Ας θυμηθούμε από πού ξεκίνησε η συζήτηση στην Ελλάδα:
1. Όταν δεν υπήρχαν μάσκες ούτε για δείγμα μέσα στα νοσοκομεία, η οδηγία ήταν ότι η μάσκα δεν προστατεύει τον γενικό πληθυσμό, επομένως δεν συστήνεται η χρήση τους.
2. Όταν βρέθηκαν κάποιες μάσκες αλλά δεν είχαμε ακόμα πλήρη επάρκεια, η σύσταση παρέμεινε ίδια στον γενικό πληθυσμό, αλλά η αιτιολογία ήταν ότι η λάθος χρήση μπορεί να μολύνει. Η χρήση τους δεν είναι πλέον από επιστημονικής άποψης λάθος, αλλά αφού ο γενικός πληθυσμός δεν ξέρει πώς να τις χρησιμοποιήσει, δεν προτείνεται.
Όταν λοιπόν μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα η διεθνής συζήτηση γύρω από τη χρήση των μασκών στον γενικό πληθυσμό (και εντωμεταξύ είχαν λυθεί και τα βασικά προβλήματα παροχής ΜΑΠ στα νοσοκομεία), έγινε αποδεκτό ότι η μάσκα γενικά προστατεύει, αν κανείς τη βάζει και τη βγάζει με σωστό τρόπο.
Στο θέμα αυτό είχαμε άλλη μια φορά την εφαρμογή της αρχής “Επιστήμη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της πολιτικής και οικονομικής ανάγκης”.
Όπως ακριβώς και στο θέμα της διενέργειας μαζικών διαγνωστικών ελέγχων, οι επιστημονικές συστάσεις, αν απομονωθούν από το ευρύτερο πλαίσιο, μπορούν να στηρίξουν ΚΑΘΕ πολιτική ΚΑΘΕ κυβέρνησης και ΚΑΘΕ δημόσιας αρχής.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν υποστηρίζει τη γενικευμένη χρήση μάσκας, παρά μόνο από τους νοσούντες, από όσους τους φροντίζουν και από το υγειονομικό προσωπικό. Η Βρετανική κυβέρνηση συμφωνεί. Το Αμερικανικό Κέντρο Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) στην αρχή αποθάρρυνε τη χρήση μάσκας, αλλά από τις αρχές Απριλίου άλλαξε τις συστάσεις του, φτάνοντας να προτείνει μέχρι και τη χρήση απλής υφασμάτινης μάσκας στο γενικό πληθυσμό. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης Νοσημάτων στις τελευταίες του αναφορές είναι πλέον θετικό σε χρήση μάσκας στην κοινότητα, ειδικά σε κλειστούς χώρους, αγορές, μέσα μεταφοράς.
Σε χώρες της Ασίας, της Κίνας συμπεριλαμβανομένης, η χρήση μάσκας ενθαρρύνεται ακόμα και σε περιόδους που δεν εξελίσσεται κάποια επιδημία. Εκεί όμως δεν λείπουν οι μάσκες για το υγειονομικό προσωπικό, όπως έλειψαν στη Δύση και στην Ελλάδα.
Προφανώς κάποιες κοινές παραδοχές υπάρχουν, αλλά το εύρος των διαφοροποιήσεων είναι μεγάλο. Είναι μεγάλη και η απόσταση που διανύουν οι εθνικές αρχές από τις αρχικές μέχρι τις πιο πρόσφατες συστάσεις.
Γιατί προκύπτουν τόσες πολλές και διαφορετικές πολιτικές;
Από τη μια γιατί δεν υπάρχει κατηγορηματική επιστημονική απάντηση στο πώς ακριβώς μεταδίδεται ο ιός από αερομεταφερόμενα σταγονίδια ή από μολυσμένες επιφάνειες. Ξέρουμε ό,τι ισχύει γενικά, ανακαλύπτουμε σιγά σιγά ό,τι ισχύει συγκεκριμένα για τον νέο ιό.
Από την άλλη, κάθε χώρα έχει διαφορετικές δυνατότητες σε εξοπλισμό, υποδομή, προσωπικό, νοσοκομεία, μέσα προστασίας. Υιοθετεί λοιπόν καταλλήλως και τις επιστημονικές οδηγίες που την «βολεύουν».
Αυτή η ασάφεια στα επιστημονικά δεδομένα, μπορεί να «παράξει» τις πιο διαφορετικές οδηγίες, ανάλογα με τις πολιτικές και οικονομικές παραμέτρους που κυριαρχούν σε κάθε χώρα.
Αυτό συνέβη και στη χώρα μας.
Στην Ελλάδα αντιμετωπίσαμε την πανδημία έχοντας τεράστια τύχη και ελάχιστη πραγματική προετοιμασία, παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις των ΜΜΕ και τα εικοσιτετράωρα λιβανιστήρια προς την κυβέρνηση και ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που έχει αναδειχθεί σε ηγέτη-πρότυπο όλου του πλανήτη. Ο πλανήτης φυσικά δεν το ξέρει, αλλά αρκεί να το εμπεδώσουμε εμείς.
Η ελάχιστη πραγματική προετοιμασία για παράδειγμα αφορούσε την προνοητικότητα προμήθειας Μέσων Ατομικής Προστασίας (ΜΑΠ) από την πρώτη στιγμή που φάνηκε ότι θα έχουμε επιδημική κρίση. Τότε, που ήταν δυνατή η προμήθειά τους. Αντ’ αυτού ο υπουργός Κικίλιας και ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ Αρκουμανέας, καθ’ ύλην αρμόδιοι (αλλά επί της ουσίας άσχετοι με την υγεία), έκαναν δηλώσεις για το πόσο θωρακισμένοι είμαστε.
Από τα μέσα Μάρτη που εδέησαν να «κινητοποιηθούν» οι κρατικοί μηχανισμοί, προφανώς οι μάσκες ήταν σε παγκόσμια έλλειψη, οι δε ισχυρές χώρες κουρσεύαν στην κυριολεξία ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό τρίτων χωρών.
Η κατάληξη ήταν όχι απλά να μην υπάρχουν μάσκες για το γενικό πληθυσμό και να έχει εκτοξευτεί η τιμή τους στη μαύρη αγορά, αλλά να μην αρκούν και για τα ίδια τα νοσοκομεία. Οι διοικητές των νοσοκομείων μετέρχονταν κάθε μέσου για να εξασφαλίσουν λίγες παρτίδες, ειδικά στις μάσκες υψηλότερης προστασίας, ώστε να διατηρήσουν εντός μάχης τους γιατρούς και νοσηλευτές που αντιμετώπιζαν τα ύποπτα εμπύρετα κρούσματα.
Και αυτή είναι η καλή περίπτωση γιατί στην κακή, είχαμε και διοικητές που όντας το ίδιο άσχετοι με την δημόσια υγεία με τους προϊσταμένους τους, αποφάσιζαν ότι μία και μόνη απλή χειρουργική μάσκα, μούσκεμα μετά από ώρες χρήσης, αρκεί. Και είχαμε και τα τραγελαφικά περιστατικά με τις μάσκες χαμηλής ποιότητας από τη Νότια Κορέα, που ήρθαν, μοιράστηκαν, προκάλεσαν τις επώνυμες διαμαρτυρίες γιατρών, έγιναν αφορμή να κατηγορήσει ο κ. Κοντοζαμάνης σε πανελλήνια ζωντανή μετάδοση τους γιατρούς για διασπορά ψευδών ειδήσεων, και εν σιωπή, ξαφνικά, αυτές οι «απολύτως ασφαλείς μάσκες», αποσύρθηκαν.
Ο κ. Κοντοζαμάνης δεν ανακάλεσε, αλλά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ ΓΙΑ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ.
Ποιο είναι το συμπέρασμα;
Ότι σε ένα κράτος που δεν έχει προνοήσει για τα βασικά, με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειψη σε ΜΑΠ, οι οδηγίες ποικίλουν. Εξελίσσονται ανάλογα με τις οικονομικές και τεχνικές δυνατότητες. Το ίδιο έγινε με τα τεστ, το ίδιο έγινε με τα πρωτόκολλα προστασίας, το ίδιο έγινε με τη δειγματοληψία, το ίδιο έγινε και με την «πτυσσόμενη» διάρκεια της καραντίνας του εκτεθειμένου προσωπικού. Το ίδιο θα γινόταν και με το triage, αν φτάναμε ποτέ σε αυτό το σημείο καθώς και με το ποιος θα μπει σε κλίνη ΜΕΘ, αν αυτές δεν αρκούσαν.
Ένα άλλο παράπλευρο συμπέρασμα είναι το όνειδος μιας Ελλάδας που την έφτασαν στο σημείο να μην μπορεί να παράξει στοιχειώδη πράγματα. Γιατί η βιομηχανία διαλύθηκε με ευρωπαϊκές εντολές, το βαμβάκι ξεριζώθηκε με την ΚΑΠ, και το όνειρο της ελληνικής άρχουσας τάξης ήταν και παραμένει να γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Το να μπορεί η χώρα να παράξει -έστω για ώρα ανάγκης- ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό, είναι πλέον όνειρο θερινής νυκτός. Αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο έγκλημα, που όμως δεν πρέπει κανείς να το θέσει, γιατί ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ ΓΙΑ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ.
Επανερχόμενοι στο τι κάνει και τι δεν κάνει η επιστήμη ας δούμε το παράδειγμα, των εμβολίων.
Οι ιοί SARS και MERS εμφανίστηκαν το 2002 και το 2003 αντίστοιχα, αλλά ενώ ο πρώτος επεκτάθηκε και στις προηγμένες χώρες της Δύσης, ο δεύτερος περιορίστηκε κυρίως στη Μέση Ανατολή. Οπότε για τον πρώτο ιό, η έρευνα προχώρησε μέχρι ένα σημείο, ενώ για τον δεύτερο η έρευνα σταμάτησε νωρίς. Ακόμα χειρότερα, ο χαμηλός αριθμός κρουσμάτων άρα και απωλειών (λιγότεροι από 1000 θάνατοι από τον κάθε ιό), δεν προμήνυε υψηλά κέρδη για τις εταιρείες, οπότε η έρευνα για εμβόλιο, στην ουσία σταμάτησε. Ο Τζέισον Σβαρτς από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ παραδέχτηκε ότι «αν δεν είχαμε παρατήσει το πρόγραμμα για το εμβόλιο SARS θα είμασταν σε πολύ καλύτερη θέση στην έρευνά μας για το εμβόλιο του νέου ιού SARS-CoV-2».
Σε αντίθεση με τον νέο κορωνοϊό για τον οποίο – εξαιτίας των απωλειών αλλά και των συνεπειών της πανδημίας στην οικονομία – διατίθενται δισεκατομμύρια δολάρια για να βρεθεί εμβόλιο, για τους παλιότερους κορωνοϊούς το ενδιαφέρον ήταν ανύπαρκτο μόλις η επιδημία υποχωρούσε.
Ας μην ακούσουμε λοιπόν ξανά για το πόσο «αντικειμενικά» είναι τα επιστημονικά ευρήματα, όταν αυτά σε μεγάλο βαθμό καθορίζονται από τις πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες.
Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει καθαρή και ανόθευτη επιστήμη που υπαγορεύει τι ακριβώς πρέπει να γίνει, παρά μόνο στο επίπεδο των κλινικών και βιολογικών δεδομένων. Σε μια επιδημία, ακούμε και κάνουμε αυτά που μας λένε οι ειδικοί, η διαχείριση ωστόσο μιας υγειονομικής κρίσης ποτέ και πουθενά δεν είναι απολύτως «επιστημονική».
Από τα διαγνωστικά τεστ μέχρι την εύρεση εμβολίου και από τη χρήση μάσκας στον γενικό πληθυσμό μέχρι τη σύσταση νοσηλείας ή όχι, η «επιστημονική» διαχείριση εξελίσσεται και διαμορφώνεται από τις οικονομικές και τεχνικές δυνατότητες, άρα υπακούει σε αυτές.
Κατά τον εικοστό αιώνα το κίνημα της κοινωνικής αμφισβήτησης αντιπαρατέθηκε με το δόγμα της αντικειμενικής και ουδέτερης επιστήμης. Τόσο ο καπιταλισμός, όσο και οι χειρότερες εκδοχές του «υπαρκτού σοσιαλισμού», έσκιζαν αγανακτισμένα τα ιμάτιά τους για την ιεροσυλία.
Ωστόσο η αποδοχή μιας καθαρής και ουδέτερης αλήθειας οδηγεί αναπόφευκτα στη μονοκρατορία της μίας και αδιαίρετης σκέψης που κυριάρχησε στο κλείσιμο του αιώνα. «Ένα δόγμα, μία αγορά, ένα σύστημα» υπό επιστημονικό μανδύα.
Σήμερα, από τη μια κάνει θραύση κάθε είδους παραδοξότητα, μεταφυσική και μπουρδολογία. Υποτιμώντας την πανδημία, παίζοντας ως μαθητούδια δημοτικού με τα δεδομένα, επικαλούμενοι στατικές αριθμητικές συγκρίσεις ανάμεσα στις αιτίες θανάτων, αναρωτιούνται οι θιασώτες της συνωμοσιολογίας, κάθε φορά, «τι μας κρύβουν»;
Από την άλλη καλούμαστε να αποδεχτούμε το τι λέει η επιστήμη, κλείνοντας τα μάτια στις σκοπιμότητες που την ορίζουν. Παραβλέποντας ότι ειδικα η εφαρμοσμένη επιστήμη καθορίζει τα ευρήματα και τις συστάσεις της αναγκαστικά ανάλογα με τις πολιτικές προτεραιότητες και τα οικονομικά δεδομένα.
Απομένει ένας δύσβατος δρόμος που από τη μια απορρίπτει με περιφρόνηση κάθε αντι-επιστημονική παραδοξολογία και συνωμοσιολογία και από την άλλη θέτει στη βάσανο της κριτικής κάθε «καθαρή επιστημονική» σύσταση που κρύβει από πίσω της την οικονομική ανάγκη και την πολιτική σκοπιμότητα.
Πράγμα ομολογουμένως δύσκολο. Ειδικά στην Ελλάδα που πίσω από τον Τσιόδρα και την Επιτροπή Ειδικών παίζει κρυφτό και ξεπλένει ευθύνες ένα ολόκληρο πολιτικο-οικονομικό σύστημα με διαχρονικές και εγκληματικές πράξεις και παραλείψεις.