Η Αγία Σοφία και το αναίμακτο πλήγμα στη Δύση

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020


Συνδιαμόρφωση κειμένου: Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Γιώργος Κουτσαντώνης

«Ο πόλεμος και η νίκη σε μια μάχη δεν αποτελούν ύψιστες επιδιώξεις για εμάς. Υπέρτατη αρετή είναι η προσπάθεια κάμψης της αντίστασης του εχθρού χωρίς καμία απολύτως μάχη» (Σουν Τσου)

Η απόφαση του Τούρκου Προέδρου να μετατρέψει το ιστορικό μνημείο της Αγίας Σοφίας σε Τρίτο Πυλώνα του Ισλάμ[1] φαίνεται πως εκπληρώνει έναν από τους βασικούς στόχους της νεο-οθωμανικής του ατζέντας. Ο Ερντογάν κατάφερε να πλήξει το Χριστιανικό και το κοσμικό πνεύμα της Δύσης δίχως να προβεί σε βίαιες και αναποτελεσματικές μεθόδους επιβολής και κυριαρχίας. Κατάφερε με τρόπο αναίμακτο, χωρίς δηλαδή να εισβάλει σε Ελληνικό ή Ευρωπαϊκό έδαφος, ξοδεύοντας σφαίρες και πυρομαχικά, να ραγίσει το σύνολο των ιδεών και των αντιλήψεων που έχουν θεμελιώσει τον δυτικό (και όχι μόνο) μη μουσουλμανικό πολιτισμό. Τα ψηφιδωτά αριστουργήματα της Αγίας Σοφίας θα καλυφθούν με μαύρα σεντόνια και ειδικό φωτισμό. Αυτή είναι η λογική συνέπεια μιας παράλογης απόφασης που κρίνουμε ενάντια στην ιστορία, αλλά και ενάντια στο ίδιο το Ισλάμ το οποίο, απομακρυνόμενο από μια συμμαχική αντίληψη (συνύπαρξης), μοιάζει να συνδέεται, όλο και περισσότερο, με τον φανατισμό και την στείρα νοσταλγία – ήδη η Μουσουλμανική Αδελφότητα πανηγυρίζει.

Από την πλευρά της Δύσης, όσοι επιμένουν σε πολιτικές κυρώσεων εναντίων της Τουρκίας ελάχιστα μπορούν να πετύχουν. Διότι όσες κυρώσεις και αν επιβληθούν στο Τουρκικό κράτος, η ηγεσία του Ερντογάν δεν φαίνεται διατεθειμένη να υποκύψει, επικαλούμενη συνεχώς το δικαίωμα της εθνικής κυριαρχίας του Τουρκικού κράτους να ρυθμίζει τα εσωτερικά του θέματα όπως αυτό γνωρίζει, δίχως καμία εξωτερική παρέμβαση. Συνεπώς, το ζήτημα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί από μια διαφορετική οπτική γωνία. Πέρα από τα αδιέξοδα των νομικίστικων προσεγγίσεων, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι η Αγία Σοφία είναι το σύμβολο του Χριστιανικού κόσμου, και όπως όλα τα σύμβολα είναι βαθύτατα χαραγμένο στη συλλογική μνήμη και στο υποσυνείδητο των Χριστιανών και των δυτικών εν γένει. Τα σύμβολα δεν αποτελούν απλά και μόνο αναπαραστάσεις κάποιων αντικειμένων, αλλά ζωντανές αρχετυπικές απεικονίσεις της ύπαρξης των ανθρώπων. Τα αρχέτυπα (κατά τον Carl Jung) είναι αναπαραστάσεις που σκιαγραφούν το αποτέλεσμα των πράξεων που συνδέονται και με τα ανθρώπινα ένστικτα[2]. Κάθε πολιτισμός έχει τα δικά του αρχέτυπα· οι αναπαραστάσεις και τα σύμβολα που εντοπίζουμε στη λαϊκή κουλτούρα κάθε έθνους απεικονίζουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο τις ηθικές συνέπειες των ανθρώπινων ενστίκτων. Εφόσον αυτά τα ένστικτα είναι κοινά και βρίσκονται στο υποσυνείδητο των ανθρώπων, μπορούμε να μιλήσουμε για συλλογικό υποσυνείδητο. Αυτό απεικονίζεται μέσα από αυτά τα κοινά σύμβολα και αρχέτυπα[3]. Έτσι, ένα Χριστιανικό σύμβολο, όπως η Αγία Σοφία, αποτελεί συνολική περιγραφή όλων αυτών των αρχέτυπων που ο Χριστιανικός κόσμος έχει δημιουργήσει, όλων των ηθικών διδαγμάτων που έχουν βαθιά χαραχτεί στο συλλογικό νου των (Ορθοδόξων και μή) Χριστιανών και παράλληλα των δυτικών κοσμικών.

Σε ό,τι αφορά στην επίθεση ενάντια στη δυτική εγκοσμιότητα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι μόνο ως ένα βαθμό αποτελεί παράγωγο του Διαφωτισμού. Παρότι έχει καθιερωθεί η αντίληψη περί Διαφωτισμού ως το αντίπαλο δέος της υπερβασιακής θέασης του Χριστιανισμού, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο πρώτος δεν είναι ένα ρεύμα που γεννήθηκε ex nihilo. Όπως όλα τα φιλοσοφικά συστήματα έτσι και αυτό ακολουθεί μια γενεαλογία[4]. Ως αφετηρία θα μπορούσαμε να ορίσουμε το πνεύμα του εξορθολογισμού που αρχικά προώθησε ο Προτεσταντισμός, απορρίπτοντας την Παπική απολυταρχία. Συχνά πυκνά τείνουμε να ταυτίζουμε ακραίες μορφές εγκοσμιότητας με το δυτικό Διαφωτισμό. Στην πραγματικότητα, ούτε ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, αλλά ούτε καν ο Αγγλικός ωφελιμισμός, εξύμνησαν τον αθεϊσμό τόσο όσο ο Μαρξισμός και ο αναρχισμός. Ως εκ τούτου, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας, που αποτελεί Χριστιανικό αρχέτυπο, σε μουσουλμανικό τέμενος, εφόσον επιτίθεται στο Χριστιανικό πνεύμα μπήγει το μαχαίρι και στη δυτική εγκοσμιότητα, η οποία συνυπάρχει στον συλλογικό νου των δυτικών, μαζί με τα Χριστιανικά ήθη.

Ο Ερντογάν, από νομική άποψη (κυριαρχίας) έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει με έναν ναό (ή άλλο κτίσμα) εντός της τουρκικής επικράτειας. Ωστόσο η έννοια της νομικής κυριαρχίας, σε ό,τι αφορά τις εγγενείς ιδιότητες, λατρευτικές, αρχετυπικές, συμβολικές κ.α., ενός ιερού τόπου, έχει μηδαμινή αξία, όπως ελάχιστη αξία έχει η απόσταση αυτού του τόπου από τους ανθρώπους φορείς αυτών των ιδιοτήτων. Ο πιστός («χρήστης») ενός ιερού τόπου, αν και καλείται να συμμορφωθεί με τους νομικούς όρους, που ισχύουν στην επικράτεια εντός της οποίας αυτός βρίσκεται, δεν διατηρεί συμβασιακές σχέσεις με αυτόν (ή με την εξουσία που τον κυβερνά), αλλά υπερβασιακές. Αυτές οι τελευταίες δεν διέπονται από την κοινά αντιληπτή ανθρωπολογία του κοντά ή του μακριά[5]. Σε αντίθεση με τους μη τόπους, όπως τα τέρμιναλ των αεροδρομίων ή τα εμπορικά κέντρα, οι τόποι, ιδιαιτέρως οι ιεροί, λειτουργούν και «εδρεύουν εντός», ως τόποι μνήμης, όπου κι αν βρίσκονται στον κόσμο. Ενώ η γεωγραφία διατηρεί την υλική διάστασή της, χάνει, στο πνευματικό επίπεδο, την πρωτοκαθεδρία της. Διότι ο ιερός τόπος καθορίζεται και διακρίνεται από τους απλούς χώρους όχι μόνο μέσα από τις λειτουργίες με τις οποίες συνδέεται (όπως οι λατρευτικές), αλλά και ως μια δεξαμενή αρχετύπων του συλλογικού νου (όπως προαναφέραμε), από τις μνήμες των αρχιτεκτόνων και των πολυάριθμων μαστόρων και εργατών που ενσωμάτωσαν την αρχαιοελληνική γνώση στην κατασκευή της Αγίας Σοφίας, των ιερέων που τέλεσαν αμέτρητες λειτουργίες μέχρι τις εκατοντάδες χιλιάδες των πιστών που διαμέσου του ναού ήρθαν σε επαφή με το θείο. Άλλωστε, όπως είχε αναφέρει ο Jean Borella, ο τόπος δεν είναι απλά μια γεωγραφική έννοια αλλά μια εσωτερική κατάσταση[6]. Πιο συγκεκριμένα, αν κατανοήσουμε τον τόπο σαν μια άπειρα διαιρούμενη και επεκτάσιμη πραγματικότητα, τότε μια τέτοια πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να είναι μόνο εσωτερική και όχι υλική (όπως διατείνονται οι θετικιστές). Ένας υλικός, άπειρα επεκτάσιμος, τόπος θα οδηγούσε στην εξαφάνισή του. Μπορεί, δηλαδή ο τόπος (ως ψυχική κατάσταση) να «επεκταθεί» μόνο αν νοηθεί και ανακατασκευαστεί μέσα στη φαντασία μας, αν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας του ανθρώπινου νου, της αστείρευτης ανθρώπινης περιέργειας, με τρόπο ώστε να παραχθούν ιδέες και συναισθήματα. Τέτοιος τόπος είναι ο «ιερός τόπος», ο οποίος μιλά στις ενδόμυχες ψυχικές ανάγκες (στα ένστικτα, με άλλα λόγια) και για αυτόν ακριβώς τον λόγο καταφέρνει να κινητοποιεί τον ανθρώπινο νου (την περιέργεια).

Άρα, ο τόπος, όπως νοείται εδώ, δεν απλώς εκείνο το μέρος που έρχεται σε αντίθεση με τον γεωμετρικό  χώρο. Όπως λ.χ. μια στατική γεωμετρική φιγούρα είναι αντίθετη στην κίνηση, μια ανείπωτη λέξη είναι αντίθετη αυτής που έχει ειπωθεί ή ο ήχος της φωνής είναι αντίθετος της σιωπής. Είναι τόπος ανθρωπολογικός[7] με τη συμβολική έννοια: συνδέεται άρρηκτα με την ταυτότητα των ανθρώπων, ως ένα σύνολο μεταξύ τους σχέσεων συνδεδεμένων με ένα μείζον ιστορικό γεγονός, όπως η ανέγερση ενός ναού (εν προκειμένω συμβόλου της ορθοδοξίας). Συνεπώς, η νομική κυριαρχία – η όποια είναι αναγκαστικά στενά εξαρτημένη από την υλική/γεωγραφική υπόσταση της επικράτειας – για τον πιστό, χάνει την αξία της όταν το ζήτημα, είναι ζήτημα «καρδιάς». Θα μπορούσε κανείς να πει ότι, ακολουθώντας την παραπάνω συλλογιστική, δικαίως ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν συχνά πυκνά στο πρόσφατο παρελθόν έχει μιλήσει για τα «σύνορα της καρδιάς του» που εκτείνονται στα βάθη της μεσογείου. Αυτή όμως θα ήταν μια λανθασμένη αναλογία. Τα σύνορα δεν είναι επιμέρους, ορισμένοι και μάλιστα ιεροί τόποι, αλλά σύνολα τόπων και χώρων, περιχαρακώνουν δηλαδή ολόκληρες επικράτειες. Και σε αυτές τις επικράτειες εγκαθίστανται οι όροι της νομικής κυριαρχίας. Όπως γνωρίζουμε η νομική κυριαρχία, όταν νοείται ως εθνική, δεν είναι μια απλή άυλη σύμβαση, περιλαμβάνει εκτός των άλλων και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών εντός μιας εθνικής επικράτειας. Ο χριστιανισμός και κυρίως ο κόσμος της ορθοδοξίας, σε ό,τι αφορά στην Αγία Σοφία, δεν θέτει ζητήματα νομικής κυριαρχίας, ούτε επιθυμεί να επιβάλλει τα θρησκευτικά του πιστεύω. Επίσης, το γνωστό «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ναι» αποτελεί, με τους παραπάνω όρους, το ανεστραμμένο όραμα του Ερντογάν που μιλά για τα σύνορα της καρδιάς του. Ο δυτικός κόσμος και δη ο χριστιανισμός δεν εγείρει αξιώσεις αυτού του είδους. Αντιθέτως ο Τούρκος πρόεδρος, με την τελευταία αυτή του κίνηση, μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε μουσουλμανικό τέμενος, κοινοποιεί το ισλαμιστικό επεκτατικό όραμά του, τόσο στο εσωτερικό του ακροατήριο (ψηφοφόρους του), όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Και μάλιστα το κάνει ως άτεγκτος είρωνας χρησιμοποιώντας θεσμούς και θεωρητικά εργαλεία δυτικής κοπής. Έτσι την μια επικαλείται τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, τους οποίους εργαλειοποιεί για να πλήξει τα σύνορα της Ελλάδας, και την άλλη την εθνική κυριαρχία και το νομικό/κυριαρχικό δικαίωμά του να βεβηλώνει πολιτισμικά και θρησκευτικά σύμβολα αιώνων. Σε ό,τι μας αφορά, είναι πλέον σαφές ότι το γεγονός του τεμένους δεν περιορίζεται μόνο στο επίπεδο του συμβολικού και επομένως θα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά και σε άλλα επίπεδα: γεωπολιτικής, στρατηγικών συμμαχιών και στρατιωτικής ισχύος.

Ας θυμηθούμε τον αντίκτυπο που είχε η καταστροφή ενός άλλου αρχετύπου, αυτού της Παναγίας των Παρισίων. Πέρα από τις υπερβολές και τον ψεύτικο συναισθηματισμό των Μέσων Ενημέρωσης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η καταστροφή ενός τέτοιου συμβόλου επέφερε αλλαγές στον δυτικό κόσμο, διότι αυτομάτως αφαιρέθηκε από τον συλλογικό νου ένας «ιερός τόπος», ένα κομμάτι της προσωπικότητας όλων μας. Ενδεχομένως αυτό να μην το συνειδητοποιήσαμε άμεσα, καθότι πολλές φορές οι αλλαγές που συντελούνται εντός μας, αν και μεγάλες, δεν γίνονται εξαίφνης[8]. Αυτή η αλλαγή όμως τώρα επισφραγίζεται με την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Ο δυτικός κόσμος, απέναντι στο νεο-οθωμανικό/Ισλαμικό όραμα, μοιάζει ακόμη σαστισμένος. Ο Ερντογάν δίνει την εντύπωση ότι χρησιμοποιεί τον ταυτοτικό/θρησκευτικό φανατισμό και την νεο-οθωμανική νοσταλγία για να ανακουφίσει τις πληγές στην καθημερινή ζωή των Τούρκων, κυρίως της ενδοχώρας και λιγότερο στα κοσμοπολίτικα μεσογειακά και τουριστικά παράλια. Προτείνει μια νέα ηγεμονία στους μουσουλμάνους που εδώ και καιρό βασανίζονται από πολλά προβλήματα: διψούν για ειρήνη και πολλοί πεινούν για ψωμί. Υπό μια έννοια, ο Τούρκος πρόεδρος ενεργεί ως φορέας σύγκρουσης δύο πολιτισμών – πλέον ουρλιάζει, με φιέστες και χολιγουντιανό στυλ, από το προεδρικό παλάτι (με τα εκατοντάδες δωμάτια που κανείς δεν ξέρει σε τι χρησιμεύουν) προς όλες τις κατευθύνσεις: «το κράτος είμαι εγώ». Αν και πολλοί αισθανθήκαμε το άμεσο πλήγμα των συμβόλων και των μύθων της Δύσης, μένει να δούμε αν στη Δύση διαθέτουμε την ετοιμότητα και κυρίως τη βούληση να απαντήσουμε, στις αλλεπάλληλες προκλήσεις, με τρόπο ξεκάθαρο, υλικό και εμπράγματο. Ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται την πολιτική ως τούρκικο παζάρι, όπου θα πετύχει τους στόχους του σταθμίζοντας την εσωτερική συναίνεση και τις εξωτερικές απειλές. Όμως ενδέχεται η αξιολόγησή του να ήταν εσφαλμένη, θεωρώντας ότι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί δεν θα εξοργίσει αρκετά τη Δύση, η οποία προτιμά να ασχολείται περισσότερο με υλιστικά ζητήματα, όπως οι αγωγοί πετρελαίου/φυσικού αερίου και οι εξορύξεις. Σε ό,τι αφορά στον ορθόδοξο ελληνισμό, απέναντι σε μια τέτοια κίνηση, θα άρμοζε μια απάντηση, όπως η άμεση παύση, επ’ αόριστον, όλων των εργασιών για την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα, απόφαση που μοιάζει άδικη, για σειρά λόγων, κρίνεται όμως απαραίτητη δεδομένης της ευθείας απειλής που έχουμε απέναντί μας.

[1] Με βάση τον συλλογισμό του Δημήτρη Σταθακόπουλου, ο Ερντογάν επιχειρεί να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε Τρίτο Πυλώνα του Ισλάμ, μετά τη Μέκκα και το Αλ – Αχτσά στην Ιερουσαλήμ, με στόχο να «χριστεί ένα είδος άτυπου Χαλίφη».
[2] Carl Gustav Jung. The Structure and Dynamics of the Psyche, Δεύτερη έκδοση, 1960. London: Routledge &
Kegan Paul. σ.48
[3] Volodymyr Walter Odajnyk. Jung and Politics: The Political and Social Ideas of C.G.Jung. 2001. New York: Author Choice Press. σ.15
[4]  Αναφορικά με τη γενεαλογία βλ. MIchel Foucault. Language Counter-Memory Practice: Selected Essays and Interviews. 1977. Ithaca, NY: Cornell. σ.81
[5] Για περισσότερα παραπέμπουμε στα σεμινάρια κοινωνικής ανθρωπολογίας και εθνολογίας της Γαλλίας που έγιναν το 1987 στο Μουσείο Τέχνης και λαϊκής παράδοσης και στη συνέχεια εκδόθηκαν το 1989 με το τίτλο L’Autre et le semblable.
[6] Jean Borella. The Crisis of Religious Symbolism. 2016. Kettering: Angelico Press. σ.90-1
[7] Βλ. Marc Augé, Non-Places: An Introduction to Anthropology of Supermodernity, Le Seuil, 1992, Verso. σ. 81.
[8] Αξίζει να παρατηρήσουμε την αλλαγή στάσης στις πολιτικές του Μακρόν, πώς από ένας πολιτικός του φιλελεύθερου κέντρου μέσα σε λίγους μήνες στράφηκε περισσότερο προς τον συντηρητισμό, οργανώνοντας καμπάνιες και εκστρατείες υπέρ της απέλασης φανατικών Ιμάμηδων. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα όταν η άρνησή του να υποκύψει στις πιέσεις του κινήματος Black Lives Matters που μιλά υπέρ της απομάκρυνσης (ενίοτε και καταστροφής) αγαλμάτων.


respublica.gr 
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ