Η διαπραγμάτευση ως κομφορμισμός και ως αποφυγή της εναλλακτικής διεξόδου

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015



Αυτό που είναι το πιο απογοητευτικό στην πρακτική της νέας και πρόσφατα παραιτηθείσας κυβέρνησης Τσίπρα, πιο πολύ ακόμα και από αυτήν την ίδια την υπογραφή του 3ου μνημονίου, είναι η ευκολία με την οποία υπερασπίζεται αυτήν την αστραπιαία μεταμόρφωσή της από μια ριζοσπαστική αριστερότροπη και ίσως λαϊκιστική μορφή διακυβέρνησης που έδειχνε ότι θα είναι, ύστερα και με τη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, σε μια καθαρά σοσιαλφιλελεύθερη και σαφώς πιο δεξιά εκδοχή τύπου «κυβέρνηση Ματέο Ρέντσι».


Το αστρα­πιαίο της με­τάλ­λα­ξης αυτής όμως μάλ­λον εκ­δη­λώ­νε­ται και προ­σλαμ­βά­νε­ται με εμπει­ρι­κούς όρους. Στη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η με­τάλ­λα­ξη έχει ξε­κι­νή­σει νω­ρί­τε­ρα, αν και με λι­γό­τε­ρο ορατό τρόπο. Έχει ρίζες στον τρόπο που δο­μή­θη­κε το κόμμα ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ως κόμμα καρ­τέλ τά­σε­ων, κόμμα που υπε­ρα­ξιο­ποιεί τους επι­κοι­νω­νια­κούς πό­ρους του και εγκα­τα­λεί­πει κάθε ενα­σχό­λη­ση με την ιδε­ο­λο­γι­κή και πο­λι­τι­κή υπε­ρά­σπι­ση των λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων που εκ­προ­σω­πεί. Αλλά εδώ δεν θα ασχο­λη­θού­με με αυτή τη διά­στα­ση, που θέλει μια πιο βαθιά με­λέ­τη του κομ­μα­τι­κού φαι­νο­μέ­νου και του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος από το 2010 και μετά. Θα ασχο­λη­θού­με με την εντε­λώς και­νούρ­για, για τα ήθη της Αρι­στε­ράς, επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία της «αρι­στε­ρής ΤΙΝΑ – there is no alternative» που χρη­σι­μο­ποιεί­ται από το πρώην κυ­βερ­νη­τι­κό επι­τε­λείο για να δι­καιο­λο­γή­σει τα αδι­καιο­λό­γη­τα αλλά και να υπεκ­φύ­γει των συ­νε­πειών από απα­ντή­σεις που έδωσε σε δι­λήμ­μα­τα που η ίδια αντι­με­τώ­πι­σε.

Το επι­χεί­ρη­μα της αδυ­να­μί­ας ύπαρ­ξης μιας εναλ­λα­κτι­κής πρό­τα­σης για την αντι­με­τώ­πι­ση του εκ­βια­σμού των δα­νει­στών

Ας δούμε τις βα­σι­κές πα­ρα­δο­χές που κάνει η πα­ραι­τη­θεί­σα κυ­βέρ­νη­ση για να εξη­γή­σει τη με­τα­μόρ­φω­ση της αντι­μνη­μο­νια­κής της στά­σης σε μια δια­χεί­ρι­ση και συ­νέ­χι­ση των πο­λι­τι­κών λι­τό­τη­τας, στην εμ­βά­θυν­ση της γραμ­μής των προη­γού­με­νων κυ­βερ­νή­σε­ων.

Το επι­χεί­ρη­μα που χρη­σι­μο­ποιεί και που το στρέ­φει και ενα­ντί­ον των μέχρι πρό­σφα­τα εσω­κομ­μα­τι­κών αντι­πά­λων της είναι πως δεν υπάρ­χει εναλ­λα­κτι­κή πρό­τα­ση, σε ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο, στην αντι­με­τώ­πι­ση των πο­λι­τι­κών λι­τό­τη­τας. Υπο­στη­ρί­ζει μά­λι­στα πως η αντί­πα­λη εσω­κομ­μα­τι­κή άποψη είναι και αυτή υπέρ του μνη­μο­νί­ου αλλά με δραχ­μή, πράγ­μα που κα­θι­στά το μνη­μό­νιο πολύ χει­ρό­τε­ρο από οποια­δή­πο­τε συμ­φω­νία με τους δα­νει­στές εντός του ευρώ. Εκεί­νο που δεν μας λέει το επι­χεί­ρη­μα αυτό είναι το πότε δια­πι­στώ­θη­καν όλα αυτά. Το πότε δη­λα­δή κα­τέ­στη γνω­στό στα κομ­μα­τι­κά και κυ­βερ­νη­τι­κά επι­τε­λεία ότι η Ευ­ρω­παϊ­κή Ένωση (ΕΕ) δεν υπο­χω­ρεί ούτε εκα­το­στό από τις σκλη­ρές πο­λι­τι­κές λι­τό­τη­τας και από τη χρήση του χρέ­ους ως ερ­γα­λεί­ου βί­αι­ης ανα­δια­νο­μής υπέρ των κε­φα­λαιο­κρα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων;

Η απλή γραμ­μι­κή εξέ­λι­ξη των γε­γο­νό­των μας λέει ότι η τρα­γι­κή δια­πί­στω­ση της ανυ­πο­χώ­ρη­της στά­σης των Ευ­ρω­παί­ων και η συ­νε­πα­κό­λου­θη και ακόμα πιο τρα­γι­κή πρό­σκρου­ση της ρι­ζο­σπα­στι­κής επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας στο «...δεν υπάρ­χει εναλ­λα­κτι­κή...» της ευ­ρω­παϊ­κής τάξης πραγ­μά­των έγινε λίγο μετά και μά­λι­στα την επο­μέ­νη της με­γα­λειώ­δους νίκης του «ΟΧΙ» στο δη­μο­ψή­φι­σμα, όταν οι Ευ­ρω­παί­οι και ει­δι­κό­τε­ρα οι Γερ­μα­νοί έβα­λαν στο «τρα­πέ­ζι» την απει­λή του GREXIT. Δυ­στυ­χώς όμως για την επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία της κυ­βέρ­νη­σης Τσί­πρα τα πράγ­μα­τα δεν είναι κα­θό­λου έτσι.

Πολύ πριν τις εκλο­γές του 2015 υπήρ­ξαν σο­βα­ρές εν­δεί­ξεις που άγ­γι­ξαν τα όρια της βε­βαιό­τη­τας ότι οι Ευ­ρω­παί­οι δεν θα χα­ρι­στούν σε μια win – win επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία της ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς. Τόσο η αντί­δρα­ση στη πρό­θε­ση για δη­μο­ψή­φι­σμα του Γ. Πα­παν­δρέ­ου όσο και κυ­ρί­ως η στρα­τη­γι­κή της χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής ασφυ­ξί­ας που επέ­δει­ξε η ΕΚΤ στην κυ­πρια­κή πε­ρί­πτω­ση, άφη­σαν να φα­νούν από νωρίς ποια θα ήταν τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ευ­ρω­παϊ­κής αντί­δρα­σης στο αί­τη­μα της επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­σης της δα­νεια­κής σύμ­βα­σης. Ακόμα όμως πιο τρα­ντα­χτό ση­μά­δι ήταν η αντί­δρα­ση της ΕΚΤ μόλις 10 ημέ­ρες μετά τις εκλο­γές και το νι­κη­φό­ρο απο­τέ­λε­σμα για την Αρι­στε­ρά τον Ια­νουά­ριο του 2015. Η απο­μό­νω­ση του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος από την κα­νο­νι­κή χρη­μα­το­δό­τη­ση της ΕΚΤ και η έναρ­ξη της πιο ακρι­βής χρη­μα­το­δό­τη­σης από τον ELA ήταν, για όσους θέ­λα­νε να το δουν, «πο­λε­μι­κή» προ­ε­τοι­μα­σία του εδά­φους, από την πλευ­ρά των δα­νει­στών, για τη δια­πραγ­μά­τευ­ση που ερ­χό­ταν και μέ­θο­δος δρα­στι­κού πε­ριο­ρι­σμού της δια­πραγ­μα­τευ­τι­κής ισχύ­ος της ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς.

Όμως και η ίδια η ση­μειο­λο­γία της δομής της τρόι­κας πα­ρα­πέ­μπει κα­τευ­θεί­αν στις πραγ­μα­τι­κές προ­θέ­σεις των δα­νει­στών και όχι σε ένα «άγνω­στο» πεδίο που θα απο­κα­λυ­φθεί σιγά - σιγά από μια σκλη­ρή και μα­κρο­χρό­νια δια­πραγ­μα­τευ­τι­κή δια­δι­κα­σία. Ας μην ξε­χνά­με ότι στη δομή της τρόι­κας η EKT βρί­σκε­ται από την πλευ­ρά των δα­νει­στών και όχι από την πλευ­ρά του ελ­λη­νι­κού δη­μο­σί­ου - όπως και θα έπρε­πε εκ του ρόλου της ως κε­ντρι­κής τρά­πε­ζας που εν­δια­φέ­ρε­ται για τη χρη­μα­το­πι­στω­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα. Η ιστο­ρία των πα­γκό­σμιων δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων για τον επα­να­δια­κα­νο­νι­σμό κρα­τι­κών χρεών δεί­χνει ότι το Δη­μό­σιο της χώρας που χρω­στά αντι­με­τω­πί­ζει τους δα­νει­στές του έχο­ντας την κε­ντρι­κή του τρά­πε­ζα στο πλευ­ρό του. Στην Ευ­ρω­ζώ­νη όμως τα πράγ­μα­τα δεν είναι έτσι. Και μόνο αυτό το γε­γο­νός θα έπρε­πε να οδη­γή­σει, την κυ­βέρ­νη­ση, σε μια ορ­γά­νω­ση των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων με εξαι­ρε­τι­κά σφι­κτά χρο­νο­δια­γράμ­μα­τα και έτοι­μη την απά­ντη­ση στη βέ­βαιη άρ­νη­ση των Ευ­ρω­παί­ων να συ­ζη­τή­σουν την επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση του χρέ­ους.

Αρ­κε­τά μέλη της δια­πραγ­μα­τευ­τι­κής ομά­δας τό­νι­ζαν και σωστά πως αν θέ­λεις να έχεις επι­τυ­χί­ες στο πεδίο των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων, πρέ­πει να είσαι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος για ρήξη. Όμως, η εξέ­λι­ξη των γε­γο­νό­των δεί­χνει πως αυτό ήταν απλώς ένα σύν­θη­μα. Κα­νε­νός εί­δους προ­ε­τοι­μα­σία για ρήξη δεν υπήρ­ξε, όχι γιατί δεν πλη­ρού­νταν οι τε­χνι­κοί όροι ούτε γιατί δεν υπήρ­ξε λαϊκή εντο­λή αλλά γιατί, πολύ απλά, δεν υπήρ­ξε πο­λι­τι­κή επι­λο­γή της κυ­βέρ­νη­σης και του επι­τε­λι­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ η ρήξη. Είναι πα­ρά­δο­ξο να δια­τεί­νε­ται η ηγε­σία ενός κόμ­μα­τος πως δεν της δό­θη­κε η εντο­λή να βγά­λει την χώρα από το ευρώ, όταν αυτό που ζή­τη­σε από το εκλο­γι­κό σώμα ήταν η έγκρι­ση να δια­πραγ­μα­τευ­τεί σκλη­ρά. Όλοι γνω­ρί­ζουν τι ση­μαί­νει σκλη­ρή δια­πραγ­μά­τευ­ση και πού μπο­ρεί να οδη­γή­σει. Η συ­νε­χής επί­κλη­ση μιας ελ­λι­πούς λαϊ­κής εντο­λής μας οδη­γεί στην «ερ­γα­λειο­ποί­η­ση» των εκλο­γι­κών δια­δι­κα­σιών και στον εκ­μαυ­λι­σμό των λαϊ­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων, αφού οι όροι με τους οποί­ους γί­νο­νται οι εκλο­γι­κές ανα­με­τρή­σεις, αυτού του εί­δους, είναι οι όροι της «αδια­με­σο­λά­βη­της» επα­φής ενός αρ­χη­γού με τις λαϊ­κές μάζες. Άλλο πράγ­μα η αμε­σο­δη­μο­κρα­τία και άλλο πράγ­μα η «άμεση» επαφή του «ηγέτη» με το «λαό» του.

Για να γυ­ρί­σου­με όμως στο θέμα μας και εξε­τά­ζο­ντας το βα­σι­κό άξονα της επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας της κυ­βέρ­νη­σης Τσί­πρα, τον άξονα: «κά­να­με ό,τι μπο­ρού­σα­με, δεν υπήρ­χε εναλ­λα­κτι­κή – το δί­λημ­μα είναι ή μνη­μό­νιο με ευρώ ή μνη­μό­νιο με δραχ­μή», οδη­γού­μα­στε σε δύο συ­μπε­ρά­σμα­τα που δεν είναι απο­τέ­λε­σμα θε­ω­ριών συ­νω­μο­σί­ας αλλά στη­ρί­ζο­νται, αφε­νός σε πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία και αφε­τέ­ρου σε μια εκτί­μη­ση των όχι και τόσο προ­φα­νών πο­λι­τι­κών επι­λο­γών που πάρ­θη­καν σε κρί­σι­μες στιγ­μές της προη­γού­με­νης πε­ριό­δου.
Η πρώτη επι­λο­γή του κομ­φορ­μί­στι­κου πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού της Αρι­στε­ράς: η πο­λι­τι­κή λει­τουρ­γία του «έντι­μου» συμ­βι­βα­σμού

Το πρώτο συ­μπέ­ρα­σμα είναι πως κά­ποια στιγ­μή, πριν τις εκλο­γές του 2015, υπήρ­ξε μια μεί­ζο­να προ­γραμ­μα­τι­κή με­τα­τό­πι­ση, αό­ρα­τη από τα κομ­μα­τι­κά όρ­γα­να, από τη γραμ­μή της επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­σης της δα­νεια­κής σύμ­βα­σης στη γραμ­μή του «έντι­μου» συμ­βι­βα­σμού. Η με­τα­τό­πι­ση αυτή έγινε κα­θό­τι εκτι­μή­θη­κε, εγκαί­ρως, πως η δα­νεια­κή σύμ­βα­ση είναι κάτι που δεν μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει αντι­κεί­με­νο δια­πραγ­μά­τευ­σης διότι η άρ­νη­ση των δα­νει­στών θα είναι άμεση. Η δα­νεια­κή σύμ­βα­ση είναι το ερ­γα­λείο των δα­νει­στών και δεν θα το δια­πραγ­μα­τευ­τούν. Η σωστή αυτή εκτί­μη­ση αντί να οδη­γή­σει σε επα­να­προσ­διο­ρι­σμό της δια­πραγ­μα­τευ­τι­κής στρα­τη­γι­κής προς ρι­ζο­σπα­στι­κό­τε­ρες με­θό­δους, αφαί­ρε­σε τη δα­νεια­κή σύμ­βα­ση από το αντι­κεί­με­νο της δια­πραγ­μά­τευ­σης -πλην κά­ποιων προσ­δο­κιών για θε­τι­κές δη­λώ­σεις και δια­θέ­σεις από τους δα­νει­στές- και στη θέση της έβαλε το ίδιο το «μνη­μό­νιο», δη­λα­δή τα ίδια τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μιας δια­φο­ρε­τι­κής κυ­βερ­νη­τι­κής πο­λι­τι­κής με ρι­ζο­σπα­στι­κά μέτρα, με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κές πρα­κτι­κές, μο­νο­με­ρείς ενέρ­γειες κ.λπ.

Το νέο δόγμα του «έντι­μου συμ­βι­βα­σμού» οδή­γη­σε στη θυσία της ανε­ξαρ­τη­σί­ας των κυ­βερ­νη­τι­κών επι­λο­γών και απο­τέ­λε­σε προ­σχώ­ρη­ση στη λο­γι­κή του αντι­πά­λου και όχι υπο­χώ­ρη­ση στις πιέ­σεις του. Με τον «έντι­μο» συμ­βι­βα­σμό απο­φα­σί­στη­κε να συ­ζη­τη­θούν οι πλευ­ρές της κυ­βερ­νη­τι­κής πο­λι­τι­κής στο πλαί­σιο της δια­πραγ­μά­τευ­σης. Να συ­ζη­τη­θούν αδια­πραγ­μά­τευ­τοι όροι της φυ­σιο­γνω­μί­ας μιας αρι­στε­ρής δια­κυ­βέρ­νη­σης. Υπήρ­ξε, λοι­πόν, μια με­τα­τό­πι­ση προ­σχώ­ρη­σης - προ­σφο­ράς το­μέ­ων πο­λι­τι­κής στη λο­γι­κή του αντι­πά­λου. Για ποιο λόγο όμως να τα συ­ζη­τάς όλα με τους δα­νει­στές την ίδια στιγ­μή που αυτοί πραγ­μα­το­ποιού­σαν μο­νο­με­ρείς ενέρ­γειες (βλέπε την τα­κτι­κή της ΕΚΤ με τη ρευ­στό­τη­τα);

Η τα­κτι­κή του «έντι­μου» συμ­βι­βα­σμού δια­πι­στώ­νει ότι η δα­νεια­κή σύμ­βα­ση δεν απο­τε­λεί αντι­κεί­με­νο δια­πραγ­μά­τευ­σης απο­δε­κτό από τους δα­νει­στές και οδη­γεί­ται αντι­κει­με­νι­κά στη δια­τύ­πω­ση της δεύ­τε­ρης κα­λύ­τε­ρης λύσης -στο πλαί­σιο της δικής της λο­γι­κής- που είναι η συμ­φω­νία με τους δα­νει­στές, του­λά­χι­στον, πάνω στη βάση ενός «μίνι» μνη­μο­νί­ου.
Η δεύ­τε­ρη επι­λο­γή του κομ­φορ­μί­στι­κου πο­λι­τι­κού προ­σω­πι­κού της αρι­στε­ράς: η έλ­λει­ψη μια αρι­στε­ρής «κυ­βερ­νη­τι­κό­τη­τας»

Το δεύ­τε­ρο συ­μπέ­ρα­σμα στο οποίο οδη­γού­μα­στε είναι πως ακρι­βώς αυτή η τα­κτι­κή του «έντι­μου» συμ­βι­βα­σμού και η νέα, με­τα­το­πι­σμέ­νη στό­χευ­σή της που είναι η υπο­γρα­φή ενός «μίνι» μνη­μο­νί­ου -σα­φώς πιο ήπιου από τα μέτρα Χαρ­δού­βε­λη αλλά μνη­μο­νί­ου παρ’ όλα αυτά- απο­τυγ­χά­νει πλή­ρως, με χρο­νι­κό ορό­ση­μο αυτής της απο­τυ­χί­ας το Φε­βρουά­ριο του 2015.

Εκεί­νη ακρι­βώς τη χρο­νι­κή στιγ­μή, λίγες εβδο­μά­δες μετά τη σπου­δαία και ανε­πα­νά­λη­πτη εκλο­γι­κή νίκη της Αρι­στε­ράς, δεν μπο­ρεί παρά να έχει κα­τα­στεί γνω­στό, σε ολό­κλη­ρη την ηγε­τι­κή ομάδα, πως οι δα­νει­στές όχι μόνο δεν θα συμ­φω­νή­σουν σε μια επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση του χρέ­ους αλλά, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, δεν θα συ­ζη­τή­σουν καν ούτε και αυτή την πε­ρί­πτω­ση ενός «μίνι» μνη­μο­νί­ου, που θα ήταν και η πιο λο­γι­κή κα­τά­λη­ξη μιας «έντι­μης» δια­δι­κα­σί­ας. Οι δα­νει­στές θέ­λουν πλήρη εφαρ­μο­γή όλων των συμ­φω­νη­θέ­ντων με τις προη­γού­με­νες κυ­βερ­νή­σεις αλλά και επι­πρό­σθε­τα μέτρα εξαι­τί­ας της επι­δεί­νω­σης του οι­κο­νο­μι­κού κλί­μα­τος, λόγω των εκλο­γών και των κα­θυ­στε­ρή­σε­ων που αυτές προ­κά­λε­σαν στην εφαρ­μο­γή των μνη­μο­νια­κών προ­γραμ­μά­των. Η τε­τρά­μη­νη πα­ρά­τα­ση-γέ­φυ­ρα που συμ­φω­νή­θη­κε, ου­σια­στι­κά ανέ­βα­λε μια ση­μα­ντι­κή από­φα­ση που έπρε­πε να πάρει ακρι­βώς εκεί­νη τη στιγ­μή η ηγε­σία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ: Ή προ­χω­ρά σε μια διευ­θέ­τη­ση του μνη­μο­νί­ου της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, τύπου Χαρ­δού­βε­λη, ή οδη­γεί­ται σε ρήξη με την Ευ­ρω­ζώ­νη.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως η κυ­βέρ­νη­ση έχει επι­λέ­ξει τη μη ρήξη με την Ευ­ρω­ζώ­νη και αυτό όχι γιατί δεν υπάρ­χει εναλ­λα­κτι­κή πρό­τα­ση ή σχέ­διο Β αλλά γιατί η ανυ­πο­χώ­ρη­τη στάση απέ­να­ντι στον εκ­βια­σμό των δα­νει­στών απαι­τεί μια άλλου εί­δους ορ­γά­νω­ση της οι­κο­νο­μί­ας και των βα­σι­κών χρη­μα­το­ρο­ών της, απαι­τεί πο­λι­τι­κό έλεγ­χο του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος, απαι­τεί στάση πλη­ρω­μών, δη­λα­δή πτώ­χευ­ση εντός του ευρώ και το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο απαι­τεί μια σειρά «δι­πλών» πα­ρεμ­βά­σε­ων στην οι­κο­νο­μία. Οι πα­ρεμ­βά­σεις αυτές είναι «δι­πλές» διότι, είτε χρη­σι­μο­ποιούν το ευρώ είτε χρη­σι­μο­ποιούν κά­ποιο άλλο νό­μι­σμα, είναι απα­ραί­τη­τες για να αντέ­ξει μια οι­κο­νο­μία στην επί­θε­ση χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κής ασφυ­ξί­ας των δα­νει­στών, ανε­ξάρ­τη­τα του ποιου νο­μί­σμα­τος χρη­σι­μο­ποιεί αυτή η οι­κο­νο­μία. Για πα­ρά­δειγ­μα, τα capital controls πολύ λίγο θα βοη­θού­σαν αν επι­βάλ­λο­νταν στις ανα­λή­ψεις από τα ATM. Αντί­θε­τα, αν εξει­δι­κεύ­ο­νταν σε ει­σα­γω­γι­κούς κλά­δους ση­μα­ντι­κούς για τη συ­νο­λι­κή λει­τουρ­γία της οι­κο­νο­μί­ας, τότε θα κά­λυ­πταν με­γά­λο μέρος των ανα­γκών σε συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κά δια­θέ­σι­μα μέχρι οι εξα­γω­γές και ο του­ρι­σμός να αρ­χί­σουν να λει­τουρ­γούν κάτω από ένα νέο αλλά απλό σύ­στη­μα αρχών: Οι εξα­γω­γές χρη­μα­το­δο­τούν τις απα­ραί­τη­τες ει­σα­γω­γές. Αλλά για να συμ­βεί αυτό απαι­τεί­ται όχι μόνο να υπάρ­χουν επι­χει­ρή­σεις που εξά­γουν αλλά και να υπάρ­χει τρα­πε­ζι­κό και χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κό κύ­κλω­μα που να ελέγ­χε­ται και να λει­τουρ­γεί με νέες πο­λι­τι­κές και ορ­γα­νω­τι­κές αρχές. Σή­με­ρα και παρά τη συμ­φω­νία του 3ου μνη­μο­νί­ου, που υπο­τί­θε­ται στα­θε­ρο­ποιεί τα πράγ­μα­τα και επα­να­φέ­ρει τη ρευ­στό­τη­τα, με­γά­λο τμήμα των εξα­γω­γι­κών επι­χει­ρή­σε­ων ανοί­γει τρα­πε­ζι­κούς λο­γα­ρια­σμούς στο εξω­τε­ρι­κό και πλη­ρώ­νε­ται πα­ρα­κάμ­πτο­ντας το εγ­χώ­ριο τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα και χωρίς η οι­κο­νο­μία να δέ­χε­ται τις αντί­στοι­χες εισ­ρο­ές. Έτσι, η «φυγή» κε­φα­λαί­ων συ­νε­χί­ζε­ται και η κα­τα­θε­τι­κή βάση του πι­στω­τι­κού συ­στή­μα­τος αδυ­να­τί­ζει πε­ραι­τέ­ρω. Κάτι τέ­τοιο, μια δια­φο­ρε­τι­κά ορ­γα­νω­μέ­νη δια­χεί­ρι­ση των χρη­μα­το­ρο­ών, μιας άλλης ανυ­πο­χώ­ρη­της πο­λι­τι­κής απέ­να­ντι στις απαι­τή­σεις των δα­νει­στών, θα μπο­ρού­σε να το αντι­με­τω­πί­σει.

Κο­ντο­λο­γίς, η επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία της κυ­βέρ­νη­σης Τσί­πρα περί ανυ­παρ­ξί­ας εναλ­λα­κτι­κής πρό­τα­σης δεν ισχύ­ει. Η ύπαρ­ξη εναλ­λα­κτι­κής πρό­τα­σης σε συν­θή­κες οι­κο­νο­μι­κού και πο­λι­τι­κού εκ­βια­σμού έπε­ται της πο­λι­τι­κής από­φα­σης για ρήξη και δεν προη­γεί­ται. Ούτε οι αντί­πα­λοι έχουν πρό­γραμ­μα και προ­τά­σεις. Και όταν έχουν, τις «κλει­δα­μπα­ρώ­νουν» στα υπό­γεια των «θε­σμών», με σκη­νο­θε­τι­κό τρόπο, για τη στιγ­μή που θα χρεια­στούν. Παίρ­νουν όμως πο­λι­τι­κές απο­φά­σεις υψη­λού ρί­σκου και τις εκτε­λούν, και μαζί με αυτές τις απο­φά­σεις ρυθ­μί­ζουν και τη ρευ­στό­τη­τα που δι­καιού­ται ο κα­θέ­νας στο πλαί­σιο των ξε­κά­θα­ρων τα­ξι­κών συμ­φε­ρό­ντων τους.

Το μνη­μό­νιο δεν είναι πρό­γραμ­μα, ούτε σχέ­διο. Είναι μια νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη «κυ­βερ­νη­τι­κό­τη­τα». Είναι δη­λα­δή μια ορ­γά­νω­ση της κα­θη­με­ρι­νής δια­χεί­ρι­σης ορι­σμέ­νων τα­ξι­κών συμ­φε­ρό­ντων, ως οι­κου­με­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Είναι απλές κα­θη­με­ρι­νές αρχές πο­λι­τι­κής πρα­κτι­κής στο μι­κρο­οι­κο­νο­μι­κό και μα­κρο­οι­κο­νο­μι­κό επί­πε­δο. Τα ηγε­τι­κά κλι­μά­κια της κυ­βέρ­νη­σης και του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, με το να λένε ότι δεν υπάρ­χει εναλ­λα­κτι­κή πρό­τα­ση, είναι σαν να λένε ότι δεν υπάρ­χει το πεδίο της κα­θη­με­ρι­νής πο­λι­τι­κής πρα­κτι­κής για την Αρι­στε­ρά. Δεν υπάρ­χει εξει­δι­κευ­μέ­νο σύ­νο­λο πο­λι­τι­κών για την Αρι­στε­ρά και πρέ­πει να δα­νει­στού­με αυτό του αντι­πά­λου.

Φαί­νε­ται λοι­πόν πως αν δούμε τα πράγ­μα­τα από την πλευ­ρά των λει­τουρ­γιών του συ­νο­λι­κού πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος, η έλ­λει­ψη μιας σα­φούς μέ­ρι­μνας για την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα είναι αυτή που με­τα­το­πί­ζει ένα όποιο ρι­ζο­σπα­στι­κό πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο προς τα κε­ντρο­δε­ξιά. Δεν είναι τόσο η άνο­δος στην εξου­σία όσο η ίδια η κα­θη­με­ρι­νή πο­λι­τι­κή πρα­κτι­κή που σε με­τα­μορ­φώ­νει. Η ρήξη με την Ευ­ρω­ζώ­νη δεν επι­λέ­χτη­κε διότι τα ηγε­τι­κά κλι­μά­κια εκτί­μη­σαν ότι κάτι τέ­τοιο δεν προ­σφέ­ρει ορ­γα­νω­τι­κούς πό­ρους για μια πο­λι­τι­κή της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Άλ­λω­στε η υπο­τα­γή στη ρευ­στό­τη­τα τι είναι παρά μια υπο­τα­γή στο ορ­γα­νω­τι­κό μο­ντέ­λο της κα­θη­με­ρι­νής οι­κο­νο­μι­κής ζωής που προ­σφέ­ρει, αφει­δώς, ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός.

Η κυ­βέρ­νη­ση Τσί­πρα δεν στά­θη­κε στο ύψος των πε­ρι­στά­σε­ων και προ­τί­μη­σε να μεί­νει εντός του πο­λι­τι­κού μνη­μο­νια­κού mainstreaming και ενός άτολ­μου κομ­φορ­μι­σμού. Προ­τί­μη­σε το συμ­βο­λι­κό κέρ­δος από μια επι­κοι­νω­νια­κή ει­κό­να ενός δήθεν σκλη­ρού και επί­μο­νου δια­πραγ­μα­τευ­τή – χωρίς να αμ­φι­σβη­τεί­ται ότι δεν υπήρ­ξαν και τέ­τοιες πλευ­ρές που όμως έμει­ναν εντε­λώς δευ­τε­ρεύ­ου­σες και τρι­τεύ­ου­σες στο κα­θο­ρι­σμό της συ­γκυ­ρί­ας - και δεν ασχο­λή­θη­κε κα­θό­λου με την υλο­ποί­η­ση συ­γκε­κρι­μέ­νων πο­λι­τι­κών επα­νε­λέγ­χου της οι­κο­νο­μί­ας προς όφε­λος των κοι­νω­νι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων της. Ας την κρί­νουν οι κοι­νω­νι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις της λοι­πόν...



ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ