Οι τρέχουσες εξελίξεις γύρω από το «θέμα των Σκοπίων» αποτελούν, εκτός των άλλων, και μια καλή περιγραφή της διάρθρωσης της σχέσης μεταξύ προστάτη (ΗΠΑ) που απαιτεί και του προτεκτοράτου (Ελλάδα) που αναζητεί προσχήματα για να συμμορφωθεί με τις εντολές.
Οι αμερικανικές απαιτήσεις / εντολές (και) για την υπόθεση των Σκοπίων τοποθετούνται στο πλαίσιο της «νέας ελληνοαμερικανικής στρατηγικής σχέσης», όπως αυτή άρχισε να πλασάρεται στα ΜΜΕ κατά (και μετά) την επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Ουάσιγκτον τον περασμένο Οκτώβριο.
Τότε η αμερικανική διοίκηση απέσπασε από την ελληνική κυβέρνηση την υπόσχεση / δέσμευση ότι θα συμβάλει με τη μέγιστη δυνατή ευελιξία προκειμένου να κλείσει αυτή η υπόθεση. Αυτό λοιπόν που παρακολουθούμε αυτές τις τελευταίες μέρες είναι η τήρηση, από την ελληνική κυβέρνηση, της δέσμευσής της να ικανοποιήσει την απαίτηση της Ουάσιγκτον για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.
Δεδομένου του κολοσσιαίου χάσματος ισχύος μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας αποδεχτεί την αποκαλούμενη «νέα ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση», συναινεί με τους όρους της αμερικανικής «προστασίας» ή, με άλλα λόγια, την πρόσδεση της χώρας στο άρμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Αμερικανικό οικόπεδο
Οι ΗΠΑ επιλέγουν αυτήν την περίοδο να εντείνουν την παρουσία τους στα Βαλκάνια για δύο λόγους:
1 Η περιοχή, έτσι κι αλλιώς, αποτελεί ήδη στρατιωτικό τους προγεφύρωμα (βάσεις σε Ρουμανία, Βουλγαρία, Κόσοβο – εδώ υπάρχει η μεγαλύτερη αμερικανική στρατιωτική βάση στον κόσμο, με προσωπικό που ξεπερνά τα 5.000 άτομα –, ΠΓΔΜ και Αλβανία). Δεδομένης της στρατιωτικής τους παρουσίας, τα Βαλκάνια είναι για τους Αμερικανούς ο «φράχτης» που θα εμποδίσει την επέκταση της ρωσικής (πολιτικής και ενεργειακής) επιρροής προς την Ευρώπη.
2 Η ενίσχυση των αμερικανικών διπλωματικών / στρατιωτικών θέσεων στα Βαλκάνια είναι επείγουσα και επιβεβλημένη όσο σταθερά και αμετάκλητα απομακρύνεται η Τουρκία από τη σφαίρα επιρροής της και φλερτάρει με τη Ρωσία.
Για να παγιωθεί και θεσμικά ο αμερικανικός έλεγχος στα Βαλκάνια είναι απαραίτητη η διευθέτηση και κάποιων «λεπτομερειών», εκ των οποίων η σημαντικότερη (όχι επί της ουσίας, αλλά εξ αιτίας των μέχρι τώρα ελληνικών αντιρρήσεων) είναι η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.
Με τον τρόπο αυτόν, δηλαδή την τοποθέτηση ολόκληρης της περιοχής κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ θεωρούν (και δικαιολογημένα) ότι σύρουν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους στον «φράχτη» που επιβάλλεται, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, να δημιουργήσουν στη ρωσική επέκταση / διείσδυση προς την Ευρώπη.
Η ελληνική κυβέρνηση (η σημερινή αλλά και οι προηγούμενες) δεν έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις ή ενστάσεις ως προς τους αμερικανικούς σχεδιασμούς στην περιοχή, αν εξαιρέσουμε ίσως την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος (με τη συμπαράσταση και άλλων Ευρωπαίων ηγετών, που τότε δεν ήθελαν μπλεξίματα και τριβές με τους Ρώσους στα Βαλκάνια) αρνήθηκε το 2008 στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους τον νεότερο, την ένταξη της ΠΓΔΜ στη συμμαχία πριν από την επίλυση του προβλήματος της ονομασίας.
Η σημερινή κυβέρνηση, μετά την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στην Ουάσιγκτον, εμφανίζεται να απολαμβάνει την αμερικανική «προστασία», έχοντας αποδεχτεί πλήρως την αμερικανική ατζέντα στα Βαλκάνια και, κυρίως, την αμερικανική εντολή για απομάκρυνση της Ελλάδας από τους – σε πολλές περιπτώσεις ώριμους και ωφέλιμους για τα ελληνικά συμφέροντα – ρωσικούς ενεργειακούς σχεδιασμούς.
Στο πλαίσιο της «αναβαθμισμένης» ελληνοαμερικανικής στρατιωτικής συνεργασίας η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη προσφέρει στους Αμερικανούς ό,τι της ζητήθηκε:
- Αναβάθμιση της Σούδας.
- Παράδοση σε αμερικανικά συμφέροντα του Νεωρίου της Σύρου.
- Δημιουργία τερματικού σταθμού για υγροποιημένο αμερικανικό φυσικό αέριο στην Αλεξανδρούπολη μαζί με τη δημιουργία στρατιωτικής / αεροπορικής βάσης.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛΛ εμφανίζεται έτοιμη να αντιμετωπίσει τους κραδασμούς που συνεπάγεται μια συμβιβαστική λύση. Στην προκειμένη περίπτωση μια τέτοια συμβιβαστική λύση θα περιλαμβάνει με κάποιον τρόπο τον όρο «Μακεδονία». Ειδικότερα για τον ΣΥΡΙΖΑ μια τέτοια λύση δεν βρίσκεται εκτός του πλαισίου των αντιλήψεων που έχει διαμορφώσει για αυτήν την υπόθεση.
Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος, προκειμένου να φέρει σε πέρας την αμερικανική εντολή για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, να λάβει υπόψη δύο παραμέτρους:
- Τα περιθώρια ελιγμών του κυβερνητικού εταίρου (ΑΝΕΛΛ), που έχει επενδύσει στο «το όνομά μας είναι η ψυχή μας», παρά τις δυνατότητες αναδιπλώσεων που έχει αποδείξει ότι διαθέτει ο Πάνος Καμμένος.
- Την τελευταία γραμμή άμυνας που έχει χαραχθεί από την κυβέρνηση Καραμανλή στο Βουκουρέστι το 2008, σύμφωνα με την οποία το όποιο όνομα συμφωνηθεί για την ΠΓΔΜ θα πρέπει να ισχύει έναντι όλων (erga omnes).
Η παγίδα
Όπως παρατηρούν έμπειροι διπλωμάτες, ωστόσο, πέρα από τα παιχνίδια και τους χειρισμούς εσωτερικής κατανάλωσης, στα οποία τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι ΑΝΕΛΛ έχουν αποδειχτεί ιδιαίτερα ικανοί, υπάρχουν και κάποια ζητήματα ουσίας, τα οποία, αν δεν απαντηθούν πριν από την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, οδηγούν ολοταχώς την ελληνική διπλωματία προς μια μεγάλη ήττα:
- Πώς θα διασφαλιστεί το erga omnes της νέας ονομασίας; Θα αλλάξει τη συνταγματική της ονομασία με επίσημη πράξη η ΠΓΔΜ;
- Πότε θα γίνει δεκτή αυτή η δήλωση αλλαγής από τον ΟΗΕ; Πριν ή μετά την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ;
- Πότε θα αλλάξουν οι διατάξεις του συντάγματος αυτής της χώρας που περιέχουν και καλλιεργούν αλυτρωτικές διαθέσεις; Πριν ή μετά την ένταξη στο ΝΑΤΟ με συνομιλίες μεταξύ ισότιμων συμμάχων;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΛAΚΑΣ