Μανιφέστο του «Δημοκρατικού» Ολοκληρωτισμού
Κυκλοφορούσε καιρό στο
διαδίκτυο· τώρα, μεταφρασμένο για πρώτη φορά στα ελληνικά (και
σχολιασμένο) από τον Γιάννη Δ. Ιωαννίδη, δημοσιεύεται στο Πανοπτικόν
19. Πρόκειται για το περίφημο κείμενο του στελέχους τού ΟΟΣΑ Christian
Morrisson, γραμμένο το 1996, με τίτλο «Οι δυνατότητες πολιτικής
πραγματοποίησης των διαρθρωτικών αναπροσαρμογών». «Μαθήματα κυριαρχίας
από τους επιγόνους του Μακιαβέλι», υποτιτλίζει δηκτικά ο μεταφραστής.
Είναι μια σειρά οδηγίες
προς κυβερνήσεις, αποκαλυπτικές μέσα στον κυνισμό τους, για το πώς να
επιβάλλουν τις «διαρθρωτικές αλλαγές» που απαιτούσε το Σύμφωνο της
Ουάσινγκτον – στις «αναπτυσσόμενες χώρες», τότε· σήμερα, σε ολόκληρο τον
κόσμο. Πράγμα που μαρτυρεί εύγλωττα, πέραν των άλλων, ότι η «κρίση» του
2008 είναι η κορύφωση μιας κανονικής διαδικασίας η οποία αναπτύσσεται
απρόσκοπτα και βάσει κεντρικού σχεδίου από τη δεκαετία του 1980, από την
περιφέρεια προς τα κέντρα του πλανήτη. Η διαδικασία για την οποία
πρόκειται είναι «απλώς» η αλλαγή μοντέλου τού καπιταλισμού (με έξοδα, εννοείται, των λαών του κόσμου) που εκδιπλώνεται σταθερά στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.
«Οι έρευνές μας έδειξαν
ξεκάθαρα πόσο σημαντική είναι η σχέση ανάμεσα στην οικονομία και την
πολιτική προκειμένου να πραγματοποιηθεί ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών
αναπροσαρμογών», λέει ο συγγραφέας (σελ. 39). Εδώ ο όρος «πολιτική»
χρησιμοποιείται καταφανώς ως ευφημισμός της διακυβέρνησης: μιας τεχνικής διαχείρισης
των μαζών, νοούμενων ως αδρανούς και εύπλαστης ύλης, εκ μέρους μιας
συνασπισμένης διοικούσας τάξης, στην οποία περιλαμβάνονται αυτονόητα οι
απανταχού εθνικές κυβερνήσεις. Είναι επίσης δηλωτικό του πόσο σοβαρά
εννοούν τη (νέο)φιλελεύθερη αρχή της «αυτονομίας του οικονομικού» οι
ίδιοι εκείνοι που την διακηρύσσουν. Είπε κανείς ότι δεν υπάρχει
παγκόσμιο σχέδιο διακυβέρνησης και σχεδιοποιημένη οικονομία;
Οι οδηγίες είναι πολλές και κατά τόπους αρκετά τεχνικές. Ιδού ωστόσο ένα νευραλγικό σημείο:
Μια κυβέρνηση δεν
μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα σταθερότητας ενάντια στη θέληση
ολόκληρης της κοινής γνώμης. Ένα πρόγραμμα που θα έπληττε εξίσου όλες
τις κοινωνικές ομάδες αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολο να εφαρμοστεί από ένα
πρόγραμμα που κάνει διακρίσεις σε βάρος κάποιων κοινωνικών ομάδων
ευνοώντας ορισμένες άλλες. Πρέπει λοιπόν η κυβέρνηση να φροντίσει ώστε
να πάρει με το μέρος της ένα μέρος του κόσμου, στην ανάγκη φορτώνοντας
δυσανάλογα και με πολύ βαριά μέτρα ορισμένες κοινωνικές ομάδες (σελ. 38).
Με άλλα λόγια, το αποικιοκρατικό διαίρει και βασίλευε.
Τα όπλα των κυριάρχων είναι λίγα και δοκιμασμένα – αλλά η
εξακολουθητική αποτελεσματικότητά τους βασίζεται στην αδυναμία των
κυριαρχημένων να διδαχθούν ιστορικά.
Και τώρα ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο, που μοιάζει να εξαγγέλλει την «απροσδόκητη» ελληνική εμπειρία, 15 χρόνια πριν ανακύψει:
Αν η κυβέρνηση,
φοβούμενη την αντιπολίτευση, περιμένει να ξεσπάσει δημοσιοοικονομική
κρίση για ν’ αρχίσει να παίρνει μέτρα, τότε θα έχει πολύ μικρότερα
περιθώρια ελιγμών σε περίπτωση πολιτικής κρίσης. Κάτι που μπορεί να
κάνει, είναι να καλέσει σε βοήθεια το ΔΝΤ και να επωφεληθεί από αυτό και
σε πολιτικό επίπεδο, γιατί θα μπορεί να απαντάει σε όσους αντιδρούν ότι
τα μέτρα προβλέπονται από τη συμφωνία που επέβαλε το ΔΝΤ και είναι
υποχρεωμένη να τα πάρει θέλοντας και μη (σελ. 40).
Όποιος κοιτούσε τί
συνέβαινε έξω από τον Ευρώπη (και τις ΗΠΑ) εδώ και τριάντα χρόνια θα
έπρεπε να είναι αρκετά προετοιμασμένος. Η ευμάρεια όμως ως γνωστόν,
ιδίως όταν προέρχεται από το αίμα αόρατων άλλων, αποβλακώνει.
Αρκεί όμως ως εδώ. Τα
συμπεράσματα που βγαίνουν αβίαστα είναι πολλά και οδυνηρά, κάποια από τα
οποία ήδη υπαινίχθηκα. Πέρα από την –δεδομένη και αυτονόητη για μας–
κτηνωδία των κυρίαρχων ελίτ, εκείνο που φωτογραφίζεται μέσ’ από το
παραπάνω κείμενο είναι, θεωρώ, μία αντικειμενική ιστορική συνθήκη,
απέναντι στην οποία συνεχίζουν να εθελοτυφλούν οι μεσαίες τάξεις που
απαρτίζουν τον κορμό των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών (μη εξαιρουμένου
μεγάλου κομματιού της κοινοβουλευτικής αριστεράς), νανουριζόμενες ακόμα
με φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά όνειρα. Χαρακτηριστικά της είναι:
πρώτον, η εξάλειψη οιουδήποτε ίχνους δημοκρατίας υπό τη διττή
έννοια της εκπροσώπησης σε κρατικό πολιτειακό επίπεδο (τη συμβατική
δηλαδή έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) όσο και της συλλογικής
διαβούλευσης περί τα κοινά (την ουσιώδη έννοια της ριζικής δημοκρατίας),
γνώρισμα που ιδιάζει ακριβώς στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Δεύτερον, η μετάλλαξη των διεθνών οργανισμών που
δημιουργήθηκαν μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ με διακηρυγμένο σκοπό την
παγκόσμια ειρήνη και συνεργασία, σε εργαλεία ωμής καθυπόταξης των λαών
στις βουλήσεις και τα συμφέροντα μιας παγκόσμιας, σχετικά ολιγάριθμης
αλλά άκρως ενοποιημένης ολιγαρχίας. Τρίτον, η αλλαγή λειτουργίας του
παγκόσμιου καπιταλισμού, από τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1970,
στο πλαίσιο της οποίας οι καταστροφικές κρίσεις που ισοδυναμούν με θυσία
αναρίθμητων ζωών δεν αποτελούν τυχαία δυσάρεστη παρενέργεια αλλά
επιθυμητό και προβλεπόμενο συστατικό.
Και γεννάται μοιραία το
ερώτημα: ποιο είναι αυτό το νέο μοντέλο καπιταλισμού και τί έρχεται να
αντικαταστήσει; Ο όρος «νεοφιλελευθερισμός», που χρησιμοποιήθηκε από
πολλούς για να περιγράψει τις νέες οικονομικές στρατηγικές τής εν λόγω
περιόδου, είναι ανεπαρκής ως περιγραφή και παραπλανητικός ως ερμηνεία. Ο
όρος «κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση» είναι διπλωματικά αόριστος και
δεν αποκαλύπτει την ιδιάζουσα δομή του παγκόσμιου συστήματος που,
σε μορφολογικό επίπεδο, μοιάζει να έχει πραγματώσει ιδεοτυπικά το κύριο
γνώρισμα ολοκληρωτισμού: την ολοσχερή, αρραγή συγχώνευση πολιτικής
χειραγώγησης και οικονομικής εκμετάλλευσης.
Χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός: Ένα νέο μοντέλο κυριαρχίας
ποιο είναι το νέο μοντέλο του καπιταλισμού και τί έρχεται να αντικαταστήσει;
Εμφανώς, το «νέο» αυτό
μοντέλο δημιουργήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και
συνδέθηκε ονομαστικά με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των κυβερνήσεων
Μπους και Θάτσερ, που υιοθετήθηκαν παγκοσμίως μέχρι τα τέλη της
δεκαετίας του ’80. Γεννήθηκε μέσ’ από μία οικονομική κρίση, την οποία
τότε περιέγραφαν ως «πετρελαϊκή κρίση» (αλλά ήταν κάτι συνολικότερο),
και το ίδιο δημιούργησε δύο τουλάχιστον αυξανόμενου μεγέθους παγκόσμιες
κρίσεις, μία στα τέλη ακριβώς της δεκαετίας του’80 και μία το 2008 (στης
οποίας τους κλονισμούς ζούμε ακόμα). Τα ορατά του χαρακτηριστικά ήταν
(Α) η κατεδάφιση
του λεγόμενου «κράτους προνοίας» και η μετατροπή των «δικαιωμάτων» σε
κόστος (και, σε δεύτερο χρόνο, σε χρέος) με την ιδιωτικοποίηση όλων των
παροχών κοινής ωφελείας·
(Β) η δημιουργία
«δομικής ανεργίας» με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, που παράγει
έκτοτε ένα γεωμετρικώς αυξανόμενο ανθρώπινο «περίσσευμα» και, για τον
ίδιο ακριβώς λόγο, μιαν αυξανόμενη δυσκολία στην υλοποίηση του κέρδους·
(Γ) η καταβύθιση
του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου σε μιαν άβυσσο χρέους χάρη, πρώτον, στην
αλλαγή πολιτικής των επιτοκίων της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας
(και όλων των ισχυρών πιστωτικών ιδρυμάτων εν συνεχεία), και δεύτερον,
στην ένταξή του σε ένα ασύμμετρο διεθνές εμπόριο που συσσωρεύει αλλού
πλεονάσματα και αλλού ελλείμματα – συνταγή η οποία μετά την κρίση του
2008 εφαρμόζεται σαν θανατηφόρο εμβόλιο σε ολοένα διευρυνόμενες ζώνες
του «ανεπτυγμένου» κόσμου·
(Δ) η δημιουργία
ενός ενοποιούμενου (αν όχι ακόμη πραγματικά ενοποιημένου) παγκόσμιου
μπλοκ εξουσίας, στα πλαίσια του οποίου διευθυντικό/εκτελεστικό ρόλο
αναλαμβάνει ένας ηγεμονικός συνασπισμός ισχυρών κρατών (ο λεγόμενος
Ατλαντικός άξονας) και νομοθετικό ρόλο μια συστάδα παγκόσμιων οργανισμών
(ΔΝΤ, ΠΤ, ΠΟΕ, κ.ά.). Στο ίδιο πλαίσιο εξελίσσεται μια βαθμιαία όσμωση
αφενός της κρατικής εξουσίας με τις μεγάλες επιχειρήσεις (1)
(πολυεθνικές εταιρείες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς), αφετέρου
των παραδοσιακών αρμοδιοτήτων της αστυνομίας και του στρατού (με
ανάλογες, εννοείται, αναπροσαρμογές του διεθνούς νομικού πλαισίου)·
(Ε) μια «φυγή προς
εμπρός» του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου σε απεγνωσμένη προσπάθεια να
υλοποιήσει με χρηματοπιστωτικούς χειρισμούς τα όλο και δυσκολότερα
υλοποιήσιμα στην παραδοσιακή οικονομία κέρδη. Και αυτό έχει με τη σειρά
του δύο συνέπειες: πρώτον, μια μεθοδευμένη εξώθηση σε δανεισμό και
υπερχρέωση, σε κρατικό όσο και ατομικό επίπεδο, που οδηγεί ομάδες και
άτομα σε κατάσταση ομηρείας με περαιτέρω συνέπεια έναν αδιανόητο βαθμό
εντατικοποίησης της εργασίας (ενόσω η πληθυσμιακή της βάση μειώνεται) κι
έναν γραφειοκρατικό έλεγχο της ζωής των ανθρώπων που μετατρέπουν
κυριολεκτικά την κοινωνία σε αόρατο στρατόπεδο συγκεντρώσεως· και
δεύτερον, μιαν αντεστραμμένη αναπαράσταση, σε θεωρητικό επίπεδο, των
σχέσεων μεταξύ υλικής παραγωγής και «οικονομίας».
Ολοφάνερα, το μοντέλο αυτό
δεν αρκεί να περιγραφεί ως «νεοφιλελευθερισμός», αν τουλάχιστον με τον
όρο αντιλαμβανόμαστε τις θεωρίες του Milton Friedman και της Σχολή του
Σικάγο, που ήταν η θεωρητική αντίδραση στα κεϋνσιανά μοντέλα τα οποία
υιοθετήθηκαν ως οικονομική «ορθοδοξία» κατά το προηγούμενο στάδιο του
καπιταλισμού· διότι αν, στη θεωρία τουλάχιστον, τα χαρακτηριστικά (Α)
και (Γ) συμφωνούν προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το χαρακτηριστικό (Δ)
είναι φαινομενικώς ασύμβατο και τα χαρακτηριστικά (Β) και (Ε)
αντιπροσωπεύουν διαστάσεις καινούργιες. (2)
Θα πρέπει άρα να καταλήξουμε πως η νεοφιλελεύθερη θεωρία ήταν μόνο ένα
ιδεολογικό όπλο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις οικονομικές σχολές (και
από οικονομικούς συμβούλους της κρατικής πολιτικής, βεβαίως)
προκειμένου ν’ απαξιώσει τις προηγούμενες υιοθετημένες στρατηγικές και
να ανοίξει δρόμο για την εδραίωση του νέου μοντέλου, χωρίς να το εξηγεί ή
έστω απλώς να το περιγράφει με επάρκεια.
Το χαρακτηριστικό (Δ)
μοιάζει να περιγράφεται καλύτερα από αυτό που κάποιοι ονόμασαν
«παγκοσμιοποίηση» ή και «αυτοκρατορία», οι κατασκευές τους όμως απέτυχαν
να συνδέσουν ικανοποιητικά την πολιτική κυριαρχία με τις ιδιάζουσες
οικονομικές λειτουργίες που τη διαμεσολαβούν (τον ρόλο του διεθνούς
χρηματοπιστωτικού συστήματος ως μηχανισμού θεσμικής βίας και τον
στραγγαλισμό των ελευθεριών, του αυτοκαθορισμού και της ικανότητας για
δημιουργική δράση που μπορούν οι πολύπλοκες λειτουργίες του να
επιφέρουν, σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο) – σύνδεση που
τεκμηριώνει, δεν χρειάζεται να το πω, την ανησυχητική συνέχεια του
παρόντος παγκόσμιου συστήματος με τις ολοκληρωτικές μορφές κρατικού (3) (ή «γραφειοκρατικού») καπιταλισμού της τρίτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα.
Αυτό το τελευταίο μοντέλο
ολοκληρωτικής κυριαρχίας, στους βρόχους τού οποίου βρισκόμαστε
πιασμένοι, πρέπει να ονομαστεί, ελλείψει ευστοχότερου όρου,
χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός. Το όνομα δεν είναι καινούργιο βέβαια,
ούτε οι περισσότερες λειτουργίες του μας είναι άγνωστες· δεν έχει ωστόσο
αρθρωθεί και μελετηθεί ακόμα στην ολική του δομή, ως ιδεατός τύπος,
κατά τρόπο που να μας επιτρέπει να επεξεργαστούμε, εν συνεχεία,
ρεαλιστικές προοπτικές αχρήστευσής του. Είναι η τελευταία ιστορική
μεταμόρφωση της κυριαρχίας, η τελευταία μετάλλαξη του καπιταλισμού
ύστερ’ από την προηγηθείσα κρατικογραφειοκρατική εκδοχή του – και μένει
ακόμη να σταθμίσουμε ποιες από τις λειτουργίες εκείνης διατηρούνται στη
νέα μορφή, τι είναι ειδικώς νέο και σε ποιες ιστορικές περιστάσεις
οφείλεται (οι οποίες ενδέχεται να εγκυμονούν, ταυτόχρονα, τον ίδιο τον
θάνατό του).
Στοιχεία για τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό
Αν δοκίμασα προηγουμένως
να κατασκευάσω ένα μοντέλο αυτού του ιστορικά πρόσφατου συστήματος
κυριαρχίας, δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι έδωσα κάτι παραπάνω από μερικά
αδρά περιγράμματα ενός έργου που είναι ακόμα να γίνει. Και για τον λόγο
αυτό χρειάζεται κάποια χαρακτηριστικά που σκιαγράφησα σ’ ένα μάλλον
υψηλό επίπεδο αφαίρεσης να σμιλευτούν με πολύ πιο συγκεκριμένους όρους
σε διάφορα πεδία της εμπειρικής πραγματικότητας.
Ο Friedrich Pollock, τον
οποίον ανέφερα ήδη, φιλοτέχνησε στο άρθρο του «Κρατικός καπιταλισμός»
(1942) το περιεκτικότερο κατά την εκτίμησή μου μοντέλο της ιστορικής
φάσης του καπιταλισμού που προηγήθηκε, το οποίο διαμορφώθηκε στη
δεκαετία του 1930 σαν ένας καπιταλισμός «εκτάκτου ανάγκης» για ν’
αντιμετωπίσει αφενός τη σαρωτική οικονομική κρίση του 1929, που υπήρξε
δομική για τον καπιταλισμό της μονοπωλιακής συσσώρευσης, αφετέρου τη
διογκούμενη απειλή των επαναστατικών εργατικών κινημάτων στην Ευρώπη. Οι
«ολοκληρωτισμοί» είτε του ναζιστικού είτε του σταλινικού τύπου υπήρξαν
ακραίες εκφράσεις του, όμως το ίδιο μοντέλο υιοθετήθηκε από τις δυτικές
«δημοκρατίες», αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, που έμπαιναν τότε στην
πολεμική προσπάθεια (και στάθηκε γι’ αυτές ο αποφασιστικός παράγων
εξόδου από την κρίση). Αυτή τη μετριασμένη εκδοχή του, που άλλωστε
υιοθετήθηκε απ’ όλες τις δυτικές χώρες μετά τον πόλεμο, ο Pollock
ονόμασε «δημοκρατικό κρατικό καπιταλισμό»· και τελειώνοντας τον άρθρο
του έγραφε: «Μπορεί ο δημοκρατικός κρατικός καπιταλισμός να είναι κάτι
περισσότερο από μια μεταβατική φάση, που οδηγεί είτε στην ολοκληρωτική
καταπίεση είτε στην κατάργησή της μαζί με τα υπολείμματα του
καπιταλιστικού συστήματος;»(4)
Δηλαδή: μπορεί το
γραφειοκρατικό μεταπολεμικό κράτος, των κυβερνητικά ρυθμιζόμενων
οικονομιών, της ανακύκλωσης των πλεονασμάτων εντός τού δυτικού
συμμαχικού μπλοκ και των ελεγχόμενων αναδιανεμητικών μηχανισμών στις
κοινωνίες του πρώτου κόσμου, να γίνει μοχλός μιας σοσιαλιστικής
μετάβασης ή θα οδηγήσει απεναντίας σε νέες μορφές ολοκληρωτισμού, με
απρόβλεπτη μορφή; Οι ενσωματωμένες αριστερές ηγεσίες των κατ’ όνομα
κομμουνιστικών κομμάτων συνέχισαν να πιστεύουν στην πρώτη δυνατότητα
μέχρις ότου οι ιστορικές εξελίξεις πήραν το έδαφος κάτω από τα πόδια
τους (δυνατότητα που, εκείνη ακριβώς τη στιγμή της μέγιστης τύφλωσης,
στη δεκαετία του 1970, βάφτιζαν «ευρωκομμουνισμό»)· η νέα μορφή
«ολοκληρωτικής καταπίεσης» που μόλις γεννιόταν είχε όντως απρόβλεπτη
μορφή και, φαινομενικά τουλάχιστον, αντέστρεφε ορισμένα δομικά
χαρακτηριστικά του κρατικού καπιταλισμού. Γεννιόταν το μοντέλο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η νέα μεταμόρφωση της ολοκληρωτικής κυριαρχίας.
Οι οικονομικές θεωρίες της
Σχολής του Σικάγο το ετοίμαζαν ήδη επί δύο δεκαετίες· ελάχιστοι όμως
πρόσεξαν ότι, πριν υιοθετηθεί επίσημα από τις ηγέτιδες χώρες του
Ατλαντικού άξονα, και μεσούντος του καπιταλισμού της «ευημερίας» στη
Δύση, εφαρμοζόταν ήδη σαν μηχανισμός στραγγαλισμού των μόλις
αποαποικιοποιημένων χωρών του τρίτου κόσμου: εκείνο που κάποιοι ονόμασαν
νεοαποικισμός ήταν ακριβώς η αντικατάσταση της στρατιωτικής επιβολής με χρηματοοικονομικά μέσα καθυπόταξης, δηλαδή, με στρατηγικούς χειρισμούς των μηχανισμών του χρέους
σε ήδη κατεστραμμένες από τη χρόνια αποικιακή αφαίμαξη οικονομίες. Η
μεταφορά της ίδιας αυτής στρατηγικής σε όλο το εύρος του λεγόμενου
πρώτου κόσμου σηματοδότησε την εδραίωση του χρηματοπιστωτικού
καπιταλισμού.
Οι λόγοι αυτής της
επιλογής ήταν πολλοί και διασταυρούμενοι. Ήταν οπωσδήποτε μια τακτική
αντεπίθεση των ΗΠΑ τη στιγμή που η οικονομία τους από πλεονασματική
άρχισε να γίνεται ελλειμματική (για λόγους που μπορούν να αναλυθούν δια
μακρών),(2) ήταν επίσης μια διέξοδος
του μεγάλου εταιρικού κεφαλαίου που ένιωσε πάλι να απειλείται από τις
επιθετικές εργατικές διεκδικήσεις με τα νέα επαναστατικά κύματα της
δεκαετίας του ’60, προπαντός όμως ήταν –υποστηρίζω– συνέπεια της δομικής
αλλαγής που επέφερε στο καθεστώς της παραγωγής η γενικευμένη εισαγωγή
το αυτοματισμού. Αχρηστεύοντας μεγάλον όγκο εργασιακής απασχόλησης (άρα
και δυνατότητα απόσπασης υπεραξίας, διότι οι μηχανές δεν δημιουργούν
υπεραξία) οδήγησε μεσοπρόθεσμα σε πτωτική τάση τού ποσοστού κέρδους του
κεφαλαίου, επιδεινούμενη από την αντίστοιχη αδυναμία υλοποίησης της
αξίας αφού ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αδυνατούσε πλέον
να συμμετάσχει στην απαιτούμενη κλίμακα κατανάλωσης για την ανακύκλωση
της παραγωγής. Άρα, σε πρώτο βήμα, κρίση υπερπαραγωγής και
υπερσυσσώρευσης (που εκδηλώθηκε πλήρως στα τέλη της δεκαετίας του ’80)·
σε δεύτερο βήμα, «φυγή προς εμπρός» του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου σε
μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια υψηλής κερδοφορίας. Το αποτέλεσμα ήταν όλες
οι λειτουργίες της κοινωνίας να μεταφράζονται αυτομάτως σε διογκούμενο
«χρέος» για τα κράτη και, προπαντός, για τους εργαζόμενους (και σε όλο
και μεγαλύτερο βαθμό υποαπασχολούμενους ή και άνεργους) πληθυσμούς τους.
Είναι αυτό το μοντέλο μια
μορφή ολοκληρωτισμού; Απολύτως, αν θεωρήσουμε δομικό γνώρισμα του
ολοκληρωτισμού την αυξανόμενη συσσωμάτωση πολιτικής και οικονομίας:
δηλαδή, κράτους και στρατιωτικοβιομηχανικού πλέγματος ή
εταιρικού-διατραπεζικού πλέγματος και κυβερνητικής εξουσίας. Απλώς, εν
συγκρίσει με το αμέσως προηγούμενο μοντέλο του καπιταλισμού, εδώ η
συσσσωμάτωση γίνεται κατ’ αντίστροφη φορά: το εταιρικό-διατραπεζικό
πλέγμα, δηλαδή οι διαχειριστές του παγκόσμιου κεφαλαίου, από κοινού με
μη κυβερνητικούς μηχανισμούς-εκτελεστικά όργανα των ως άνω ελίτ (ΔΝΤ,
ΟΟΣΑ, ΠΟΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, κοκ) είναι αυτοί που ελέγχουν ασφυκτικά
τις κυβερνήσεις και νομοθετούν, μέσω των τελευταίων, προς ίδιον
συμφέρον. Εκείνο που έχει σημασία να καταλάβουμε είναι ότι αυτό
εξαλείφει κάθε έννοια δημοκρατίας ή και πολιτικής με την κλασική έννοια
του όρου. Έχει αντικατασταθεί από τεχνικές μονόδρομης διακυβέρνησης –
και ακραίο δείγμα της «νεοφιλελεύθερης» διακυβέρνησης, με διατήρηση των
κενών κοινοβουλευτικών τύπων και δίχως την ανάγκη στρατιωτικών νόμων,
είναι ο μηχανισμός του χρέους. Σε αντίθεση με μορφές κυριαρχίας του
παρελθόντος που υπέβαλαν εξωτερικά τα άτομα σε πειθαρχικές τεχνικές –το
εργοστάσιο, ο στρατός, η φυλακή, το νοσοκομείο, το σχολείο– το χρέος
υποβάλλει εσωτερικά το άτομο μεταβάλλοντάς το σε υποκείμενο της ίδιας
του της υποταγής, που καλείται να συναινέσει «υπεύθυνα» στην παραίτηση
από κάθε αυτενέργεια έναντι των δανειστών του. Αυτή είναι η μέγγενη στην
οποία βρίσκονται παγιδευμένα τα άτομα έναντι των
γραφειοκρατικών-φοροεισπρακτικών μηχανισμών του σύγχρονου κράτους, και
τα ίδια τα κράτη (παράδειγμα, η Ελλάδα στην Ευρωζώνη) έναντι
περιφερειακών νομισματικών ενώσεων που είναι επιμέρους σχηματισμοί της
παγκόσμιας εξουσίας του εταιρικού-χρηματοπιστωτικού πλέγματος.
Ταξικές σχέσεις στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό
Ένας στερεότυπος του
αγοραίου αντιμαρξισμού των ημερών μας μιλάει για αστοχία της ταξικής
ανάλυσης από τη στιγμή που το βιομηχανικό προλεταριάτο, στη μορφή που το
γνωρίζαμε, δεν υφίσταται πλέον ή έχει «μικροαστικοποιηθεί». Στην
πραγματικότητα, το ζήτημα αυτό έχει τεθεί εδώ και μισό αιώνα ήδη από
θεωρητικούς των αντικαπιταλιστικών κινημάτων, συνδεδεμένο με νέες
προσπάθειες χαρτογράφησης των ταξικών διαιρέσεων μέσα στους συνασπισμούς
εξουσίας του μεταπολέμου. Ένα κοινό σφάλμα, εν πάση περιπτώσει, τόσο
μιας απολιθωμένης «αριστεράς» –που έχασε και τα προσχηματικά της
ερείσματα στην πραγματικότητα μετά την τελευταία μεταμόρφωση του
καπιταλισμού– όσο και των (μετα)μοντέρνων επικριτών της είναι η ταύτιση
της μαρξικής έννοιας του προλεταριάτου με τη βιομηχανική εργατική
τάξη (ακόμη και αν στην εποχή του Μαρξ η τελευταία ήταν η ορατή
ενσάρκωση της έννοιας). Μολονότι κοινοτοπία, έχει σημασία να ξαναλέγεται
ότι «κεφαλαιοκρατική τάξη» και «προλεταριάτο» αντιπροσωπεύουν δομικές θέσεις στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής που μπορούν να στοιχειοθετηθούν σε πολλές ιστορικές του μεταμορφώσεις.
Το μοντέλο του κρατικογραφειοκρατικού καπιταλισμού έδειξε ότι η «κεφαλαιοκρατική τάξη» δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με τον νομικό ιδιοκτήτητων
μέσων παραγωγής (του κεφαλαίου στην ευρύτερη έννοιά του), όπως στην
κλασική εποχή τού φιλελευθερισμού, αλλά συμπίπτει μάλλον με τις ομάδες
που τα ελέγχουν και τα διαχειρίζονται: γραφειοκρατικές ελίτ στην
πρώην Ανατολική Ευρώπη, ανώτατα εκτελεστικά στελέχη, μάνατζερς και
policymakersστη Δύση, για παράδειγμα, οι οποίοι συνδέουν τη λειτουργία
τους με την απεριόριστη αναπαραγωγή και επέκταση του κεφαλαίου και, μέσω
αυτής ακριβώς, καρπούνται ένα κολοσσιαίο μέρος τού κοινωνικού
υπερπροϊόντος. Σήμερα, οι υψηλότεροι τέτοιοι διαχειριστές είναι σε
μεγάλο βαθμό και ιδιοκτήτες κεφαλαίων, βέβαια· όπου όμως έλεγχος και
«ιδιοκτησία» του κεφαλαίου διαχωρίζονται –όπως στην περίπτωση των
χιλιάδων μικρο-ομολογιούχων στη μετοχική εταιρεία ή των καταθετών στο
τραπεζικό ίδρυμα–, η πραγματική εξουσία ανήκει τους διαχειριστές.
Η έννοια «προλεταριάτο»,
αντίστοιχα, σηματοδοτεί το τεράστιο σώμα εκείνων οι οποίοι, στερούμενοι
από οιαδήποτε κυριότητα στα μέσα παραγωγής, βρίσκονται παγιδευμένοι στη
σχέση μισθωτής εργασίας. Και αυτό έχει δύο αλληλοσυνδεόμενες
συνέπειες, μία «ποσοτική» και μία –ακόμη σοβαρότερη–ποιοτική: από τη μία
πλευρά, τη διαρκή απόσπαση ενός μέρους τού προϊόντος τους υπό τη μορφή
κεφαλαιοκρατικού κέρδους (υπεραξία)· και από την άλλη, την ενδημική αποξένωση
από την ίδια τους τη δραστηριότητα, από των έλεγχο των σωματικών τους
δυνάμεων και της φαντασίας, από την ατομική τους αυτοπραγμάτωση στο ίδιο
το προϊόν της δράσης τους – πηγή μιας ανυπολόγιστης παθογένειας με
αναρίθμητες κλινικές όσο και κοινωνικές όψεις.
***
Οι σχέσεις αυτές
διατηρούνται, και οξύνονται μάλιστα, στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό
παρά τη δραματική μείωση του όγκου και την αλλαγή χαρακτήρα της
εργασίας. Η γενίκευση του αυτοματισμού, μαζί με τη διάλυση του
βιομηχανικού προλεταριάτου στις μορφές που το ξέραμε, συνεπέφερε κατ’
αρχήν μια επαναστατική δυνατότητα: την απελευθέρωση από την
εργασία, που ήταν για πρώτη φορά εφικτή σε μεγάλη κλίμακα χάρη στις νέες
τεχνολογίες. Η πραγμάτωσή της ωστόσο προϋπέθετε ότι η παραγωγή θα
προσανατολιζόταν στις ανθρώπινες ανάγκες και όχι στο κεφαλαιοκρατικό
κέρδος· που σημαίνει ότι η εργασία παύει να είναι εμπόρευμα και ο
ελεύθερος χρόνος κατανέμεται ισόποσα στο πληθυσμό. Είναι ακριβώς η
δυνατότητα που εμποδίστηκε λυσσαλέα από τα συνασπισμένες
κεφαλαιοκρατικές ελίτ, οι οποίες εκβίασαν τη συνεχόμενη δουλεία του
πληθυσμού στην κατανάλωση μέσ’ από τις καινοφανείς στρατηγικές τού
δανεισμού και του χρέους. Το τεράστιο απόθεμα χρόνου που γέννησαν οι
νέες παραγωγικές δυνάμεις (ο αυτοματισμός) εμφανίζεται έτσι μόνο υπό την
αρνητική του μορφή, ως μαζική ανεργία και υπερχρέωση. Αυτό
μπορεί να ειπωθεί και αλλιώς: μόλις προέκυψε ελεύθερος χρόνος, αντί να
μοιραστεί ελεύθερα σε όλους, έγινε εμπόρευμα από το οποίο κάποιοι
προσπαθούν να κερδίσουν – διότι χρηματοπιστωτική αξιοποίηση του
κεφαλαίου σημαίνει, ακριβώς, κεφαλαιοποίηση του χρόνου (πράγμα
που σημαίνει επίσης: στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, τα εμπορεύματα
εργασία και φυσικοί πόροι υπάγονται στο τελευταίο και μέσω αυτού
«αξιοποιούνται»).
Υπάρχει μια παραδοσιακή
διάκριση ανάμεσα σε εμπορικό, βιομηχανικό και χρηματοοικονομικό
κεφάλαιο. Το εμπορικό κεφάλαιο προηγήθηκε κατά πολύ του καπιταλισμού,
και μπορεί να βασίζεται σε ποικίλους τρόπους παραγωγής· μόνο αφότου η
εργασία έγινε εμπόρευμα στη συνθήκη της «ελεύθερης» αγοράς μπορούμε
νόμιμα να μιλάμε για καπιταλισμό – και αυτό συνέπεσε με την ανάπτυξη του
βιομηχανικού κεφαλαίου. Το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο συνυπήρχε από
νωρίς με το εμπορικό (δύο ή τρεις αιώνες πριν από την έναρξη του
καπιταλισμού στην Ευρώπη) και ήταν ο παράγων που επέτρεψε την αναγκαία
συσσώρευση για την ανάπτυξη του τελευταίου· έκτοτε λειτουργεί σε διαρκή
ανατροφοδότηση με το βιομηχανικό κεφάλαιο, μέχρις ότου, στις τελευταίες
δεκαετίες του εικοστού αιώνα, καλείται αυτό να αναλάβει δραστικά την
αξιοποίηση του λιμνάζοντος βιομηχανικού κεφαλαίου. Σήμερα το
χρηματοοικονομικό κεφάλαιο είναι κατά μια έννοια όλο το κεφάλαιο,
οι άλλες μορφές εμπεριέχονται σε αυτό και λειτουργούν μέσω αυτού. Είναι
ο αμφιλεγόμενος «σωτήρας» του καπιταλισμού, με την κυριολεκτική έννοια
του όρου. Κυρίαρχη «κεφαλαιοκρατική τάξη» μπορούμε να ονομάζουμε νόμιμα
τους διαχειριστές των ροών του, και υποτελή τάξη (θέσει «προλεταριάτο»)
τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού που είτε υπόκειται στους
κτηνώδεις καταναγκασμούς της μισθωτής εργασίας είτε συνιστά το τεράστιο
αποθεματικό ανέργων που χρησιμοποιείται ως μέσο περαιτέρω συμπίεσης
–εκτατικής και εντατικής– της τελευταίας.
***
Το επίκαιρο ζήτημα της
Ελλάδας στην Ευρωζώνη εικονίζει παραδειγματικά τις νέες σχέσεις
κυριαρχίας. Τί θέλει η ελίτ των διαχειριστών αυτού τού υπερεθνικού
κεφαλαιοκρατικού συνασπισμού (που μια κολλώδης διπλωματική γλώσσα
αποκαλεί «εταίρους») από μια χώρα της περιφέρειας όπως η Ελλάδα; Μόνο
αφελείς μπορούν να πιστέψουν ότι από τη θέση τους ως δανειστών ζητούν
απλώς «να πληρώσουμε το χρέος μας»· ξέρουν όσο κι εμείς ότι το χρέος
αυτό ούτε μπορεί ούτε πρόκειται να πληρωθεί ποτέ, και αν υποθετικά
ήμασταν σε θέση να το αποπληρώσουμε στο σύνολό του, θα έκαναν τα πάντα
για να το εμποδίσουν. Στόχος τους είναι με το μαστίγιο του χρέους
να εξουδετερώνουν προκαταβολικά οιαδήποτε «σοσιαλιστική παρέκκλιση»
τύχει να αναφανεί σε οποιαδήποτε γωνιά της επικράτειας που ελέγχουν:
δηλαδή, να κρατούν σε καταστολή την εργασία και να υπάγουν σε αγοραία «αξιοποίηση» όλους τους διαθέσιμους υλικούς και κοινωνικούς πόρους
– ώστε να εξασφαλίζουν τη διαρκώς κλονιζόμενη κερδοφορία τού τραπεζικού
και εταιρικού κεφαλαίου (όπως ακριβώς, στα πλαίσια του αμέσως
προηγουμένου μοντέλου καπιταλισμού, δάνειζαν αφειδώς για να εξασφαλίζουν
αγορές στα προϊόντα του…). Ενόψει αυτού, το να προσάγουμε την διόγκωση
του εθνικού χρέους και τη συνακόλουθη «ανθρωπιστική καταστροφή» ως
επιχείρημα για την αποτυχία τού μνημονίου σημαίνει ότι μιλάμε άλλη
γλώσσα: για τους δικούς τους σκοπούς, αυτά ακριβώς είναι οι αδιάσειστες
αποδείξεις της επιτυχίας του.
Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός ως οργανωμένο έγκλημα
Μία συνέπεια της δομής των
παραγωγικών σχέσεων στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, όπως την
παρουσίασα προηγούμενα, είναι η παράλληλη ύπαρξη λιμναζόντων κεφαλαίων,
από τη μία πλευρά, και τεράστιου όγκου αχρησιμοποίητης εργασίας (που
πρακτικά μεταφράζεται σε ανεργία), από την άλλη. Γιατί τα δύο αυτά δεν
μπορούν να συναντηθούν για την παραγωγή αληθινού πλούτου, και μάλιστα με
ελάχιστο χρόνο εργασίας, για τις κοινωνίες; Όσο παράλογο κι αν
ακούγεται, επειδή, από την άποψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, δεν συμφέρει
πλέον. Καμία παραγωγική επένδυση «δεν συμφέρει» επειδή το μειούμενο
ποσοστό κέρδους από την εκμετάλλευση της εργασίας (μειούμενο για τους
λόγους που εξήγησα στα προηγούμενα άρθρα, κι εφόσον η εργασία αυτή δεν
είναι ευτελισμένη σε βαθμό που, μέχρι προσφάτως τουλάχιστον, ήταν
αδιανόητος σε «ανεπτυγμένες» χώρες) κρίνεται ως ανεπαρκές για τις
υπέρογκες αξιώσεις κερδοφορίας των διαχειριστών του κεφαλαίου· οπότε η
στρατηγική που επιλέγεται είναι η χρηματοπιστωτική αξιοποίηση.
Αν η χρηματοπιστωτική
αξιοποίηση ισοδυναμεί, όπως είπα, με «κεφαλαιοποίηση του χρόνου», μένει
να δούμε πώς μεταφράζεται αυτό στην πράξη. Ο χρόνος δεν έχει υλική
υπόσταση· είναι μια υποστασιοποιημένη αφαίρεση που ανάγεται σε μια μήτρα
υπολογισμών. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι προσομοιώνεται μια δυνητική παραγωγή και δυνητική απόδοση, ως εάν είχαν λάβει χώρα, και προεισπράττεται ένα δυνητικό κέρδος. Είναι σαν να λέμε ότι η ανταλλακτική αξία αυτοαναπαράγεται εκθετικά χωρίς να εμπλέκεται καμία αξία χρήσης.
Αυτό ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «φούσκα» (κυριολεκτικά, για τη σφαίρα
της κοινωνικής ζωής ό,τι για τη βιολογική ζωή ο καρκίνος). Επειδή όμως η
προείσπραξη είναι πράξη που πρέπει να μεταφραστεί σε πραγματικούς
υλικούς πόρους, προκύπτει μόνο από την αρνητική αναπαράσταση της υλικής
παραγωγής, υπό τη μορφή διευρυνόμενου χρέους των παραγωγών:
χρωστούν αυτά τα οποία δεν έχουν παραγάγει, σε αυτούς οι οποίοι δεν
έχουν επιτρέψει, ως κάτοχοι των πραγματικών μέσων παραγωγής, την
παραγωγική αξιοποίηση της εργατικής τους δύναμης. Είναι το κυριολεκτικά
σχιζοφρενικό «διπλό αδιέξοδο» στο οποίο οι κεφαλαιοκρατικές ελίτ έχουν
εγκλωβίσει τις ανθρώπινες συλλογικότητες στις ημέρες μας.
***
Από την άποψη των ζωτικών
συμφερόντων της ανθρωπότητας μιλάμε χωρίς αμφιβολία για ειδεχθές
έγκλημα. Επειδή όμως το νομικό εποικοδόμημα του κεφαλαιοκρατικού κόσμου
εξακολουθεί να βασίζει στην αντεστραμμένη αναπαράσταση των κοινωνικών
σχέσεων ως σχέσεων ιδιοκτησίας, αντιστρέφονται επίσης τα κριτήρια
του εγκλήματος: από τη σκοπιά των κεφαλαιοκρατικών τάξεων και του
νομικού τους οπλοστασίου, έγκλημα είναι το ίδιο το (με τους παραπάνω
χειρισμούς παραγόμενο) χρέος, και ο οφειλέτης απογυμνώνεται σταδιακά από
όλα τα αστικά του δικαιώματα υποβιβαζόμενος σε παρία ή οικονομικό
σκλάβο. Το δίκαιο αυτό δεν έχει βεβαίως άλλη νομιμοποίηση από τους
μηχανισμούς ωμής βίας που κινητοποιούνται για την επιβολή του – και αυτό
εξηγεί την παροξυσμική αυταρχικοποίηση του παγκόσμιου νομοθετικού
πλαισίου και των κατασταλτικών του μηχανισμών τις τελευταίες δεκαετίες.
Αυτό το στοιχείο ωμής βίας
μού φαίνεται ότι είναι το πιο παραγνωρισμένο συστατικό τού
χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Ένα μεγάλο μέρος των εικονικά
παραγόμενων «κερδών», βέβαια, ως πλασματικό εξαρχής καταλήγει να
εξαερώνεται στην πράξη (εξ ου και οι αλυσιδωτές χρεωκοπίες γιγάντιων
χρηματοπιστωτικών οργανισμών)· το υπόλοιπο όμως που όντως υλοποιείται,
αν το παρακολουθήσουμε ως την άλλη του άκρη, παράγεται από τη σύνθλιψη
μυριάδων υπάρξεων στον πλανήτη, ανθρώπινων και μη ανθρώπινων, υπό όρους
που σε τίποτα δεν διαφέρουν από αυτό που καλούμε «οργανωμένο έγκλημα»:
δουλική εργασία, μαστροπεία, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, ληστρικούς
εκβιασμούς και μεθοδευμένες οικοκτονίες. Αν φράσεις όπως «η ιδιοκτησία
είναι κλοπή» και «νόμος είναι η θεσμοποιημένη βία» ηχούσαν στο παρελθόν
ως προειδοποιητικές υπερβολές, στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό έχουν
πραγματωθεί με την πιο κυριολεκτική σημασία. Διότι αν κάποτε ο
καπιταλισμός μπορούσε να αποσπά νομιμοποίηση με το επιχείρημα ότι
αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας, ή ότι εξασφαλίζει
συνθήκες υλικής ευημερίας για ολοένα διευρυνόμενα στρώματα του πληθυσμού
(πράγματα που ήταν εν μέρει αλήθεια), σήμερα δεν μπορεί πια να το
επικαλεστεί: ο καπιταλισμός μόνον ως παραγωγή καταστροφής μπορεί να διαιωνίζει την ύπαρξή του.(6)
Θα μπορούσε κάποιος να πει
ότι, ενόψει όλων αυτών, ο καπιταλισμός μοιάζει να καταποντίζεται μέσα
στις ίδιες του τις αντιφάσεις· και είναι από πολλές απόψεις σωστό.Το ότι
όμως ο καταποντισμός του είναι σε θέση να συμπαρασύρει ολόκληρο τον
πλανήτη στην άβυσσο, κι εν πάση περιπτώσει το ότι, όσο διαρκεί, το
κόστος σε ανθρώπινη οδύνη και αίμα είναι ανυπολόγιστο, φέρνει και πάλι
στο προσκήνιο με δραματική οξύτητα το παλιό επαναστατικό ερώτημα: ποια
ανθρώπινη συλλογικότητα είναι εκείνη που, μη αρκούμενη στην αυτόματη
δικαιοσύνη οιωνδήποτε «νόμων της ιστορίας», θα θέσει με τη δράση της
τέλος στη δολοφονική επιβίωση τού καπιταλισμού; Ποιες μορφές βίας πρέπει
και μπορεί να μεταχειριστεί προκειμένου να εξουδετερώσει τις πανίσχυρες
και αδίστακτες κεφαλαιοκρατικές ελίτ που κυβερνούν με ασύλληπτους
μηχανισμούς ισχύος την οικουμένη; Και, πάνω απ’ όλα, πώς μπορεί να
αποτρέψει το καθ’ υποτροπήν δράμα όλων των νεωτερικών επαναστάσεων – τη
νεκρανάσταση του βαμπίρ ακόμη και όταν θα του έχει μπήξει την ξύλινη
σφήνα στην καρδιά; Όποιος νομίζει ότι αυτά είναι ερωτήματα του
παρελθόντος, ξεπερασμένα πια σήμερα, κινδυνεύει να γίνει ο ίδιος ένα
θλιβερό απολίθωμα του παρελθόντος.
Φώτης Τερζάκης
*το κείμενο αποτελεί συρραφή, χωρίς περικοπές, τεσσάρων πρόσφατων άρθρων του. Ο τίτλος είναι δικός μας.
------------------------------------------------------
Σημειώσεις
1. Το στοιχείο
αυτό χαρακτήριζε ήδη το προηγούμενο μοντέλο του καπιταλισμού, αλλά κατ’
αντίστροφη φορά: εκεί ο κρατικός μηχανισμός αναλάβανε την οργάνωση και
διεύθυνση της παραγωγής και της οικονομίας, εδώ οι επιχειρήσεις ελέγχουν
και κατευθύνουν την κρατική πολιτική.
2. Ακριβέστερα,
το (Ε) εμπεριέχεται μερικώς στη θεωρία κατά το ότι το νεοφιλελεύθερο
μοντέλο αναβαθμίζει τον ρόλο του χρήματος και των νομισματικών χειρισμών
έναντι των (κρατικά ελεγχόμενων) δημοσιονομικών εργαλείων, ωστόσο οι
διαστάσεις και οι συνέπειές τους ήταν απρόβλεπτες.
3. Κρατικός
καπιταλισμός είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Friedrich Pollock του
Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης για να περιγράψει τη νέα
και απρόβλεπτη μεταμόρφωση του καπιταλισμού στα κρίσιμα χρόνια του
μεσοπολέμου, μοντέλο στο οποίο συνέκλιναν το ναζιστικό γερμανικό κράτος,
το σοβιετικό γραφειοκρατικό καθεστώς και το αμερικανικό New Deal (που
στην «δημοκρατική» εκδοχή του έγινε το πρότυπο αναμόρφωσης όλων των
μεταπολεμικών δυτικών κρατών).
(4) Friedrich Pollock, «Κρατικός καπιταλισμός», μετ. Γ.Ν. Μερτίκας, περ. Λεβιάθαν, 5 (1989), σελ. 94.
(5) Πράγμα που
κάνει ο Γιάνης Βαρουφάκης στο βιβλίο του Ο παγκόσμιος Μινώταυρος. Οι
πραγματικές αιτίες της κρίσης (Α.Α. Λιβάνη: Αθήνα 2011) όπου υποστηρίζει
αυτή ακριβώς την ερμηνεία. Για μια κριτική της μονομέρειάς της, βλ. το
κείμενό μου «Μερικές εφαρμοσμένες παρατηρήσεις για τον συσχετισμό
οικονομικού-πολιτικού» στο Φώτης Τερζάκης, Ο αναρχισμός στον
κομμουνισμό. Εμμένοντας στην επαναστατική ανάγκη (Πανοπτικόν:
Θεσσαλονίκη 2014), σελ. 188-201).
(6) Αυτό
άλλωστε είναι εμφανές και στη γεωστρατηγική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων
σήμερα (εν πρώτοις του Ατλαντικού άξονα και των δορυφόρων του, που
εξακολουθεί να δεσπόζει πολιτικοστρατιωτικά, και είναι μάλιστα αναγκαίος
παράγων για την οικουμενική επιβολή του χρηματοπιστωτικού
καπιταλισμού). Ενώ άλλοτε η δράση τους χαρακτηριζόταν από τη θετική
επιδίωξη μονοπωλιακής πρόσβασης σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους και αγορές,
σήμερα γίνεται όλο και περισσότερο αρνητική: στρατηγική της είναι
πρωτίστως η αποτροπή ανάδυσης άλλων υπερδυνάμεων, ισχυρών ή έστω
αξιόμαχων ανταγωνιστών σε οιαδήποτεκλίμακα, που στην πράξη σημαίνει
μεθοδευμένη καταστροφή έστω και χωρίς άλλον διαφαινόμενοστόχο.Γιατί;
Εύστοχη βρίσκω την εξήγηση της Έφης Κωτσάκη, σε πρόσφατο άρθρο της στον
Δρόμο της Αριστεράς με τίτλο «Από το οικονομικό στο γεωπολιτικό χάος»
(Σάββατο, 14-2-2015), απ’ όπου και παραθέτω: «Υποκείμενο λόγο αυτής της
δραστικής μεταβολής παραδείγματος θεωρώ την οιονεί παγκόσμια μονοπώληση
ισχύος και πλούτου εκ μέρους της δυτικής ελίτ (1%), συνδυασμένη με την
αδυναμία της –αλλά και έλλειψη διάθεσης λόγω εξάντλησης σπανιζόντων
πόρων, περιβαλλοντικής υποβάθμισης, κλπ.– να ανταγωνιστεί στο παραγωγικό
επίπεδο σειρά σχετικά ανεξάρτητων και αναδυόμενων κέντρων συσσώρευσης
και ισχύος (Κίνα, Ρωσία, λοιπές BRICS, κλπ.). Στην προσπάθειά της να
διακόψει αυτή την ανταγωνιστική άνοδο, επιχειρεί με μαζική επιβολή
πολιτικών “διαίρει και βασίλευε” και με εξαπάτηση,
στηρίζοντας-κατασκευάζοντας-εξαπολύοντας-εξαπλώνοντας διάφορες
«διαβολικές» δυνάμεις (ισλαμική και νεοφασιστική τρομοκρατία ιδίως), να
προκαλέσει-ενισχύσει εμπρόθετα χαοτικές καταστάσεις, που εμμέσως
στηρίζουν την ηγεμονία της και εμποδίζουν την ανάδυση των αντιπάλων
της».