Οι αγανακτισμένοι μάς μύριζαν, οι συλλαλητήριοι μάς ξίνισαν, ας μείνουμε μόνοι μας εμείς με μας που μας αρέσουμε. Τουτέστιν:
«Για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε». (Εθνικός ύμνος του ατομικισμού και της αυταρέσκειας).
- Μα τι λες; «Εμείς αδερφέ μου τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο» κι όχι για να τον χωρίζουμε, μάλιστα με στημένες πολώσεις καθώς αυτή η κυβέρνηση προσπαθεί και θα προσπαθεί όσον έχει (τη δοτή από τον κάθε Μοσκοβισί) εξουσία.
Έλεγε ο Τσίπρας: «θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν». Μια τέτοια λογική απαιτεί οπαδούς, συνεπάγεται διχαστικό (εν προκειμένω εμφυλιοπολεμικό) λόγο. Μάλιστα στον βωμό ενός άδειου πουκάμισου – διότι «ποιους θα τελειώσει ο Τσίπρας ή θα τον τελειώσουν»; τους άλλους μνημονιακούς;
Για τους αριστερούς, τους κομμουνιστές, όλους τους αγωνιστές λαϊκής κοπής, οι συγκεντρώσεις, τα συλλαλητήρια ήταν μια οιονεί Εκκλησία του Δήμου μέσα στην οποία θα μπορούσε να γίνει ζύμωση, να διακινηθούν ιδέες, να καλλιεργηθούν σχέσεις, να αποκρυσταλλωθούν αποτελέσματα. Σήμερα,
πολλοί από μας (και ως κόμματα και ως ομάδες και ως πρόσωπα) αντιμετωπίζουμε κάθε λαϊκή σύναξη που δεν ελέγχουμε υπό το κράτος του δόγματος «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Και έτσι για κάθε δυσπραγία δική μας εξυμνούμε τη δυσανεξία μας για τα χαρακτηριστικά των άλλων.
Πολλές φορές πολλά απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά του λαού δεν συμβαδίζουν με τις προσδοκίες που έχει ένας αριστερός για τον λαό. Όντως. Αλήθεια! – αλλά μια άγονη αλήθεια όσο μένει κανείς σε αυτήν τη διαπίστωση και πέραν τούτου ου.
Όμως, ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στα πρόσφατα γεγονότα για να δούμε αν τα χαρακτηριστικά που καταλογίζουμε ως αρνητικά στις πρόσφατες λαϊκές κινητοποιήσεις έχουν έτσι, κι αν έχουν, γιατί έχουν.
Εν πρώτοις οι Έλληνες, ο λαός, από το ξέσπασμα ήδη της κρίσης άρχισαν να κινητοποιούνται και να κάνουν ό,τι μπορούν. Αν το καλύτερο που κατάφεραν οι αγανακτισμένοι ήταν να στείλουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, αυτό δεν ήταν λίγο. Ήταν μια απόπειρα να αλλάξουν τα πράγματα, που πιθανόν θα ήταν βαθύτερη αν οι υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις δεν σνομπάριζαν τους αγανακτισμένους ή δεν τους έψεγαν ως έρμαια της Χρυσής Αυγής (χωρίς οι ίδιες να κάνουν τίποτα περί του αντιθέτου).
Όχι μόνον οι αγανακτισμένοι, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος έκαναν ό,τι μπορούσαν. Και στις εκλογές και στο δημοψήφισμα. Οι πολίτες αυτοί δεν ήξεραν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα προδώσει. Σήμερα οι χειρότεροι από μας, με ένα παράδοξο πρωθύστερο κατηγορούμε τον λαό για την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ! Κάθε λογικό σχόλιο παρέλκει. (Τα ιδεοληπτικά ας περισσεύουν).
Ξεχνάμε ότι οι Έλληνες σε αυτήν την ταραγμένη περίοδο έφθασαν να ψηφίσουν εν χορώ όλες τις εκδοχές της Αριστεράς σε ποσοστό πάνω απ’ το 50% – ποσοστό ιστορικό, που θα μπορούσε να έχει αποκτήσει ιστορική επίσης βαρύτητα και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη.
Σήμερα λοιπόν στα συλλαλητήρια περί το Μακεδονικό με μελαγχολία διαπιστώνουμε μια μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά (προς μια Δεξιά για την οποία αυτή η υπόθεση είναι το ίδιο δασύτριχη, όπως και για την Αριστερά που Γονάτισε).
Βεβαίως, για δημαγωγικούς λόγους η εν λόγω Δεξιά έστερξε να καπηλευθεί, να καπελώσει, να υιοθετήσει αυτά τα συλλαλητήρια, επωφελούμενη
και από το κενό της Αριστεράς. Για μιαν ακόμα φορά η εν δυνάμει Εκκλησία του Δήμου έμεινε ορφανή από τη συμμετοχή και την παρέμβαση της Αριστεράς. Οι παρουσίες του Μίκη ή του κ. Κασιμάτη δεν μπόρεσαν να καλύψουν αυτό το κενό, πόσω μάλλον που από μεγάλο μέρος των αριστερών άκουσαν και οι ίδιοι τα εξ αμάξης.
Το ερώτημα για εμάς τους αριστερούς όλων των ρευμάτων θα έπρεπε να είναι (και για πολλούς είναι) το γιατί το εκλογικό σώμα (το ίδιο που ψήφισε Αριστερά τουλάχιστον κατά το ήμισυ) γλιστράει τώρα προς τα δεξιά. Η απογοήτευση που ένιωσε
από τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι η προφανής απάντηση. Όμως το γεγονός ότι ένα μέρος του εκλογικού σώματος δεν κινείται αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ, επαναθέτει το ερώτημα.
Σε αυτήν την περίπτωση ένας κατευχαριστημένος αριστεριστής θα έλεγε ότι δεν πρέπει να κολακεύουμε τα κουσούρια αυτού του λαού για να τον πάρουμε με το μέρος μας! Ποια είναι όμως αυτά τα κουσούρια; η αγάπη για την πατρίδα; Η διαίσθηση ότι ο εθνικισμός των δίπλα σε συνδυασμό με τον ιμπεριαλισμό των άνω βρωμάνε πόλεμο και αίμα; Ή μήπως είναι κουσούρι η θλίψη των Ελλήνων για το λεηλατημένο αυτεξούσιο και το καθεστώς κατοχής που τους ταλανίζουν;
Θα πουν κάποιοι ότι οι Έλληνες είναι Ορθόδοξοι, ότι (αφού τους ξεσκίσαμε τα σχολεία) αντιλαμβάνονται την ιστορία τους ως έναν εθνικό μύθο, ότι η αρχοντιά του λαϊκού πολιτισμού (έχει σκυλευθεί και συνεπώς) έχει σκυλέψει – μπάστα! έχετε δίκιο! Όπως έλεγε και ο Μπρεχτ στους γραφειοκράτες της εποχής του, «αν δεν σας αρέσει αυτός ο λαός, να τον αλλάξουμε».
Η αλήθεια είναι ότι μέσα στο καθεστώς της οικονομικής δικτατορίας που ζει ο λαός, έχει χάσει την αυτοπεποίθησή του. Παραζαλισμένοι πολλοί καταφεύγουμε στη μεταφυσική του πολιτισμού μας. Το παράδοξο είναι ότι εκείνοι που θα έπρεπε να παρωθούν τον λαό στα όπλα του πολιτισμού του, είναι οι ίδιοι που εν πολλοίς τον αφοπλίζουν. Δεξιά πάει ο λαός, γιατί ο γιαλός είναι στραβός. Εμείς μια χαρά αρμενίζουμε, σύντροφοι…
Τά Πρασσεινάλογα!... του Στάθη