Η άγρια «θαλασσοταραχή» που έπληξε τις διεθνείς αγορές μετά την απόφαση του βρετανικού λαού να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ενωση συνεχίστηκε και χθες με αμείωτη ένταση.
Η στερλίνα βούτηξε σε νέο χαμηλό 31 ετών έναντι του δολαρίου, ενώ τραπεζικές μετοχές και χρηματιστηριακοί δείκτες καταποντίστηκαν μεγεθύνοντας τις τεράστιες απώλειες δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων που είχαν σημειώσει την περασμένη Παρασκευή.
Το βρετανικό νόμισμα υποχώρησε περισσότερο από 4% έναντι του δολαρίου, στο 1,3151 δολάριο - επίπεδο που είναι το χαμηλότερο γι’ αυτό από το 1985.
Βούτηξε όμως και έναντι του ευρώ, στο 1,1983 ευρώ, που είναι το χαμηλότερό του έναντι του κοινού νομίσματος από τον Μάρτιο του 2014.
Λίγες ώρες μετά η Standard & Poor’s υποβάθμιζε την πιστοληπτική ικανότητα της Βρετανίας σε «ΑΑ» από «ΑΑΑ», ενώ νωρίτερα και η Mooody’s είχε μειώσει τις προοπτικές αξιολόγησης (outlook).
Αντίστοιχα βαριές ήταν όμως και οι απώλειες που σημείωσαν τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, για δεύτερη συνεχόμενη συνεδρίαση.
Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 υποχώρησε 4,11% στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 4 μηνών, ο δείκτης FTSE 100 στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου σημείωσε πτώση 2,55%, ο DAX στη Φρανκφούρτη έκλεισε στο -3,02%, ο CAC 40 στο Παρίσι στο -2,97%.
Στον ευρωπαϊκό Νότο, η Μαδρίτη υποχώρησε 1,83%, το Μιλάνο 3,94% και η Αθήνα 2,89%.
Τραπεζικές απώλειες
Τις μεγαλύτερες απώλειες είχαν ξανά οι τράπεζες εν μέσω νέων αναλύσεων για επικείμενες μεγάλες ζημιές στα χαρτοφυλάκιά τους λόγω του Brexit.
Στο Λονδίνο οι τίτλοι των Barclays και Lloyds υποχώρησαν περισσότερο από 10%, ενώ η μετοχή της Royal Bank of Scotland βούτηξε κάποια στιγμή έως και 25%.
Στην Αθήνα ο δείκτης των τραπεζικών μετοχών υποχώρησε 8,34%, ενώ ο αντίστοιχος πανευρωπαϊκός δείκτης συρρικνώθηκε κατά 7,7%.
Σε έναν τέτοιο χαμό, το πρακτορείο Bloomberg αποκάλυψε ότι στη γειτονική Ιταλία η κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι εξετάζει το ενδεχόμενο ανακεφαλαιοποίησης ορισμένων εκ των ιταλικών τραπεζών, συνολικού ύψους 40 δισ. ευρώ, καθώς αυτές πλήττονται άγρια από την απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ε.Ε.
Από την άλλη πλευρά, οι ερμηνείες και οι αναλύσεις για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της περασμένης Πέμπτης συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό στον διεθνή Τύπο.
Μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες απόψεις διατύπωσε ο αρθρογράφος του βρετανικού Guardian Λάρι Ελιοτ.
Ο Βρετανός υποστήριξε σε σχετικό του άρθρο ότι το Brexit αποτελεί επί της ουσίας ένα ηχηρό «όχι» κατά παγκοσμιοποίησης.
Της εποχής, δηλαδή, που ξεκίνησε πριν από περίπου 30 χρόνια με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και στη διάρκεια της οποίας η εφαρμογή τάσεων που πρωτοεμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 -όπως η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, ανθρώπων και αγαθών, τα οικονομικά του trickle down, ο μικρότερος ρόλος του κράτους στην οικονομία, η νομοτελειακή πίστη στις δυνάμεις της αγοράς, ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός- επιταχύνθηκε.
Brexit των φτωχών
Το «όχι» των Βρετανών στην Ε.Ε. αποτελεί, κατά τον Ελιοτ, απόρριψη αυτού του οικονομικού συστήματος.
Και η αιτία αυτής της απόρριψης είναι πασιφανής:
«Η Ευρώπη απέτυχε να εκπληρώσει τους στόχους της… οι θέσεις εργασίας, τα στάνταρ διαβίωσης και τα συστήματα πρόνοιας ήταν όλα πολύ καλύτερα προστατευμένα στην ακμή των ευρωπαϊκών κρατών-εθνών στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 απ’ ό,τι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Σήμερα, η ανεργία στην ευρωζώνη είναι μεγαλύτερη του 10%, η ιταλική οικονομία μόλις και μετά βίας ξεπερνά αυτό που ήταν προ ευρώ, ενώ η ελληνική έχει συρρικνωθεί περίπου κατά το 1/3 της. Η λιτότητα διάβρωσε τις παροχές κοινωνικής πρόνοιας, ενώ η προστασία της αγοράς εργασίας εξανεμίστηκε... Ετσι, ένας αυξανόμενος αριθμός ψηφοφόρων θεωρεί ότι το τρέχον σύστημα δεν έχει τίποτα να του προσφέρει πια. Θεωρεί ότι η παγκοσμιοποίηση ωφέλησε μόνο μια μικρή ελίτ, θεωρεί ότι είναι άδικο να πληρώνει τις αποτυχίες των τραπεζιτών και λαχταρά την επιστροφή στην προστασία που του προσέφερε το κράτος-έθνος, ακόμη και αν αυτό σημαίνει περικοπές βασικών ελευθεριών που στηρίζουν την παγκοσμιοποίηση, μεταξύ αυτών και της ελεύθερης μετακίνησης των ανθρώπων».
Δεν είναι τυχαίο, σημειώνει ο Ελιοτ, ότι η ανάλυση του δημοψηφίσματος διαπίστωσε πως τα κοινωνικά στρώματα της Βρετανίας που στήριξαν περισσότερο το Brexit ήταν αυτά που ήταν φτωχά για μεγάλη περίοδο.
Να συμπληρώσουμε εδώ ότι εκτός από αυτά τα φτωχά τμήματα του βρετανικού πληθυσμού, το Brexit υποστήριξαν αρκετοί βιομήχανοι και επιχειρηματίες.
Ηταν αυτοί που έχασαν ή δεν ευνοήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση, είναι όσοι θα κερδίσουν από μια αναβίωση του προστατευτισμού, είναι οι δυνάμεις του επιχειρηματικού κόσμου που στις ΗΠΑ στηρίζει Τραμπ.
Το Brexit ήταν η πρώτη νίκη αυτής της ομάδας του κεφαλαίου έναντι των κυρίαρχων τα τελευταία 30 έτη «δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης».
Η συνέχεια της διαμάχης των δύο ομάδων αναμένεται ενδιαφέρουσα και στο βάθος της παραπέμπει στον γνωστό μελλοντικό «πολυπολικό» κόσμο.