Σε κάθε συλλαλητήριο για εθνικά όπως λέμε θέματα (σαν τα εθνικά να μην είναι κοινωνικά και πολιτικά, αλλά αμιγώς “ιδεολογικά”), σε κάθε είδους λαοσύναξη, ορισμένοι παθαίνουν “πολιτικά ορθές” αλλεργίες. Από την άλλη, οι συμμετέχοντες σε τέτοιες εκδηλώσεις μοιάζουν να οφείλουν κάθε φορά να απολογηθούν και να εξηγήσουν τη θέση τους: είναι ή δεν είναι αντιδραστικοί, λαϊκιστές ή “φασίστες”;
Θα έλεγε κανείς ότι ο παραδοσιακός εθνικοσοσιαλισμός και η ιστορικά γνωστή Aκροδεξιά, αν δεν είχε ήδη υπάρξει, θα έπρεπε επειγόντως να εφευρεθεί. Έτσι ώστε η σημερινή σοσιαλκοσμοπολίτικη μορφή της υπερολοκληρωτικής πολιτικής αντίληψης της κοινωνίας (της παγκόσμιας ή της τοπικής), να έχει στη διάθεσή της ένα πειστικό αντίπαλο δέος, ένα άλλοθι αριστεροφροσύνης και ένα προσωπείο «προοδευτισμού», «ανθρωπισμού» και προσχηματικού “αντι-φασισμού”. Με αυτό ο νέος “κοσμοπολίτικος” φασισμός της εποχής της διεθνοποίησης του καπιταλισμού να επιχειρεί εκ του ασφαλούς την αποδόμηση των λέξεων, των εικόνων και των αφηγημάτων που οργανώνουν συμβολικά τις συλλογικές, εθνοτικές συνειδήσεις και συνεπώς την ιστορική μνήμη των λαών.
Έτσι, κάποια μονίμως οικειόφοβη, σοσιαλφιλελεύθερη “Aριστερά”, μαζί με τους ελευθεριακούς ακροαριστερούς συνοδοιπόρους και τους ψευτοπαγκοσμιοποιημένους βλαχοκοσμοπολίτες, στους οποίους απευθύνει τις νεοφασίζουσες πολιτικές της χρηστοήθειες, επιχειρούν να τρομοκρατήσουν ιδεολογικά κάθε δημοκράτη, αριστερό ή μη, που τολμά να διατηρεί τα πατριωτικά του συναισθήματα.
Ο νομικός λόγος περί των μειονοτήτων και των αποκλειστικά ατομικών ανθρώπινων δικαιωμάτων υποσκέλισε στις δυτικές συνειδήσεις τις απαιτήσεις των πραγματικών ιστορικών –συχνά συγκρουσιακά διακυβευόμενων– συλλογικών και πολιτικών δικαιωμάτων των ομάδων (εθνικών και ταξικών), εντός των οποίων ζουν τα φύσει κοινωνικά και πολιτικά ανθρώπινα άτομα.
Το δικαίωμα στην πατρίδα
Όπως όλοι ξέρουμε, το πρώτο από τα ανθρωπολογικώς δεδομένα δικαιώματα όλων των πραγματικών ανθρώπινων ομάδων είναι να διαθέτουν ένα κοινό έδαφος ζωής και εργασίας και αργότερα μια πολιτική επικράτεια. Την ακεραιότητά της υπερασπίζονται στην ανάγκη με τα όπλα. Την συνέχειά της η κάθε γενιά αφηγείται στις επόμενες. Ο πολιτικός έλεγχος και η δημοκρατική διακυβέρνηση αποτελούν ένα μόνιμο διακύβευμα των λαϊκών αγώνων και των ταξικών συγκρούσεων.
Οι εργαζόμενοι, αν δεν θέλουν να επιστρέψουν ταχύτατα στη μακραίωνη συνθήκη του δούλου, του δουλοπάροικου ή του εντελώς άπορου και νομαδικού ανθρώπινου πλεονάσματος (από όπου ξέφυγαν εδώ και 3-4 μόλις αιώνες), αν δεν θέλουν να υποσκελιστούν στο σύντομο μέλλον από ρομποτικές, γενετικά ρυθμισμένες ανθρωπομηχανές, θα είναι καλό να συνεχίσουν να έχουν κάποια συγκεκριμένη πατρίδα. Για όσο καιρό τουλάχιστον θα κυριαρχεί ο γυμνός καπιταλισμός και θα λειτουργούν σε βάρος τους οι κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις εκμετάλλευσης.
Όπως γνωρίζουν καλά οι αναρχοφιλελεύθεροι οργανικοί διανοούμενοι του νέου διεθνοποιημένου πολιτικού καθεστώτος, ως εν δυνάμει καταναλωτές, τα ανθρώπινα άτομα δεν χρειάζονται περισσότερες πατρίδες από όσες οι λύκοι ή τα πρόβατα. Χρειάζονται μόνο εμπορεύματα διαθέσιμα στην αγορά και μέσα ή τρόπους να τα αποκτήσουν. Έστω μέσα από τον πόλεμο όλων ενάντιων όλων, που διεξάγεται είτε ατομικά, είτε σε μικρές ή μεγάλες συμμορίες, από τις πληβειακές, πολιτικά ανερμάτιστες και στερημένες μάζες των καταναλωτών.
Αντίθετα, πατρίδες χρειάζονται μόνον οι λαοί και οι εργαζόμενοι για να μπορούν μέσω αυτής της αναφοράς, να οργανώνονται συνειδητά σε συλλογικά υποκείμενα και σε συνεκτικές κοινότητες σχετικά ομοίων ανθρώπων. Συνεπώς, να διεκδικούν βιωματικά και εμπειρικά από τους κοινωνικούς αντιπάλους τους, τη δημοκρατία, τις αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής και τον πολιτικό έλεγχο του εδάφους και των μέσων παραγωγής.
Οι κατά φαντασία κοσμοπολίτες
Οι καθεστωτικοί “προοδευτικοί” της Αγοράς, μαζί με τους συνήθεις κομφορμιστές των ποικίλων κοινωνικών μεσαίων χώρων του Δυτικού Κόσμου, που εύκολα ή δύσκολα συμμορφώθηκαν στις ιδεολογικές υποδείξεις και στα πολιτικά ήθη του διεθνοποιημένου καπιταλισμού, έχουν εκλογικεύσει την πολιτισμική τους αλλοτρίωση και την ιδεολογική τους κατάντια. Θεωρούν συχνά τον εαυτό τους πρωτοπόρο, ρεαλιστικώς σκεπτόμενο πολίτη, ή ακόμα ριζοσπάστη και διαφωτιστή.
Με ή χωρίς αντιφάσεις, όλοι αυτοί εκφράζουν τον μικροαστικό και υποκριτικό, μετανεωτερικά ορθολογικό, αποεθνοποιημένο και αποεδαφοποιημένο αντιπατριωτισμό όλων των κατά φαντασίαν πολιτών του κόσμου. Επισήμως ή ανεπισήμως, έχουν αναλάβει τον ρόλο του εισαγγελέα των πολιτικών φρονημάτων των πολιτών, που σε πείσμα των καιρών, διατηρούν τις δημοκρατικές και πατριωτικές τους ευαισθησίες.
Στα καθ ημάς, οι νέοι ιεροεξεταστές είναι συνήθως ημιμαθείς και θρασείς γόνοι εξευρωπαϊσμένων νεοελλήνων των δεκαετιών του πασοκικού εκσυγχρονισμού, με σάλτσα από Συνασπισμένες συνιστώσες Εξαρχείων και Κολωνακίου, χωμένες Σύριζα στη μούχλα της νεομνημονιακής “αριστερής” διακυβέρνησης. Βεβαίως, οι προοδευτικοί γονείς και κηδεμόνες των παραπάνω ιδιωτών, αγαπούν μόνο τις διαφορετικότητες και τις ιδιαιτερότητες.
Μισούν το «Εμείς»
Ως ψυχρά σκεπτόμενοι ορθολογιστές, ή έστω ως σκεπτικιστές, ως μόνιμοι φορείς αμφιβολιών για κάθε παραδοσιακή βεβαιότητα (πέραν βεβαίως της ορθολογικότητας των αμφιβολιών τους), οι καλοί αυτοί άνθρωποι προτιμούν πάντα να στοχάζονται τα δίκαια επιχειρήματα των άλλων και να αμφισβητούν τα ιστορικά επιχειρήματα που προβάλλει επισήμως ή ανεπισήμως η οικεία πολιτική κοινότητα. Ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο ισχυρίζονται.
Απεχθάνονται τις πολιτισμικές ομοιότητες, τις ιστορικές συνέχειες, τις κοινωνικές συνεκτικότητες και τα άλλα “λαϊκίστικα αφηγήματα” του είδους αυτού. Μισούν τα συλλογικά υποκείμενα και ιδίως τα «Εμείς» που ταυτοτικά απορρέουν από τα εθνοτικά στοιχεία της ιστορίας των λαών. Μιλάμε με πολύ στοχαστικό στόμφο, διότι τόσο οι κηδεμόνες, όσο και τα παιδιά, έχουν πια κάτι σπουδάσει. Και τώρα πια, αντίθετα από τους μισο-αγράμματους λαϊκούς ανθρώπους του πρόσφατου παρελθόντος, αυτοί γνωρίζουν δύσκολες λέξεις και χειρίζονται σύνθετες έννοιες, όπως «τα κοινωνικά υποκείμενα», οι «ιστορικές περιστάσεις», οι «συσχετισμοί πολιτικών δυνάμεων» κλπ.
Οι παραπάνω αυτόκλητοι ελεγκτές δημόσιας κυκλοφορίας των λαϊκών πολιτικών φρονημάτων, με ύφος πραγματικού ιεροεξεταστή, δείχνουν σε κάθε περίσταση την χοντροκομμένη, ακαλαίσθητη, κομπλεξική και υστερικά κραυγαλέα περιφρόνησή τους για οτιδήποτε αναφέρεται στην ιστορική μνήμη, ή στη λαϊκή κουλτούρα και παράδοση. Κατά μείζονα λόγο, για οτιδήποτε τολμά να εκδηλώσει δημόσια, με τρόπο αυθόρμητο ή όχι, κάποιο πατριωτικό και δημοκρατικό πολιτικό αντανακλαστικό.
Γιάννης Παπαμιχαήλ
slpress.gr