Οι Βρετανοί Εργατικοί έγιναν «woke» και ψάχνουν την ψήφο τους

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Η απόλυτη επικράτηση των Συντηρητικών στις χθεσινές γενικές εκλογές της Βρετανίας δεν αποτελεί έκπληξη, ιδίως για όσους συμμετείχαν σε προεκλογικές εκστρατείες στις περιοχές του “Κόκκινου Τείχους”.

Έτσι αποκαλούμε μια πυκνή σειρά εκλογικών περιφερειών στην Μέση και την Βόρεια Αγγλία, μερικές από τις οποίες ελέγχει το Εργατικό Κόμμα εδώ και 75 χρόνια. Μονοεδρικές όπως το Πέννυστοουν ή το Στόκμπριτζ στο Σέφιλντ, κάποτε έδρα της βρετανικής βιομηχανίας χάλυβα, ή το Μπίσοπ Ώκλαντ στο Ντάραμ, πρώην πόλη ανθρακωρύχων. Και οι δυο, θα περάσουν σε αυτές τις εκλογές στους «Μπλε», όπως συνέβη και με άλλες έδρες σε μεταβιομηχανικές περιοχές που άλλοτε ήταν προπύργια των Εργατικών. Το “Κόκκινο Τείχος’, έτσι, δεν είναι και πια τόσο “κόκκινο” όσο με “μπλε και κόκκινα τούβλα”, σαν πίνακας του Μοντριάν. Ήταν οι ψηφοφόροι αυτών των περιοχών, πολλοί απ’ τους οποίους εργάζονται σε θέσεις χαμηλόμισθων και μένουν σε σπίτια της κοινωνικής κατοικίας, που έδωσαν στους Συντηρητικούς του Μπόρις Τζόνσον τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών από τις εκλογές του 1983.

Αυτό, δεν σημαίνει ότι συμπαθούν και πολύ ξανθό, ευτραφή ηγέτη των Συντηρητικών με την χαρακτηριστική κώμη. Ένας φίλος μου είχε θέσει υποψηφιότητα με τους Συντηρητικούς στο Νιουκάστλ του Βόρειου Τάιν, όπου ο υποψήφιος των Εργατικών είχε επικρατήσει με προβάδισμα 10.000 ψήφων στις εκλογές του 2017, και έτσι χτύπησα ορισμένες πόρτες στηρίζοντας την υποψηφιότητά του κατά την εβδομάδα που μας πέρασε. Σ’ όποιον και να μίλησα, εκεί, θα ψήφιζε Τόρις. Αρκετοί, απλά ήθελαν να «τελειώνουμε με το Μπρέξιτ», όπως επαναλάμβανε ασταμάτητα και η εκστρατεία των Συντηρητικών καθ’ όλη την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των έξι βδομάδων. Άλλοι, απλώς αντιπαθούσαν εντελώς τον ηγέτη των Εργατικών.

«Οι περισσότεροι γνωστοί μου που ήταν κάποτε ένθερμοι υποστηρικτές των Εργατικών, σήμερα δεν θέλουν να τους ψηφίσουν με τίποτα εξαιτίας του Τζέρεμι Κόρμπιν», λέει ο Στηβ Χάρτ, που είναι μηχανικός: «Δεν είναι πια το κόμμα μας αυτό, μπορεί το όνομά του να έχει μείνει το ίδιο, ωστόσο πλέον είναι κάτι το εντελώς ξένο».

Ο ακτιβιστής που συνάντησα λέει ότι αντιμετώπισε την ίδια συμπεριφορά όπου κι αν πήγε. Νωρίτερα, εκείνη την μέρα είχε επισκεφθεί ένα συγκρότημα κατοικιών και είχε χτυπήσει πάνω από 100 πόρτες. Οι τρεις, μόλις, άνθρωποι που καταδέχτηκαν να του μιλήσουν, του είπαν ότι θα ψηφίσουν Συντηρητικούς –και όλα αυτά σε μια πόλη που το 26% του πληθυσμού, είναι από τους πιο φτωχότερους ανθρώπους στην Αγγλία. Τον ρώτησα γιατί δεν διαλέγουν την αποχή εκείνοι που απλώς αντιπαθούν τον Κόρμπιν, και γιατί έχουν τόσο μεγάλη διάθεση να πάνε στην κάλπη αυτήν την κρύα Πέμπτη του Δεκεμβρίου, να ψηφίσουν ένα κόμμα που το καθοδηγεί αυτός ο ξανθός αριστοκράτης, απόφοιτος του Ήτον.

«Επειδή μισούν τόσο πολύ τον Κόρμπιν», λέει, «το ηχηρότερο μήνυμα που μπορούν να του στείλουν είναι να εκλέξουν κυβέρνηση Τόρηδων».

Το ίδιο συμβαίνει σε ολόκληρη την Αγγλία –οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης εγκαταλείπουν μαζικά το Εργατικό Κόμμα. Δεν διαθέτουμε ακόμα πλήρη στατιστικά για το τι ψήφισαν οι ψηφοφόροι ανά εισόδημα και επάγγελμα, ωστόσο, ορισμένες δημοσκοπήσεις που δημοσιοποιήθηκαν την τελευταία μέρα πριν την εκλογική απαγόρευση, περιλάμβαναν ορισμένα εντυπωσιακά ευρήματα. Για παράδειγμα, η δημοσκόπηση της Ντέλτα Πολ, που δημοσιεύθηκε τα τέλη του προηγούμενου μήνα στο κυριακάτικο φύλλο της Μέηλ, δείχνει ότι οι Συντηρητικοί επικρατούσαν έναντι των Εργατικών με 49% έναντι 23% στις κοινωνικές κατηγορίες C2DE–που ορίζουν τις τρεις χαμηλότερες θέσεις στην επίσημη κλίμακα επαγγελμάτων που έχει ορίσει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της χώρας. Και οι οποίες αφορούν τους ειδικευμένους χειρώνακτες, τους ανειδίκευτους, τους ημιαπασχολούμενους, τους άνεργους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους κατά τα λοιπά ωφελούμενους απ’ την κοινωνική πρόνοια, οι οποίοι σκόπευαν να στηρίξουν Συντηρητικούς αντί για Εργατικούς σε αναλογία 2:1 (η οποία φτάνοντας προς τις εκλογές έπεσε στο 1,5:1, σύμφωνα με τα έξιτ πόλς).

Μια πρόγευση εκείνων που θα επακολουθούσαν ήρθε την Τρίτη, όταν μια κρυφά ηχογραφημένη συνομιλία του βουλευτή Τζόν Άσγουορθ, σκιώδους υπουργού Υγείας των Εργατικών, βγήκε στο φως της δημοσιότητας, όπου ο ίδιος έλεγε σ’ έναν φίλο του πόσο ‘καταστροφικά’ είναι τα πράγματα για το κόμμα έξω από τις αστικές, μητροπολιτικές περιοχές: «Είναι άβυσσος εκεί έξω», είπε, «δεν θέλουν ν’ ακούν καθόλου για τον Κόρμπιν και πιστεύουν ότι οι Εργατικοί ήταν εκείνοι που ευθύνονται για το μπλοκάρισμα του Μπρέξιτ».

Ο Άσγουορθ είπε ότι είναι σαν ο εκλογικός χάρτης της Αγγλίας να έχει «γυρίσει ανάποδα», μια αναφορά που δεν είχε να κάνει μόνο με τις τεράστιες απώλειες στα παραδοσιακά προπύργια των Εργατικών, αλλά και με την ταυτόχρονη ισχυροποίησή τους σε μεσοαστικές περιοχές όπως το Καντέρμπουρι. Ένα επίσης εντυπωσιακό εύρημα των δημοσκοπήσεων αυτών, ήταν η επικράτηση των Εργατικών μεταξύ των πτυχιούχων πανεπιστημίου. Έτσι, όσο υψηλότερη ήταν η συγκέντρωση των πτυχιούχων σε μια περιοχή, τόσο πιο πιθανόν ήταν αυτή να στραφεί προς τους Εργατικούς –και αντιστρόφως.

Η κατάρρευση του ‘κόκκινου τείχους’ ήταν το μεγάλο γεγονός αυτών των εκλογών, και για αρκετούς σχολιαστές τέτοια φαινόμενα συμβαίνουν μόνο μια φορά. Η κυρίαρχη ερμηνεία είναι ότι οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης ‘δάνεισαν’ τους ψήφους τους στο Συντηρητικό Κόμμα, για να τις πάρουν πίσω στις επόμενες εκλογές. ‘Είναι το μπρέξιτ’, που υποτίθεται λειτούργησε ως καθοριστικός παράγοντας, μια δικαιολογία που ακούστηκε στα ΜΜΕ ακόμα και από στόματα υποστηρικτών του Κόρμπιν, εκείνων που δεν ήθελαν με τίποτε να χρεωθεί ο ηγέτης του αυτήν την εκλογική καταστροφή.

Αν κοιτάξει κανείς τις εκλογικές περιφέρειες της εργατικής τάξης που μεταστράφηκαν προς τους Συντηρητικούς, οι περισσότερες είχαν ψηφίσει την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. το 2016 με μεγάλες διαφορές –στο Γκρέατ Γκρίμσμπι, για παράδειγμα, που είναι ένα λιμάνι του Γιορκσάιρ, η ψήφος υπέρ της αποχώρησης επικράτησε έναντι εκείνης της παραμονής, με 71,45% έναντι 28.55%. Το πρόβλημα των Εργατικών, σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, έγκειται στο γεγονός ότι δεν αφοσιώθηκαν στην έξοδο της Βρετανίας έξω από την ΕΕ, αλλά αντίθετα υποσχέθηκαν ότι θα διαπραγματευτούν μια καλύτερη συμφωνία, για να την θέσουν εκ νέου σε δημοψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο οι πολίτες της Βρετανίας θα πρέπει να ψηφίσουν την αποδοχή της συμφωνίας ή την παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε. Αυτό το παραμύθι, ήταν αρκετό για τους Εργατικούς ώστε να κρατήσουν τους πτυχιούχους με το μέρος τους, ωστόσο, προκάλεσε την ακραία αποξένωση των ψηφοφόρων που ζουν στην αποβιομηχανοποιημένη Μέση Αγγλία, και που ψήφισαν για να φύγει η Βρετανία από την Ε.Ε.

Αυτή η ανάλυση δεν δίνει την σημασία που θα έπρεπε στις λεπτομέρειες. Κατ’ αρχάς, η εγκατάλειψη του Εργατικού Κόμματος από την εργατική τάξη –που συνδυάζεται με την ολοένα και μεγαλύτερη απήχησή του μεταξύ των πιο εύπορων και πιο μορφωμένων ψηφοφόρων– είναι ένα φαινόμενο που επιμένει στο χρόνο, και όχι ένας κεραυνός εν αιθρία. Η εξαφάνιση της παραδοσιακής εκλογικής βάσης των Εργατικών, δεν αποτελεί μόνον το μείζον γεγονός αυτής της εκλογικής αναμέτρησης, αλλά είναι και ένα από τα βασικά θέματα της Αγγλικής πολιτικής ιστορίας από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα. Στο αποκορύφωμα της δημοφιλίας τους, οι Εργατικοί κατάφεραν να συγκροτήσουν μια συμμαχία μεταξύ των πανεπιστημιακά μορφωμένων φιλελεύθερων του Λονδίνου και ευρύτερα του Νότου, με τους φτωχότερους ψηφοφόρους της βρετανικής βιομηχανικής ενδοχώρας που βρίσκεται στην Μέση Αγγλία και τον Βορρά –«μεταξύ Χάμστεντ και Χαλ», όπως επικράτησε να λέγεται. Αλλά η μαζική μετανάστευση και η παγκοσμιοποίηση έσυρε έναν διαχωρισμό μεταξύ της μεσοαστικής εκλογικής βάσης των Εργατικών, και εκείνης της εργατικής τάξης, και το ίδιο συνέβη με το κοινωνικό κράτος και την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε.

Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1974, το 49% της κατηγορίας των εξειδικευμένων χειρωνάκτων εργατών (C2), αλλά και το 57% της αμέσως κατώτερης κατηγορίας των ημιειδικευμένων και ανειδίκευτων εργατών (DE), ψήφισε υπέρ των Εργατικών· ως το 2010, τα ποσοστά αυτά είχαν πέσει σε 29% και 40% αντίστοιχα. Για τους ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης (ABC1), η υποστήριξή τους προς τους Συντηρητικούς έπεσε το ίδιο διάστημα από το 56% του 1974, στο 39% του 2010. Το 1974, οι Εργατικοί απολάμβαναν μια διαφορά 23 μονάδων υπέρ τους στην κατηγορία των εξειδικευμένων εργατών (C2), ενώ ως το 2010 ο Συντηρητικοί είχαν καταφέρει να τους υπερφαλαγγίσουν, κερδίζοντας εκείνη την χρονιά με 8 μονάδες διαφορά –κάτι που επαναλήφθηκε και το 2017. Μεταξύ των πτυχιούχων, αντίθετα, οι Εργατικοί είχαν ένα προβάδισμα 17 μονάδων το 2017, μια διαφορά που είχε μεγαλώσει πολύ αισθητά από τις 2 του 2015. (βλ. πίνακα, που προέρχεται από την εταιρία δημοσκοπήσεων IpsosMORI).

Ο Τζέρεμυ Κόρμπιν και οι υποστηρικτές τους είχαν πει πολλά για την ανάκτηση των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, ωστόσο, οι προτάσεις του κόμματός τους δεν σχεδιάστηκαν για να έχουν αντίκτυπο στους κόλπους της. Δεν λέω μόνο για αυτήν την διχογνωμία περί Μπρέξιτ· υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση μεταξύ των ψηφοφόρων εκείνων που αξιολογούν θετικά την σημαία, την θρησκευτική πίστη και την οικογένεια, ότι ο Κόρμπιν δεν είναι ένας από αυτούς. Πριν να γίνει πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος, το 2015, είχε αντιταχθεί ενεργά εναντίον κάθε πολεμικής εμπλοκής της Βρετανίας από την εποχή της κρίσης του Σουέζ, μέχρι τον πόλεμο στα Φώκλαντς. Προπαγανδίζει επίσης υπέρ της εγκατάλειψης της πυρηνικής αποτροπής της Βρετανίας, την αποχώρηση της χώρας από το ΝΑΤΟ, και την διάλυση των δυνάμεων ασφαλείας της –για να μην μιλήσουμε για την άρνησή του να τραγουδήσει τον εθνικό ύμνο κατά την διάρκεια μιας τελετής για την Μάχη της Βρετανίας το 2015. Από την οπτική γωνία πολλών ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, για τους οποίους η αγάπη στην πατρίδα αντιπροσωπεύει ακόμα ένα βαθύ συναίσθημα, ο Κόρμπιν παρουσιάζεται σαν ένας πολιτικός που σπανιότερα παίρνει την θέση της Βρετανίας, και πολύ συχνότερα των αντιπάλων της.

Η επικράτηση του Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών, προκάλεσε μια μεγάλη αύξηση στον αριθμό των μελών του κόμματος –από 193.754 στα τέλη του 2014, στα 388.103 κατά τα τέλη του 2015. Αλλά οι ακτιβιστές τους οποίους συσπειρώνει ανήκουν κυρίως στη μεσαία τάξη. Σύμφωνα με κομματικά στατιστικά στοιχεία που διέρρευσαν στον Γκάρντιαν, το μεγαλύτερο μέρος αυτών είναι «υψηλού κύρους κάτοικοι των μεγάλων πόλεων» που ζουν σε δικά τους σπίτια.

Μια προσεκτική ανάλυση των πολιτικών που περιγράφει το τελευταίο μανιφέστο των Εργατικών αποκαλύπτει ότι οι κύριες παροχές που προβλέπονται στις προτεινόμενες αυξήσεις των δημοσίων δαπανών –τις οποίες οι Συντηρητικοί κοστολόγησαν σε ένα εξωπραγματικό ποσό του 1,2 τρισ.£– ωφελούν τις μεσαίες τάξεις.

Για παράδειγμα, οι Εργατικοί υποσχέθηκαν να μειώσουν τα εισιτήρια των τρένων κατά 33% και να καλύψουν το έλλειμμα από την μείωση του προϋπολογισμού για τους δρόμους. Αλλά μόνο το 11% των Βρετανών χρησιμοποιεί τρένο, σε αντίθεση με το 68% που οδηγεί αμάξι, με τους πρώτους να αποδεικνύονται περισσότερο εύποροι σε σχέση με τους δεύτερους. Ο Κόρμπιν, υποσχέθηκε επίσης να καταργήσει τα πανεπιστημιακά δίδακτρα, ένα μέτρο που κοστολογήθηκε στα 7,2 δισ. £ ετησίως, μια πολιτική η οποία σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Σπουδών, θα ευνοήσει μόνον τους μεσαίου και υψηλού εισοδήματος πτυχιούχους της χώρας, και δεν θα έχει παρά ελάχιστο αντίκτυπο για την ζωή εκείνων με χαμηλότερα εισοδήματα.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης, ότι τα ενδιαφέροντα του Κόρμπιν καθώς και το προφίλ του –ένας 70χρονος χορτοφάγος που του αρέσει να φοράει κάπελα των οδηγών σιδηροδρόμου, και έχει περάσει την ζωή του στην πολιτική της διαμαρτυρίας– είναι ‘παράξενο’ για πολλούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης, έναν όρο που ο φίλος μου που συμμετείχε στην προεκλογική τους εκστρατεία στο Νιουκάστλ άκουγε πολύ συχνά. Η θητεία του συνδέθηκε επίσης με την είσοδο φορέων αντισημιτικών απόψεων στο κόμμα, και οι Εργατικοί βρίσκονται σήμερα υπό διερεύνηση από την βρετανική επιτροπή για την ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα, επειδή ο ίδιος απέτυχε να τους αντιμετωπίσει. Μια από τις υποστηρίκτριές του, πρόλαβε ήδη να κατηγορήσει τους Εβραίους για την ήττα των Εργατικών.

Αλλά ο Κόρμπιν δεν αποτελεί τον κύριο λόγο για τον οποίον οι ψηφοφόροι των χαμηλότερων επαγγελματικών κατηγοριών απομακρύνθηκαν από τους Εργατικούς, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο είναι και το Μπρέξιτ. Ουσιαστικά, αυτοί οι δυο παράγοντες επιτάχυναν μια τάση που ήταν ήδη υπαρκτή εδώ και 4 δεκαετίες, και αφορά στην διάσπαση της συμμαχίας μεταξύ του Χάμπστεντ και του Χαλ, και την αποψίλωση της βάσης των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης που είχε κάποτε το Εργατικό Κόμμα.

Ένα άλλο φαινόμενο, που παραγνωρίζεται στο πλαίσιο της κυρίαρχης ερμηνείας του βρετανικού εκλογικού αποτελέσματος, έχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτές οι καταστάσεις δεν συμβαίνουν μόνο στην Βρετανία. Αριστερά και κεντροαριστερά κόμματα, στο μεγαλύτερο κομμάτι του αγγλοσαξωνικού κόσμου, καθώς και σε άλλες δυτικές δημοκρατίες, έχουν δει και την δική τους παραδοσιακή εκλογική βάση να καταρρέει. Ένας από τους λόγους που ο Σκότ Μόρισον των Φιλελεύθερων της Αυστραλίας έκανε την έκπληξη και κέρδισε τις αυστραλιανές εκλογές του περασμένου Μαΐου, ήταν επειδή οι Εργατικοί του Μπίλ Σόρτεν ήταν τόσο αντιδημοφιλείς σε περιοχές όπου παραδοσιακά κυριαρχούσε η εργατική τάξη, όπως το Κουΐσλαντ. Και βέβαια, η σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία, έχει απολέσει την βάση της έξω απ’ τις μεγάλες πόλεις εδώ και 15 χρόνια.

Ο Τομά Πικετί, ο Γάλλος μαρξιστής, είχε πέρυσι μια δημοσίευση γι’ αυτό το φαινόμενο που την τιτλοφορούσε «Η αριστερά των βραχμάνων εναντίον στην δεξιά των εμπόρων: Αυξανόμενες ανισότητες και μεταβαλλόμενη δομή της πολιτικής σύγκρουσης», κι επίσης στην ανάλυσή του βασίζεται και το νέο του βιβλίο, Κεφάλαιο και Ιδεολογία. Η υπόθεση εργασίας του είναι ότι η πολιτική στην Γαλλία, την Βρετανία και τις ΗΠΑ –αυτές τις τρεις χώρες επιλέγει ως σημείο αναφοράς της ανάλυσής του– κυριαρχείται από έναν ανταγωνισμό μεταξύ δυο διακριτών συνιστωσών των ελίτ: της Αριστεράς των Βραχμάνων εναντίον της Δεξιάς των Εμπόρων. Λέει ότι η αριστερά σε αυτές τις χώρες συνήθιζε να στηρίζεται στην ψήφο των “αγκιστρωμένων” τάξεων (με χαμηλό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο) αλλά από την δεκαετία του 1970 κι έπειτα, η ίδια αριστερά τείνει να προσελκύει ολοένα και πιο “παγκοσμιοποιητικούς” ψηφοφόρους –με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και εισόδημα–, με την εξαίρεση του 10% των πιο πλούσιων από εισόδημα. Οι “αγκιστρωμένες τάξεις” έχουν εν τω μεταξύ στραφεί προς την δεξιά, συγκροτώντας μια συμμαχία με την επιχειρηματική ελίτ. Ο Πικετί αναλύει τα δεδομένα για να δείξει ότι στις ΗΠΑ, από το 1940 ως το 1960, οι πιο μορφωμένοι ψηφοφόροι ήταν πιο πιθανόν να στραφούν προς τους Ρεπουμπλικάνους. Σήμερα, συμβαίνει το αντίθετα, με το 70% των ψηφοφόρων που κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο να ψηφίζουν για την Χίλαρι Κλίντον το 2016. «Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται σε όλες τις χώρες», σημειώνει.
Σύμφωνα με την άποψη του Πικετί, οι εκλογικές προτιμήσεις της μεταβιομηχανικής εργατικής τάξης –του πρεκαριάτου– οφείλονται σε μια μορφή ψευδούς συνείδησης, που συχνά την καλλιεργούν επικίνδυνοι γητευτές του λαϊκισμού, όπως ο Ματέο Σαλβίνι και ο Βικτώρ Ορμπάν. Αυτά τα λέει γιατί ο ίδιος είναι εξαιρετικά καχύποπτος γι’ αυτήν την ανίερη συμμαχία μεταξύ των ‘υπερπλούσιων’ εμπόρων και του λούμπεν προλεταριάτου. Παρόμοιες φωνές ακούστηκαν και στην Αγγλία εναντίον του Μπόρις Τζόνσον και της υποστήριξης που κατάφερε να αποσπάσει από τα στρώματα αυτά.

Οι Συντηρητικοί, βέβαια, δεν κέρδισαν ούτε στο Χάμπστεντ, ούτε στο Χαλ την Πέμπτη που μας πέρασε, αλλά το κόμμα απέσπασε το 43,6% της συνολικής ψήφου, κάτι που συνιστά την καλύτερή του επίδοση από το 1979. Και οι Εργατικοί είδαν τις έδρες τους να πέφτουν στις 203, στην χειρότερη επίδοση που είχαν από το 1935 κι ύστερα.

Άλλοι συγγραφείς, πολύ πιο πειστικοί από εμένα, όπως ο Ντάγκλας Μάρεϊ, ή ο Τζον Γκρέι, έχουν αντιταχθεί στην ερμηνεία ότι ο μόνος λόγος που οι ψηφοφόροι των χαμηλότερων εισοδημάτων στηρίζουν την Δεξιά, είναι γιατί έχουν παραπλανηθεί από ένα κοκτέιλ εθνοτικού εθνικισμού και ψεύτικων ελπίδων που τους σερβίρεται (με τον Βλαντιμίρ Πούτιν ή τον Ρούπερτ Μέρντοχ, σε ρόλους σερβιτόρων). Η στάση αυτών των ψηφοφόρων έχει περισσότερο να κάνει με την απαξίωση που εκφράζει η αριστερά για τους ‘καταφρονεμένους’, οι οποίοι ζουν σε εκείνες τις πολιτείες που η ίδια ποτέ δεν αντικρίζει, γιατί περνάει από πάνω τους με το αεροπλάνο καθώς ταξιδεύει από το ένα απομονωμένο προπύργιο του κοσμοπολιτισμού στο άλλο. Όπως έδειξε και το πρόγραμμα του Κόρμπιν στις πρόσφατες εκλογές της Βρετανίας, λίγα πράγματα έχουν να πουν τα αριστερά κόμματα σήμερα για την εγχώρια εργατική τάξη που ζει έξω απ’ τις μεγάλες πόλεις –ενώ συχνά οι ίδιοι οι ακτιβιστές της την προσβάλουν από πάνω, με το να περιγράφουν τους ψηφοφόρους τους ως ‘προνομιούχους’ μόνο και μόνο επειδή είναι λευκοί, ετεροφυλόφιλοι ή οτιδήποτε άλλο. Έτσι, όσο κόμματα όπως το Εργατικό συνεχίζουν να στηρίζονται στους μεσοαστούς, ταυτοτικούς ακτιβιστές και να αγνοούν τα συμφέροντα και τα αιτήματα των πραγματικά μη προνομιούχων, θα εξακολουθήσουν να βιώνουν την μια ήττα μετά την άλλη. Με άλλα λόγια, το να γίνεις Woke συνεπάγεται την χρεοκοπία σου.

Μήπως οι Δημοκρατικοί έμαθαν από τα σφάλματα των Εργατικών και θα προχωρήσουν στο να κάνουν υποψήφιο πρόεδρο τον Τζο Μπάιντεν, ή τον Πήτ Μπούτγκιγκ; Δεν νομίζω. Οι ζηλωτές της μεταμοντέρνας αριστεράς έχουν μια ανεξάντλητη ικανότητα να αγνοούν την πραγματικότητα ακριβώς όταν αυτή έρχεται να σκάσει στα μούτρα τους. Και όπως είπα σ’ έναν φίλο χθες το βράδυ, μετά την έναρξη της ροής των αποτελεσμάτων, το να αντιμετωπίζει κανείς πολιτικούς αντιπάλους σαν τον Τζέρεμι Κόρμπιν ισοδυναμεί με το να τρέχει στον παγκόσμιο αγώνα περίπλου της γης με γιώτ, διαγωνιζόμενος αντιπάλους που είναι οπαδοί της θεωρίας περί “επίπεδης γης”. Έχει πλάκα, ναι, καμιά φορά ο αγώνας μπορεί να γίνει και ξεκαρδιστικός. Όσο όμως οι αντίπαλοι δεν μαθαίνουν να διαβάζουν τον χάρτη και την πυξίδα, μιλάμε για έναν αγώνα ο οποίος δεν είναι διόλου δίκαιος…

Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς.

του Τόμπι Γιάνγκ
Δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική επιθεώρηση Quillete, στις 13/12/2019. Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://quillette.com/2019/12/13/britains-labour-party-got-woke-and-now-its-broke/.

[1]Woke (γόουκ), είναι ο αόριστος του wake (=ξυπνώ) και στην κυριολεξία του ο όρος σημαίνει τον “αφυπνισμένο”. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον αμερικάνικο δικαιωματιστικό ακτιβισμό που είναι σε άνθιση τα τελευταία χρόνια στους κόλπους των Δημοκρατικών, αλλά και ευρύτερα της μεταμοντέρνας αριστεράς. Έχει να κάνει με την γνωστή και μη εξαιρετέα σήμερα έμφαση που αποδίδει αυτός ο λόγος σε ζητήματα πολιτισμικού φιλελευθερισμού, σχετικά με το φύλο, την φυλή, τις μετα-αποικιακές σπουδές, η κινητοποίηση γύρω από τα οποία λαμβάνει έναν χαρακτήρα πραγματικής σταυροφορίας, και επικράτησης του “απόλυτου καλού” εναντίον του “απόλυτου κακού”. Αυτό το τόσο γνώριμο πια στυλ πολιτικής περιγράφεται με τον όρο «woke», και την αμφισημία του, καθώς παραπέμπει και στο “wakeup” (ξυπνήστε επιτέλους) σύνθημα που συχνά ακούγεται μέσα στα κινήματα αμφισβήτησης, όσο και σε θρησκευτική ορολογία, με τον όρο να παραπέμπει στην πνευματική αφύπνιση των πιστών. [σ.τ.μετ.]



ardin-rixi.gr
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ