Αυτό που είναι το πιο απογοητευτικό στην πρακτική της νέας και πρόσφατα παραιτηθείσας κυβέρνησης Τσίπρα, πιο πολύ ακόμα και από αυτήν την ίδια την υπογραφή του 3ου μνημονίου, είναι η ευκολία με την οποία υπερασπίζεται αυτήν την αστραπιαία μεταμόρφωσή της από μια ριζοσπαστική αριστερότροπη και ίσως λαϊκιστική μορφή διακυβέρνησης που έδειχνε ότι θα είναι, ύστερα και με τη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, σε μια καθαρά σοσιαλφιλελεύθερη και σαφώς πιο δεξιά εκδοχή τύπου «κυβέρνηση Ματέο Ρέντσι».
Το αστραπιαίο της μετάλλαξης αυτής όμως μάλλον εκδηλώνεται και προσλαμβάνεται με εμπειρικούς όρους. Στη πραγματικότητα η μετάλλαξη έχει ξεκινήσει νωρίτερα, αν και με λιγότερο ορατό τρόπο. Έχει ρίζες στον τρόπο που δομήθηκε το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα καρτέλ τάσεων, κόμμα που υπεραξιοποιεί τους επικοινωνιακούς πόρους του και εγκαταλείπει κάθε ενασχόληση με την ιδεολογική και πολιτική υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων που εκπροσωπεί. Αλλά εδώ δεν θα ασχοληθούμε με αυτή τη διάσταση, που θέλει μια πιο βαθιά μελέτη του κομματικού φαινομένου και του πολιτικού συστήματος από το 2010 και μετά. Θα ασχοληθούμε με την εντελώς καινούργια, για τα ήθη της Αριστεράς, επιχειρηματολογία της «αριστερής ΤΙΝΑ – there is no alternative» που χρησιμοποιείται από το πρώην κυβερνητικό επιτελείο για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα αλλά και να υπεκφύγει των συνεπειών από απαντήσεις που έδωσε σε διλήμματα που η ίδια αντιμετώπισε.
Το επιχείρημα της αδυναμίας ύπαρξης μιας εναλλακτικής πρότασης για την αντιμετώπιση του εκβιασμού των δανειστών
Ας δούμε τις βασικές παραδοχές που κάνει η παραιτηθείσα κυβέρνηση για να εξηγήσει τη μεταμόρφωση της αντιμνημονιακής της στάσης σε μια διαχείριση και συνέχιση των πολιτικών λιτότητας, στην εμβάθυνση της γραμμής των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί και που το στρέφει και εναντίον των μέχρι πρόσφατα εσωκομματικών αντιπάλων της είναι πως δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στην αντιμετώπιση των πολιτικών λιτότητας. Υποστηρίζει μάλιστα πως η αντίπαλη εσωκομματική άποψη είναι και αυτή υπέρ του μνημονίου αλλά με δραχμή, πράγμα που καθιστά το μνημόνιο πολύ χειρότερο από οποιαδήποτε συμφωνία με τους δανειστές εντός του ευρώ. Εκείνο που δεν μας λέει το επιχείρημα αυτό είναι το πότε διαπιστώθηκαν όλα αυτά. Το πότε δηλαδή κατέστη γνωστό στα κομματικά και κυβερνητικά επιτελεία ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δεν υποχωρεί ούτε εκατοστό από τις σκληρές πολιτικές λιτότητας και από τη χρήση του χρέους ως εργαλείου βίαιης αναδιανομής υπέρ των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων;
Η απλή γραμμική εξέλιξη των γεγονότων μας λέει ότι η τραγική διαπίστωση της ανυποχώρητης στάσης των Ευρωπαίων και η συνεπακόλουθη και ακόμα πιο τραγική πρόσκρουση της ριζοσπαστικής επιχειρηματολογίας στο «...δεν υπάρχει εναλλακτική...» της ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων έγινε λίγο μετά και μάλιστα την επομένη της μεγαλειώδους νίκης του «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα, όταν οι Ευρωπαίοι και ειδικότερα οι Γερμανοί έβαλαν στο «τραπέζι» την απειλή του GREXIT. Δυστυχώς όμως για την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης Τσίπρα τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.
Πολύ πριν τις εκλογές του 2015 υπήρξαν σοβαρές ενδείξεις που άγγιξαν τα όρια της βεβαιότητας ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα χαριστούν σε μια win – win επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς. Τόσο η αντίδραση στη πρόθεση για δημοψήφισμα του Γ. Παπανδρέου όσο και κυρίως η στρατηγική της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας που επέδειξε η ΕΚΤ στην κυπριακή περίπτωση, άφησαν να φανούν από νωρίς ποια θα ήταν τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής αντίδρασης στο αίτημα της επαναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης. Ακόμα όμως πιο τρανταχτό σημάδι ήταν η αντίδραση της ΕΚΤ μόλις 10 ημέρες μετά τις εκλογές και το νικηφόρο αποτέλεσμα για την Αριστερά τον Ιανουάριο του 2015. Η απομόνωση του τραπεζικού συστήματος από την κανονική χρηματοδότηση της ΕΚΤ και η έναρξη της πιο ακριβής χρηματοδότησης από τον ELA ήταν, για όσους θέλανε να το δουν, «πολεμική» προετοιμασία του εδάφους, από την πλευρά των δανειστών, για τη διαπραγμάτευση που ερχόταν και μέθοδος δραστικού περιορισμού της διαπραγματευτικής ισχύος της ελληνικής πλευράς.
Όμως και η ίδια η σημειολογία της δομής της τρόικας παραπέμπει κατευθείαν στις πραγματικές προθέσεις των δανειστών και όχι σε ένα «άγνωστο» πεδίο που θα αποκαλυφθεί σιγά - σιγά από μια σκληρή και μακροχρόνια διαπραγματευτική διαδικασία. Ας μην ξεχνάμε ότι στη δομή της τρόικας η EKT βρίσκεται από την πλευρά των δανειστών και όχι από την πλευρά του ελληνικού δημοσίου - όπως και θα έπρεπε εκ του ρόλου της ως κεντρικής τράπεζας που ενδιαφέρεται για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η ιστορία των παγκόσμιων διαπραγματεύσεων για τον επαναδιακανονισμό κρατικών χρεών δείχνει ότι το Δημόσιο της χώρας που χρωστά αντιμετωπίζει τους δανειστές του έχοντας την κεντρική του τράπεζα στο πλευρό του. Στην Ευρωζώνη όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Και μόνο αυτό το γεγονός θα έπρεπε να οδηγήσει, την κυβέρνηση, σε μια οργάνωση των διαπραγματεύσεων με εξαιρετικά σφικτά χρονοδιαγράμματα και έτοιμη την απάντηση στη βέβαιη άρνηση των Ευρωπαίων να συζητήσουν την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους.
Αρκετά μέλη της διαπραγματευτικής ομάδας τόνιζαν και σωστά πως αν θέλεις να έχεις επιτυχίες στο πεδίο των διαπραγματεύσεων, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για ρήξη. Όμως, η εξέλιξη των γεγονότων δείχνει πως αυτό ήταν απλώς ένα σύνθημα. Κανενός είδους προετοιμασία για ρήξη δεν υπήρξε, όχι γιατί δεν πληρούνταν οι τεχνικοί όροι ούτε γιατί δεν υπήρξε λαϊκή εντολή αλλά γιατί, πολύ απλά, δεν υπήρξε πολιτική επιλογή της κυβέρνησης και του επιτελικού ΣΥΡΙΖΑ η ρήξη. Είναι παράδοξο να διατείνεται η ηγεσία ενός κόμματος πως δεν της δόθηκε η εντολή να βγάλει την χώρα από το ευρώ, όταν αυτό που ζήτησε από το εκλογικό σώμα ήταν η έγκριση να διαπραγματευτεί σκληρά. Όλοι γνωρίζουν τι σημαίνει σκληρή διαπραγμάτευση και πού μπορεί να οδηγήσει. Η συνεχής επίκληση μιας ελλιπούς λαϊκής εντολής μας οδηγεί στην «εργαλειοποίηση» των εκλογικών διαδικασιών και στον εκμαυλισμό των λαϊκών εκπροσωπήσεων, αφού οι όροι με τους οποίους γίνονται οι εκλογικές αναμετρήσεις, αυτού του είδους, είναι οι όροι της «αδιαμεσολάβητης» επαφής ενός αρχηγού με τις λαϊκές μάζες. Άλλο πράγμα η αμεσοδημοκρατία και άλλο πράγμα η «άμεση» επαφή του «ηγέτη» με το «λαό» του.
Για να γυρίσουμε όμως στο θέμα μας και εξετάζοντας το βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της κυβέρνησης Τσίπρα, τον άξονα: «κάναμε ό,τι μπορούσαμε, δεν υπήρχε εναλλακτική – το δίλημμα είναι ή μνημόνιο με ευρώ ή μνημόνιο με δραχμή», οδηγούμαστε σε δύο συμπεράσματα που δεν είναι αποτέλεσμα θεωριών συνωμοσίας αλλά στηρίζονται, αφενός σε πραγματολογικά στοιχεία και αφετέρου σε μια εκτίμηση των όχι και τόσο προφανών πολιτικών επιλογών που πάρθηκαν σε κρίσιμες στιγμές της προηγούμενης περιόδου.
Η πρώτη επιλογή του κομφορμίστικου πολιτικού προσωπικού της Αριστεράς: η πολιτική λειτουργία του «έντιμου» συμβιβασμού
Το πρώτο συμπέρασμα είναι πως κάποια στιγμή, πριν τις εκλογές του 2015, υπήρξε μια μείζονα προγραμματική μετατόπιση, αόρατη από τα κομματικά όργανα, από τη γραμμή της επαναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης στη γραμμή του «έντιμου» συμβιβασμού. Η μετατόπιση αυτή έγινε καθότι εκτιμήθηκε, εγκαίρως, πως η δανειακή σύμβαση είναι κάτι που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης διότι η άρνηση των δανειστών θα είναι άμεση. Η δανειακή σύμβαση είναι το εργαλείο των δανειστών και δεν θα το διαπραγματευτούν. Η σωστή αυτή εκτίμηση αντί να οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό της διαπραγματευτικής στρατηγικής προς ριζοσπαστικότερες μεθόδους, αφαίρεσε τη δανειακή σύμβαση από το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης -πλην κάποιων προσδοκιών για θετικές δηλώσεις και διαθέσεις από τους δανειστές- και στη θέση της έβαλε το ίδιο το «μνημόνιο», δηλαδή τα ίδια τα χαρακτηριστικά μιας διαφορετικής κυβερνητικής πολιτικής με ριζοσπαστικά μέτρα, μεταρρυθμιστικές πρακτικές, μονομερείς ενέργειες κ.λπ.
Το νέο δόγμα του «έντιμου συμβιβασμού» οδήγησε στη θυσία της ανεξαρτησίας των κυβερνητικών επιλογών και αποτέλεσε προσχώρηση στη λογική του αντιπάλου και όχι υποχώρηση στις πιέσεις του. Με τον «έντιμο» συμβιβασμό αποφασίστηκε να συζητηθούν οι πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης. Να συζητηθούν αδιαπραγμάτευτοι όροι της φυσιογνωμίας μιας αριστερής διακυβέρνησης. Υπήρξε, λοιπόν, μια μετατόπιση προσχώρησης - προσφοράς τομέων πολιτικής στη λογική του αντιπάλου. Για ποιο λόγο όμως να τα συζητάς όλα με τους δανειστές την ίδια στιγμή που αυτοί πραγματοποιούσαν μονομερείς ενέργειες (βλέπε την τακτική της ΕΚΤ με τη ρευστότητα);
Η τακτική του «έντιμου» συμβιβασμού διαπιστώνει ότι η δανειακή σύμβαση δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποδεκτό από τους δανειστές και οδηγείται αντικειμενικά στη διατύπωση της δεύτερης καλύτερης λύσης -στο πλαίσιο της δικής της λογικής- που είναι η συμφωνία με τους δανειστές, τουλάχιστον, πάνω στη βάση ενός «μίνι» μνημονίου.
Η δεύτερη επιλογή του κομφορμίστικου πολιτικού προσωπικού της αριστεράς: η έλλειψη μια αριστερής «κυβερνητικότητας»
Το δεύτερο συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε είναι πως ακριβώς αυτή η τακτική του «έντιμου» συμβιβασμού και η νέα, μετατοπισμένη στόχευσή της που είναι η υπογραφή ενός «μίνι» μνημονίου -σαφώς πιο ήπιου από τα μέτρα Χαρδούβελη αλλά μνημονίου παρ’ όλα αυτά- αποτυγχάνει πλήρως, με χρονικό ορόσημο αυτής της αποτυχίας το Φεβρουάριο του 2015.
Εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή, λίγες εβδομάδες μετά τη σπουδαία και ανεπανάληπτη εκλογική νίκη της Αριστεράς, δεν μπορεί παρά να έχει καταστεί γνωστό, σε ολόκληρη την ηγετική ομάδα, πως οι δανειστές όχι μόνο δεν θα συμφωνήσουν σε μια επαναδιαπραγμάτευση του χρέους αλλά, πολύ περισσότερο, δεν θα συζητήσουν καν ούτε και αυτή την περίπτωση ενός «μίνι» μνημονίου, που θα ήταν και η πιο λογική κατάληξη μιας «έντιμης» διαδικασίας. Οι δανειστές θέλουν πλήρη εφαρμογή όλων των συμφωνηθέντων με τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά και επιπρόσθετα μέτρα εξαιτίας της επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος, λόγω των εκλογών και των καθυστερήσεων που αυτές προκάλεσαν στην εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων. Η τετράμηνη παράταση-γέφυρα που συμφωνήθηκε, ουσιαστικά ανέβαλε μια σημαντική απόφαση που έπρεπε να πάρει ακριβώς εκείνη τη στιγμή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ: Ή προχωρά σε μια διευθέτηση του μνημονίου της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, τύπου Χαρδούβελη, ή οδηγείται σε ρήξη με την Ευρωζώνη.
Στην πραγματικότητα όμως η κυβέρνηση έχει επιλέξει τη μη ρήξη με την Ευρωζώνη και αυτό όχι γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση ή σχέδιο Β αλλά γιατί η ανυποχώρητη στάση απέναντι στον εκβιασμό των δανειστών απαιτεί μια άλλου είδους οργάνωση της οικονομίας και των βασικών χρηματοροών της, απαιτεί πολιτικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, απαιτεί στάση πληρωμών, δηλαδή πτώχευση εντός του ευρώ και το σημαντικότερο απαιτεί μια σειρά «διπλών» παρεμβάσεων στην οικονομία. Οι παρεμβάσεις αυτές είναι «διπλές» διότι, είτε χρησιμοποιούν το ευρώ είτε χρησιμοποιούν κάποιο άλλο νόμισμα, είναι απαραίτητες για να αντέξει μια οικονομία στην επίθεση χρηματοοικονομικής ασφυξίας των δανειστών, ανεξάρτητα του ποιου νομίσματος χρησιμοποιεί αυτή η οικονομία. Για παράδειγμα, τα capital controls πολύ λίγο θα βοηθούσαν αν επιβάλλονταν στις αναλήψεις από τα ATM. Αντίθετα, αν εξειδικεύονταν σε εισαγωγικούς κλάδους σημαντικούς για τη συνολική λειτουργία της οικονομίας, τότε θα κάλυπταν μεγάλο μέρος των αναγκών σε συναλλαγματικά διαθέσιμα μέχρι οι εξαγωγές και ο τουρισμός να αρχίσουν να λειτουργούν κάτω από ένα νέο αλλά απλό σύστημα αρχών: Οι εξαγωγές χρηματοδοτούν τις απαραίτητες εισαγωγές. Αλλά για να συμβεί αυτό απαιτείται όχι μόνο να υπάρχουν επιχειρήσεις που εξάγουν αλλά και να υπάρχει τραπεζικό και χρηματοοικονομικό κύκλωμα που να ελέγχεται και να λειτουργεί με νέες πολιτικές και οργανωτικές αρχές. Σήμερα και παρά τη συμφωνία του 3ου μνημονίου, που υποτίθεται σταθεροποιεί τα πράγματα και επαναφέρει τη ρευστότητα, μεγάλο τμήμα των εξαγωγικών επιχειρήσεων ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό και πληρώνεται παρακάμπτοντας το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και χωρίς η οικονομία να δέχεται τις αντίστοιχες εισροές. Έτσι, η «φυγή» κεφαλαίων συνεχίζεται και η καταθετική βάση του πιστωτικού συστήματος αδυνατίζει περαιτέρω. Κάτι τέτοιο, μια διαφορετικά οργανωμένη διαχείριση των χρηματοροών, μιας άλλης ανυποχώρητης πολιτικής απέναντι στις απαιτήσεις των δανειστών, θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει.
Κοντολογίς, η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης Τσίπρα περί ανυπαρξίας εναλλακτικής πρότασης δεν ισχύει. Η ύπαρξη εναλλακτικής πρότασης σε συνθήκες οικονομικού και πολιτικού εκβιασμού έπεται της πολιτικής απόφασης για ρήξη και δεν προηγείται. Ούτε οι αντίπαλοι έχουν πρόγραμμα και προτάσεις. Και όταν έχουν, τις «κλειδαμπαρώνουν» στα υπόγεια των «θεσμών», με σκηνοθετικό τρόπο, για τη στιγμή που θα χρειαστούν. Παίρνουν όμως πολιτικές αποφάσεις υψηλού ρίσκου και τις εκτελούν, και μαζί με αυτές τις αποφάσεις ρυθμίζουν και τη ρευστότητα που δικαιούται ο καθένας στο πλαίσιο των ξεκάθαρων ταξικών συμφερόντων τους.
Το μνημόνιο δεν είναι πρόγραμμα, ούτε σχέδιο. Είναι μια νεοφιλελεύθερη «κυβερνητικότητα». Είναι δηλαδή μια οργάνωση της καθημερινής διαχείρισης ορισμένων ταξικών συμφερόντων, ως οικουμενικών συμφερόντων. Είναι απλές καθημερινές αρχές πολιτικής πρακτικής στο μικροοικονομικό και μακροοικονομικό επίπεδο. Τα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, με το να λένε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση, είναι σαν να λένε ότι δεν υπάρχει το πεδίο της καθημερινής πολιτικής πρακτικής για την Αριστερά. Δεν υπάρχει εξειδικευμένο σύνολο πολιτικών για την Αριστερά και πρέπει να δανειστούμε αυτό του αντιπάλου.
Φαίνεται λοιπόν πως αν δούμε τα πράγματα από την πλευρά των λειτουργιών του συνολικού πολιτικού συστήματος, η έλλειψη μιας σαφούς μέριμνας για την καθημερινότητα είναι αυτή που μετατοπίζει ένα όποιο ριζοσπαστικό πολιτικό υποκείμενο προς τα κεντροδεξιά. Δεν είναι τόσο η άνοδος στην εξουσία όσο η ίδια η καθημερινή πολιτική πρακτική που σε μεταμορφώνει. Η ρήξη με την Ευρωζώνη δεν επιλέχτηκε διότι τα ηγετικά κλιμάκια εκτίμησαν ότι κάτι τέτοιο δεν προσφέρει οργανωτικούς πόρους για μια πολιτική της καθημερινότητας. Άλλωστε η υποταγή στη ρευστότητα τι είναι παρά μια υποταγή στο οργανωτικό μοντέλο της καθημερινής οικονομικής ζωής που προσφέρει, αφειδώς, ο νεοφιλελευθερισμός.
Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και προτίμησε να μείνει εντός του πολιτικού μνημονιακού mainstreaming και ενός άτολμου κομφορμισμού. Προτίμησε το συμβολικό κέρδος από μια επικοινωνιακή εικόνα ενός δήθεν σκληρού και επίμονου διαπραγματευτή – χωρίς να αμφισβητείται ότι δεν υπήρξαν και τέτοιες πλευρές που όμως έμειναν εντελώς δευτερεύουσες και τριτεύουσες στο καθορισμό της συγκυρίας - και δεν ασχολήθηκε καθόλου με την υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών επανελέγχου της οικονομίας προς όφελος των κοινωνικών εκπροσωπήσεων της. Ας την κρίνουν οι κοινωνικές εκπροσωπήσεις της λοιπόν...