Ο συγγραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, Αρ. Συγγελάκης , μιλώντας στον 98.4 αναφέρθηκε στην επιστολή του Εθνικού Συμβουλίου, η οποία εστάλη στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και κοινοποιήθηκσε στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και στα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ).
Η επιστολή ενημερώνει υπεύθυνα και τεκμηριωμένα για το ανιστόρητο και πολλαπλά επιζήμιο πρόγραμμα «MOG / Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα», που χρηματοδοτείται κυρίως από το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Σε αυτή καλείται το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και η εκπαιδευτική κοινότητα να μην επιτρέψουν στη γερμανική κυβέρνηση να θέσει υπό τον έλεγχό της την Ιστορία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Ελλάδα.
Μάλιστα όπως αποκάλυψε, δυστυχώς φορέας μέσα από το Υπουργείο, παρότι το πρόγραμμα αυτό δεν έχει πάρει καμία έγκριση, διακινεί για λογαριασμό των Γερμανών όλα τα mail και τις διευθύνσεις ως παραλήπτες του, των σχολείων όλων των βαθμίδων της Ελλάδας, ζητώντας αυτό να σταματήσει άμεσα.
Όπως είπε ο κ. Συγγελάκης, είναι αξιοσημείωτο, όσο και προκλητικό, ότι το εν λόγω γερμανικό πρόγραμμα, αν και χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ο.Δ.Γ., επικαλείται την ανάγκη ανάπτυξης του επιπέδου ιστοριογνωσίας των Ελλήνων μαθητών.
Μη ορρωδώντας προ ουδενός, αδιαφορώντας για το πρωτοφανές γεγονός ότι γερμανικές κρατικές πρωτοβουλίες και ιδρύματα υποδεικνύουν τη διαμόρφωση των ελληνικών αναλυτικών προγραμμάτων, οι εμπνευστές του εν λόγω προγράμματος δηλώνουν ότι αποσκοπούν στην ψευδεπίγραφη «συμφιλίωση» των δύο Λαών, χωρίς όμως τη ρητή αναγνώριση των γερμανικών ευθυνών για τα διαπραχθέντα από τη ναζιστική Γερμανία εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και, κατά συνέπεια, χωρίς την υιοθέτηση της αναγκαιότητας να αποδοθούν αποζημιώσεις και επανορθώσεις στον ελληνικό λαό για τα φοβερά δεινά που υπέστη στη διάρκεια της Κατοχής.
Επιχειρείται, μάλιστα, μέσω των εν λόγω προγραμμάτων μια απόπειρα αποσυλλογικοποίησης και εξατομίκευσης του όλου ζητήματος, ώστε να καταστεί πρόβλημα του τύπου μιας ιδιωτικής διαφοράς και να υποτιμηθούν οι συνέπειες που είχε η γερμανική Κατοχή στην ελληνική κοινωνία, την οικονομία και την εν γένει μετέπειτα ανάπτυξη του ελληνικού κράτους.
Ακρογωνιαίος λίθος του όλου εγχειρήματος είναι η υποβάθμιση της σημασίας της Αντίστασης του ελληνικού λαού, που λογίζεται από το πρόγραμμα ως μη αναγκαία συνθήκη για την προστασία της ελληνικής κοινωνίας από τη δολοφονική μανία των κατακτητών και την προαγωγή του διεθνούς αντιφασιστικού αγώνα.
Ενώ παράλληλα γίνεται προσπάθεια μετάθεσης της ευθύνης για τις ναζιστικές ωμότητες από τους σφαγείς στην Εθνική Αντίσταση καθώς τα ειδεχθέστατα εγκλήματα των κατοχικών δυνάμεων βαφτίζονται «αντίποινα». Την ίδια στιγμή επιχειρείται να αποδοθούν στην Εθνική Αντίσταση δήθεν στενές «πολιτικές» ευθύνες για τη δράση της, αποσιωπώντας ότι τα «αντίποινα» ήταν η πάγια τεχνική εξουσίας του φασισμού – ναζισμού, ώστε μέσω της ωμής τρομοκρατίας να καθυποτάξει και καταδυναστεύσει τους λαούς.
Συστατικό, επίσης, στοιχείο της όλης απόπειρας είναι να στηριχθεί σε αντιφατικά, αποσπασματικά, μεροληπτικά και χωρίς συνοχή ιστορικά «σενάρια». Να χαθεί η συνολική εικόνα μέσα στα επιμέρους.
Το ακόμα πιο επίφοβο είναι ότι τα προγράμματα αυτά επιχειρούν να καταστήσουν τους μαθητές συμπαραγωγούς της διαστρέβλωσης της Ιστορίας, δια της «κατασκευής» από τους ίδιους υποτιθέμενων δικών τους «σεναρίων», χωρίς τον γνωστικό έλεγχο αποδεκτών από την επιστημονική κοινότητα ιστορικών εργασιών, αλλά μόνο με βάση τις προσαρμοσμένες στα σενάρια αυτά «υποδείξεις» των εν λόγω προγραμμάτων.