«Δεν θέλουμε να είμαστε κομμάτι κανενός προβλήματος. Θέλουμε να είμαστε μέρος της λύσης στη Λιβύη, γιατί μας αφορά και εμάς. Είμαστε γειτονική χώρα, άλλωστε είμαστε πιο κοντά σε αυτήν απ’ όσο η Τουρκία. Αν υπήρχε μια άλλη κυβέρνηση στη Λιβύη, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε θέμα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, αφού είναι ο δικός μας φυσικός θαλάσσιος γείτονας και όχι της Τουρκίας. Δεν θέλουμε μια εστία αστάθειας στη γειτονιά μας. Κατά συνέπεια θέλουμε να έχουμε λόγο στις εξελίξεις στη Λιβύη.
Ζήτησα, και θα το ζητήσω ακόμη πιο επιτακτικά, να συμμετάσχουμε και εμείς στη Διαδικασία του Βερολίνου. Γιατί συμμετέχει η Τουρκία και όχι η Ελλάδα; Θα χρειαστεί οπωσδήποτε πολιτική επίλυση του προβλήματος της Λιβύης. Και εμείς θέτουμε έναν όρο για να υπάρξει λύση με σφραγίδα της Ε.Ε., καθώς η Ευρώπη θα έχει άποψη για το αύριο της Λιβύης: η επόμενη κυβέρνηση να θεωρήσει αμέσως άκυρη τη “συμφωνία” με την Τουρκία. Ο όρος αυτός είναι αδιαπραγμάτευτος».
Το παραπάνω απόσπασμα από τη συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο «Βήμα της Κυριακής» (29.12.2019) περιέχει, μεταξύ άλλων, μια ομολογία: ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, από το 2014, δεν έχουν διεκδικήσει τη σταθερή συμμετοχή της χώρας στη Διαδικασία του Βερολίνου, μια άτυπη σύναξη κρατών η οποία δημιουργήθηκε εκείνη τη χρονιά με πρωτοβουλία της Άνγκελα Μέρκελ με αντικείμενο τη διατήρηση της προοπτικής για διεύρυνση της Ε.Ε. προς τη νοτιοανατολική Ευρώπη (Βαλκάνια).
Η σύνθεση της πρωτοβουλίας αυτής εμπεριείχε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστρία, τη Σλοβενία, την Κροατία και τις βαλκανικές χώρες Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Κόσοβο, Αλβανία και (τότε) ΠΓΔΜ. Όπως βλέπουμε ανατρέχοντας στα ρεπορτάζ της εποχής, στις συναντήσεις του 2014 (Βερολίνο) και του 2015 (Βιέννη) η Ελλάδα ήταν απούσα, ενώ το 2016 και το 2017 συμμετείχε ως απλός... παρατηρητής.
Μέχρι που, το 2018, προσεκλήθη και η κυβέρνηση Τσίπρα για τη συνάντηση της 10ης Ιουλίου – ώστε να πανηγυριστεί η υπογραφή, λίγες μέρες νωρίτερα, της Συμφωνίας των Πρεσπών. Έκτοτε είναι πάλι απούσα.
Ούτε στο προσφυγικό
Τώρα η ίδια αυτή Διαδικασία ετοιμάζεται να συνεδριάσει στα τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου με αντικείμενο την εξεύρεση «ειρηνικής λύσης» για τη Λιβύη και η σύνθεσή της είναι πάλι ευρύτατη: ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Τουρκία, Ευρωπαϊκή Ένωση, Αραβικός Σύνδεσμος και Αφρικανική Ένωση. Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι πάλι απούσες παρότι οι πρόσφατες συμφωνίες της Τουρκίας και της Λιβύης μπορούν να προκαλέσουν τεράστια ζημία στα εθνικά συμφέροντα των δύο ελληνικών κρατών.
Μάλιστα η Άγκυρα, επιχειρώντας να έχει βαρύνοντα λόγο στις εξελίξεις σε όλη την έκταση της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου, επιδιώκει να εντάξει στη σύνθεση της Διαδικασίας του Βερολίνου την Αλγερία, την Τυνησία και το Κατάρ. Η Ελλάδα, ωστόσο, έχει ακόμη μια φορά ολιγωρήσει. Όπως άλλωστε ολιγώρησε «παραλείποντας» να αναλάβει πρωτοβουλίες ώστε να εμποδίσει τις στρατιωτικές και άλλες συμφωνίες της Τουρκίας με τη Λιβύη, παρότι γνώριζε ότι προετοιμάζονταν.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που αφορά τη Διαδικασία του Βερολίνου είναι ότι το 2015 (χωρίς τη συμμετοχή της χώρας μας) φέρεται να έλαβε σοβαρές αποφάσεις και για το προσφυγικό, των οποίων το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η Ελλάδα απομονώθηκε, τα σύνορά της σφραγίστηκαν και πλέον προσπαθεί ολομόναχη να διαχειριστεί ένα μη διαχειρίσιμο πρόβλημα.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι, τον περασμένο Σεπτέμβριο, τέσσερις χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Μάλτα) κατέληξαν σε ένα προσωρινό σχέδιο επί του μεταναστευτικού / προσφυγικού σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των αιτούντων άσυλο από τις χώρες πρώτης υποδοχής.
Η Ελλάδα ούτε προσεκλήθη ούτε, κυρίως, διαμαρτυρήθηκε για το ότι άλλοι ενδιαφερόμενοι αποφάσισαν ερήμην της. Απλώς το Βερολίνο, ύστερα από τη συμφωνία, υπέδειξε στη χώρα μας ότι η λύση στα προβλήματά της είναι η αύξηση των επιστροφών προς την Τουρκία. Η οποία, ύστερα από κάθε επιστροφή, φροντίζει να (υπερ)αναπληρώνει τι επιστροφές με νέες αφίξεις στα ελληνικά παράλια...
Έλλειψη σχεδιασμού
Αν επιχειρούσε κάποιος να αποτιμήσει το διπλωματικό βάρος της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, θα απογοητευόταν οικτρά. Δεν είναι μόνο η χρεοκοπία της χώρας μας αυτή που απομειώνει τη σημασία της για τους Ευρωπαίους εταίρους της, όπως πολλοί θα έσπευδαν να εικάσουν, παρότι προφανώς έχει και αυτή διαδραματίσει τον ρόλο της.
Είναι κυρίως το αίσθημα μειονεξίας αυτό που εμποδίζει αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις να υψώσουν τη φωνή τους διεκδικώντας τον ρόλο που αναλογεί στη χώρα. Και η έλλειψη σχεδιασμού ή, ακόμη χειρότερα, η απουσία συναίσθησης για το μέγεθος των προβλημάτων που απαιτούν λύσεις με τη συμμετοχή μας και επ’ ωφελεία μας.
Με αυτήν την έννοια είναι πράγματι άξιον απορίας το γιατί η Ελλάδα όχι μόνο αποτελεί ουραγό των εξελίξεων, αλλά ούτε καν αποπειράται να διεκδικήσει από τους εταίρους της αυτά που δικαιούται.
Επομένως είναι πολύ σοβαρό το ερώτημα πώς σκοπεύει να διαχειριστεί τους επιπλέον 100.000 μετανάστες και πρόσφυγες που η ίδια υπολογίζει ότι θα φτάσουν στα παράλιά της το 2020. Ή πώς θα διαχειριστεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεδομένου ότι το «περιτύλιγμα» περί προσφυγής στη Χάγη, στην οποία αναφέρθηκε και ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στο «Βήμα», προοιωνίζεται μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι φιλοδοξεί να επιλύσει...
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
topontiki.gr