Για την Απόφαση Πολιτικού Συμβουλίου της ΛΑΕ

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Ως εισαγωγή, θα παραθέσω την κριτική δύο στελεχών της ΛΑΕ, του Πάνου Κοσμά και του Θανάση Κούρκουλα, στις αποφάσεις του Πολιτικού Συμβουλίου της ΛΑΕ (Στο σκέλος μόνο που αφορά το εκλογικό πρόταγμα και το οικονομικό πρόγραμμα).
 Κατά την άποψη μου, οι προβληματισμοί τους όσον αφορά τα δύο αυτά θέματα είναι απόλυτα δικαιολογημένοι. Το μόνο που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί βρίσκονται σε αυτό το κόμμα, με δεδομένο ότι οι θέσεις τους (καί στο εθνικό ζήτημα) βρίσκονται πιο κοντά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για παράδειγμα στο "μακεδονικό" η θέση τους είναι
Καμία παρέμβαση και επιθετική αξίωση, της Ελλάδας ή του ΝΑΤΟ. Αναγνώριση χωρίς όρους της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το όνομα που επιθυμεί. Το αν θα ενταχθεί ή όχι στο ΝΑΤΟ η γειτονική χώρα είναι ζήτημα του λαού της.
Αλλά ας δούμε αναλυτικά τις απόψεις τους:

Εκλογικό πρόταγμα και συμμαχίες


Η οριακή αποτυχία εισόδου της ΛΑΕ στη Βουλή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, σε συνδυασμό με την μέχρι σήμερα αποδυνάμωση όσον αφορά τη δυνατότητά της να συσπειρώνει, να πολιτικοποιεί και να οργανώνει τη δράση ευρύτερου πολιτικού δυναμικού απ’ τα κάτω, οδηγούν στο να αντιμετωπίζεται ο στόχος της εισόδου στη Βουλή σαν υπέρτατο πρόταγμα. Αποφεύγοντας να οργανώσει μια στοιχειωδώς επαρκή συζήτηση για τον εντός ΣΥΡΙΖΑ απολογισμό της (ιδιαίτερα την περίοδο της Αριστερής Πλατφόρμας, προ και μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015) και χωρίς να αναζητηθούν λάθη αλλά και αιτίες των λαθών, η ΛΑΕ δεν καταφέρνει μέχρι σήμερα να δώσει τις απαιτούμενες κινηματικές, προγραμματικές, πολιτικές και οργανωτικές απαντήσεις στα ερωτήματα και διλήμματα που αντιμετωπίζει η Αριστερά στο σύνολό της. Η ανάδειξη του στόχου της εισόδου στη Βουλή σε βασικό ζητούμενο ήδη από τώρα με το πρόσφατο ΠΣ, έχει συνέπειες:

Πρώτο, κάνει κυρίαρχη την ροπή προς την πεποίθηση πως όχι μόνο «η είσοδος στη Βουλή θα μας σώσει» αλλά θα μας απαλλάξει και από την υποχρέωση να διορθώσουμε τα πρότερα λάθη μας. Από μια τέτοια αντίληψη απαιτείται ένα μικρό μόνο βήμα μέχρι τον κλασικό εκλογικισμό και τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Είναι άλλο πράγμα να θεωρείς πρωταρχικό το κίνημα, την εξωκοινοβουλευτική παρέμβαση και πάλη και τη γείωση στους εργατικούς-κοινωνικούς χώρους και να υπάγεις σε αυτή την προτεραιότητα την κοινοβουλευτική έκφραση και δουλειά, και άλλο να επικεντρώνεις την εξωκοινοβουλευτική παρέμβαση σε δημόσιες παρουσίες, περιοδείες στελεχών και ακτιβισμούς κατάλληλους για επικοινωνιακή αξιοποίηση.

Δεύτερο, μια τέτοια τάση υποβαθμίζει τα κριτήρια για τις συμμαχίες αφήνοντας τα πάντα ανοιχτά «για παν ενδεχόμενο» κάνοντας πολιτικές και προγραμματικές προσαρμογές στο πολιτικό προφίλ ενδεχόμενων συμμάχων. Καθώς ακόμη δεν έχουν ξεκαθαρίσει τα πράγματα και οι προθέσεις διαφόρων πιθανών συμμάχων, οι πόρτες της ΛΑΕ είναι ανοιχτές σε πολλούς. Κυρίως όμως προς αυτούς με τους οποίους η συμμαχία θεωρείται πιο εφικτή. Τα πραγματικά σενάρια είναι δύο: είτε η “μεγαλύτερη” συμμαχία με την Πλεύση Ελευθερίας και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου (που, παρά τα μύρια όσα πολιτικά και προγραμματικά προβλήματα, δεν αποκλείεται) είτε μια συμμαχία έσχατης ανάγκης με οργανώσεις του «πατριωτικού» -και όχι μόνο- χώρου, πρώην στελέχη του ΕΠΑΜ, πρώην στελέχη του Παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ κ.λ.π.

Η απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου της ΛΑΕ δεν αποτρέπει τις δύο αυτές εκδοχές συμμαχιών. Εκτιμώντας ότι «η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν θέλει» και περίπου προδιαγράφοντας ότι σε τελική ανάλυση δεν θα θα συμμαχήσει, η ΛΑΕ διατηρεί μεν τη δημόσια απεύθυνση αλλά χωρίς να την πιστεύει ιδιαίτερα και δεν μπαίνει καν στον κόπο να δει ότι η απεύθυνση προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ταυτόχρονα προς την Πλεύση Ελευθερίας, για παράδειγμα, είναι πολιτικά και προγραμματικά αλληλοαποκλειόμενες. Επαναλαμβάνεται έτσι, σε άλλη κλίμακα και σε πιο ήπια ασφαλώς εκδοχή, η πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ οργάνωνε τις συστημικές συμμαχίες με τα ΠΑΣΟΚικά στελέχη και τους καραμανλικούς, ενώ μετατόπιζε το πρόγραμμά του στον άξονα ενός ανέφικτου διπλού συμβιβασμού με την ελληνική άρχουσα τάξη και τον ιμπεριαλισμό (Ευρωζώνη-Ε.Ε. και ΗΠΑ), απευθυνόταν ταυτόχρονα, εντελώς προσχηματικά, στο… ΚΚΕ.

Όλα αυτά δεν απαλλάσσουν βέβαια τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τις δικές τους ευθύνες στο ζήτημα του αναγκαίου ενιαίου μετώπου, τις απαλλάσσουν όμως από πραγματικές πιέσεις στη βάση πραγματικών διακυβευμάτων και δυσκολεύουν τη ΛΑΕ να απευθυνθεί σε ένα μεγάλο τμήμα κινηματικού και ριζοσπαστικού δυναμικού της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς.

Το πρόγραμμα


Οι πολιτικές συμμαχίες είναι το εποικοδόμημα των κοινωνικών συμμαχιών. Το γεγονός ότι η ΛΑΕ μιλάει για συμμαχίες με «δημοκρατικές», «πατριωτικές» και “αντιμνημονιακές” δυνάμεις που δεν ανήκουν στην Αριστερά, είναι προϊόν της λογικής της για τις κοινωνικές συμμαχίες και για το πρόγραμμα, αλλά και της αντίληψης του «πατριωτικού αντιμπεριαλισμού». Στις κοινωνικές συμμαχίες, η ΛΑΕ εντάσσει τη μικρομεσαία αστική τάξη, στην οποία υπόσχεται σεισάχθεια, δηλαδή διαγραφή χρεών, προς το Δημόσιο και τις τράπεζες, αλλά και ένα γενναίο πρόγραμμα επιδοτήσεων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Η συμμαχία με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (σύμφωνα με τον ορισμό των επίσημων στατιστικών, επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 50 εργαζόμενους) ισοδυναμεί με συμμαχία με τον πλειοψηφικό κορμό της αστικής τάξης της Ελλάδας! Πρόκειται για αναβίωση του προγράμματος του ΚΚΕ της δεκαετίας του ’70, για την παράδοση του Κολιγιάννη και του Φλωράκη. Τότε ήταν η συμμαχία με την εθνική αστική τάξη, τώρα η συμμαχία με τη μικρομεσαία αστική τάξη. Και στις δύο περιπτώσεις, η κεντρική ιδέα είναι ότι οι κοινωνικές συμμαχίες στις οποίες θα στηριχτεί ένα σχέδιο αριστερό-πατρωτικό επεκτείνονται για να περιλάβουν και τμήματα της αστικής τάξης. Αυτά σήμερα λέγονται για την Ελλάδα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, όπου οι μισθωτοί αντιστοιχούν σε πάνω από 60% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και μαζί με τους αυτοαπασχολούμενος που ζουν χωρίς εκμετάλλευση εργασίας άλλων φτάνουν το 80%. Γιατί λοιπόν χρειάζεται να «προστεθεί» σε αυτό το ειδικό βάρος του 5 - 10% της μικρομεσαίας αστικής τάξης για να έχουν οι κοινωνικές συμμαχίες αποτελεσματικό εύρος;

Το πρόγραμμα της ΛΑΕ επαναλαμβάνει τον ίδιο τύπο αυταπατών που χαρακτήρισαν το πρόγραμμα και το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ: σε «πρώτο χρόνο», στο πρώτο στάδιο, δεν θα αμφισβητηθεί η οικονομική και πολιτική εξουσία της αστικής τάξης, αλλά θα ενεργοποιηθεί ένα σχέδιο φιλολαϊκής οικονομικής ανάπτυξης. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, μια τέτοια φιλολαϊκή ανάπτυξη θα λάμβανε χώρα εντός της Ευρωζώνης. Για τη ΛΑΕ θα έχει βασικό μοχλό τη δραχμή. Κεϊνσιανισμός εντός της Ευρωζώνης στην πρώτη περίπτωση, κεϊνσιανισμός της δραχμής στη δεύτερη. Έτσι, και το σχέδιο ρήξης με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. (και τον ιμπεριαλισμό συνολικά) είναι ένα σχέδιο ρεφορμιστικών αυταπατών. Η δραχμή σαν εργαλείο οικονομικής πολιτικής φετιχοποιείται και το σχέδιο της ρήξης παρουσιάζεται σαν μια πράξη ανάκτησης της οικονομικής ανεξαρτησίας που θα απογειώσει την οικονομική ανάπτυξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ διακήρυσσε την κατάργηση των μνημονίων εντός ευρώ, η ΛΑΕ διακηρύσσει μια ρήξη με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. της οποίας η διακύβευση θα είναι κυρίως οικονομική: το νόμισμα και το πλαίσιο οικονομικής ανάπτυξης. Αντί να προετοιμάζουμε τον κόσμο για το αυτονόητο γεγονός ότι η ρήξη με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. θα σημάνει πρώτα απ’ όλα μια άμεση διαδικασία πολιτικής σύγκρουσης ζωής ή θανάτου, στην οποία θα επιστρατευτούν όλα τα μέσα από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της Ευρωζώνης, της Ε.Ε. κ.λπ. αλλά και όλοι οι μηχανισμοί της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Επιπρόσθετα υποβαθμίζεται στο πολιτικό/εκλογικό πρόγραμμα ο ταξικός άξονας («Εμείς ή αυτοί», δηλαδή οι δυνάμεις της εργασίας ή οι δυνάμεις του κεφαλαίου), ενώ τα άμεσα μέτρα υπέρ των εργαζόμενων τάξεων διατυπώνονται γενικόλογα («στήριξη και ενίσχυση μισθών και συντάξεων» κ.λπ.). Όταν το βάρος πέφτει σε ένα σχέδιο «παραγωγικής ανασυγκρότησης» του καπιταλισμού με βασικό εργαλείο τη δραχμή και τη διαγραφή χρεών της μικρο-μεσαίας αστικής τάξης, την χρησιμοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων για να χρηματοδοτηθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τότε η ανάκτηση των απωλειών σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα, υγεία, παιδεία κ.λπ. επαφίεται στα αποτελέσματα υλοποίησης της παραγωγικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού και του «κεϊνσιανισμού της δραχμής». Ένα γενναίο, εμπροσθοβαρές πρόγραμμα ριζικής αναδιανομής υπέρ της εργασίας και εναντίον του κεφαλαίου, που θα στρατεύσει τις εργαζόμενες τάξεις στην πάλη για την ανατροπή και θα αρχίσει να αμφισβητεί από την «επόμενη μέρα» και όχι σε επόμενο «στάδιο» την οικονομική και πολιτική εξουσία της άρχουσας τάξης, ένα μεταβατικό πρόγραμμα όχι προς ένα καθεστώς φιλολαϊκής καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά προς το σοσιαλισμό, δεν είναι καθόλου καθαρό στη λογική του υπάρχοντος προγράμματος της ΛΑΕ.

Σε αυτό το πλαίσιο, και οι θέσεις για εθνικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων γίνονται «θολές» (ξαναεμφανίζονται διατυπώσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ: «επανάκτηση του δημόσιου χαρακτήρα και ελέγχου») και κυρίως πάσχουν από τεκμηρίωση: πώς θα γίνουν ώστε να μη μείνουν απλή προεκλογική διακήρυξη που την κρίσιμη ώρα θα διαπιστωθεί ότι δεν έχουν προετοιμαστεί τα μέσα για την υλοποίησή τους; Με ανάκτηση μετοχικών μεριδίων από την αγορά (μιας που θα κόβουμε όσες δραχμές θέλουμε); με εθνικοποίηση με συμφωνία με τους ιδιώτες ιδιοκτήτες για το ύψος της αποζημίωσης; Με εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση; Τα ίδια ερωτήματα ισχύουν και για τις τράπεζες. Αν εννοούμε το στόχο της εθνικοποίησης μεγάλων επιχειρήσεων και τομέων της οικονομίας, τότε αυτό μόνο με ένα μόνο τρόπο είναι ρεαλιστικό, αλλιώς θα μείνει γράμμα κενό: με «επιθετικά» μέτρα απαλλοτρίωσης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, κι όχι με αγορά μετοχικών μεριδίων από την αγορά ή με συμφωνίες κυρίων με τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες. Δεν είναι μαξιμαλισμός, είναι ωμός ρεαλισμός.

Επίλογος


Όλα τα προηγούμενα οδηγούν σε ένα βασικό συμπέρασμα: χρειαζόμαστε ένα αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα, με κεντρικό σημείο το απαιτούμενο “Μνημόνιο στο κεφάλαιο” που είναι αναγκαίο για να ανατραπεί η λιτότητα για τον κόσμο της εργασίας και να υπάρξει αναδιανομή του πλούτου. Χρειαζόμαστε μια Αριστερά που θα προετοιμάζει και θα προετοιμάζεται για τη ρήξη με το σύστημα. Χρειαζόμαστε την (ανα)συγκρότηση του ταξικού στρατοπέδου των δυνάμεων της εργασίας, που είναι συντριπτικά πλειοψηφικές στην κοινωνία αλλά κινηματικά και πολιτικά αδύναμες. Και, ύστερα από την οδυνηρή εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και της ήττας του 2015, δεν χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα νέων κεϋνσιανών αυταπατών.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένας ρεφορμισμός που γέρασε από τα γεννοφάσκια του. Στο πρόσωπό του πέθανε η Αριστερά της ευκολίας και του μέσου όρου, η Αριστερά που απέφευγε να συγκρουστεί πρακτικά και ιδεολογικά με τα ιερά και όσια του συστήματος. Από τα «εθνικά δίκαια» μέχρι τον «μνημονιακό μονόδρομο», από το ευρώ μέχρι τις ανίερες συμμαχίες ελέω κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Στο πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε επίσης η Αριστερά που αρνιόταν να ξεπεράσει τις αρχηγοκεντρικές και αντιδημοκρατικές μορφές που έχουν υιοθετήσει πλείστες οργανώσεις, ανεξαρτήτως ιδεολογικών αναφορών. Χρέος μας είναι να θάψουμε οριστικά όλες τις αγκυλώσεις που έχουν κληρονομηθεί στη σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά, πριν αυτές οδηγήσουν σε νέες ήττες, μάλιστα σε πιο αντίξοο περιβάλλον.


Λένε λοιπόν τα δύο στελέχη της ΛΑΕ ότι υπάρχει μια ασάφεια στις θέσεις του κόμματος.
Ότι ψαρεύει σε θολά νερά, μεταξύ ΑΝΤΑΡΣΥΑΣ και ΕΠΑΜ (ή ΠΛΕΥΣΗΣ).
Ότι εκκολάπτεται ένας δεύτερος ΣΥΡΙΖΑ.
Ότι η πρόταση της ΛΑΕ για μια εναλλακτική πολιτική, είναι ένα σχέδιο ρεφορμιστικών αυταπατών.

Και φυσικά έχουν δίκιο.

Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σκοτώσει το "αντιμνημόνιο". Πλέον η δημόσια περιουσία, όλοι οι μοχλοί ανάπτυξης της οικονομίας, βρίσκονται στα χέρια "επενδυτών".
Δεν είναι θεωρητικό αυτό, όπως ήταν την προηγούμενη τετραετία που μπορούσαμε να το ανατρέψουμε με μια άλλη κυβέρνηση η οποία θα αμφισβητούσε τη νομιμότητα του χρέους και των δανειακών συμβάσεων.
Σήμερα έχουν μπει (και μπαίνουν) "επενδυτές", έχουν βάλει τα όποια κεφάλαια έχουν βάλει και αυτό δεν υπάρχει τρόπος να αναιρεθεί χωρίς αποζημίωση. Διότι τα διεθνή δικαστήρια όπου θα προσφύγουν, συνήθως δικαιώνουν τους "επενδυτές" που απαιτούν πολλαπλάσια ποσά αποζημιώσεων (και δεν είμαστε σε θέση να διαθέσουμε).
 Τα διεθνή δικαστήρια, μπορεί να διαγράφουν μέρος από τα χρέη κάποιων κρατών υπό την απειλή της ολοκληρωτικής απώλειας χρημάτων για τους δανειστές. Είναι απίθανο όμως να δικαιώσουν κάποιο κράτος που θέλει να επανακρατικοποιήσει (χωρίς αποζημίωση) μια επιχείρηση που ανήκει σε "επενδυτή".

Το αστικό μας κράτος δεν έχει σήμερα στη διάθεση του κανένα εργαλείο χάραξης εθνικής οικονομικής πολιτικής. Συνεπώς τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία εφαρμόζουν και θα εφαρμόζουν το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που επιβάλλει το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε (προς το παρόν τουλάχιστον) να βγούμε από την Ευρωζώνη. Μπορούμε αλλά θα είναι (αναγκαστικά) το Grexit που μας πρότεινε ο Σόιμπλε. Θα είναι ένα διαζύγιο συναινετικό, αφού χωρίς ευρωπαϊκή βοήθεια δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Θα συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε τα νεοφιλελεύθερα προγράμματα και το μόνο που θα αλλάξει θα είναι το νόμισμα με κάποιο μικρό κούρεμα χρέους ενδεχομένως. Όμως αυτό το σενάριο θα ήταν πιο καταστροφικό από αυτό που ζούμε σήμερα (για τους λόγους που προανέφερα). Μπορεί να είχε κάποιο νόημα στις αρχές τις κρίσης. Σήμερα όχι.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η εφαρμογή μιας εναλλακτικής πολιτικής στη σημερινή Ελλάδα, που θα αμφισβητεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, περνά μέσα από την ανατροπή του αστικού κράτους. Ρεαλιστικά είναι ο μόνος τρόπος στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Το σενάριο του ήπιου καπιταλισμού (Κεϋνσιανισμού) έχει καεί για τους λόγους που προανέφερα.
Ακόμη κι αν επιτευχθεί ανατροπή του αστικού κράτους χωρίς επανάσταση (πράγμα τελείως απίθανο στα τωρινά δεδομένα), ποιο θα είναι το μέλλον ενός φτωχού απομονωμένου κράτους που θα πρέπει να κάνει -χωρίς χρήματα- εισαγωγές βασικών αγαθών για να επιβιώσει, αντιμετωπίζοντας προφανώς το διεθνές εμπάργκο, χωρίς κανέναν σύμμαχο, με εχθρικούς γείτονες κλπ.;

Σε αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχει απάντηση. Και αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική πρόταση, ούτε από αριστερά ούτε από δεξιά.


Και επανέρχομαι στους δύο φίλους που διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον.
Περιμένουν από τον κάθε Λαφαζάνη, και μάλιστα απαιτώντας ένα καθαρά αριστερό πρόγραμμα, όχι μόνο να πείσει αλλά να κυβερνήσει και τη χώρα; Είναι λίγο αστείο και να το σκεφτόμαστε..
Προφανώς ο στόχος του Λαφαζάνη είναι να μπει στη Βουλή, όχι να κυβερνήσει. Ούτε αυτό όμως δεν μπορεί να καταφέρει και γι αυτό ζητά συνεργασία με άλλες δυνάμεις.
Το εκλογικό πρόταγμα λοιπόν, οι συμμαχίες και το πρόγραμμα, επικεντρώνουν στο να πετύχει το κόμμα να μπει στη Βουλή. Δεν υπάρχει κάτι περισσότερο.
Άλλωστε αυτός δεν είναι ο στόχος και όλων όσων διαφοροποιούνται από τις κεντρικές θέσεις του κόμματος αλλά παραμένουν σε αυτό; Με ιδεολογική καθαρότητα πάντα.. 😜



ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ