Το Σύνταγμα, νομοτεχνικά, είναι ένα συνοπτικό κείμενο Θέσεων και Αρχών. Περιέχει τους βασικούς κανόνες που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση, αλλά και τους όρους για τη διεκδίκηση και την άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Πρόκειται για το αποτέλεσμα ενός πλαισίου που διαμορφώνεται από την ιστορική αντιπαλότητα συγκρουόμενων κοινωνικών δυνάμεων. Από αυτήν την έποψη, το Σύνταγμα είναι η νομική απεικόνιση αυτού του συσχετισμού. Πρόκειται για μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ εμπολέμων και των συμμάχων τους. Οι εκτιμήσεις για την έκταση και τη βεβαιότητα της νίκης, για την ισχύ και το απόθεμα δυνάμεων του καθενός, διαμορφώνουν και το περιεχόμενο των όρων της ειρήνης. Αν οι αξιολογήσεις είναι σαθρές ή οι όροι δυσβάστακτοι για κάποια πλευρά, θα πρόκειται, τελικά, για σύντομη ανακωχή. Το ιστορικό αίτιο μπορείς να το ξεγελάσεις, δεν μπορείς όμως να το εξαφανίσεις, όσους μάγους κι αν φωνάξεις σε βοήθεια.
Οι ιστορικές διαδικασίες παραγωγής του Συντάγματος που καταγράφονται από τη στιγμή της δημιουργίας του με τη σύγχρονη έννοια και περιεχόμενο, από το τέλος δηλαδή του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα μέχρι και σήμερα, είναι δύο: μια πρωτότυπη και μια παράγωγη.
Πρωτότυπη θεωρείται εκείνη η διαδικασία η οποία κατά την παραγωγή του Συντάγματος δεν αναγνωρίζει αλλά ούτε στηρίζεται σε καμιά προηγούμενη νομική δέσμευση. Χαρακτηρίζεται ως «συντακτική εξουσία», όρος ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για να θεμελιώσει θεωρητικά και πολιτικά την εξουσία της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης του 1789 να καθορίσει αδέσμευτα, σε σχέση με το παρελθόν, τη νέα πολιτειακή τάξη. Πρόκειται για μια επαναστατική διαδικασία, παλιά όσο και η επιθυμία του ανθρώπου να καθορίσει ο ίδιος τη ζωή του, και γνώριμη από τότε που ένας Λαός απέκτησε επίγνωση της δύναμής του, αλλά και τη θέληση να την επιβάλλει. Το συντακτικό προνόμιο, απορρέει από το φυσικό δικαίωμα αυτοδιάθεσης κάθε έλλογου όντος.
Παράγωγη διαδικασία θεωρείται εκείνη η οποία μεταβάλλει ένα προηγούμενο Σύνταγμα, με τους τρόπους, τις διαδικασίες και στην έκταση που το ίδιο προβλέπει. Πρόκειται για τη λεγόμενη «αναθεωρητική λειτουργία». Η κατανόηση της έννοιας της παραγωγής του Συντάγματος, ολοκληρώνεται με την αναφορά σε δύο όρους, που είναι θεμελιακοί για το συνταγματικό δίκαιο: της νομιμοποίησης και της νομιμότητας ενός Συντάγματος.
Η νομιμοποίηση είναι διάσταση ιδεολογική και γι’ αυτό πολιτική. Η «συντακτική εξουσία» είναι πρωτογενής ιστορική πράξη. Δεν ανάγεται σε κανένα κανόνα δικαίου, αλλά πηγάζει από ένα ιστορικό αίτιο, το οποίο λαμβάνει κοινωνική έκφανση, ιδεολογικό περιεχόμενο και κατισχύει σε μια δεδομένη στιγμή. Η νομιμότητα του Συντάγματος (και γενικότερα η έννοια της νομιμότητας), εκπορεύεται ακριβώς από ένα προηγούμενο δεσμευτικό νομικά πλαίσιο, και κινείται μέσα στα όρια που αυτό έχει θέσει. Είναι η δυνατότητα εξέλιξης μιας προηγούμενης νομικής κατάστασης, μέσα στα πλαίσια όμως που αυτή έχει εκ των προτέρων ορίσει, ακριβώς ως μερική αναθεώρηση των όρων της ειρήνης που ήδη επικρατεί, για να μην ξαναρχίσει ο πόλεμος. Θέμα νομιμότητας, λοιπόν, δημιουργείται για την «αναθεωρητική λειτουργία». Το αποτέλεσμα της αναθεώρησης ή της μερικής ή καθολικής τροποποίησης ενός ήδη υπάρχοντος Συντάγματος, είναι νόμιμο, όταν έχει παραχθεί μέσα στα διαδικαστικά και ουσιαστικά όριά του.
Σαφής δε νομικοπολιτική εκδήλωση της ιστορικά μετασχηματιζόμενης και εξελισσόμενης έννοιας του Συντάγματος, αντανακλάται στη θέση ότι «Κοινωνία στην οποία η προστασία των δικαιωμάτων δεν είναι πραγματικά εξασφαλισμένη, ούτε καθορισμένη και ενεργή η διάκριση των εξουσιών, δεν έχει Σύνταγμα», και ας γράφουν «τα χαρτιά» αλλιώς. Ιστορικοπολιτικά, πρόκειται για απαραβίαστες «Βάσεις-Θεμέλια» της οποιασδήποτε ειρήνης, στο παρελθόν στο παρόν ή στο μέλλον, κοινωνικά αντίπαλων δυνάμεων.
Κατά συνέπεια, ένα πολιτικό προσωπικό που έχει πολλαπλώς παραβιάσει αυτές τις Βάσεις, ούτε έχει τη νομιμοποίηση να αναθεωρήσει το Σύνταγμα, ούτε το αποτέλεσμα θα είναι νόμιμο. Θα είναι νομιμοφανές. Μια Βουλή που αγνοεί τα Δημοψηφίσματα, που αυτοκαταργείται με ευθύνη της, που εκχωρεί αντισυνταγματικά αποκλειστικές αρμοδιότητές της σε υπαλλήλους και υπερκείμενους του κράτους Διεθνείς και ντόπιους μηχανισμούς, που ξεπουλά τον πλούτο της Χώρας στους διεθνείς τοκογλύφους, δεν συνιστά μια γνήσια εθνοσυνέλευση του λαού της πατρίδας, αλλά μια πολιτική συντεχνία που ενεργεί με σφετερισμό κατά του Λαού και της Πατρίδας.
Και παρ’ ό,τι η συζήτηση μπορεί ξαφνικά να «ξεφουσκώσει», όπως και το 2012, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι παραμένει πάντα στόχος του μνημονιακού καθεστώτος η μεταβολή και στο υπέρτατο δικαιϊκά πεδίο. Παλιοί και νεόκοποι υπηρέτες των δανειστών, φλύαροι αλλά ακίνδυνοι για τον ξένο παράγοντα, είναι πρόθυμοι να τα καταπιούν όλα, αρκεί να πέφτει ο μισθός στην ώρα του και ο καθρέφτης να μείνει στη θέση του για να αντανακλά το ναρκισσισμό τους. Και επειδή η προδοσία, στην προσπάθειά της να φτιασιδωθεί ντύνεται συχνά με φανταχτερό τρόπο, μια σειρά ακόμη τέτοιων, γυμνών μέσα και έξω, περιμένει ανυπόμονα στην πόρτα του βεστιαρίου.
Ο Φώτης -Σπυρίδωνας Μαζαράκης, είναι Δρ.Νομικης – Δικηγόρος – Συγγραφέας,
και μέλος του Τομέα Δικαιοσύνης του Ε.ΠΑ.Μ.