Ο Colin Crouch (γεν. 1944) ξεκίνησε την ακαδημαϊκή καριέρα του ως Λέκτορας στο London School of Economics, ενώ μέχρι πρόσφατα ήταν καθηγητής Διακυβέρνησης και Δημόσιας Διοίκησης στο Warwick Business School, όπου παραμένει ως Ομότιμος Καθηγητής. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός με την μετάφραση ενός άλλου πολύ σημαντικού του έργου, τη Μεταδημοκρατία, που εκδόθηκε πάλι από τις εκδόσεις Εκκρεμές (μτφ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, 2006).
Στη Μεταδημοκρατία παρατηρούσε την απίσχναση του ρόλου του κράτους, την αφαίρεση βασικών κοινωνικών αρμοδιοτήτων του, την εξάρτηση και συμπόρευση του κράτους και των πολιτικών με τις μεγάλες εταιρείες. Η ακύρωση του λαϊκού και κοινωνικού στοιχείου, που συγκροτούσε τον πυρήνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αποτελεί την ουσία της Μεταδημοκρατίας. Ο Νεοφιλελευθερισμός συνθέτει το σώμα των ιδεών πάνω στο οποίο στηρίζεται η νομιμοποίηση της Μεταδημοκρατίας.
Το παρουσιαζόμενο βιβλίο πιάνει την σκυτάλη από το σημείο στο οποίο την είχε αφήσει ο συγγραφέας στη Μεταδημοκρατία. Εδώ αναλύεται το σώμα εκείνων των ιδεών οι οποίες τις τελευταίες δεκαετίες αποτελούν την κυρίαρχη πολιτική ορθοδοξία για ευρύτερες οικονομικές, πολιτικές, αλλά και διανοητικές δυνάμεις. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τις παραδοξότητες της δήθεν καθαρής αγοράς, η οποία αποτελεί και τον ιδεότυπο του Νεοφιλελευθερισμού. Το μεγάλο παράδοξο όμως δεν είναι οι εσωτερικές αντιφάσεις της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά το γεγονός πως αυτή, παρά την αποτυχία της, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο δόγμα.
Ο Νεοφιλελευθερισμός, αντίθετα απ' ό,τι παρουσιάζεται, δεν είναι ταγμένος υπέρ της ελεύθερης αγοράς, αλλά υπέρ των μεγάλων εταιρειών και του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου.
Όταν οι συνθήκες παραμέρισαν το κλασικό σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα, όταν δηλαδή μειώθηκε ο ρόλος του έθνους-κράτους, η δύναμη της εργατικής τάξης και η ισχύς των συνδικάτων, η Σοσιαλδημοκρατία έχασε τον κυρίαρχο ρόλο της. Σήμερα που ο κόσμος βγαίνει, στο βαθμό που βγαίνει, από τη χρηματοοικονομική κατάρρευση, το δόγμα που καθοδήγησε αυτή την εξέλιξη είναι πολιτικά ισχυρότερο παρά ποτέ.
Πώς εξηγείται αυτό; Ο Κράουτς ισχυρίζεται ότι ο Νεοφιλελευθερισμός ουσιαστικά δεν υποστηρίζει την προτεραιότητα των αγορών έναντι του κράτους, αλλά την επιβολή της εταιρείας-γίγαντα έναντι τόσο του κράτους όσο και των αγορών. Ο Νεοφιλελευθερισμός, αντίθετα απ' ό,τι παρουσιάζεται, δεν είναι ταγμένος υπέρ της ελεύθερης αγοράς, αλλά υπέρ των μεγάλων εταιρειών και του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου.
Ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς
Απολυμμένος τραπεζικός υπάλληλος έξω από διασωθείσα τράπεζα. «Διασώστε κι εμάς», γράφει στο πανό του. |
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο συγγραφέας, παρακολουθώντας την ιστορία γέννησης του Νεοφιλελευθερισμού, υποστηρίζει πως το κύριο αξίωμά του είναι ότι τα βέλτιστα αποτελέσματα γι' όλους –γι' άλλους περισσότερο και γι' άλλους λιγότερο– επιτυγχάνονται αν η ζήτηση και η προσφορά για αγαθά και υπηρεσίες αφεθούν ελεύθερες να προσαρμόζονται η μια στην άλλη μέσω του μηχανισμού των τιμών, χωρίς καμία κυβερνητική παρέμβαση. Γι' αυτό και ο Νεοφιλελευθερισμός είναι αντίθετος σε κάθε προστατευτική εργατική νομοθεσία, αλλά και ενάντια στις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζόμενους.
Όλα αυτά θα μπορούσαν, υπό μια προϋπόθεση, να είναι λειτουργικά και η περίφημη αύξηση του προϊόντος που προκύπτει από την απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών θα μπορούσε να διαχέεται προς τα κάτω, έστω όχι με ίσο και δίκαιο τρόπο. Ο Κράουτς όμως τονίζει ότι τέτοια προϋπόθεση, που δεν είναι άλλη από την ελεύθερη χωρίς περιορισμούς αγορά, δεν υπάρχει. Γιατί ακόμη και σε συνθήκες ακραίου Νεοφιλελευθερισμού, χωρίς καμία κυβερνητική παρέμβαση η αγορά έχει τους δικούς της εσωτερικούς και εξωτερικούς περιορισμούς. Κατά τον Κράουτς στις συνθήκες του Νεο-φιλελευθερισμού υποφέρουν τόσο τα κράτη όσο και οι αγορές.
Εξάλλου ο Νεοφιλελευθερισμός, με το πρόσχημα ότι κάποιες εταιρείες και τράπεζες είναι πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν, ζητάει την κρατική παρέμβαση για να μη συμβεί αυτό.
Ο συγγραφέας δεν είναι ένας επιδερμικός επικριτής του Νεοφιλελευθερισμού. Δεν διστάζει να αναγνωρίζει την πολύτιμη συμβολή των νεοφιλελεύθερων πρακτικών στην αποφυγή της κυριαρχίας των κυβερνήσεων επί των ατόμων, στη δημιουργία ευρύτερων επιλογών για τους πολίτες, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων συγκεντρωτισμού. Εκεί όμως που αποτυγχάνει ο Νεοφιλελευθερισμός είναι στην κατανόηση των περιορισμών της ίδιας της αγοράς. Ενώ ο Νεοφιλελευθερισμός εκθέτει τις προϋποθέσεις των καθαρών αγορών, είναι ανήμπορος στο να κατανοήσει τις αποτυχίες των «καθαρών» αγορών, όπως είναι η αδυναμία της αγοράς να αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς σ' αυτήν παράγοντες, τα προβλήματα που θέτει η ύπαρξη των δημόσιων αγαθών, οι φραγμοί που θέτουν οι συμμετέχοντες στις αγορές σ' όσους επιχειρούν να διεισδύσουν σ' αυτές, η άνιση πρόσβαση στην πληροφόρηση, οι συσσωρευμένες ανισότητες και πολλές άλλες τέτοιες παρενέργειες. Οι αγορές ακόμη και χωρίς καμία κυβερνητική παρέμβαση έχουν δικούς τους φραγμούς εισόδου και εξόδου. Οι αγορές χρειάζονται την κυβερνητική παρέμβαση για να μπορούν να υπερβαίνουν τους φραγμούς εισόδου-εξόδου τους οποίους θέτουν όσοι κυριαρχούν σ' αυτές έναντι όσων επιχειρούν να εισέλθουν.
Εξάλλου -όπως τονίζει ο Κράουτς- ο Νεοφιλελευθερισμός, με το πρόσχημα ότι κάποιες εταιρείες και τράπεζες είναι πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν (too-big-to-fail, όπως επικράτησε να λέγεται), ζητάει την κρατική παρέμβαση για να μη συμβεί αυτό. Αυτό είναι και το μεγάλο μάθημα που μας έδωσε η τελευταία κρίση. Εδώ έχουμε μια ιδεολογία σύμφωνα με την οποία το μείζον είναι να έχουμε αγορές εκεί που γίνεται λόγος για τα κέρδη των μετόχων και κράτη όπου προκύπτουν ζημιές για τους ίδιους μετόχους.
Ο κυρίαρχος ρόλος των μετόχων των μεγάλων εταιρειών βρίσκεται στη βάση της πρόσφατης αλλά και των προηγούμενων χρηματοοικονομικών κρίσεων. Το μοντέλο του διευθυντικού καπιταλισμού αντικαταστάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες από την άνοδο του μοντέλου της εταιρικής άλωσης των αγορών από τα συμφέροντα των μετόχων. Στην ουσία, ο σημερινός Νεοφιλελευθερισμός -όχι αυτός της σχολής του Σικάγου- ανταποκρίνεται στα συμφέροντα και τις απαιτήσεις των μετόχων και όχι των παραγωγών ή ακόμη και των ιδιοκτητών. Αυτός δεν εκπροσωπεί τις δήθεν ελεύθερες αγορές, αλλά την ανάδυση των αγορών παραγώγων και των προθεσμιακών τοποθετήσεων των πολύ πλουσίων.
Στην ουσία ο σημερινός Νεοφιλελευθερισμός- όχι αυτός της σχολής του Σικάγου- ανταποκρίνεται στα συμφέροντα και τις απαιτήσεις των μετόχων και όχι των παραγωγών ή ακόμη και των ιδιοκτητών.
Πρώτα οι μέτοχοι
Το μοντέλο των μετόχων εγκατέλειψε τον κυρίαρχο ρόλο της παραγωγής και της κατανάλωσης ως βάση για τον προσδιορισμό της οικονομικής ανάπτυξης. Στο μοντέλο της κατανάλωσης. οι αυξήσεις των μισθών, το κράτος πρόνοιας και η διαχείριση της ζήτησης από την κυβέρνηση θεωρούνταν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης στη λειτουργία του νόμου της ζήτησης και προσφοράς. Εκεί οι τιμές των μετοχών αντικατόπτριζαν τις εμπορικές προοπτικές μιας εταιρείας και εμπεριείχαν σημαντικές πληροφορίες για τις προοπτικές της. Τα συμφέροντα των μετόχων αποτελούσαν το τελευταίο κριτήριο για τη διαμόρφωση της αξίας μιας εταιρείας. Σήμερα υπάρχει η πλήρης αντιστροφή όλων αυτών, αφού οι τιμές των μετοχών εξαρτώνται πρώτα από τα συμφέροντα των προσωρινών μετόχων και στη συνέχεια από την ίδια την παραγωγή.
Είναι εξαιρετικό το κεφάλαιο «Ιδιωτικοποιημένος Κεϊνσιανισμός», στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της διαρκούς εμπιστοσύνης στις δευτερογενείς αγορές, μέσω των οποίων κτίστηκε η χρηματοοικονομική φούσκα του 2008. Στο νεοφιλελεύθερο χρηματοοικονομικό μοντέλο κυρίαρχο ρόλο για τη διαμόρφωση των μετοχών παίζουν όχι τα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών αλλά τα συμφέροντα των μετόχων όπως αυτά προωθούνται στις δευτερογενείς αγορές. Η δυνατότητα γρήγορης πώλησης και μεταπώλησης των μετοχών, κάτι που ανταμειβόταν με μπόνους για τα μεγαλοστελέχη των τραπεζών, καλλιεργούσε ένα ψεύτικο κλίμα εμπιστοσύνης. Ένα κλίμα που επέτρεπε την ανάμειξη στα παράγωγα πραγματικών οικονομικών αξιών με ανύπαρκτες παραγωγικές αξίες, οι οποίες μπορούσαν να πωλούνται και να μεταπωλούνται σε άτομα με μέτρια ή και με ανύπαρκτα εισοδήματα. Κάτι τέτοιο στηριζόταν μόνο στην πίστη στις κυριαρχία της ανόδου των μετοχών και όχι στην αξία των βασικών παραγωγικών συντελεστών των εταιριών.
Οι τράπεζες, για παράδειγμα, έδιναν δάνεια σε δανειολήπτες με επισφαλή θέση, γιατί θεωρούσαν πως η αξία της κατοικίας θα παρέμενε έτσι και αλλιώς σε υψηλά επίπεδα, ακόμη και αν οι δανειολήπτες δεν μπορούσαν αν ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους. Όταν μαζί με τη ικανότητα των δανειοληπτών κατέρρευσαν και οι τιμές των κατοικιών κλήθηκε το κράτος να αναπληρώσει τη ζημιά. Ο μεγάλος εχθρός των αγορών γίνεται ο διασώστης τους. Αυτό όμως αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα αυτού του μοντέλου, όπως τέτοια ήταν ο πληθωρισμός για τον κεϊνσιανό μοντέλο.
Αυτό το μοντέλο, αν και κατέρρευσε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 με την φούσκα των dot.com, αν και προειδοποίησε από τότε για τα όριά του, επειδή παρέμειναν εν ισχύ οι ταξικοί του τροφοδότες εξακολούθησε να κυριαρχεί ώς την κρίση του 2008. Αλλά και σήμερα δεν δείχνει να υποχωρεί, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Γιατί δεν υπάρχουν οι πολιτικές αλλά και οι κοινωνικές προϋποθέσεις που θα αμφισβητήσουν πολιτικά και οικονομικά τις ταξικές ορίζουσές του.
Η κυριαρχία των εταιριών-γίγαντα
Για τον συγγραφέα αυτό που μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Νεοφιλελευθερισμού είναι η τοποθέτηση σε νέο επίπεδο της διάκρισης της Αριστεράς από τη Δεξιά και μια διαφορετική από την κλασική σοσιαλδημοκρατική λειτουργία του κράτους.
Σήμερα αυτό που κυριαρχεί δεν είναι η δήθεν ελεύθερη αγορά στο κράτος, αλλά η ισχύς των μεγάλων εταιρειών, τόσο μέσα στο κράτος και τις δημόσιες υπηρεσίες όσο και μέσα στις ίδιες τις αγορές. Αυτό είναι το μοντέλο του ιδιωτικοποιημένου κεϊνσιανισμού και όχι το μοντέλο των ελεύθερων αγορών. Η διαιώνιση αυτού του μοντέλου απειλεί τις ίδιες τις αγορές όσο και τα κράτη. Απειλεί τόσο την Αριστερά όσο και τη Δεξιά. Απειλεί την πολιτική ως έκφραση των δημόσιων συμφερόντων, όπως αυτά προκύπτουν στη διαδικασία ώσμωσης της κυβερνητικής δράσης με τις ατομικές επιδιώξεις. Απειλεί την ίδια τη Δημοκρατία. Δράσεις που σπρώχνουν τα πράγματα από την εταιρική πολιτική διαπλοκή στην εταιρική κοινωνική ευθύνη ή από τους μετόχους στις αξίες της κοινωνίας των πολιτών αν και καλοδεχούμενες δεν αρκούν από μόνες τους να αμφισβητήσουν το μοντέλο που μετέθεσε τα χρέη από τα κράτη και τις εταιρείες στους ώμους των πολιτών, το μοντέλο δηλαδή της ιδιωτικοποίησης των κερδών και της κοινωνικοποίησης των ζημιών. Όσο και να μην αρέσει αυτό στις ρευστές ιδεολογίες της εποχής, για τον συγγραφέα αυτό που μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Νεοφιλελευθερισμού είναι η τοποθέτηση σε νέο επίπεδο της διάκρισης της Αριστεράς από τη Δεξιά και μια διαφορετική από την κλασική σοσιαλδημοκρατική λειτουργία του κράτους.
Περιττό να αναφέρω εδώ πόσο πολύτιμο είναι ένα τέτοιο βιβλίο σε μια χώρα που η κρίση επιδιώκεται να εξηγηθεί μόνο με την αναφορά στο σπάταλο κράτος και τις καταστροφικές δημόσιες δαπάνες.
Ας διαβάσουμε αυτό το βιβλίο ως μια εξαίρετη επιστημονική ανάλυση, ως σημαντικό έργο πολιτικού προβληματισμού, αλλά και ως πολύτιμο οδηγό για την κατανίκηση των μη παραγωγικών και στην ουσία και αντιεπιχειρηματικών, εκτός από αντεργατικών, ταξικών βάσεων του Νεοφιλελευθερισμού.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
bookpress.gr