Η σημασία του δείκτη εξάρτησης
Η αιτία λόγω της οποίας μειώνεται ραγδαία ο πληθυσμός σε όποιες χώρες εισβάλλει το ΔΝΤ για να τις βοηθήσει – όπως στο παράδειγμα της Ρωσίας, ο πληθυσμός της οποίας μειώθηκε τότε κατά 15 εκ. άτομα
Με το «δείκτη εξάρτησης» μετράται η δυνατότητα ανάπτυξης μίας χώρας, με κριτήριο τον πληθυσμό, καθώς επίσης τον αριθμό των εργαζομένων της. Ειδικότερα, για την εύρεση του δείκτη εξάρτησης διαιρείται ο αριθμός του πληθυσμού κάτω των 15 ετών και άνω των 65, με τον πληθυσμό μεταξύ 15 ετών και 65 ετών – με αυτούς δηλαδή που ευρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία, όπου λαμβάνεται ως δεδομένο ένα ποσοστό ανεργίας της τάξης του 8%.
Συνήθως ο οικονομικός αυτός δείκτης είναι κάτω από το 1, επειδή ο αριθμητής είναι χαμηλότερος από τον παρανομαστή. Δηλαδή, ο αριθμός των εξαρτημένων είναι μικρότερος από τον αριθμό των εργαζομένων, οπότε αφενός μεν μπορεί να συντηρηθούν οι μη εργαζόμενοι, αφετέρου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ανάπτυξης μίας χώρας – με την προϋπόθεση βέβαια πως θα διενεργούνται φυσιολογικές επενδύσεις. Στην Ελλάδα τώρα οι αριθμοί φαίνονται στο πρώτο γράφημα.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, ο δείκτης εξάρτησης της χώρας μας πριν από την κρίση ήταν ήδη προβληματικός, αφού υπερέβαινε το 1 (Δείκτης Α, 1,36) – με την έννοια πως δεν εξασφάλιζε την ανάπτυξη στην οικονομία, ούτε τη συντήρηση των μη εργαζομένων από τους εργαζομένους. Το 2016 ο δείκτης αυτός είχε επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό από την ανεργία, φτάνοντας στο 1,66 (Δείκτης Β) – γεγονός που σημαίνει ότι, σε κάθε εργαζόμενο αντιστοιχούσαν 1,66 άτομα που δεν εργάζονταν και όφειλε να συντηρεί, ενώ η οικονομία δεν αναπτυσσόταν (κάτι που άλλωστε συνεχίζεται, ενώ ο δείκτης Β είναι ίσως ακόμη χειρότερος, εάν δεχθούμε πως η ανεργία είναι στο 28,7%).
Συνεχίζοντας είναι προφανές ότι η Ελλάδα, με δείκτη εξάρτησης στο 1,66% δεν είναι δυνατόν να έχει βιώσιμη ανάπτυξη, μακροπρόθεσμα σταθερή δηλαδή, ακόμη και αν υποθέσουμε πως θα διενεργούνταν επενδύσεις – κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί, εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων, καθώς επίσης όσο οι τράπεζες ευρίσκονται στα όρια της χρεοκοπίας. Εκτός αυτού είναι φανερό το πρόβλημα του ασφαλιστικού, επίσης λόγω του υψηλού δείκτη εξάρτησης – οπότε η επίλυση του, όσο δεν καλυτερεύει ο δείκτης αυτός, είναι κάτι περισσότερο από ουτοπική.
Επί πλέον επιβάλλεται στην Ελλάδα η εξοντωτική πολιτική των μνημονίων, η οποία δεν επιτρέπει ελπίδες όσον αφορά την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης – η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει νέες επενδύσεις. Παράλληλα, η μη διενέργεια επενδύσεων είναι αδύνατον να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, οπότε τις εξαγωγές (δηλαδή την εκμετάλλευση της ζήτησης άλλων χωρών), ακόμη και αν οι μισθοί των εργαζομένων μηδενίζονταν.
Επομένως, η μοναδική λύση από την πλευρά των δανειστών είναι εν πρώτοις η διόρθωση του συντελεστή εξάρτησης, έτσι ώστε να πέσει κάτω από τη μονάδα – γεγονός που σημαίνει τη μείωση του πληθυσμού άνω των 65 και κάτω των 15 ετών. Κατ’ επακόλουθο, ο στόχος είναι ο περιορισμός του προσδόκιμου ζωής, καθώς επίσης των γεννήσεων – άρα η μείωση του συνολικού πληθυσμού, με προτίμηση βέβαια αυτές τις δύο ηλικιακές ομάδες.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο εφαρμόζονται τα γνωστά μέτρα του περιορισμού του κοινωνικού κράτους, της μείωσης των συντάξεων και των εισοδημάτων, της υπερβολικής αύξησης της φορολογίας κοκ. – με αποτέλεσμα αφενός μεν να πεθαίνουν πιο γρήγορα οι ηλικιωμένοι, αφετέρου να μην γεννούν παιδιά οι νέοι, αφού αδυνατούν να τα φροντίσουν. Ακριβώς για το λόγο αυτό μειώνεται ραγδαία ο πληθυσμός σε όποιες χώρες εισβάλλει το ΔΝΤ για να τις «βοηθήσει» – όπως στο παράδειγμα της Ρωσίας, ο πληθυσμός της οποίας μειώθηκε τότε κατά 15 εκ. άτομα.
Μπορεί να ακούγεται μακάβριο, αλλά είναι η αλήθεια, τεκμηριωμένη πολλές φορές στην ιστορία.