Τώρα που ανοίξαμε τον δρόμο στον φασισμό, ψηφίστε μας για να τον κλείσουμε!Εξαιρετικός Τάσος Αναστασίου
Πέρα από τον αδιάκοπο φραξιονισμό και την αιώνια φαγωμάρα από την... Πρώτη Διεθνή και δώθε, ένα από τα πράγματα που διαχρονικά με χαλάνε στην Αριστερά, τόσο του τόπου μας όσο και διεθνώς, είναι η κοντόθωρη, εργαλειακή ματιά της απέναντι στα γεγονότα και ο σχεδόν μόνιμος στρουθοκαμηλισμός της, όταν τα άτιμα τα γεγονότα δεν ταιριάζουν με τις ερμηνείες και τα μεσσιανικά δόγματα της εκάστοτε κυρίαρχης ομάδας της.
Μια τέτοια περίπτωση στρουθοκαμηλισμού και μυωπικής αντίληψης της πραγματικότητας παρακολουθήσαμε, κατά τη γνώμη μου, τις τελευταίες μέρες με αφορμή την άρνηση του ηθικού νικητή -και μοναδικού αριστερού υποψηφίου- των γαλλικών εκλογών, του Ζαν-Λικ Μελανσόν, να συνταχθεί με τον νεοφιλελεύθερο πρώην τραπεζίτη των Ρότσιλντ και βέβαιο επόμενο πρόεδρο της Γαλλίας, τον «ουρανοκατέβατο» Εμανουέλ Μακρόν, στο πλαίσιο ενός υποτιθέμενου φανταστικού «αντιφασιστικού μετώπου» ενάντια στη Μαρίν Λεπέν.
Ο Μελανσόν, αφού άγγιξε με έναν εκπληκτικό προσωπικό προεκλογικό αγώνα το 20% των ψήφων και έχασε οριακά το εισιτήριο για τον δεύτερο γύρο (και, γιατί όχι, το Μέγαρο των Ηλυσίων), παίρνοντας τριπλάσιες ψήφους από τον δήθεν «αριστερό» υποψήφιο του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος, τον Αμόν, αρνήθηκε ουσιαστικά να παίξει το παραδοσιακό παιχνιδάκι του «δημοκρατικού τόξου» και να νομιμοποιήσει με αυτόν τον τρόπο την εκλογή ενός 100% κατασκευασμένου από την ελίτ υποψηφίου του «ακραίου Κέντρου»: αρνήθηκε, κοντολογίς, να αντιμετωπίσει τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων του σαν πρόβατα, ακυρώνοντας όλα όσα έλεγε προεκλογικά, και να συστρατευτεί με το σάπιο πολιτικό σύστημα της χώρας του, τους Σοσιαλιστές και τους Γκολικούς, που βλέπουν τον Μακρόν σαν σανίδα σωτηρίας – αρχικά σαν σωσίβιο για την παραμονή διά της πλαγίας στην εξουσία και σε δεύτερο χρόνο σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ για όλα τους τα βαρύτατα αντιλαϊκά μέτρα, κρίματα και χρήματα...
Το ιστορικό αυτό «NON» του Μελανσόν στον Μακρόν ομολογουμένως σόκαρε πολύ κόσμο, εντός και εκτός Γαλλίας, που δεν μπορεί να σκεφτεί έξω από το κουτί και να δει τη βαθύτερη συγγένεια μεταξύ των Μακρόν και των Λεπέν αυτού του κόσμου, ως πολιτικών εργαλείων μεγιστοποίησης της κοινωνικο-οικονομικής ανισότητας και των κερδών του μεγάλου παρασιτικού κεφαλαίου.
Για την ακρίβεια, όπως έγραφα και τη νύχτα του πρώτου γύρου, η μεγαλύτερη επιτυχία της Λεπέν, και της νέας «γραβατωμένης» ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς εν γένει, δεν είναι πως φλερτάρει με την εξουσία – στην πραγματικότητα (Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία, Βρετανία, Σκανδιναβικές Χώρες κτλ.) οι ακροδεξιοί μένουν εκτός νυμφώνος και συχνά λειτουργούν απλά σαν «μπαμπούλες» για να στρέψουν τους ανήσυχους πολίτες σε... απλά δεξιούς υποψηφίους, που υπό άλλες συνθήκες σίγουρα δεν θα επέλεγαν.
Το αληθινό «σουξέ» των μοντέρνων ακροδεξιών είναι πως, ενώ υποτίθεται πως παραμένουν απομονωμένοι, καταφέρνουν να επιβάλουν την αντιδραστική ρητορική και ατζέντα τους στα «μέινστριμ» κόμματα, αυτά που πραγματικά κυβερνούν – ιδίως όσον αφορά τον αντιμεταναστευτικό λόγο και τα πάσης φύσεως τείχη.
Κάτι που φάνηκε πολύ καθαρά στην όλο και σκληρότερη στάση των απερχόμενων Σοσιαλιστών έναντι προσφύγων και μεταναστών, που αντιμετωπίστηκαν ως «δημόσιος κίνδυνος», παρά το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους οι τρομοκρατικές επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από γηγενείς Γάλλους ή Βέλγους πολίτες.
Διάβασα πριν από λίγο καιρό το υπέροχα προβοκατόρικο «Κερδίζοντας Χρόνο» του Βόλφγκανγκ Στρεκ, όπου ο σπουδαίος αυτός Γερμανός κοινωνιολόγος (μαθητής του Αντόρνο στη Σχολή της Φρανκφούρτης, για όσους καταλαβαίνουν τη σημασία του συγκεκριμένου γνωστικού «δέντρου») εξηγεί πώς, μετά τη δεκαετία του 1970, ο παγκοσμιοποιημένος πλέον καπιταλισμός έσπασε μονομερώς το κοινωνικό «συμβόλαιο συμβίωσης» με την αστική δημοκρατία και οδεύει σε μια όλο και πιο απολυταρχική μορφή πλουτοκρατίας με δημοκρατικό μανδύα, εκμεταλλευόμενος τη βαθύτατη αλλοτρίωση του ολοένα και πιο ατομιστή και απολίτικου πολίτη-καταναλωτή.
Αυτό που λέμε σήμερα «φιλελεύθερη Δημοκρατία» και «πολιτική σταθερότητα», με βάση αυτήν την ανάγνωση, αυτό δηλαδή που «εγγυάται» μια προεδρία τύπου Μακρόν, δεν είναι παρά η εθελούσια υποταγή όλων μας σε μια αόρατη υπερ-κυβέρνηση της κυρίαρχης ελίτ – σ’ ένα «βαθύ κράτος» των πλούσιων και των ισχυρών που δεν εξαρτώνται πλέον σε τίποτε από τους επαγγελματίες πολιτικούς και, κυρίως, δεν μετρούν τον χρόνο σε τετραετίες, αλλά σε ετήσια οικονομικά αποτελέσματα κερδοφορίας ή ζημιών, στα οποία ο παράγοντας «εργαζόμενος- πολίτης-ψηφοφόρος» διαδραματίζει όλο και μικρότερο ρόλο.
Αυτός ο οικονομικός φασισμός των ολίγων, η αδιαφορία για τη ζωή και την ευημερία των πολλών, που πολιτικά εκφράζεται πρωτίστως μέσα από το τεχνοκρατικό «ακραίο Κέντρο» των διαφόρων Μακρόν, είναι που γεννά την απέχθεια των απλών ανθρώπων και δυστυχώς τους οδηγεί κατά εκατομμύρια στη σιδερένια αγκαλιά της Ακροδεξιάς: κι όποιος, «αριστερός» ή μη, δεν βλέπει πως οικονομική Ακροδεξιά και πολιτική Ακροδεξιά είναι συγκοινωνούντα δοχεία, ανεξαρτήτως μακιγιάζ και κομματικών προσήμων, μάλλον πρέπει να ξεσκονίσει τα παλιά βιβλία της Πολιτικής Οικονομίας.
Ο Μελανσόν, σε όλη την απίστευτα επιτυχημένη προεκλογική εκστρατεία του, καταφέρθηκε ανοιχτά κατά αυτής της πλουτοκρατικής ελίτ, κατορθώνοντας έτσι να συσπειρώσει γύρω του προοδευτικούς ανθρώπους –και ιδιαίτερα αηδιασμένους με την καθεστωτική πολιτική νεολαίους- που δεν θα ψήφιζαν σε καμία περίπτωση τον Μακρόν ή κάποιον άλλο «συμβατικό» υποψήφιο.
Εξέφρασε έτσι μια μεγάλη μερίδα κόσμου που –όπως και στην Ελλάδα– σιχαίνεται πια τον κλασικό πολιτικό λόγο των ίσων αποστάσεων και ζει στο πετσί του την ανέχεια, την ανισότητα και την ανεργία.
Για τους πιτσιρικάδες των παρισινών προαστίων, τα οργισμένα 16χρονα που αυτές τις μέρες κλείνουν τα σχολεία και τους δρόμους και πλακώνονται με τους μπάτσους με βασικό σύνθημα Ni Patrie, Ni Lepen, Ni Patron, Ni Macron (Ούτε Πατρίδα, Ούτε Λεπέν, Ούτε αφεντικό, Ούτε Μακρόν), το «όχι» του Μελανσόν δικαιολογείται απολύτως.
Κι αν η Δημοκρατία, με Δ κεφαλαίο, έχει κάποια ελπίδα να επιζήσει ως πολίτευμα, θα τη χρωστά σε αυτούς, κι όχι στους εθελοντές σφουγγοκωλάριους του Μακρόν και των αόρατων «χορηγών» του.
Γιώργος Τσιάρας
efsyn.gr
Μια τέτοια περίπτωση στρουθοκαμηλισμού και μυωπικής αντίληψης της πραγματικότητας παρακολουθήσαμε, κατά τη γνώμη μου, τις τελευταίες μέρες με αφορμή την άρνηση του ηθικού νικητή -και μοναδικού αριστερού υποψηφίου- των γαλλικών εκλογών, του Ζαν-Λικ Μελανσόν, να συνταχθεί με τον νεοφιλελεύθερο πρώην τραπεζίτη των Ρότσιλντ και βέβαιο επόμενο πρόεδρο της Γαλλίας, τον «ουρανοκατέβατο» Εμανουέλ Μακρόν, στο πλαίσιο ενός υποτιθέμενου φανταστικού «αντιφασιστικού μετώπου» ενάντια στη Μαρίν Λεπέν.
Ο Μελανσόν, αφού άγγιξε με έναν εκπληκτικό προσωπικό προεκλογικό αγώνα το 20% των ψήφων και έχασε οριακά το εισιτήριο για τον δεύτερο γύρο (και, γιατί όχι, το Μέγαρο των Ηλυσίων), παίρνοντας τριπλάσιες ψήφους από τον δήθεν «αριστερό» υποψήφιο του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος, τον Αμόν, αρνήθηκε ουσιαστικά να παίξει το παραδοσιακό παιχνιδάκι του «δημοκρατικού τόξου» και να νομιμοποιήσει με αυτόν τον τρόπο την εκλογή ενός 100% κατασκευασμένου από την ελίτ υποψηφίου του «ακραίου Κέντρου»: αρνήθηκε, κοντολογίς, να αντιμετωπίσει τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων του σαν πρόβατα, ακυρώνοντας όλα όσα έλεγε προεκλογικά, και να συστρατευτεί με το σάπιο πολιτικό σύστημα της χώρας του, τους Σοσιαλιστές και τους Γκολικούς, που βλέπουν τον Μακρόν σαν σανίδα σωτηρίας – αρχικά σαν σωσίβιο για την παραμονή διά της πλαγίας στην εξουσία και σε δεύτερο χρόνο σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ για όλα τους τα βαρύτατα αντιλαϊκά μέτρα, κρίματα και χρήματα...
Το ιστορικό αυτό «NON» του Μελανσόν στον Μακρόν ομολογουμένως σόκαρε πολύ κόσμο, εντός και εκτός Γαλλίας, που δεν μπορεί να σκεφτεί έξω από το κουτί και να δει τη βαθύτερη συγγένεια μεταξύ των Μακρόν και των Λεπέν αυτού του κόσμου, ως πολιτικών εργαλείων μεγιστοποίησης της κοινωνικο-οικονομικής ανισότητας και των κερδών του μεγάλου παρασιτικού κεφαλαίου.
Για την ακρίβεια, όπως έγραφα και τη νύχτα του πρώτου γύρου, η μεγαλύτερη επιτυχία της Λεπέν, και της νέας «γραβατωμένης» ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς εν γένει, δεν είναι πως φλερτάρει με την εξουσία – στην πραγματικότητα (Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία, Βρετανία, Σκανδιναβικές Χώρες κτλ.) οι ακροδεξιοί μένουν εκτός νυμφώνος και συχνά λειτουργούν απλά σαν «μπαμπούλες» για να στρέψουν τους ανήσυχους πολίτες σε... απλά δεξιούς υποψηφίους, που υπό άλλες συνθήκες σίγουρα δεν θα επέλεγαν.
Το αληθινό «σουξέ» των μοντέρνων ακροδεξιών είναι πως, ενώ υποτίθεται πως παραμένουν απομονωμένοι, καταφέρνουν να επιβάλουν την αντιδραστική ρητορική και ατζέντα τους στα «μέινστριμ» κόμματα, αυτά που πραγματικά κυβερνούν – ιδίως όσον αφορά τον αντιμεταναστευτικό λόγο και τα πάσης φύσεως τείχη.
Κάτι που φάνηκε πολύ καθαρά στην όλο και σκληρότερη στάση των απερχόμενων Σοσιαλιστών έναντι προσφύγων και μεταναστών, που αντιμετωπίστηκαν ως «δημόσιος κίνδυνος», παρά το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους οι τρομοκρατικές επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από γηγενείς Γάλλους ή Βέλγους πολίτες.
Διάβασα πριν από λίγο καιρό το υπέροχα προβοκατόρικο «Κερδίζοντας Χρόνο» του Βόλφγκανγκ Στρεκ, όπου ο σπουδαίος αυτός Γερμανός κοινωνιολόγος (μαθητής του Αντόρνο στη Σχολή της Φρανκφούρτης, για όσους καταλαβαίνουν τη σημασία του συγκεκριμένου γνωστικού «δέντρου») εξηγεί πώς, μετά τη δεκαετία του 1970, ο παγκοσμιοποιημένος πλέον καπιταλισμός έσπασε μονομερώς το κοινωνικό «συμβόλαιο συμβίωσης» με την αστική δημοκρατία και οδεύει σε μια όλο και πιο απολυταρχική μορφή πλουτοκρατίας με δημοκρατικό μανδύα, εκμεταλλευόμενος τη βαθύτατη αλλοτρίωση του ολοένα και πιο ατομιστή και απολίτικου πολίτη-καταναλωτή.
Αυτό που λέμε σήμερα «φιλελεύθερη Δημοκρατία» και «πολιτική σταθερότητα», με βάση αυτήν την ανάγνωση, αυτό δηλαδή που «εγγυάται» μια προεδρία τύπου Μακρόν, δεν είναι παρά η εθελούσια υποταγή όλων μας σε μια αόρατη υπερ-κυβέρνηση της κυρίαρχης ελίτ – σ’ ένα «βαθύ κράτος» των πλούσιων και των ισχυρών που δεν εξαρτώνται πλέον σε τίποτε από τους επαγγελματίες πολιτικούς και, κυρίως, δεν μετρούν τον χρόνο σε τετραετίες, αλλά σε ετήσια οικονομικά αποτελέσματα κερδοφορίας ή ζημιών, στα οποία ο παράγοντας «εργαζόμενος- πολίτης-ψηφοφόρος» διαδραματίζει όλο και μικρότερο ρόλο.
Αυτός ο οικονομικός φασισμός των ολίγων, η αδιαφορία για τη ζωή και την ευημερία των πολλών, που πολιτικά εκφράζεται πρωτίστως μέσα από το τεχνοκρατικό «ακραίο Κέντρο» των διαφόρων Μακρόν, είναι που γεννά την απέχθεια των απλών ανθρώπων και δυστυχώς τους οδηγεί κατά εκατομμύρια στη σιδερένια αγκαλιά της Ακροδεξιάς: κι όποιος, «αριστερός» ή μη, δεν βλέπει πως οικονομική Ακροδεξιά και πολιτική Ακροδεξιά είναι συγκοινωνούντα δοχεία, ανεξαρτήτως μακιγιάζ και κομματικών προσήμων, μάλλον πρέπει να ξεσκονίσει τα παλιά βιβλία της Πολιτικής Οικονομίας.
Ο Μελανσόν, σε όλη την απίστευτα επιτυχημένη προεκλογική εκστρατεία του, καταφέρθηκε ανοιχτά κατά αυτής της πλουτοκρατικής ελίτ, κατορθώνοντας έτσι να συσπειρώσει γύρω του προοδευτικούς ανθρώπους –και ιδιαίτερα αηδιασμένους με την καθεστωτική πολιτική νεολαίους- που δεν θα ψήφιζαν σε καμία περίπτωση τον Μακρόν ή κάποιον άλλο «συμβατικό» υποψήφιο.
Εξέφρασε έτσι μια μεγάλη μερίδα κόσμου που –όπως και στην Ελλάδα– σιχαίνεται πια τον κλασικό πολιτικό λόγο των ίσων αποστάσεων και ζει στο πετσί του την ανέχεια, την ανισότητα και την ανεργία.
Για τους πιτσιρικάδες των παρισινών προαστίων, τα οργισμένα 16χρονα που αυτές τις μέρες κλείνουν τα σχολεία και τους δρόμους και πλακώνονται με τους μπάτσους με βασικό σύνθημα Ni Patrie, Ni Lepen, Ni Patron, Ni Macron (Ούτε Πατρίδα, Ούτε Λεπέν, Ούτε αφεντικό, Ούτε Μακρόν), το «όχι» του Μελανσόν δικαιολογείται απολύτως.
Κι αν η Δημοκρατία, με Δ κεφαλαίο, έχει κάποια ελπίδα να επιζήσει ως πολίτευμα, θα τη χρωστά σε αυτούς, κι όχι στους εθελοντές σφουγγοκωλάριους του Μακρόν και των αόρατων «χορηγών» του.
Γιώργος Τσιάρας
efsyn.gr