«Πρόκειται για τους "working poor", νέοι σπουδασμένοι και με προσόντα, αλλά με αποδοχές που μόλις φτάνουν για να καλύψουν το φαγητό τους. Οι άνθρωποι στους οποίους αναφέρεται το δημοσίευμα έχουν ονοματεπώνυμο. Είναι η Στέλλα Αντωνίου, 24 ετών, μπαργούμαν με σπουδές στις γλώσσες και στη λογοτεχνία, ο Γιώργος Γεωργιάδης, 27 ετών, καθηγητής Αγγλικών, με 25 ώρες εργασίας την εβδομάδα, αλλά με αποδοχές 15 ωρών και ο Μάρκος Καρύδης, 30 χρονών, εργαζόμενος σε φαστφουντάδικο, με σπουδές στην Φυσική Αγωγή».
«Η χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας επέφερε ακριβώς το αντίθετο από το σκοπούμενο», επισημαίνει στο δημοσίευμά του το περιοδικό. «Ο νομοθέτης μείωσε το κατώτατο όριο μισθού στα 586 ευρώ και παράλληλα επέτρεψε στους εργοδότες να πηγαίνουν και χαμηλότερα, όταν αυτός που ψάχνει εργασία είναι κάτω των 25. Πίσω από αυτό κρύβονταν η ελπίδα ότι έτσι θα καταπολεμούνταν η νεανική ανεργία που το 2016 άγγιξε το 47%. Παράλληλα προέκυψε μια γενιά εργαζομένων που έκαναν σχεδόν τα πάντα, γνωρίζοντας ότι εάν δεν το έκαναν αυτοί, θα το έκαναν άλλοι». To Spiegel σημειώνει: «Παρόλα αυτά η μεγάλη κραυγή των εργαζομένων φτωχών δεν ακούστηκε, επειδή ειδάλλως οι ευκαιρίες για μια έστω κακοπληρωμένη δουλειά θα μειώνονταν. Και μια κακοπληρωμένη δουλειά είναι πάντα καλύτερη από την ανεργία».
Όπως εκτιμά το Spiegel «το 1/3 των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κερδίζει τόσο λίγα που μόλις τούς φτάνει για να ζήσει. Είναι πάνω από μισό εκατομμύριο. Για τη δουλειά τους παίρνουν κάτω από 376 ευρώ το μήνα ή 60% λιγότερα από το μέσο μισθό… Ο κίνδυνος, ακόμη και με σταθερή εργασία, να συγκαταλεχθεί κανείς στους φτωχούς στην Ελλάδα είναι τόσο μεγάλος, όσο πουθενά αλλού στην ΕΕ».
Το άρθρο κάνει και σύγκριση ανάμεσα στο Βερολίνο και την Αθήνα σε ότι αφορά στο κόστος ζωής. «Για παράδειγμα, στο Βερολίνο οι τιμές για προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης είναι μόλις 14,5% υψηλότερα από ότι στην Αθήνα, παρά το ό,τι στη γερμανική πρωτεύουσα η αγοραστική δύναμη είναι 117%».