Μετά από την εκλογή του Εμμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία πολλοί, συμπεριλαμβανομένου εμού, υποστηρίξαμε πως αυτή σηματοδότησε την αναγέννηση του γαλλογερμανικού άξονα, μια ανανεωμένη ώθηση για την ευρωπαϊκή διαδικασία οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης από πάνω προς τα κάτω - κάτι που οι περισσότεροι σχολιαστές και πολιτικοί όντας προσκολλημένοι στο Ευρωπαϊστικό αφήγημα είδαν ως μία αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη.
Μεταξύ των φερόμενων ως αναμενόμενων εδώ και πολύ καιρό μεταρρυθμίσεων που ειπώθηκε πως είναι στο τραπέζι ήταν η δημιουργία μιας ψευδο-“δημοσιονομικής ένωσης” υποστηριζόμενης από έναν πενιχρό “ευρωπροϋπολογισμό”, μαζί με τη θεσμοθέτηση ενός “ευρωπαϊκού υπουργού οικονομικών,” βασικά σημεία του σχεδίου Μακρόν για τον “επαναπροσδιορισμό της ΕΕ” - πρόταση που εγείρει μια σειρά από πολύ ανησυχητικά ζητήματα τόσο από πολιτική όσο και από οικονομική άποψη, ζητήματα στα οποία έχω αναφερθεί αλλού εις μακρόν .
Ωστόσο, η (αδικαιολόγητη) αισιοδοξία των οπαδών της ολοκλήρωσης ήταν βραχύβια. Τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών, τα οποία είδαν την άνοδο δύο κομμάτων που μαίνονται λυσσαλέα κατά της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, του δεξιού FDP και του ακροδεξιού AfD• η κατάρρευση των συνομιλιών μεταξύ του CDU της Μέρκελ, του FDP και των Πρασίνων που κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει μια προσωρινή κυβέρνηση για εβδομάδες αν όχι για μήνες, και που ενδεχομένως να σημάνει νέες εκλογές (τα αποτελέσματα των οποίων οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν πως θα είναι περίπου τα ίδια μ’ αυτά του Σεπτεμβρίου)• και η αυξανόμενη ανησυχία στη Γερμανία ως προς τη δεκαετή κυριαρχία της συνεταίρου του Μακρόν στις μεταρρυθμίσεις, της Άνγκελα Μέρκελ, σημαίνει ότι οποιαδήποτε σχέδια που η Μέρκελ και ο Μακρόν ενδεχομένως έχουν σκιτσάρει πίσω από τις κουρτίνες για την περαιτέρω ενσωμάτωση των πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι τώρα εντελώς πεθαμένα.
Στο σημείο αυτό, η πιο πιθανή πορεία της γερμανικής κυβέρνησης όσον αφορά την ευρωπαϊκή πολιτική - αυτή που έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει τη στήριξη των κομμάτων όλων των παρατάξεων, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των συνομιλιών συνασπισμού (ή νέων εκλογών) - είναι η «μινιμαλιστική», η οποία εγκαινιάστηκε από τον διαβόητο πρώην πλέον υπουργό Οικονομικών της χώρας, Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε σε ένα [1] «non paper» που δημοσιεύθηκε λίγο πριν από την παραίτησή του.
Ο κεντρικός πυλώνας της πρότασης του Schäuble - εμμονή του από πολύ παλιά - συνίσταται στο να δοθεί στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) -ο οποίος θα γίνει ένα «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο»- η εξουσία παρακολούθησης (και ιδανικά απαίτησης εφαρμογής) της συμμόρφωσης με το δημοσιονομικό σύμφωνο. Αυτό αντικατοπτρίζει τα προηγούμενα αιτήματα του Schäuble για την θεσμοθέτηση Ευρωπαίου Επιτρόπου Προϋπολογισμού με την εξουσία να απορρίπτει τους εθνικούς προϋπολογισμούς - ενός υπερεθνικού δημοσιονομικού επιτηρητή.
Ο στόχος είναι εξαιρετικά σαφής: να καταβαραθρωθεί ότι έχει απομείνει από την εθνική κυριαρχία και αυτονομία των κρατών, ιδίως στον τομέα της φορολογικής πολιτικής, και να διευκολυνθεί η επιβολή νεοφιλελεύθερων “διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” -ελαστικοποίηση των αγορών εργασίας, μείωση των δικαιωμάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων κ.λπ. στις χώρες που είναι απρόθυμες .
Αποβλέποντας σ’ αυτό το σκοπό, οι γερμανικές αρχές επιθυμούν να εξαρτήσουν μέχρι και τις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Συνοχής από την εφαρμογή τέτοιων μεταρρυθμίσεων, σφίγγοντας τις υφιστάμενες ρυθμίσεις ακόμη περισσότερο. Επιπροσθέτως, όπως σημειώνει ο Simon Wren-Lewis, η σύγκρουση συμφερόντων που θα απορρέει από την ύπαρξη ενός μοναδικού θεσμού στην ευρωζώνη υπεύθυνου για το δανεισμό μοιραία θα καταλήξει να υποστηρίζει από προκατάληψη την επιβολή αυστηρών πολιτικών λιτότητας στην όποια ανακάμπτουσα χώρα.
Μέχρι πρόσφατα η υλοποίηση αυτών το προτάσεων έχει αποτύχει λόγω, ανάμεσα στα άλλα, της αντίθεσης της Γαλλίας σε περαιτέρω ξεκάθαρης συρρίκνωσης της εθνικής κυριαρχίας στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής. Ωστόσο, ο Μακρόν απορρίπτει σθεναρά την παραδοσιακά κυρίαρχη γαλλική στάση, αγκαλιάζοντας αντ’ αυτού αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “ευρωπαϊκή κυριαρχία,” μετατρεπόμενος έτσι σε έναν τέλειο σύμμαχο για τα σχέδια της Γερμανίας.
Μια άλλη πρόταση προς την ίδια κατεύθυνση είναι το σχέδιο του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνώμων να περιορίσει των αριθμό κρατικών ομολόγων που κατέχουν οι (ΣτΜ εθνικές) τράπεζες. Αποσκοπώντας κατά τα φαινόμενα στο να “διαρρήξει τη σχέση μεταξύ τραπεζών και κυβέρνησης” και “στην εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους” απαιτεί α) να μην ισχύει η εξαίρεση των κρατικών ομολόγων από στάθμιση ρίσκου, που ουσιαστικά σημαίνει πως πλέον τα κρατικά ομόλογα δεν θα θεωρούνται περιουσιακά στοιχεία απαλλαγμένα ρίσκου (όπως είναι σήμερα βάσει των κανόνων που θεσπίστηκαν στη Βασιλεία).
Αντ’ αυτού θα σταθμίζονται στη βάση του “κινδύνου δημόσιας χρεοκοπίας” της εν λόγω χώρας (όπως καθορίζεται από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας) β) την επιβολή μιας οροφής στην έκθεση των τραπεζών στα σταθμισμένα κρατικά ομόλογα και γ) την καθιέρωση ενός αυτόματου “μηχανισμού κρατικής αφερεγγυότητας” που ουσιαστικά θα επεκτείνει στα κράτη τον κανόνα bail-in που θεσπίστηκε για τις τράπεζες με την τραπεζική ένωση, που σημαίνει πως αν μια χώρα χρειαστεί αρωγή από τον ESM για οποιονδήποτε λόγο, θα είναι υποχρεωμένη να επιμηκύνει την ωρίμανση των κρατικών ομολόγων της (μειώνοντας την αγοραστική τους αξία και προκαλώντας σημαντικότατες απώλειες στους ομολογιούχους) και, εφόσον είναι απαραίτητο, να επιβάλει “κούρεμα” ονομαστικής αξίας στους τίτλους ιδιωτών πιστωτών.
Όπως σημείωσε ο Γερμανός οικονομολόγος Peter Bofinger, ο μόνος εκ του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων που ψήφισε εναντίον του σχεδίου διάσωσης κυρίαρχων κρατών, αυτό θα προκαλούσε σχεδόν βέβαια μια κρίση κρατικού χρέους όμοια με αυτήν του 2012, καθώς οι αποδόσεις των ομολόγων των κρατών της περιφέρειας είναι αναμενόμενο να αυξηθούν ταχύτατα σε επίπεδα μη βιώσιμα, καθιστώντας όλο και δυσκολότερη για τις κυβερνήσεις την ανακύκλωση του χρέους τους σε λογικές τιμές, αναγκάζοντας τις έτσι να στραφούν τελικά στον ESM για βοήθεια, πράγμα που θα συνεπαγόταν ακόμη μεγαλύτερες απώλειες για τις τράπεζές τους, και μια ακόμη μεγαλύτερη δόση λιτότητας.
Αυτό θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με μια επιστροφή στο προ του 2012 status quo, όπου οι κυβερνήσεις θα είναι για μία ακόμη φορά εκτεθειμένες στην “πειθαρχία” των αγορών, ειδικά δε στο πλαίσιο μιας πιθανής μείωσης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Ο στόχος αυτής της πρότασης είναι ο ίδιος μ’ αυτόν του “Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου” του Σόϊμπλε: να υποχρεώσει τα κράτη να εφαρμόσουν μόνιμη λιτότητα.
Βέβαια, η εθνική κυριαρχία σε ένα πλήθος τομέων -προπαντός αυτόν της δημοσιονομικής πολιτικής- έχει ήδη υποβαθμιστεί από το πολύπλοκο σύστημα νέων νόμων, κανόνων και συμφωνιών που θεσπίστηκαν τα τελευταία χρόνια, που περιλαμβάνουν αλλά δεν είναι μόνο, το εξαπλό πακέτο, το διπλό πακέτο, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και η Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών (MIP).
Ως αποτέλεσμα αυτού του νέου συστήματος Ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης που ακολούθησε τη συμφωνία του Μάαστριχτ, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέστη ουσιαστικά μιά κυρίαρχη δύναμη, με την εξουσία να επιβάλλει δημοσιονομικούς κανόνες και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στα κράτη μέλη εκτός δημοκρατικών διαδικασιών και χωρίς δημοκρατικό έλεγχο.
Ο ενσωματωμένος φαινομενικός συνταγματισμός της ΕΕ και το έμφυτο (διαρθρωτικό) δημοκρατικό της έλλειμα έχουν εξελιχθεί έτσι σε μια ακόμη πιο αντιδημοκρατική μορφή “αυταρχικού συνταγματισμού” ο οποίος πλέον αποποιείται μέχρι και εδραιωμένα στοιχεία της δημοκρατίας, οδηγώντας ορισμένους παρατηρητές να υποδείξουν ότι η ΕΕ μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ένα μετα-δημοκρατικό πρωτότυπο, ακόμη και σε μια πρωτο-δικτατορική δομή διακυβέρνησης ενάντια στην εθνική κυριαρχία και τις δημοκρατίες.
Για να δώσω ένα παράδειγμα, με τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Εξάμηνου, του βασικού εργαλείου οικονομικής καθοδήγησης και παρακολούθησης της ΕΕ, ένας τομέας που υπήρξε ιστορικά προπύργιο εθνικής κυριαρχίας -αυτός των συντάξεων των ηλικιωμένων- έχει πλέον τεθεί και αυτός υπό υπερεθνική επίβλεψη. Είναι πλέον αναμενόμενο από τις χώρες μέλη (υπό την απειλή κυρώσεων εάν δεν το κάνουν) να α) αυξήσουν την ηλικία συνταξιοδότησης και να τη συνδέσουν με το προσδόκιμο ζωής β) μειώσουν προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης, να βελτιώσουν τις πιθανότητες απασχόλησης των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων και να προωθήσουν τη δια βίου μάθηση γ) υποστηρίξουν συμπληρωματική ιδιωτική αποταμίευση με στόχο την προσαύξηση του συνταξιοδοτικού εισοδήματος και δ) αποφεύγεται η λήψη συνταξιοδοτικών μέτρων που να υπονομεύουν τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών και την επάρκειά τους στο μέλλον.
Αυτό έχει οδηγήσει στην εισαγωγή σε διάφορες χώρες μιας σειράς αυτόματων σταθεροποιητικών μηχανισμών (ΑΣΜ) των συνταξιοδοτικών συστημάτων, τα οποία αλλάζουν τα δεδομένα ώστε τα εισοδήματα και οι εισφορές να προσαρμόζονται αυτόματα σε δυσμενείς οικονομικές και δημογραφικές συνθήκες, χωρίς την άμεση διαμεσολάβηση των πολιτικών. Αντίστοιχους “μηχανισμούς αυτόματης διόρθωσης” θα βρει κανείς και στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο.
Σαφέστατα ο στόχος όλων αυτών των “αυτόματων μηχανισμών” είναι να αναθέσει την οικονομία στον “αυτόματο πιλότο,” αφαιρώντας έτσι οποιοδήποτε στοιχείο δημοκρατικού διαλόγου ή/και λήψης αποφάσεων, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Αυτές οι αλλαγές έχουν ήδη μεταμορφώσει τα ευρωπαϊκά κράτη στην καλύτερη περίπτωση σε “μισο-κυρίαρχες” οντότητες.
Παρά τις κούφιες προτροπές διαφόρων ευρωπαίων αξιωματούχων για παραίτηση από ακόμη περισσότερες εθνικές κυριαρχίες η οποία να συμβαδίσει με έναν αυξανόμενο “εκδημοκρατισμό” της ευρωζώνης, οι μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται τη στιγμή αυτή στο τραπέζι μπορούν, στην πραγματικότητα, να θεωρηθούν ως το τελευταίο στάδιο ενός πολέμου τριάντα χρόνων ενάντια στη δημοκρατία και την εθνική κυριαρχία, πολέμου που διεξάγουν οι ευρωπαϊκές ελίτ και ο οποίος αποσκοπεί στον περιορισμό της δυνατότητας των λαϊκών-δημοκρατικών δυνάμεων να επηρεάσουν την οικονομική πολιτική, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών οι οποίες θα ήσαν διαφορετικά πολιτικά ανέφικτες.
Υπ’ αυτή την έννοια, η διαδικασία της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης θα πρέπει να θεωρηθεί σε μεγάλο βαθμό ως ένα ταξικό κι εγγενώς νεοφιλελεύθερο πρότζεκτ, το οποίο και επιδιώκουν τόσο το εθνικό όσο και το υπερεθνικό κεφάλαιο. Ωστόσο, προκειμένου να κατανοήσουμε τις διαδικασίες αναδιάταξης που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Ευρώπη, θα πρέπει να υπερβούμε την απλουστευτική διχοτόμηση κεφαλαίου/εργασίας η οποία αποτελεί τη βάση πολλών κριτικών αναλύσεων της ΕΕ και της ευρωζώνης, αναλύσεων οι οποίες θεωρούν τις πολιτικές της ΕΕ/ΟΝΕ ως έκφραση μιας ενιαίας και συνεκτικής υπερκρατικής (μετα-εθνικής) ευρωπαϊκής τάξης.
Η διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο μέσα από τον φακό των γεωπολιτικών-οικονομικών εντάσεων και συγκρούσεων μεταξύ των ηγετικών καπιταλιστικών κρατών και περιφερειακών μπλοκ, και τα συγκρουόμενα συμφέροντα ανάμεσα στις καπιταλιστικές/βιομηχανικές δυνάμεις που εδρεύουν στα κράτη αυτά, και οι οποίες ανέκαθεν χαρακτήριζαν την ευρωπαϊκή οικονομία.
Δεν είναι μυστικό ότι η Γερμανία είναι σήμερα η ηγέτιδα οικονομική και πολιτική δύναμη στην Ευρώπη, όπως δεν είναι μυστικό ότι τίποτα δεν πραγματοποιείται στην Ευρώπη χωρίς την έγκρισή της. Για την ακρίβεια, απαντά κανείς αρκετά συχνά αναφορές στη “νέα γερμανική αυτοκρατορία.” Μερικά χρόνια πριν ένα αμφιλεγόμενο αφιέρωμα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel έφτασε μέχρι του σημείου να μιλήσει ακόμη και για την άνοδο του “Τέταρτου Ράϊχ.”
“Αυτό μπορεί να ακούγεται παράλογο δεδομένου πως η Γερμανία του σήμερα είναι μια πετυχημένη δημοκρατία χωρίς κανένα ίχνος εθνικοσοσιαλισμού - και του ότι κανείς δεν θα συνέδεε σήμερα τη Μέρκελ με τον Ναζισμό. Όμως περαιτέρω σκέψεις ως προς την έννοια της λέξης “Ράϊχ”, ή αυτοκρατορίας, μπορεί να μην είναι εντελώς εκτός τόπου. Ο όρος αναφέρεται σε κυριαρχία, με μια κεντρική δύναμη να έχει υπό τον έλεγχό της πολλούς διαφορετικούς λαούς. Βασιζόμενος στον ορισμό αυτό θα ήταν λάθος λοιπόν να μιλάει κανείς περί ενός γερμανικού οικονομικού ράϊχ;
Πιο πρόσφατα ένα άρθρο στο Poltico -του οποίου συνιδιοκτήτης είναι το μεγαθήριο των γερμανικών ΜΜΕ Alex Springer AG- εξηγούσε με ειλικρίνεια γιατί η Ελλάδα είναι de facto μια γερμανική αποικία. Έκανε δε την παρατήρηση πως παρά τις παρακλήσεις του Τσίπρα για ελάφρυνση του χρέους, ο Έλληνας ηγέτης δεν έχει παρά μονάχα μια επιλογή, να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των “αποικιακών κυρίων” του, δηλαδή των Γερμανών.
Αυτό οφείλεται στο ότι το δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο -ένα πειθαρχικό εργαλείο- προκειμένου οι κυβερνήσεις να ωθούνται στη θέσπιση κοινωνικά επιβλαβών πολιτικών (και να κάνουν τους πολίτες να αποδεχτούν αυτές τις πολιτικές παρουσιάζοντάς τες ως αναπόφευκτες), κάτι το οποίο εξηγεί γιατί η Γερμανία εξακολουθεί να αρνείται να εξετάσει σοβαρά την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους υπό οποιανδήποτε μορφή, παρά τις πλείστες δεσμεύσεις και υποσχέσεις τα τελευταία έτη. Το χρέος είναι η αλυσίδα που εγγυάται πως η Ελλάδα (και άλλα κράτη μέλη) ακολουθούν πιστά το βηματισμό.
Αν και η εξουσία που ασκούν οι αποικιοκράτες αναγνωρίζεται πλέον ανοικτά από τον mainstream τύπο, είναι ωστόσο αρκετά σύνηθες να αποδίδεται η δεσπόζουσα θέση της Γερμανίας σε ένα ατύχημα της ιστορίας: σύμφωνα μ’ αυτή την αφήγηση βρισκόμαστε μπροστά σε μια “αυτοκρατορία κατά τύχη” η οποία δεν είναι αποτέλεσμα ενός ευρύτερου σχεδίου παρά μιας που προέκυψε από τη συγκυρία -ίσως δε και ενάντια στις επιθυμίες της Γερμανίας- ως αποτέλεσμα των σχεδιαστικών σφαλμάτων του ευρώ, τα οποία έχουν επιτρέψει στη Γερμανία και τους δορυφόρους της να ακολουθήσουν μια νεο-μερκαντιλιστική στρατηγική, και ως εκ τούτου να συσσωρεύσουν ένα τεράστιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών.
Τώρα είναι ξεκάθαρο γεγονός ότι ο σχεδιασμός του ευρώ -ο οποίος επηρεάστηκε τα μάλα από τη Γερμανία- αναπόφευκτα ωφελεί περισσότερο τις οικονομίες της Ευρώπης που στηρίζονται στις εξαγωγές, όπως η Γερμανία, παρά τις πιο εσωστρεφείς που στηρίζονται στην εσωτερική ζήτηση, όπως αυτές του ευρωπαϊκού νότου. Ωστόσο, αρκετά στοιχεία υπάρχουν τα οποία υποστηρίζουν το επιχείρημα πως η Γερμανία όχι μόνο δεν σκόνταψε τυχαία στην ευρωπαϊκή κυριαρχία, αλλά έχει αντιθέτως ακολουθήσει ενεργά και με συνείδηση μια επεκτατική και ιμπεριαλιστική στρατηγική στην Ευρωπαϊκή Ένωση κάνοντας άρτια χρήση της ένωσης εδώ και δεκαετίες.
Ακόμη κι αν περιορίσουμε την ανάλυση στις πολιτικές της Γερμανίας που ακολούθησαν την κρίση (παρότι πολλά μπορούν να ειπωθούν για τις πολιτικές τις Γερμανίας μετά την ενοποίηση και την συνεπακόλουθη μεταφορά της παραγωγής στην ανατολική Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 80), θα ήταν αφελέστατο να απέδιδε κανείς την γερμανική ακαμψία -ως προς τη λιτότητα για παράδειγμα- ως μια απλή περίπτωση ιδεολογικού πείσματος λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό στον οποίο αυτές οι πολιτικές έχουν ωφελήσει τη Γερμανία, και σ’ έναν μικρότερο βαθμό τη Γαλλία.
Η Γερμανία και η Γαλλία υπήρξαν οι κύριοι ωφελούμενοι των bailouts των χωρών της περιφέρειας, το οποία ουσιαστικά ήταν συγκαλυμμένα bailouts των γερμανικών (και γαλλικών) τραπεζών, εφόσον τα περισσότερα κεφάλαια διοχετεύθηκαν πίσω στις τράπεζες των πιστωτριών χωρών, οι οποίες και ήταν βαρύτατα εκτεθειμένες στις τράπεζες (και σε μικρότερο βαθμό τις κυβερνήσεις) των χωρών της περιφέρειας. Η γερμανική πολιτική, όπως έγραψε η Helen Thompson, σχεδόν αποκλειστικά “εξυπηρέτησε τα συμφέροντα των γερμανικών τραπεζών.”
Αυτό είναι ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα του πως η γερμανικές πολιτικές (και γενικότερα αυτές της ΕΕ), ενώ είναι κατ’ όνομα ορντολίμπεραλ -δηλαδή βασίζονται στην κατά το δυνατόν ελάχιστη κυβερνητική ανάμειξη κι ένα αυστηρό καθεστώς βασισμένο στους κανόνες- είναι στην πραγματικότητα θεμελιωμένες σε ευρύτατες κρατικές παρεμβάσεις για λογαριασμό του γερμανικού κεφαλαίου, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Όπως παρατηρεί ο Andy Storey, η γερμανική κυβέρνηση καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης όχι μόνο έδειξε μια φανερή αδιαφορία προς την ορντολίμπεραλ αρχή της μη επέμβασης του κρατικού μηχανισμού στην αγορά, συμμετέχοντας σε, αλλά και περιθάλποντας, προγράμματα διάσωσης τα οποία κυρίως απάλλαξαν τις γερμανικές τράπεζες από τις ευθύνη του απερίσκεπτου δανεισμού της Ελλάδας κι άλλων χωρών• οι γερμανικές αρχές φαίνονται πρόθυμες να αποδεχτούν -ή και να ενθαρρύνουν- την “άσκηση απεριόριστης εκτελεστικής εξουσίας και την λίγο ως πολύ ολοκληρωτική εγκατάλειψη αυστηρών πλαισίων βασισμένων σε κανόνες - εδώ ο Storey αναφέρεται συγκεκριμένα στη χρήση του μονοπωλίου έκδοσης χρήματος εκ μέρους της ΕΚΤ ώστε να εξαναγκάσει τα κράτη μέλη να ακολουθούν τις ταγές της - “ώστε να διατηρηθεί η κερδοφορία των γερμανικών τραπεζών, η γερμανική κυριαρχία επί της ευρωζώνης, ακόμη κι αυτή καθαυτή η επιβίωση της ευρωζώνης.”
Η Γερμανία (και η Γαλλία) είναι επίσης οι κυρίως ωφελούμενοι από τη συνεχιζόμενη “κινεζοποίηση”* των περιφερειακών χωρών -που συχνά επιδεινώνεται από τις ιδιωτικοποιήσεις [5]- κάτι που έχει επιτρέψει σε γερμανικές και γαλλικές επιχειρήσεις να απορροφήσουν έναν τεράστιο αριθμό επιχειρήσεων (ή ποσοστά αυτών) στις χώρες της περιφέρειας, συχνά σε τιμές ευκαιρίας. Μία τέτοια περίπτωση που δημοσιεύθηκε ευρέως είναι αυτή των δεκατεσσάρων ελληνικών περιφερειακών αεροδρομίων που ανέλαβε ο γερμανικός φορέας εκμετάλλευσης αεροδρομίων Fraport [6].
Η εταιρική επέλαση της Γαλλίας στην Ιταλία είναι ένα ακόμη απτό παράδειγμα: τα τελευταία πέντε έτη οι γαλλικές εταιρείες πραγματοποίησαν 177 ιταλικές εξαγορές συνολικής αξίας 41.8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έξι φορές παραπάνω από τις ιταλικές εξαγορές γαλλικών επιχειρήσεων κατά την ίδια περίοδο. Αυτό οδηγεί σε έναν αυξανόμενο “συγκεντρωτισμό” [7] του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μία σταδιακή συγκέντρωση κεφαλαίου και παραγωγής στη Γερμανία και άλλες χώρες του πυρήνα - και γενικότερα μιας σχέσης μεταξύ των ισχυρών και ασθενών χωρών της ένωσης που χαρακτηρίζεται από διαρκώς αυξανόμενη ανισορροπία.
Οι μετασχηματισμοί αυτοί δεν μπορούν περιγραφούν απλώς ως διαδικασίες άνευ αντικειμένου: ενώ υπάρχουν χωρίς αμφιβολία διαρθρωτικά αίτια - ήταν μοιραίο η μείωση δασμών και των εμποδίων που επέφερε η νομισματική ένωση να ωφέλησε περισσότερο τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες κλίμακας όπως η Γερμανία και η Γαλλία- θα πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι υφίστανται κέντρα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας που καθοδηγούν ενεργά και διαμορφώνουν αυτές τις ιμπεριαλιστικές διαδικασίες, οι οποίες και πρέπει να ιδωθούν μέσα από το φακό της άλυτης δια-καπιταλιστικής πάλης μεταξύ του κεφαλαίου του πυρήνα κι αυτού της περιφέρειας.
Από αυτή τη σκοπιά, το χάσμα που ανακύπτει συχνά στον ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο μεταξύ ευρωπαϊσμού και εθνικισμού είναι βαθύτατα λανθασμένο. Στην πραγματικότητα αυτά τα δύο συμβαδίζουν. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Γερμανίας ο Ευρωπαϊσμός εφοδίασε τη χώρα με το τέλειο άλλοθι ώστε να αποκρύψει τα ηγεμονικά της σχέδια πίσω από το ιδεολογικό βέλο της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.” Κατά ειρωνικό τρόπο, η Ευρωπαϊκή Ένωση -η οποία φέρεται να δημιουργήθηκε ως ένα αντίδοτο στους φαύλους εθνικισμούς του εικοστού αιώνα- υπήρξε το εργαλείο μέσω του οποίου η Γερμανία έχει καταφέρει να επιφέρει τη “νέα ευρωπαϊκή τάξη” περί της οποίας θεωρητικολογούσαν οι ιδεολόγοι Ναζί στις δεκαετίες του 30 και 40.
Εν ολίγοις, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει όντως να ιδωθεί ως ένα υπερκρατικό καπιταλιστικό εγχείρημα, αλλά ένα το οποίο υπόκειται σε μία ευκρινή κρατική ιεραρχία εξουσίας, με τη Γερμανία στη δεσπόζουσα θέση. Υπό αυτή την έννοια, οι εθνικές ελίτ των χωρών της περιφέρειας που υποστήριξαν τα ηγεμονικά σχέδια της Γερμανίας (κι εξακολουθούν να το κάνουν, πάνω απ’ όλα υποστηρίζοντας την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση) μπορούν να συγκριθούν με την comprador-bourgeoisie [8] του παλιού αποικιοκρατικού συστήματος - τμήματα της ελίτ και της μεσαίας τάξης συμπαραταγμένα με τα ξένα συμφέροντα με αντάλλαγμα έναν κατώτερο ρόλο εντός της κυρίαρχης ιεραρχίας της εξουσίας.
Βλέποντάς το κανείς απ’ αυτή την σκοπιά, η πιθανότατη αναβίωση του γαλλογερμανικού άξονα είναι μια πολύ ανησυχητική εξέλιξη, δεδομένου ότι σηματοδοτεί την εδραίωση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού μπλοκ υπό την ηγεσία της Γερμανίας - και την περαιτέρω γερμανοποίηση της ηπείρου [9]. Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ανεξάρτητα από τις τεράστιες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην παγκόσμια πολιτική οικονομία - συγκεκριμένα την οργανική κρίση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία οδηγεί στην αύξηση των εντάσεων μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του διεθνούς κεφαλαίου, κυρίως δε μεταξύ των ΗΠΑ και της Γερμανίας.
Οι επανειλημμένες επικρίσεις του Τράμπ κατά της γερμανικής μερκαντιλιστικής πολιτικής της φτωχοποίησης του γείτονα [10] πρέπει να γίνουν κατανοητές υπό αυτό το φως. Το ίδιο ισχύει και για την πρόσφατη δήλωση της Άγκελα Μέρκελ -που την διατυμπάνισαν τα μεγάλα ΜΜΕ- για μία δυνατή Ευρώπη που να αποτελέσει φρένο στη μονομερή προσέγγιση του Τράμπ. Ο στόχος της Μέρκελ δεν είναι βέβαια να καταστήσει την “Ευρώπη” ισχυρότερη, αλλά να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση της Γερμανίας έναντι των άλλων παγκοσμίων δυνάμεων (ΗΠΑ αλλά και Κίνας), μέσω της εδραίωσης του γερμανικού ελέγχου επί της ευρωπαϊκής οικονομίας, στα πλαίσια της εντατικοποίησης του παγκόσμιου ανταγωνισμού του κεφαλαίου.
Αυτό τώρα έχει γίνει επιτακτική ανάγκη για τη Γερμανία, ειδικά αφού ο Τράμπ τόλμησε να αμφισβητήσει ανοιχτά την αυτοεκπληρούμενη ιδεολογία που υποστηρίζει τον γερμανικό μερκαντιλισμό -μια ιδιάζουσα μορφή οικονομικού εθνικισμού την οποία ο Hans Kudnani έχει χαρακτηρίσει ως ‘Exportnationalismus’, θεμελιωμένη στην πεποίθηση ότι το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας είναι το αποτέλεσμα αποκλειστικά της γερμανικής παραγωγικής αριστείας (Modell Deutschland) και όχι, στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα αθέμιτων εμπορικών πρακτικών [10].
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Γερμανία, εάν επιθυμεί να διατηρήσει την ηγεμονική της θέση στην ήπειρο, πρέπει να έρθει σε ρήξη με τις ΗΠΑ και να στρίψει σφιχτά τα μπουλόνια του ευρωπαϊκού εργοταξίου. Για το σκοπό αυτό πρέπει να πάρει υπό τον έλεγχό της τον πλέον πολυπόθητο θεσμό όλων - αυτόν της ΕΚΤ - που μέχρι στιγμής ουδέποτε ήταν υπό άμεσο γερμανικό έλεγχο (αν και η Bundesbank ασκεί σημαντική επιρροή σ' αυτήν όπως είναι γνωστό). Πράγματι, πολλοί σχολιαστές αναγνωρίζουν ανοιχτά ότι η Μέρκελ έχει τώρα στη ματιά της την προεδρία της ΕΚΤ. Αυτό θα παρέδιδε κατ' ουσίαν στη Γερμανία το τιμόνι της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής.
Ακόμη δε πιο ανησυχητικά, η Γερμανία δεν επιδιώκει απλώς να διευρύνει τον οικονομικό της έλεγχο επί της ευρωπαϊκής ηπείρου• κάνει επίσης κινήσεις για διευρυμένη ευρωπαϊκή στρατιωτική “συνεργασία” - υπό την αιγίδα της Γερμανίας φυσικά. Όπως αποκάλυψε σε ένα πρόσφατο άρθρο του το Foreign Policy, η “Γερμανία χτίζει αθόρυβα έναν Ευρωπαϊκό στρατό υπό τον έλεγχό της.” [11]
Φέτος η Γερμανία και δύο εκ των ευρωπαίων συμμάχων της, η Τσεχία και η Ρουμανία, ανακοίνωσαν την ενοποίηση των ενόπλων δυνάμεών τους υπό τον έλεγχο του Bundeswehr. Κατ’ αυτό τον τρόπο ακολουθούν στα χνάρια των δύο ολλανδικών ταξιαρχιών, η μία εκ των οποίων έχει ήδη ενταχθεί στο τμήμα ταχείας αντίδρασης του Bundeswehr, ενώ η άλλη έχει ενσωματωθεί στην 1η θωρακισμένη διαίρεση του.
Με άλλα λόγια η Γερμανία ήδη ασκεί ουσιαστικά έλεγχο στους στρατούς τεσσάρων χωρών. Και αυτή η πρωτοβουλία, σημειώνει το Foreign Policy, “μάλλον θα επεκταθεί.” Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη: αν η Γερμανία (“η ΕΕ”) θέλει να γίνει πραγματικά ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ, θα πρέπει να αποκτήσει στρατιωτική κυριαρχία την οποία αυτή τη στιγμή στερείται.
Έτσι, η Ευρώπη βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ένα σταυροδρόμι. Η επιλογή που αντιμετωπίζουν οι αριστερές και οι λαϊκές δυνάμεις, και γενικότερα οι χώρες της περιφέρειας, είναι μεταξύ α) της αποδοχής μιας μετάβασης της Ευρώπης σε ένα πλήρως μετα-δημοκρατικό, υπερ-ανταγωνιστικό σύστημα για την ήπειρο υπό τον έλεγχο της Γερμανίας, στο οποίο τα κράτη μέλη (εκτός αυτών εντός του πιλοτηρίου) θα αποστερηθούν κάθε κυριαρχίας και αυτονομίας, με αντάλλαγμα μια επίσημη βιτρίνα δημοκρατίας σε υπερεθνικό επίπεδο, και με την εργατική τους δύναμη εκτεθειμένη σε συνεχώς αυξανόμενα επίπεδα εκμετάλλευσης• ή β) την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας και αυτονομίας σε εθνικό επίπεδο, με όλα τα άμεσα ρίσκα που συνεπάγεται μια τέτοια πολιτική, ως τη μοναδική οδό για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της κοινωνικής και οικονομικής αξιοπρέπειας. Η επιλογή είναι με άλλα λόγια μεταξύ ευρωπαϊκής μετα-δημοκρατίας, ή μετα-ευρωπαϊκής δημοκρατίας.
Τρίτη οδός δεν υφίσταται. Ειδικά δε ενόψει της αυξανόμενης έντασης μεταξύ Γερμανίας, των ΗΠΑ και Κίνας, οι χώρες της περιφέρειας θα πρέπει να αναρωτηθούνε αν θέλουν να είναι απλά πιόνια σε αυτό το “Νέο Μεγάλο Παιχνίδι” ή αν θέλουν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους.
NOTES:
[1] Το μη- "χαρτί" του δόκτορα Σόϊμπλε:
http://media2.corriere.it/corriere/pdf/2017/non-paper.pdf. Εδώ ο καλός και αγαθός "δόκτορας" λογιστής περιγράφει σε δύο (2) σελίδες Α4 τον κατακρημνυσμό της Ευρώπης στο απύθμενο πηγάδι της μηχανιστικής λογιστικής, για το καλό υποτίθεται μιάς ιδέας την οποία ο ξιπασμένος αρνείται να μοιραστεί με του υπηκόους του.
[2] έρχεται
[3] έρχεται
[4] Κινεζοποίηση. Στο πρωτότυπο mezzogiornification, λέξη της οποίας ικανοποιητική μετάφραση δεν έχω βρει στα ελληνικά. Όμως ένα συνώνυμο είναι κινεζοποίηση.
[5] Ουσιαστικά εκποιήσεις με το ζόρι περιουσιακών στοιχείων πολύ κάτω από την αξία τους, γνωστές επίσης και ως απαλλοτριώσεις, ληστεία κ.λπ.
[6] Fraport, Lufthansa. German state/pension owned, Frankfurt airport protests.
[7] χμ..
[8] Σημείωση περί δοσιλόγων και Κοπελούζων
[9] Γερμανοποίηση δια της κινεζοποίησης.
[10] Υποβρύχια, Siemens, C4I, αεροδρόμια, VW emissions, Leopard etc.
[11] http://foreignpolicy.com/2017/05/22/germany-is-quietly-building-a-european-army-under-its-command/
[12]
THOMAS FAZI