Η ακραία φτώχεια των πολλών που παίρνει τραγικές διαστάσεις πλέον στη χώρα μας, τον έβδομο χρόνο μ.Μ. (μετά -το-πρώτο- Μνημόνιο), καθιστώντας τους φτωχούς φτωχότερους: ολοένα και μεγαλώνει το χάσμα, καθώς διευρύνεται η απόσταση του μέσου εισοδήματος των φτωχών από το όριο της φτώχειας, ξεπερνώντας πέρσι για πρώτη φορά τις 10 μονάδες, για να φτάσει σε μια ιστορικά υψηλή διαφορά. Και τα κακά νέα δεν σταματούν στην ένταση της φτώχειας, αφού το δίχτυ της εξαπλώνεται ώστε να αφορά πλέον και νέες ομάδες του πληθυσμού, μετατοπίζεται από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα, ενώ αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά και μετατρέπεται σε διαρκείας.
Αυτά είναι μερικά από τα βασικά ευρήματα της μελέτης του διευθυντή ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Διονύση Μπαλούρδου, για τη φτώχεια στην Ελλάδα με βάση τα τελευταία στοιχεία. Οι αριθμοί πίσω από τις γενικές διαπιστώσεις τρομακτικοί:
■ Πόσοι συμπολίτες μας είναι φτωχοί; Τα νοικοκυριά σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 832.065 σε σύνολο 4.168.784 νοικοκυριών, ενώ τα μέλη τους ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια – για την ακρίβεια είναι 2.262.808 στο σύνολο των 10.651.929 ατόμων του πληθυσμού, δείχνοντας πως περισσότεροι από έναν στους πέντε είναι εγκλωβισμένοι στα δίχτυα της. Εκτός από τις παραδοσιακές ομάδες ανέργων, μεταναστών, κατοίκους αγροτικών περιοχών κ.ά., σε αυτό το δίχτυ πιάνονται πλέον και εργαζόμενοι φτωχοί (14,1%), κυρίως οι μερικώς απασχολούμενοι σε ποσοστό 30,3%, προστίθενται πλέον ολοένα και περισσότεροι κάτοικοι από τις αστικές περιοχές όπου σημειώνεται έξαρση, δείχνοντας τη «μετακόμιση» της φτωχοποίησης στις μεγάλες πόλεις. Εκεί όμως που το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο είναι στους ρυθμούς φτωχοποίησης παιδιών και νέων, που μεγαλώνουν σε φτωχά νοικοκυριά για να υπάρχει μια «σιγουριά»: η υπονόμευση του μέλλοντος της χώρας.
■ Ομως το ποσοστό που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό το 2016 ανέρχεται στο 35,6% (3.789.300 άτομα) του πληθυσμού και παρουσιάζει μικρή μείωση σε σχέση με το 2015 και τα 3.828.500 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 35,7% του πληθυσμού. Δεν είναι έστω, κάτι θετικό, αυτή η μικρή μείωση; Πρόκειται μάλλον περί φενάκης, όπως μας εξηγεί ο ερευνητής, και όχι επειδή πρόκειται για στατιστικά ασήμαντο ποσοστό: «Η μείωση, έστω και μικρή, θα μπορούσε να ήταν καλή αν δεν συμβάδιζε με μείωση του ορίου υπολογισμού της φτώχειας. Αλλαγές στον κίνδυνο φτώχειας μπορεί να μετριαστούν από ταυτόχρονη πτώση στο μέσο διαθέσιμο εισόδημα της χώρας και κατά συνέπεια στο όριο φτώχειας. Σε αντίθεση π.χ. με τον δείκτη σοβαρής υλικής στέρησης που φανερώνει την εισοδηματική ανεπάρκεια και παραμένει υψηλός…». Και μας εφιστά την προσοχή: ενώ φτωχός είναι ο ένας στους πέντε Ελληνες, αυτοί που απειλούνται με φτώχεια και βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό και στερήσεις ξεπερνούν τον έναν στους τρεις Ελληνες (35,6%).
■ Και να είχε από κάπου ο φτωχός να πιαστεί; Από πουθενά αφού «το κοινωνικό κράτος και στην περίοδο της κρίσης εξακολουθεί να παραμένει αναποτελεσματικό» και παντελώς ανεπαρκές, ενώ και όλες αυτές οι παρεμβάσεις που λένε ότι γίνονται περισσότερο στοχευμένες πάνε στον βρόντο, αφού η εικόνα κάθε άλλο παρά βελτιωμένη παρουσιάζεται μετά τις «κοινωνικές μεταβιβάσεις» που καταφέρνουν να μειώσουν τον κίνδυνο φτώχειας μόλις κατά 4,1%, από το 25,5 στο 21,4, δίνοντας στην Ελλάδα τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά τη Λετονία, επίδοση που υπολείπεται ακόμη και του μισού του ευρωπαϊκού μέσου όρου που είναι 8,7.