιστεί σε ηγετική δύναμη του έθνους της.

Χωρίς κοινό έδαφος, κοινή γλώσσα, κοινή οικονομική ζωή, κοινή ψυχοσύνθεση, κοινή κουλτούρα, χωρίς κοντολογίς τα κοινά εθνικά χαρακτηριστικά, συμπληρωμένα από τα αντίστοιχα επιπρόσθετα κοινά ταξικά χαρακτηριστικά, δεν μπορεί η Λειτουργική Τάξη να αγωνιστεί εναντίον του πανίσχυρου αντιπάλου της, για τη χειραφέτησή της. Η Λειτουργική Τάξη, δεν είναι απλά εθνική, είναι η κατεξοχήν εθνική τάξη.

Όσο κι αν θέλουν οι Εθνομηδενιστές να λένε ότι οι απόψεις τους επιδιώκουν να υπερασπιστούν «τα συμφέροντα του προλεταριάτου», έχει καταστεί εμπειρικά πρόδηλο ότι μια εργατική τάξη χωρίς εθνικότητα, είναι μια τάξη χωρίς ιστορικό κοινωνικό υπόβαθρο, μια μη-τάξη, στην οποία κυριαρχεί η αταξικότητα, όπου οι συντεταγμένες μονάδες της Λειτουργικής Τάξης εκπίπτουν σε διασκορπισμένες και ασύντακτες ομάδες ατάκτων, που μπορούν να διαλυθούν με το πρώτο φύσημα του ανέμου. Και ακόμα χειρότερα, ο ένας τρώει τον άλλον, κι όλους μαζί το Κεφάλαιο. Το ελλαδικό νεοκατοχικό παράδειγμα μιλάει από μόνο του και συνεπώς η υπόθεση δεν χρήζει εκτενών ιδεολογικών αναχαράξεων.

Ωστόσο η παρουσίαση εκ του αντιθέτου επιχειρημάτων, όσο κι αν είναι εύγλωττη και διδακτική, δεν τεκμηριώνει διαλεκτικά μια θέση, παρά μόνο μια αντίθεση. Δεν έχουμε ακόμα προσεγγίσει την ουσία του ζητήματος.

Τι ακριβώς είναι το έθνος; Πώς μπορεί κανείς να το ορίσει; Γιατί παρά τις επί τρεις δεκαετίες λυσσαλέες προσπάθειες να καταργηθεί ως έννοια, τούτο δεν κατέστη εφικτό; Για ποιον λόγο εντέλει θεωρούμε ότι αποτελεί τόσο θεμελιώδη οντότητα, που δίχως αυτήν η Λειτουργική Τάξη χάνει τη δύναμη και τον προσανατολισμό της;

Τι νόημα έχει ο πατριωτισμός; Πρόκειται άραγε για μια παλιά αγαπημένη μας ηθικολογία, από την οποία ο συναισθηματισμός κι η ανασφάλεια μάς αποτρέπουν ν’ απαλλαχτούμε, ή μήπως έχει κάποιο ψυχικό και ηθικό βάθος, που τον καθιστά απαραίτητο για την πορεία μας στο νέο αιώνα;

Ο κλασικός ορισμός του έθνους, όχι απολύτως αβάσιμα, το θεωρεί ως μια πληθυσμιακή οντότητα που συνέχεται από κοινή γλώσσα, θρησκεία, ιστορία και γενετική καταγωγή. Όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά του αποκρυσταλλώνονται κι εκφράζονται από την κοινή κουλτούρα. Το έθνος μαζί και πάνω απ’ όλα, είναι μια πολιτισμική κοινότητα.

Εντούτοις, η σημαντικότερη συνεκτική κόλλα ενός έθνους, το μόνο συστατικό του που δεν μπορεί ν’ απουσιάζει, είναι η κοινή συνείδηση. Το έθνος αποτελεί ανυπερθέτως συνειδησιακή οντότητα. Όλα τα υπόλοιπα θα μπορούσαν ένα-ένα ν’ αφαιρεθούν, ενώ ακόμα τα άτομα θα συνέχιζαν ν’ αποτελούν ένα έθνος, εφόσον η κοινή συνείδηση, η αίσθηση δηλαδή ότι ανήκουν κάπου από κοινού, διατηρείτο ακέραιη. Φυσικά στην πράξη, είναι αδύνατη η ύπαρξη κοινής συνείδησης, δίχως την κοινή κουλτούρα, όμως ο σχολαστικισμός δεν έχει στην παρούσα φάση να προσφέρει τίποτα απολύτως.

Αυτός είναι ο λόγος που οι εκμεταλλευτικές ελίτ των απανταχού πλουτοκρατών (οι Κοτζαμπάσηδες στη δική μας περίπτωση), δεν ανήκουν στο ίδιο έθνος με τους λαούς που καταδυναστεύουν, αφού έχουν μεν κοινά μ’ αυτούς κάποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, όχι όμως και τη συνείδηση.

Σε αυτό το σημείο, όπως εξηγήσαμε, το Έθνος και η Λειτουργική Τάξη ταυτίζονται, συνθέτοντας το Ταξικό Έθνος, που διαθέτει ταυτόχρονα εθνική και ταξική συνειδητότητα έναντι κάθε δυνάστη, ντόπιου ή ξένου. Αποτελεί φυσική ανάγκη του ανθρώπου, ως όντος εξελικτικά προσαρμοσμένου στην κοινωνικότητα, η αίσθηση της ένταξης σε μια ευρύτερη ομάδα.

Κανένα ωστόσο από τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν είναι αποφαντικό, ούτε μπορεί να οριστεί με απόλυτο τρόπο. Για παράδειγμα η ιδέα της «καθαρής φυλής» όχι μονάχα είναι φασιστικής έμπνευσης, αλλά αντίκειται στη βιολογική πραγματικότητα.

Κάθε φυσικός πληθυσμός, άρα και κάθε λαός, διαθέτει μια ευδιάκριτη μεν γονιδιακή δεξαμενή, αυτή ωστόσο αποτελεί ανοικτό σύστημα. Ανά πάσα στιγμή, γονίδια εισρέουν ή εκρέουν από ή προς άλλες γονιδιακές δεξαμενές, πράγμα που αυξάνει την ποικιλομορφία, άρα και την γενετική ευρωστία του πληθυσμού.

Με τον ίδιο τρόπο που οι φυσικοί πληθυσμοί ανταλλάσουν γενετικές πληροφορίες μεταξύ τους, οι ανθρώπινοι πληθυσμοί ανταλλάσουν πληροφορίες με τη γενικότερη έννοια του όρου. Οι βασικές αρχές των πληθυσμιακών κλάδων της βιολογίας, συνεχίζουν να ισχύουν αναλλοίωτες και στις ανθρωπιστικές επιστήμες.

Πολιτιστικά δημιουργήματα, λέξεις, εκφράσεις, τρόποι σκέψης, φιλοσοφικά ρεύματα, πέρα από τα γονίδια, εισάγονται κι εξάγονται συνεχώς στα πλαίσια ενός λαού, όμως αυτό το γεγονός όχι μονάχα δεν αμφισβητεί την ύπαρξή του, αλλά απεναντίας συμβάλει στην επιβίωση και στη δυναμική του. Η ιμπεριαλιστική επιβολή κι η υποδούλωση είναι αυτή που μπορεί να εξαφανίσει ένα έθνος κι όχι η ανοικτή συμβίωση με τους γύρω του.

Οι περισσότεροι λαοί, εκτός όσων έχουν προσαρμοστεί σε νομαδική ζωή, έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς τους κάποια περιοχή του πλανήτη, την οποία βρίσκουν ομορφότερη από κάθε άλλη στον κόσμο και την αποκαλούν Πατρίδα, διατηρούν δε μαζί της μια ιδιόμορφη και ισχυρή συναισθηματική σχέση. Είναι όμως ο πατριωτισμός ένας αναχρονιστικός συναισθηματισμός, που η λογική οφείλει να εκμηδενίσει;

Εκ πρώτης όψεως, ένας ορθολογισμός που αρνείται το συναίσθημα και θεωρεί ως θεμιτή αποστολή τον εκμηδενισμό του, είναι όχι μόνο απάνθρωπος αλλά και… παράλογος. Η επιστήμη έχει πειραματικά τεκμηριώσει ότι άνθρωποι που λόγω τραυματισμού ή λοβοτομής, έχουν «έλλειψη συναισθημάτων», δεν μπορούν να αποφασίσουν ούτε καν το επόμενο ραντεβού με τον γιατρό ή τι χρώμα γραβάτα θα φορέσουν (Antonio Damasio, Το λάθος του Καρτέσιου). Η έλλειψη ενσυναίσθησης είναι δε το κοινό χαρακτηριστικό των κατά συρροή δολοφόνων, που μάλλον δεν θεωρούνται και οι πιο λογικοί άνθρωποι στον κόσμο.

Κατά την Κοινωνιστική αντίληψη, το έθνος είναι μια δυναμική ιστορική οντότητα, ικανή να αλληλεπιδρά με όμοιές της, προσαρμοσμένη μέσω των φυσικών και κοινωνικών εξελικτικών διεργασιών σε συγκεκριμένο τόπο, την Πατρίδα (με την εξαίρεση των νομάδων).

Στην πραγματικότητα οι γενετικές και πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των εθνών, είναι το καθαρό αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας φυσικής και κοινωνικής προσαρμογής στις συνθήκες κάποιου συγκεκριμένου περιβάλλοντος.
Ο άνθρωπος, πέρα από βιολογικό ον, είναι ψυχικό και κοινωνικοϊστορικό ον. Ωστόσο και στα δυο αυτά επίπεδα ισχύουν αναλλοίωτοι οι νόμοι της προσαρμογής στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον.

Το περιβάλλον όχι μονάχα διαμορφώνει τον ανθρώπινο πληθυσμό, αλλά διαμορφώνεται καίρια από τη δική του παρέμβαση και δράση, δημιουργώντας έτσι έναν αέναο αντικατοπτρισμό του ενός μέσα στο άλλο, μια σχέση βαθιά και ακατάλυτη, που εκφράζεται με αισθήματα αγάπης και αφοσίωσης.

Αυτή η αλληλεπίδραση και η φυσική προσαρμοστική διαδικασία, δημιουργούν την ιδιοσυστασία ενός λαού, τον χαρακτήρα του. Και σύμφωνα με το πνεύμα του Ηράκλειτου, «το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του».

Υπό αυτό το πρίσμα η αγάπη για την πατρίδα, η φιλοπατρία ή πατριωτισμός, αποκτά εντελώς διαφορετικό νόημα. Δεν αποτελεί δηλαδή έναν αυθαίρετο συναισθηματισμό που οφείλει κανείς ν’ αγνοεί, ούτε κατασκεύασμα της άρχουσας τάξης, αλλά πρόκειται για έκφραση της εξελικτικής διαδικασίας της προσαρμογής, συναρτώντας όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του έθνους, ως κοινή τους συνισταμένη.

Με τον ίδιο δηλαδή τρόπο που η αγάπη της μάνας προς το παιδί κι αντίστροφα είναι μια εξελικτική προσαρμογή, εγκατεστημένη από τη φυσική επιλογή ώστε να διασφαλίζει τη συνέχιση της ζωής, έτσι και ο Πατριωτισμός, η αγάπη προς την πατρίδα, έχει εγκατασταθεί από την εξελικτική κοινωνική προσαρμογή για να διασφαλίζει την επιβίωση ενός λαού, ως φυσικού πληθυσμού κι ως πνευματικής και πολιτισμικής κοινότητας.

Για να δανειστούμε τα λόγια του Καστοριάδη,
«οι σημασίες αυτές κατέχουν κάθε φορά μια θετική, de facto ισχύ μέσα στην κοινωνία. Είναι θεμιτές, νόμιμες και αναμφισβήτητες στα πλαίσια της εκάστοτε κοινωνίας. Το ζήτημα της νομιμότητάς τους δεν τίθεται καν…» 
(Ανθρωπολογία, Φιλοσοφία, Πολιτική).

Δεν θέλουμε φυσικά να υπονοήσουμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχόμαστε μια ιδέα ή μια φαντασιακή παράσταση, απλά και μόνο επειδή την παραλάβαμε. Η δραστηριότητα της φιλοσοφίας και της πολιτικής είναι ακριβώς να αμφισβητούν διαρκώς τις παλιές σημασίες και θεσμίσεις και να επινοούν νέες. Όσες όμως υπό τη βάσανο της κριτικής, επιβεβαιώνουν διαρκώς την αξία και τη υπαρξιακή τους σημασία, οφείλουν να διατηρούνται.

Σε τελική ανάλυση, σε μια δημοκρατική Πολιτεία που εμπεριέχει αναστοχαστικά το σπέρμα της αμφισβήτησής της, όπως αυτήν που οραματίζεται και σχεδιάζει ο Κοινωνισμός, κάθε πολίτης ή ομάδα πολιτών θα δικαιούται να προτείνει και να επιδιώξει νέες θεσμίσεις, ειδικά σε περιπτώσεις που οι παλιές φτάνουν πια στα όρια της θετικότητάς τους.

Έτσι μπορούμε εντέλει να σκεφτόμαστε απλά, ενώ αποφεύγουμε την απλούστευση. Το Έθνος του Κοινωνισμού, το Ταξικό Έθνος, δεν είναι αφορισμός, κατασκευασμένος για να διαχωρίζει τους ανθρώπους, δεν είναι φυλακή να μας κλείνει πίσω από αντιληπτικά κάγκελα.

Είναι μια οντότητα ανοικτή, δεκτική και δυναμική, μια μεγάλη αγκαλιά που όλους τους χωρά, με μια και μόνη προϋπόθεση: Όποιος μοιράζεται μαζί μας τη βαθιά αγάπη για την πατρίδα μας, όποιος μακριά της θα ένιωθε ξένος και ξεριζωμένος, αυτός ανήκει στο Ταξικό μας Έθνος, είναι αυτοδίκαια ένας από εμάς.

Από τα παραπάνω προκύπτει η εγγενής αντίθεση του Κοινωνισμού με τον Εθνικισμό. Ο τελευταίος, με τη σημασία που έφτασε να έχει ο όρος κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (πολύ διαφορετικός από τον ορισμό του Εθνικισμού, όπως τον στοιχειοθέτησε ο Αλ. Παπαναστασίου πριν από εκατό χρόνια), αντλεί την ισχύ του από το μίσος για τον άλλο, από την ιδέα της κυριαρχίας ενός έθνους πάνω στα υπόλοιπα. Η επιχειρηματολογία του συντίθεται πάνω στη βάση μιας υποθετικής ανωτερότητας η οποία μάλιστα οφείλει να επιβληθεί βίαια στους κατώτερους, στους αδύναμους και στους αποκλίνοντες. Ο Εθνικισμός μισεί κι εχθρεύεται την ποικιλομορφία.

Ο δικός μας Πατριωτισμός δεν μισεί κανέναν, ούτε καν τους ταξικούς κι εθνικούς του εχθρούς. Το κοινό αίσθημα περί δικαιοσύνης και η ανάγκη της επιβίωσης είναι που μας ωθούν στο εκ θεμελίων ξήλωμα του πολιτικού συστήματος κι όχι η τυφλή οργή. Πρέπει να τιμωρηθούν αυστηρά, όχι από κάποια προσωπική εχθρότητα, αλλά για την καταστροφή που έσπειραν στο διάβα τους.

Δεν πιστεύουμε στην ανωτερότητα, καθώς τη θεωρούμε μια αυθαίρετη κι αυτοαναφορική πεποίθηση, που δεν μπορεί να υποστηριχτεί από την αντικειμενική πραγματικότητα. Η βαναυσότητα, η ωμότητα, η απληστία και οι θεϊκές παραισθήσεις δεν συναποτελούν κάποια μορφή ανωτερότητας. Απεναντίας συνιστούν οπισθοδρόμηση της ανθρωπότητας προς τις πιο μελανές σελίδες της ιστορίας της.

Ωστόσο, στη βάση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης που θα πρέπει αυτονόητα να ισχύει για τον καθένα, αξιώνουμε το δικαίωμα των Ελλήνων και κάθε λαού να διατηρήσει την ιδιοπροσωπία του, τον πολιτισμό του και την ταυτότητά του. Πάνω απ’ όλα τη λευτεριά και την αυτοδιάθεσή του.
Η αγάπη για την πατρίδα, κατά τον δικό μας ορισμό, δεν αποτελεί κάποιου είδους φτηνό συναισθηματισμό, αλλά προϊόν εξελικτικής κοινωνικής και φυλετικής διαδικασίας, το οποίο αποκρυσταλλώνει δυναμικά την εθνική συνείδηση.

Ο Πατριωτισμός είναι πάνω απ’ όλα μια κοινωνική αρετή. Γιατί πέρα από τη βαθιά σχέση με την πατρώα γη, αντιπροσωπεύει για τον άνθρωπο και το δέσιμο με τους συν-πατριώτες: κοινωνεί μαζί τους τις ανάγκες του, μοιράζεται την ικανοποίηση των αναγκών του, τη ζωή και την ύπαρξη, συζεί, συνυπάρχει.

Ο Εθνικισμός από την άλλη, αντιπροσωπεύει την αλλοτρίωση και εξαμβλωματική παραποίηση του Πατριωτισμού σε ατομιστική ιδεοληψία. Αποτελεί μια προβολή του υπερτροφικού ατομισμού πάνω στο συλλογικό, γι’ αυτό απαιτεί πάντοτε τη μορφή κάποιου εγωπαθή ηγέτη για να τον ενσαρκώσει και να τον εκφράσει.

Ο Κοινωνισμός πιστεύει στη δεκτικότητα, στη διαλεκτική σύνθεση ανάμεσα στο παραδοσιακό και στο ρηξικέλευθο, στο καθιερωμένο και στο διαφορετικό, στο σύνηθες και στο πρωτότυπο· αντλεί ενέργεια από κάθε διαφορά δυναμικού που εμφανίζεται μέσα στα πλαίσια μιας κοινωνίας. Θεωρεί ότι η ποικιλομορφία δεν απειλεί τα κοινωνικά θεμέλια, απεναντίας αυξάνει το εξελικτικό δυναμικό. Στα παρακάτω θα διαγραφεί ευκρινέστερα, η γωνία υπό την οποία οι Κοινωνιστές προσεγγίζουμε τούτα τα ζητήματα.
Προς το παρόν θ’ αρκεστούμε σε μια φράση του Α. Καμύ, που συμπυκνώνει επιγραμματικά την οπτική μας:
«Αγαπάμε πολύ την πατρίδα μας, για να είμαστε εθνικιστές»…





αποσπάσματα από το Μανιφέστο του Κοινωνισμού  (Κωστής Ανετάκης)


ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ